Πεταμένος στην άκρη ενός παράταιρου ονείρου του στέκεται με διπλωμένα τα πόδια να κοιτάζει τις νιφάδες που σκεπάζουν τις πολυφορεμένες κάλτσες, ίσως η φύση να ήθελε να τον επιβραβεύσει με ένα φυσικό μπάνιο, έξω από την άδικη καθημερινότητά του. Κανείς δεν τον κοιτούσε μα δεν τον ένοιαζε είχε τις νιφάδες να τον λούζουν τη θεία αγάπη κι αυτό του αρκούσε. Τέταρτη μέρα χιονιά κι ήταν Χριστούγεννα, τα δικά τους Χριστούγεννα με εκείνο το παλαιό ημερολόγιο, που με τα τέσσερα δάχτυλα του αριστερού του χεριού είχε γραπώσει από έναν δικό τους κι είχε βγει στην πόλη. Όχι για κάποιον λόγο, μα για να χαζέψει εκείνους, τους άλλους και τις περίεργες κινήσεις τους στο πλήθος.
Μια όμορφη πόλη με τόση ασχήμια εσωτερική, τόση ψυχική θλίψη, που τον τρόμαζε ο κόσμος, τον τρόμαζε η τόση ελευθερία, τα τόσα "χαμόγελα" στους γύρω, τον φόβιζαν οι σκέψεις τους κι εκεί στον τοίχο ακουμπισμένος με συντροφιά τις νιφάδες, ένιωθε προστασία από το στερεοποιημένο νερό, που πάλευε να τον καλύψει από τα τόσα δήθεν γύρω του, την τόση λεγόμενη τελειότητά τους. Πέρασαν κάμποσα λεπτά να σαρώνουν τα μάτια του εκείνους, μα τίποτα δεν άλλαζε ουσιαστικά, τίποτα εκτός από το χιόνι, που είχε πλέον δώσει μια νόστιμη νότα τριγύρω του, μετατρέποντας όλα τα αμάξια σε κουραμπιεδάκια και όλα τα πεζοδρόμια σε λευκή σοκολάτα. Ήταν πλέον σίγουρος πως έπρεπε να βρει κάτι να γευματίσει, μέχρι ένα φως δυνατό να του κόψει την τόση πείνα του, αφήνοντας την περιέργεια του να πάρει τα σκήπτρα της ζωής του. Πλήσίασε.
Μια μικρή στοά στο απέναντι πεζοδρόμιο φωτιζόταν από 2 λάμπες δεξιά κι αριστερά της εισόδου κι όλοι περνούσαν μπροστά της ανεπηρέαστοι σαν να μην έβλεπαν τριγύρω από το προκαθορισμένο καθημερινό προγραμμά τους. Μα εκείνος τη μέρα εκείνη, που ήταν τα δικά τους Χριστούγεννα, με ένα ζακετάκι να αφήνει τους μείον έξι να ρυθμίζουν τη θερμοκρασία του δέρματός του μπήκε στο φωτεινό μέρος, κατέβηκε τα σκαλιά της εισόδου και ώρα τρεις το μεσημέρι άκουσε το ρολόι της στοάς να χτυπάει φορές δώδεκα, δώδεκα, την ώρα των μεσανύχτων.
"Ζητάτε κάτι; Εδώ δεν είναι λαϊκή να μπαίνετε και να παζαρεύετε τι συμβαίνει", είπε ένα κοντό πλασματάκι ίσα με το ύψος των ποδιών του άντρα και σήκωσε το χέρι του επιδεικτικά προς την έξοδο "Καλή σας νύχτα κύριε μου"
"Νύχτα; Ποια νύχτα; Έξω είναι 3 το μεσημέρι, πόσο πιωμένοι είστε εδώ κάτω;" πρόφερε χαμηλόφωνα και έσκυψε το κεφάλι του να δει τι γίνεται πιο μέσα, μέχρι που τον διέκοψε η ίδια εκνευρισμένη φωνή με πριν
"Δε μας ενδιαφέρει τι γίνεται έξω, δεν καταλαβαίνετε, άλλοι κόσμοι, δε συμβαδίζουν οι καρδιές μας κυριέ μου" εμφανώς πιο έντονη φωνή με το χεράκι του σταθερά σηκωμένο προς την έξοδο
"Τους σιχάθηκα τους έξω, δεν τους μπορώ" τον διέκοψε ο άντρας "άφησέ με να έρθω μαζί σας", φώναξε και χαμήλωσε το ύψος του, μήπως έτσι γίνει επιθυμητός σε εκείνο το περίεργο πλάσμα.
Εκείνο τον κοίταξε από τα νύχια μέχρι την τελευταία πετούμενη του κεφαλιού του τρίχα, κατέβασε το κεφάλι, γύρισε από την άλλη και κοιτάζοντας το φως που ανοιγόταν άπλετο στο τέλος του δωματίου άφησε τον άντρα να τον ακολουθήσει χωρίς να βγάλει μια άχνα. απλά με μια στάση αμυντική του σώματος ενεργοποιημένη.
Δεν περπάτησαν πολύ μέχρι εκείνος να καταλάβει ότι ήταν σε ένα μαγαζί, ένα μαγαζί με λαχανικά ξηραμένα, κρέατα σάπια, ψάρια ξεκοκκαλισμένα χωρίς τα κεφάλια, σε ένα μαγαζί, που είχε δεξιά μια μεγάλη ποικιλία ζυμαρικών, ζυμαρικών, όμως, με κάθε είδους έντομα πάνω τους και μύγες να πηγαινοέρχονται στα προϊόντα σα σε πασαρέλα μεγάλου οίκου Ιταλικής μόδας, έκανε ένα βήμα πίσω και κοίταξε το μικρό πλάσμα, που τον οδήγησε σε εκείνο το δωμάτιο, ήταν ένας από τους έμπορους και πίσω από τον πάγκο του καλούσε τον κόσμο να αγοράσει τα σαπισμένα του μήλα. Ο άντρας τρόμαξε και γυρίζοντας να φύγει, μη αντέχοντας τη μυρωδιά είδε μια ταμπέλα ψηλα, φωτιζόμενη επιγραφή, που τα μισά της λαμπάκια ήταν καμένα να γράφει με κεφαλαία καλλιτεχνικά γράμματα "Ζαχαροπλαστείο". Το ύφος του έμεινε αδρανές και καθώς κούνησε το δεξί του πόδι να φτάσει το πρώτο σκαλοπάτι προς την έξοδο, λογιζόμενος πλέον με σιγουριά ότι πρόκειται για οίκο τρελών, ένιωσε στον ώμο του δυο δάχτυλα να τον γρατζουνάνε απαλά
"Είναι μεγάλη έκπληξη τελικά ο εαυτός σου" είπε η φωνή πίσω του, τόσο κοντά του, που ακουγόταν πλέον από ένα στόμα, που μέχρι κι ανάσα του ακουγόταν στο αυτί του
"Ορίστε;"
"Λέω", επανέλαβε η φωνή, "είναι μεγάλη έκπληξη το πως βλέπεις τον κόσμο που ζεις, με τα δικά σου μάτια. Αυτή είναι η εικόνα, που λαμβάνουν οι οφθαλμοί σου τη ζωή έξω, απόλαυσέ το τι ονομάζουν τα μάτια σου πραγματικότητα" και τα δάχτυλά του άγνωστου άντρα χαίδεψαν το χέρι του, παροτρύνοντάς τον με μια μικρή ώθηση να γυρίσει το βλέμμα του ξανά σε εκείνο το ζαχαροπλαστείο.
Τα μάτια του χόρταιναν εικόνες από χαμογελαστά πρόσωπα με πειθώ να σου πουλάνε προϊόντα χαλασμένα και δεξιά μια τεράστια ταμπέλα να γράφει ότι πρόκειται για γλυκατζίδικο. Ποιο είναι αλήθεια και ποιο αποκύημα της φαντασίας του δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τι γίνεται γύρω του. Τρόμαξε, φοβήθηκε και γύρισε να δει ποιος του είπε αυτά τα λόγια. Ένας άντρας κουκουλωμένος με κασκόλ μαύρο σκούφο και έναν μακρύ χιτώνα, πάνω σε μια καρέκλα σκυμμένος δεν έδειχνε να θέλει συζήτηση. "Τι είπατε; " του απευθύνθηκε, κάνοντας μια κίνηση να κατέβει στο ύψος των ματιών του
Εκείνος δίχως να υψώσει το βλέμμα, μα μη θέλοντας καν να συναντηθούν οι οφθαλμοί τους ψιθύρισε "ήρθες στο μέρος της ψυχής σου, σε αυτό το υπόγειο εμείς βλέπουμε μέσα μας πώς βιώνουμε τον κόσμο και προσπαθούμε να το αλλάξουμε. Έξω αυτή την στιγμή κόσμος παγώνει στο κρύο, ο Δήμος προφασίζεται την έλλειψη αλατιού για να γλιτώσει τις καταστροφές και τα ατυχήματα στο οδόστρωμα κι ο καθένας επιζητεί τη δική του καλύτερη επιβίωση, χωρίς να νοιάζεται αν ο δίπλα έχει νερό και θέρμανση. Μα αυτό είμαστε εδώ να το αλλάξουμε με το να διορθώνουμε την εικόνα μας για τους γύρω. Όταν μάθουμε να νοιαζόμαστε" είπε και κατάπιε στραβά μια γουλιά νερό, που βρισκόταν ανάμεσα στις παλάμες του "θα σταματήσουμε να βλέπουμε τους πάντες είρωνες, υποκριτές και ατομικιστές γιατί θα χαιρόμαστε από την προσφορά μας. Ο κόσμος περνάει μέσα από αυτό" φώναξε δήθεν για δική του επιβεβαίωση δείχνοντας το κεφάλι του "και τα μάτια είναι απλά η φωτογραφική μηχανή ενός τεράστιου επεξεργαστή δεδομένων".
"Δηλαδή τι μου προτείνεις;" τον διέκοψε ο άντρας κοιτάζοντας ακόμα το ψεύτικο ζαχαροπλαστείο γεμάτο μια σάπια αγορά ειρωνίας.
"Δε σου προτείνω τίποτα. Σου δείχνω απλά το μυαλό σου. Όσο βλέπεις συνωμοσίες χρηματικές, εγωιστικές κινήσεις κι ατομικιστικά ψεύδη δε θα βοηθήσεις να αλλάξουν γιατί απλά θα απομακρύνεσαι από τον κόσμο, ενώ εκείνα θα χρειάζονται τη λύση από σένα και ξέρεις πολύ καλά που βρίσκεται η λύση, δεν χρειάζεται καν να σου δείξω με το δάχτυλο , χτυπάει μέσα σου κάθε δευτερόλεπτο, δράσε με εκείνη και το ζαχαροπλαστείο θα γεμίσει καλούδια νόστιμα, όσο φρέσκα μπορείς να τα βρεις στα μεγαλύτερα γλυκατζίδικα του κόσμου".
Ο άντρας θεωρώντας ότι όλα αυτά είναι καλοστημένα παραμύθια, παρόμοια με τα γλυκά, τη Χάνσελ και τον Γκρέτελ απομακρύνθηκε από την στοά, φορώντας πάντα τον σταυρό του Χριστού στον λαιμό του και βγήκε στον δρόμο, αντίκρυζε, όμως, πλέον τους ανθρώπους με μια κάποια περιέργεια και σταμάτησε σε ένα παγκάκι να σκεφτεί πού θα πάει, έψαξε στην τσέπη του να βγάλει το κινητό του να μιλήσει με τους δικούς του να ευχηθεί "Καλά Χριστούγεννα" και γλίστρησε από την τσέπη του ένα χαρτάκι.
"Θα γυρίσεις, το ξέρεις πως θα γίνει μα φρόντισε να βλέπεις γλυκά αντί για σάπια τρόφιμα. Καλή τύχη σε εκείνο, που ονομάζεις ζωή και καλή αντάμωση.
Με αγάπη,
ο Οδηγός, καθοδηγητής σου ".
Τα χέρια του ίδρωσαν, η ανάσα του πάγωσε και φύλαξε το χαρτάκι στην τσέπη του. Ήταν Εκείνος, πόσο χαζός ένιωθε που δεν το αναγνώρισε, που έτσι φέρθηκε, που έτσι ζούσε. Σηκώθηκε και χάθηκε πίσω από τα χιονισμένα δέντρα, που φαίνονταν λευκά καινούρια καθαρά φύλλα μια αλλαγής ζωής, που μόλις ξεκινούσε, μια καινούρια ματιά, που μόλις άνοιγε τα βλέφαρά της. Γεμάτη αγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου