Ο Τζουζέπε Φορτουνίνο Φραντσέσκο Βέρντι (ιταλικά:Giuseppe Fortunino Francesco Verdi, 10 Οκτωβρίου 1813 – 27 Ιανουαρίου 1901) ήταν Ιταλός μουσικός συνθέτης, από τους διασημότερους στο είδος της όπερας. Ανάμεσα στα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν οι όπερες Ριγκολέττο, Ναμπούκο, Τραβιάτα και Αΐντα, μέρη των οποίων ("La donna è mobile", "Va, pensiero", "Libiamo" και θριαμβικό εμβατήριο αντίστοιχα) είναι πασίγνωστα.
Γεννήθηκε στη Ρονκόλα της τότε Γαλλικής Αυτοκρατορίας, ένα χωριό κοντά στο Μπουσσέτο της Ιταλίας, και πέθανε στο Μιλάνο. Γονείς του ήταν οι Κάρλο Τζουζέπε Βέρντι και Λουίτζια Ουττίνι (Luigia Uttini). Ενώ ακόμα ήταν παιδί, η οικογένεια μετακόμισε στο Μπουσσέτο, όπου η μόρφωση του μελλοντικού συνθέτη διευκολύνθηκε πολύ από τις επισκέψεις του στη μεγάλη βιβλιοθήκη της τοπικής σχολής των Ιησουιτών. Στο Μπουσσέτο ο Βέρντι πήρε τα πρώτα του μαθήματα στη μουσική σύνθεση. Πολύ νωρίς έδειξε καταπληκτική κλίση στη μουσική. Σε ηλικία 20 ετών πήγε στο Μιλάνο για να συνεχίσει τις σπουδές του και στα 23 του χρόνια πήρε τη θέση του διευθυντή της φιλαρμονικής του Μπουσσέτο. Το 1839 παρουσιάστηκε η πρώτη του όπερα, ο Ομπέρτο, στη Σκάλα του Μιλάνου, με πολύ καλές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο ο θάνατος της γυναίκας του και των δύο παιδιών του τον έφεραν σε απελπισία σε σημείο να μη θέλει πλέον άλλο ν' ασχοληθεί με τη μουσική.
Παρά ταύτα το 1840 παρουσιάστηκε η κωμική όπερα Μια μέρα βασιλείας, η οποία όμως σημείωσε αποτυχία. Στενοχωρημένος ο Βέρντι αποσύρθηκε στο σπίτι του στο Μιλάνο. Έτσι δύο χρόνια μετά, με τον θρίαμβο της τέχνης πάνω στον πόνο του, το 1842, αποδέχθηκε την πρόταση να ξαναρχίσει να γράφει όπερες για τη Σκάλα του Μιλάνου και η όπερά του Ναμπούκο (= Ναβουχοδονόσωρ) απέσπασε πολύ καλές κριτικές και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Από τότε ο Βέρντι αφοσιώθηκε στη σύνθεση όπερας. Ήταν η αρχή μιας θριαμβευτικής σταδιοδρομίας που συνδέθηκε πολύ στενά με τις προσπάθειες για την πολιτική ένωση (Risorgimento) της Ιταλίας. Μια τάση που ο ίδιος ο Βέρντι ενεθάρρυνε με τη θεματολογία των έργων του, τα οποία, εμπνεόμενα από το ιστορικό παρελθόν και επενδυμένα με εντυπωσιακά χορωδιακά, δημιουργούσαν εύκολα στο κοινό συνειρμούς με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό της ταύτισης του ονόματος του Βέρντι με το Risorgimento ήταν το σύνθημα που ακουγόταν τότε Viva VERDI (Viva Vittorio Emanuele Re D'Italia - Ζήτω ο Βίκτωρ Εμμανουήλ βασιλιάς της Ιταλίας).
Με τους Λομβαρδούς (1843), τον Ερνάνη (1844), τον Αττίλα (1846), τη Λουίζα Μίλλερ (1847) και τον Μάκβεθ (1849) ο Βέρντι πέτυχε την αναγνώρισή του ως συνθέτη και εκτός Ιταλίας. Στις αρχές τις δεκαετίας του 1850 τρεις όπερές του, ο Ριγκολέττο (1851), ο Τροβατόρε (1853) και η Τραβιάτα (1853), είχαν τεράστια επιτυχία, όπως και Οι Σικελικοί Εσπερινοί (1855) και ο Χορός Μεταμφιεσμένων (1859). Η διεθνής του καταξίωση φαίνεται και από το γεγονός ότι οι επόμενες όπερές του πρωτοανέβηκαν σε λυρικά θέατρα εκτός Ιταλίας. Το 1862 Η δύναμη του πεπρωμένου παρουσιάστηκε στην Αγία Πετρούπολη, ο Δον Κάρλος το 1867 στο Παρίσι και η Αΐντα το 1871 στο Κάιρο, για τα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ.
Μετά από ένα μεγάλο διάστημα σιωπής, η γνωριμία του με τον κατά πολύ νεότερό του ποιητή και συνθέτη Αρίγκο Μπόιτο ανανέωσε το ενδιαφέρον του Βέρντι για την όπερα. Το 1887 παρουσιάστηκε ο Οθέλλος και τέλος το 1893 ο Φάλσταφ και τα δύο σε λιμπρέτα του Μπόιτο βασισμένα σε έργα του Σαίξπηρ. Ο Βέρντι πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 1901 ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην κηδεία του προσήλθαν 200.000 άνθρωποι, τιμή που άρμοζε στον μεγάλο Ιταλό που τόσο αγαπήθηκε.
Εκτός από τις 26 όπερες ο Βέρντι έγραψε και εκκλησιαστική μουσική. Κορυφαίο έργο του σε αυτό τον τομέα είναι το Ρέκβιεμ (1874), ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα Τέσσερα ιερά κομμάτια (1898). Επίσης έγραψε αρκετές ρομάνς και ένα κουαρτέτο για έγχορδα σε μι ελάσσονα (1873).
Εκτός μουσικής σκηνής διακρίθηκε για τον καλό χαρακτήρα του και τις αγαθοεργίες του. Μεταξύ άλλων χρηματοδότησε την ανέγερση και τη λειτουργία ενός νοσοκομείου και δημιούργησε έναν Οίκο Ανάπαυσης για τους αναξιοπαθούντες μουσικούς, σε μια κρύπτη του οποίου τάφηκε και ο ίδιος.
Όπερες
Oberto, 1839
Un giorno di regno (Μια μέρα βασιλιάς), 1840
Nabucco (Ναμπούκο), 1842
I Lombardi alla prima crociata (Οι Λομβαρδοί στην Πρώτη Σταυροφορία), 1843
Ernani (Ερνάνης), 1844
I due Foscari (Οι δύο Φόσκαρι), 1844
Giovanna d'Arco (Ζαν ντ’ Αρκ), 1845
Alzira, 1845
Attila (Αττίλας), 1846
Macbeth, 1847
I masnadieri, (Οι Ληστές),1847
Jérusalem (αναθεώρηση και απόδοση στα Γαλλικά των Λομβαρδών) 1847
Il corsaro, 1848
La battaglia di Legnano, (Η μάχη του Λενιάνο), 1849
Luisa Miller (Λουίζα Μίλλερ), 1849
Stiffelio, 1850
Rigoletto (Ριγκολέττο), 1851
Il trovatore (Τροβατόρε = «Ο τροβαδούρος»), 1853
La traviata (Τραβιάτα = «Η παραστρατημένη»), 1853
I vespri siciliani (Ο Σικελικός Εσπερινός), 1855
Simon Boccanegra (Σιμόν Μποκανέγκρα), 1857
Aroldo (αναθεώρηση του Stiffelio), 1857
Un ballo in maschera (Χορός μεταμφιεσμένων), 1859
La forza del destino (Η δύναμη του πεπρωμένου), 1862
Don Carlos (Δον Κάρλος), 1867
Aida (Αΐντα), 1871
Otello (Οθέλος), 1887
Falstaff, 189
Ριγκολέττο - Rigoletto
Αφίσα από την πρεμιέρα του Ριγκολέττο στο Θέατρο Λα Φενίτσε της Βενετίας (11 Μαρτίου 1851
Ο Ριγκολέττο (Rigoletto, παλαιότερα συχνά εξελληνισμένα ως Ριγολέττος) είναι μία όπερα σε τρεις πράξεις του Τζουζέπε Βέρντι, πάνω σε ιταλικό λιμπρέτο του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε βασισμένο στο θεατρικό έργο του Βίκτορος Ουγκώ «Ο βασιλιάς διασκεδάζει» (Le Roi s'amuse). Είναι μία από τις γνωστότερες όπερες του Βέρντι, θεωρούμενη από πολλούς ως το πρώτο από τα αριστουργήματα της ώριμης περιόδου του. Πρωτοπαρουσιάσθηκε (παγκόσμια πρεμιέρα) στις 11 Μαρτίου 1851 στο θέατρο «Λα Φενίτσε» της Βενετίας.
Η λυρική σκηνή «Λα Φενίτσε» παράγγειλε μία όπερα στον Βέρντι το 1850, όταν αυτός ήταν ήδη πολύ γνωστός και με ελευθερία να επιλέγει ο ίδιος τα έργα που προτιμούσε να μελοποιήσει. Ο Βέρντι ζήτησε τότε από τον Πιάβε (με τον οποίο είχε ήδη δημιουργήσει τις όπερες Ερνάνη, Μάκβεθ, κ.ά.) να μελετήσει το θεατρικό έργο Kean του Αλέξανδρου Δουμά, αλλά ένοιωσε ότι χρειαζόταν ένα πιο ζωηρό θέμα για να δουλέψει.
Σύντομα βρήκε το Ο βασιλιάς διασκεδάζει του Ουγκώ. Αργότερα εξήγησε ότι «Περιέχει εξαιρετικά δυνατές θέσεις... ...Το θέμα είναι μεγαλειώδες και διαθέτει ένα χαρακτήρα που αποτελεί μία από τις σημαντικότερες δημιουργίες του παγκόσμιου θεάτρου όλων των εποχών.» Ωστόσο το θέμα ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο και ο Ουγκώ είχε ήδη αντιμετωπίσει προβλήματα με τη λογοκρισία στη Γαλλία, με ανεβάσματα του έργου να έχουν απαγορευθεί μετά την πρώτη παράσταση σχεδόν 20 χρόνια νωρίτερα (και θα συνέχιζαν να απαγορεύονται για άλλα τριάντα χρόνια). Καθώς η Αυστρία εκείνη την εποχή κατείχε μεγάλο μέρος της βόρειας Ιταλίας, η όπερα θα έπρεπε να περάσει από το Αυστριακό Σώμα Λογοκριτών. Το έργο του Ουγκώ εμφάνιζε ένα βασιλιά (τον Φραγκίσκο Α΄ της Γαλλίας) ως έναν ανήθικο και κυνικό «γυναικά», κάτι που δεν ήταν αποδεκτό στην Ευρώπη εκείνης της εποχής.
Από την αρχή ο Βέρντι γνώριζε τους κινδύνους, όπως και ο Πιάβε. Σε μια επιστολή του πρώτου προς τον δεύτερο, αναφέρεται: «τρέξε σε όλη την πόλη και βρες μου ένα πρόσωπο με επιρροή που να μπορεί να μας εξασφαλίσει την άδεια για να κάνουμε το "Le Roi s'amuse"...» Ακολούθησε μια αλληλογραφία ανάμεσα σε έναν προσεκτικό Πιάβε και σε έναν ήδη αποφασισμένο Βέρντι. Αμφότεροι υποτιμούσαν τη δύναμη και τις προθέσεις των Αυστριακών. Ακόμα και ο φιλικός γραμματέας του Φενίτσε Γκουλιέλμο Μπρέννα, που τους είχε υποσχεθεί ότι δεν θα είχαν προβλήματα με τη λογοκρισία, έκανε λάθος.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1850, άρχισαν να ακούγονται φήμες πως η αυστριακή λογοκρισία θα απαγόρευε την παραγωγή. Τον Αύγουστο οι Βέρντι και Πιάβε αποσύρθηκαν στο Μπουσσέτο, τη γενέτειρα του Βέρντι, για να συνεχίσουν το γράψιμο και να προετοιμάσουν μία υπερασπιστική γραμμή. Διαβεβαίωσαν με επιστολή τους το θέατρο ότι οι αμφιβολίες των λογοκριτών ως προς την ηθική του έργου δεν δικαιολογούνταν, αλλά επειδή ο χρόνος τελείωνε, έγραφαν, λίγα μπορούσαν να γίνουν. Οι Βέρντι και Πιάβε αποκαλούσαν μυστικά το έργο «Η κατάρα», και αυτός ο ανεπίσημος τίτλος χρησιμοποιήθηκε από τον Αυστριακό λογοκριτή De Gorzkowski (που προφανώς τον είχε μάθει από κατασκόπους) για να θέσει σε ισχύ, αν χρειαζόταν, τη διαταγή με την οποία αρνιόταν ξεκάθαρα τη συγκατάθεσή του στο ανέβασμά του.
Προκειμένου να μη σπαταλήσουν τον κόπο τους, ο Πιάβε αναθεώρησε το λιμπρέτο και το μετέτρεψε σε μία νέα όπερα, τον Δούκα του Βεντόμ (Il Duca di Vendome), όπου ο βασιλιάς είχε αντικατασταθεί από ένα δούκα και τόσο ο καμπούρης όσο και η κατάρα του είχαν εξαφανισθεί. Ο Βέρντι ήταν εντελώς αντίθετος με αυτή τη λύση και προέκρινε αντί αυτής απευθείας διαπραγματεύσεις με τους λογοκριτές, επιχειρηματολογώντας πάνω σε κάθε σημείο του έργου.
Σε αυτή την κατάσταση των πραγμάτων, ο γραμματέας του Φενίτσε Μπρέννα έδειξε στους Αυστριακούς κάποια γράμματα και άρθρα που μιλούσαν για τον χαρακτήρα αλλά και τη μεγάλη αξία του καλλιτέχνη, βοηθώντας έτσι στη διαπραγμάτευση των διαφορών. Στο τέλος τα δύο μέρη συμφώνησαν στο ότι η δράση της όπερας θα έπρεπε να λαβαίνει χώρα όχι στη βασιλική αυλή της Γαλλίας, αλλά σε ένα δουκάτο της Γαλλίας ή της Ιταλίας, και τα πρόσωπα του έργου έπρεπε να αλλάξουν όνομα. Ο βασιλιάς έγινε δούκας της Μάντοβα, ο οποίος ανήκει στον Οίκο των Γκοντσάγκα (Gonzaga): ο οίκος αυτός είχε εκλείψει πολύ πριν τα μέσα του 19ου αιώνα και το Δουκάτο της Μάντοβας δεν υπήρχε πια, έτσι κανένας δεν θα ήταν δυνατό να προσβληθεί. Η σκήνη στην οποία ο άρχοντας αποσύρεται στην κρεβατοκάμαρα της Τζίλντας θα αφαιρείτο και η επίσκεψη του δούκα στο πανδοχείο δεν θα ήταν πια σκόπιμη, αλλά αποτέλεσμα παραπλανήσεως. Το όνομα του καμπούρη από Τριμπουλέ (Triboulet) άλλαξε σε Ριγκολέττο (από τη γαλλική λέξη rigolo = αστείος), που έγινε και ο νέος τίτλος για την όπερα.
Για την πρεμιέρα ο Βέρντι εξασφάλισε τους Φελίτσε Βαρέζι στον ρόλο του Ριγκολέττο, τον νεαρό τενόρο Ραφαέλε Μιράτε στον ρόλο του δούκα και την Τερεζίνα Μπραμπίλλα στον ρόλο της Τζίλντας (αν και θα προτιμούσε την Τερέζα ντε Τζούλι Μπόρσι). Η Μπραμπίλλα ήταν μια γνωστή υψίφωνος, γόνος οικογένειας αοιδών και μουσικών: μία από τις ανεψιές της ήταν η σύζυγος του Αμιλκάρε Πονκιέλλι.
Η πρεμιέρα ήταν ένας αδιαμφισβήτητος θρίαμβος και η κυνική άρια του Δούκα της Μάντοβας La donna è mobile (το πολύ γνωστό με την ελληνική απόδοση: «Φτερό στον άνεμο, γυναίκας μοιάζει...») τραγουδιόταν σε όλη τη Βενετία το επόμενο πρωί. Εξαιτίας μάλιστα του μεγάλου κινδύνου για αντιγραφές, ο Βέρντι είχε απαιτήσει τη μέγιστη μυστικότητα από όλους τους τραγουδιστές και μουσικούς του. Ο Μιράτε πρωτοείδε τη μουσική του ρόλου του λίγες μόνο βραδιές πριν από την πρεμιέρα και υποχρεώθηκε να ορκιστεί πως δεν θα τραγουδούσε, ούτε καν θα σφύριζε τον σκοπό του «Φτερό στον άνεμο».
Πολλά χρόνια αργότερα η Τζούλια Κόρι, θυγατέρα του Φελίτσε Βαρέζι, περιέγραψε την περιπέτεια του πατέρα της στην πρεμιέρα: Ως ο πρώτος που θα έπαιζε ποτέ τον ρόλο του Ριγκολέττο, δεν αισθανόταν καθόλου άνετα με την ψεύτικη καμπούρα που θα έπρεπε να φορά, και παρότι ήταν ένας αρκετά έμπειρος λυρικός τραγουδιστής, καταλήφθηκε από πανικό όταν ήρθε η σειρά του να μπει στη σκηνή. Ο Βέρντι κατάλαβε αμέσως ότι είχε παραλύσει και τον έσπρωξε βίαια πάνω στη σκηνή, έτσι ώστε εμφανίστηκε με ένα αδέξιο τρέκλισμα. Αλλά επειδή έπαιζε ένα γελωτοποιό, το κοινό νόμισε ότι ήταν μέρος του ρόλου και τον καλοδέχτηκε.
Στον εικοστό αιώνα η όπερα έγινε αναπόσπαστο τμήμα του οπερατικού ρεπερτορίου και εμφανίζεται στη δέκατη θέση του καταλόγου των πιο πολυπαιγμένων έργων όπερας σε όλο τον κόσμο της Operabase.
Ο Φραντς Λιστ έκανε μια διασκευή για πιάνο του διάσημου κουαρτέτου από την τρίτη πράξη της όπερας, διασκευή που είναι γνωστή ως «Παράφραση του Ριγκολέττο»
Η υπόθεση του έργου
Τόπος: ΜάντοβαΧρόνος: 16ος αιώνας
Πράξη Α΄
Σκηνή 1: Δωμάτιο στο παλάτι του δούκα
Σε μια χοροεσπερίδα στο παλάτι του ο Δούκας της Μάντοβα τραγουδά για μια ζωή απολαύσεων με όσο το δυνατό περισσότερες γυναίκες (Questa o quella). Λέει πως έχει δει μια άγνωστη καλλονή στην εκκλησία και θα ήθελε να τη γνωρίσει, αλλά θα ήθελε να κατακτήσει και την κόμησσα του Τσεπράνο. Ο Ριγκολέττο είναι ο καμπούρης γελωτοποιός της αυλής του και εμφανίζεται να κοροϊδεύει τους συζύγους των κυριών οι οποίες τραβούν την προσοχή του δούκα και να συμβουλεύει τον δούκα να απαλλαγεί από αυτούς φυλακίζοντάς τους ή «καθαρίζοντάς» τους. Ο Μαρούλλο πληροφορεί τους ευγενείς ότι ο Ριγκολέττο έχει «ερωμένη» και οι ευγενείς αδυνατούν να το πιστέψουν. Οι ευγενείς αποφασίζουν να εκδικηθούν τον Ριγκολέττο. Στη συνέχεια ο καμπούρης ειρωνεύεται τον Κόμη Μοντερόνε, του οποίου την κόρη είχε αποπλανήσει ο δούκας. Ο Κόμης Μοντερόνε συλλαμβάνεται μετά από διαταγή του δούκα και καταριέται αυτόν και τον Ριγκολέττο. Η κατάρα φοβίζει στ' αλήθεια τον Ριγκολέττο.
Σκηνή 2: Δρόμος και ο κήπος του σπιτιού του Ριγκολέττο
Σκεπτόμενος την κατάρα, ο Ριγκολέττο πλησιάζει το σπίτι του, οπότε τον πλευρίζει ο δολοφόνος Σπαραφουτσίλε και τον ρωτά αν θα ήθελε να του προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο Ριγκολέττο αναλογίζεται τις ομοιότητες μεταξύ των δύο (Pari siamo! - «Είμαστε ίδιοι!»): Ο Σπαραφουτσίλε σκοτώνει με το σπαθί του τα θύματά του, ενώ ο Ριγκολέττο τα «σκοτώνει» με τη γλώσσα του.
Ο Ριγκολέττο ανοίγει μια πόρτα και επιστρέφει στο σπιτικό του, στην αγαπημένη κόρη του, την όμορφη Τζίλντα. Ο Ριγκολέττο έχει αποκρύψει την ύπαρξή της από τον δούκα και τον κόσμο της πόλης για να την προστατέψει από τις ορέξεις τους, ενώ η Τζίλντα δεν γνωρίζει το επάγγελμα του πατέρα της. Καθώς της έχει απαγορεύσει να εμφανίζεται δημόσια, η Τζίλντα επισκέπτεται μόνο την εκκλησία και δεν ξέρει ούτε το όνομα του πατέρα της.
Ο Ριγκολέττο αποχωρεί, οπότε έρχεται ο δούκας και κρυφακούει την Τζίλντα να εκμυστηρεύεται στην Τζιοβάννα, την παραμάνα της, πως αισθάνεται ενοχή που δεν μίλησε στον πατέρα της για ένα παλικάρι που είχε συναντήσει στην εκκλησία, αλλά θα τον αγαπούσε αν ήταν φτωχός φοιτητής. Καθώς εξομολογείται τον έρωτά της, ο δούκας χτυπά την πόρτα χαρούμενος. Η Τζίλντα φωνάζει την Τζιοβάννα, μη γνωρίζοντας πως ο δούκας την είχε στείλει μακριά. Προσποιούμενος τον φοιτητή, ο δούκας πείθει την Τζίλντα για τον έρωτά του (E il sol dell'anima- «Ο έρωτας είναι η λιακάδα της ψυχής»). Μόλις εκείνη τον ρωτά πώς τον λένε, της απαντά, με κάποιο δισταγμό, Γκουαλτιέ Μαλντέ. Ακούγοντας ήχους και φοβούμενη ότι επέστρεψε ο πατέρας της, η Τζίλντα τον διώχνει, αφού πρώτα ανταλλάξουν στα γρήγορα όρκους αγάπης (Addio, addio). Μένοντας μόνη της, η Τζίλντα αναπολεί τον έρωτά της για τον δούκα, για τον οποίο πιστεύει ότι είναι φοιτητής (Caro nome... - «Αγαπημένο όνομα»).
Αργότερα, οι εχθρικοί ευγενείς έξω από τον τοίχο του κήπου, νομίζοντας ότι η Τζίλντα είναι η ερωμένη του γελωτοποιού, ετοιμάζονται να την απαγάγουν. Πείθοντας τον Ριγκολέττο πως στην πραγματικότητα απάγουν την κόμησσα Τσεπράνο, του δένουν τα μάτια και τον χρησιμοποιούν στην απαγωγή. Εκείνος τους βοηθά και η Τζίλντα μεταφέρεται μακριά από τους ευγενείς. Μόλις διαπιστώνει ότι στην πραγματικοτητα ήταν η κόρη του που απάχθηκε, ο Ριγκολέττο καταρρέει ενθυμούμενος την κατάρα.
Πράξη Β΄
Το παλάτι του δούκα
Ο δούκας προβληματίζεται σχετικά με την εξαφάνιση της Τζίλντα (Ella mi fu rapita! - «Μού την έκλεψαν!» και Parmi veder le lagrime). Μπαίνουν τότε οι ευγενείς και τον πληροφορούν ότι έχουν αιχμαλωτίσει την ερωμένη του Ριγκολέττο. Από την περιγραφή της, ο δούκας αναγνωρίζει ότι είναι η Τζίλντα και ορμά στο δωμάτιο όπου κρατείται (Possente amor mi chiama - «Ο δυνατός έρωτας μού γνέφει»). Ευχαριστημένοι από το παράξενο ενδιαφέρον του δούκα, οι αυλικοί τώρα διασκεδάζουν με τον Ριγκολέττο, που εισέρχεται τραγουδώντας. Προσπαθεί να εντοπίσει την Τζίλντα προσποιούμενος ότι δεν ενδιαφέρεται, καθώς φοβάται πως ίσως να έχει πέσει στα χέρια του δούκα. Στο τέλος παραδέχεται ότι στην πραγματικότητα ψάχνει την κόρη του και ζητά από τους αυλικούς να του την επιστρέψουν (Cortigiani, vil razza dannata - «Αυλικοί, καταραμένη ράτσα»). Εκείνοι ξυλοκοπούν τον Ριγκολέττο μετά την απόπειρά του να εισβάλει στο δωμάτιο όπου κρατείται η Τζίλντα. Η Τζίλντα ορμά και ικετεύει να φύγουν. Οι άνδρες φεύγουν πιστεύοντας πως ο Ριγκολέττο έχει παραφρονήσει. Η Τζίλντα περιγράφει στον πατέρα της τι της συνέβηκε στο παλάτι (Tutte le feste al tempio - «Σ' όλες τις γιορτές»). Ο Ριγκολέττο απαιτεί εκδίκηση ενάντια στον δούκα και η κόρη του φαίνεται να συμφωνεί (ντουέτο: Sì! Vendetta, tremenda vendetta! - «Ναι! Εκδίκηση, τρομερή εκδίκηση!»).
Πράξη Γ΄
Δρόμος έξω από το σπίτι του Σπαραφουτσίλε
Φαίνεται ένα τμήμα από το σπίτι του Σπαραφουτσίλε, με δύο δωμάτια ανοικτά στη θέα του κοινού. Ο Ριγκολέττο και η Τζίλντα καταφθάνουν. Ξαφνικά ακούγεται η φωνή του δούκα (La donna è mobile - «Η γυναίκα είναι άστατη»), που εκθέτει την απιστία και την άστατη φύση των γυναικών. Ο Ριγκολέττο λέει στην Τζίλντα ότι ο δούκας βρίσκεται μέσα στο σπίτι του δολοφόνου και προσπαθεί να κατακτήσει την αδελφή του Σπαραφουτσίλε, τη Μανταλένα (Bella figlia dell'amore - «`Ομορφο κορίτσι της αγάπης»).
Ο Ριγκολέττο διαπραγματεύεται με τον δολοφόνο, ο οποίος είναι έτοιμος να δολοφονήσει τον δούκα για χρήματα, και του προσφέρει 20 σκούδα. Λέει στην κόρη του να φορέσει ανδρικά ρούχα για να ετοιμαστεί να φύγει στη Βερόνα και ανακοινώνει ότι σχεδιάζει να την ακολουθήσει αργότερα. Καθώς πέφτει η νύχτα, μια καταιγίδα πλησιάζει και ο δούκας αποφασίζει να μείνει στο σπίτι για τη νύχτα. Ο Σπαραφουτσίλε του παραχωρεί το υπνοδωμάτιο του ισογείου.
Η Τζίλντα, η οποία ακόμα είναι ερωτευμένη με τον δούκα παρά το γεγονός ότι γνωρίζει πως είναι άπιστος, επιστρέφει ντυμένη με ανδρικά ρούχα. Κρυφακούει τη Μανταλένα να ικετεύει για τη ζωή του δούκα και τον Σπαραφουτσίλε να της υπόσχεται ότι αν μέχρι τα μεσάνυχτα κάποιος άλλος μπορεί να βρεθεί στη θέση του δούκα, θα αντικαταστήσει με αυτόν το θύμα. Η Τζίλντα, σκεπτόμενη παρορμητικά, αποφασίζει να θυσιαστεί για τον δούκα και μπαίνει στο σπίτι. Ο δολοφόνος την τραυματίζει νομίζοντάς την για άνδρα, και εκείνη καταρρέει.
Τα μεσάνυχτα, όταν ο Ριγκολέττο επιστρέφει με τα χρήματα, του παραδίνεται ένα σώμα μέσα σε ένα σάκο, οπότε και πανηγυρίζει τον θρίαμβό του. Είναι έτοιμος να ρίξει τον σάκο, αφού τον βαρύνει με πέτρες, στο κοντινό ποτάμι, όταν ακούει τη φωνή του δούκα να τραγουδά την άρια La donna è mobile. Ο Ριγκολέττο, έκπληκτος, ανοίγει τον σάκο και προς μεγάλη του απελπισία ανακαλύπτει τη θυγατέρα του θανάσιμα τραυματισμένη. Εκείνη αναζωογονείται για μια στιγμή, ανακοινώνει ότι είναι ευχαριστημένη που πεθαίνει για τον αγαπημένο της (V'ho ingannato - «Πατέρα, σε παραπλάνησα») και μετά πεθαίνει στα χέρια του. Οι χειρότεροι φόβοι του Ριγκολέττο υλοποιούνται καθώς κραυγάζει με φρίκη: «Η κατάρα!». https://el.wikipedia.org
Ναμπούκο - Nabucco
Εξώφυλλο της παρτιτούρας, σε ιταλική έκδοση του 1923
Ο «Ναμπούκο» (Nabucco, σύντμηση του «Ναβουχοδονόσορας») είναι μία όπερα σε τέσσερις πράξεις του Τζουζέπε Βέρντι πάνω σε ιταλικό λιμπρέτο του Θεμιστοκλή Σολέρα, βασισμένη στη βιβλική ιστορία και το θεατρικό έργο των Anicet-Bourgeois και Francis Cornu. Είναι μία από τις γνωστότερες όπερες του Βέρντι. Πρωτοπαρουσιάστηκε (παγκόσμια πρεμιέρα) στις 9 Μαρτίου 1842 στη «Σκάλα του Μιλάνου» με τον τίτλο «Ναβουχοδονόσορας». Ο οριστικός τίτλος, με τον οποίο είναι σήμερα γνωστό το έργο, δόθηκε για πρώτη φορά (και καθιερώθηκε από τότε) σε μία παράσταση στην Κέρκυρα τον Σεπτέμβριο 1844. Το γνωστότερο κομμάτι του «Ναμπούκο» είναι το χορωδιακό Va, pensiero (= «Πέτα σκέψη») των Εβραίων της Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας.
Η όπερα είναι χρονικά η τρίτη του Βέρντι και θεωρείται αυτή που τον καθιέρωσε μόνιμα ως κορυφαίο συνθέτη. Ο ίδιος ο Βέρντι είχε αναφέρει ότι «με αυτή την όπερα μπορεί να ειπωθεί ότι άρχισε η καλλιτεχνική μου σταδιοδρομία». Πραγματικά, ο «Ναμπούκο» σημείωσε αμέσως μεγάλη επιτυχία, επισκιάζοντας όπερες των Ντονιτσέτι και Πατσίνι που παίζονταν κοντά. Ενώ το κοινό ενθουσιάστηκε, οι κριτικοί ήταν πιο συγκρατημένοι για την όπερα αυτή.
Από τους κριτικούς που στάθηκαν με επιφύλαξη απέναντί της, ο ένας ήταν ο Ότο Νικολάι, ο συνθέτης στον οποίο πρωτοπροσφέρθηκε το λιμπρέτο της. Με πρωσική ανατροφή, ο Νικολάι δεν μπορούσε να εκτιμήσει τη «συναισθηματική» ιταλική όπερα, παρότι ζούσε κοντά στο Μιλάνο. Μετά την άρνησή του να δεχθεί να μελοποιήσει το λιμπρέτο, προσφορά του Μερέλι, ο Νικολάι άρχισε να εργάζεται πάνω σε σε ένα άλλο, το Il Proscritto, του οποίου η αποτυχημένη πρεμιέρα τον Μάρτιο 1841 τον υποχρέωσε να ακυρώσει το συμβόλαιό του με τον Μερέλι και να καταφύγει στη Βιέννη. Από εκεί έμαθε για την επιτυχία του «Ναμπούκο» και εξαγριώθηκε. «Οι όπερες του Βέρντι είναι πραγματικά απαίσιες», έγραψε. «Συνθέτει μουσική σαν ένας τρελός — τεχνικά, δεν είναι καν επαγγελματίας — θα πρέπει να έχει καρδιά γαϊδάρου και κατά την άποψή μου είναι ένας αξιολύπητος συνθέτης...». Επιπλέον, περιέγραψε το «Ναμπούκο» ως τίποτα παραπάνω από «οργή, βρισιές, αιματοχυσία και φόνο».
Οι απόψεις του Νικολάι ωστόσο δεν υιοθετήθηκαν παρά από λίγους μόνο συναδέλφους του. Ο «Ναμπούκο» εξασφάλισε την επιτυχία του Βέρντι μέχρι το τέλος της σταδιοδρομίας του.
Οι ιστορικοί της Μουσικής έχουν διαιωνίσει ένα μύθο γύρω από το διάσημο χορωδιακό Va, pensiero στην τρίτη πράξη του έργου: Πιστευόταν ότι το κοινό, Ιταλοί επίσης υπό κατοχή όπως και οι Εβραίοι στην υπόθεση του έργου, ανταποκρίθηκε με πατριωτικό πάθος στον ύμνο αυτό και ζήτησε την επανάληψή του. Καθώς οι επαναλήψεις ήταν απαγορευμένες την εποχή εκείνη από την κατοχική διοίκηση, ένα τέτοιο γεγονός θα ήταν εξαιρετικά σημαντικό. Ωστόσο η πρόσφατη ιστορική επιστημονική έρευνα θέτει τον παραπάνω, όπως και τον συνοδεύοντα μύθο του Va, pensiero ως του εθνικού ύμνου των επαναστατημένων Ιταλών, στο περιθώριο: Το ακροατήριο πράγματι ζήτησε μια επανάληψη, όχι όμως του Va, pensiero, αλλά του Immenso Jehova. Στο φως των νέων αυτών ανακαλύψεων, ο ρόλος του Βέρντι ως της μουσικής εμβληματικής μορφής του Ρισορτζιμέντο μειώνεται. Σήμερα, είναι σύνηθες το Va, pensiero να παίζεται σε επανάληψη όταν παρουσιάζεται η όπερα.
Η υπόθεση του έργου
Πράξη Α΄: Ιεροσόλυμα (587 π.Χ.)
Εσωτερικό του Ναού του Σολομώντος
Οι Εβραίοι έχουν ηττηθεί από τους Βαβυλωνίους και ο Ναμπούκο (Ναβουχοδονόσορ Β') είναι έτοιμος να εισέλθει στην πόλη. Ο αρχιερέας Ζαχαρίας λέει στον λαό να μην απελπίζεται, αλλά να έχει εμπιστοσύνη στον Θεό (D'Egitto là su i lidi). Η παρουσία μιας ομήρου, της Φενένα, νεότερης κόρης του Ναμπούκο, ίσως να εξασφαλίσει την ειρήνη (Come notte a sol fulgente). Ο Ζαχαρίας εμπιστεύεται τη Φενένα στον Ισμαέλε, ανεψιό του Βασιλιά των Ιεροσολύμων και πρώην διπλωματικό εκπρόσωπο στη Βαβυλώνα. Παρά το ότι η Φενένα και ο Ισμαέλε είναι ερωτευμένοι, όταν μένουν μόνοι τους ο Ισμαέλε την προτρέπει να δραπετεύσει παρά να διακινδυνεύσει τη ζωή της. Η μεγαλύτερη κόρη του Ναμπούκο, η Αμπιγκαΐλε, εισβάλλει στον Ναό με Βαβυλώνιους στρατιώτες. Και εκείνη αγαπά τον Ισμαέλε. Ανακαλύπτοντας τους εραστές, απειλεί τον Ισμαέλε: αν δεν παρατήσει τη Φενένα, θα τον κατηγορήσει για προδοσία. Ο ίδιος ο βασιλιάς Ναμπούκο (Ναβουχοδονόσορας) εισέρχεται (Viva Nabucco). Ο Ζαχαρίας τον αψηφά, απειλώντας να σκοτώσει τη Φενένα με ένα μαχαίρι. Ο Ισμαέλε παρεμβαίνει για να τη σώσει. Ο Ναμπούκο απαντά διατάζοντας την καταστροφή του Ναού και οι Εβραίοι καταριούνται τον Ισμαέλε ως προδότη.
Πράξη Β΄: Ο άπιστος
Σκηνή 1: Ανάκτορα της Βαβυλώνας
Ο Ναμπούκο απουσιάζει σε πολέμους και έχει διορίσει τη Φενένα ως αντιβασίλισσα. Η Αμπιγκαΐλε έχει ανακαλύψει ένα έγγραφο που αποδεικνύει ότι δεν είναι αληθινή κόρη του Ναμπούκο, αλλά μια σκλάβα (Anch'io dischiuso un giorno). Ο αρχιερέας του Βάαλ, συνοδευόμενος από Μάγους, έρχεται να πει στην Αμπιγκαΐλε ότι η Φενένα έχει ελευθερώσει τους Εβραίους αιχμαλώτους. Η απάντηση της Αμπιγκαΐλε είναι μια πραξικοπηματική δράση για να καταλάβει η ίδια τον θρόνο, ενώ διαδίδει μια φήμη ότι ο Ναμπούκο έχει σκοτωθεί στη μάχη.
Σκηνή 2: Αίθουσα στα Ανάκτορα της Βαβυλώνας
Ο Ζαχαρίας αναμένει τη Φενένα (Tu sul labbro). Εκείνη ασπάζεται την Ιουδαϊκή θρησκεία και ο Ισμαέλε συμφιλιώνεται και πάλι με τους Εβραίους. Ανακοινώνεται ο θάνατος του Βασιλιά και η Αμπιγκαΐλε με τον αρχιερέα του Βάαλ απαιτούν το στέμμα από τη Φενένα. Εντελώς απροσδόκητα όμως, ο Ναμπούκο εισέρχεται και περιφρονεί αμφότερες τις πλευρές, τόσο τον Βάαλ όσο και τον θεό των Εβραίων που έχει κατανικήσει. Ανακηρύσσει τον ίδιο τον εαυτό του Θεό. Ο Ζαχαρίας αντιτίθεται, οπότε ο Ναμπούκο διατάζει τη θανάτωση όλων των Εβραίων. Η Φενένα λέει ότι θα ακολουθήσει τη μοίρα τους. Επαναλαμβάνοντας ότι τώρα είναι θεός (Non son piu re, son dio), ο Ναμπούκο κεραυνοβολείται και χάνει τις αισθήσεις του. Το στέμμα του πέφτει και το μαζεύει η Αμπιγκαΐλε.
Πράξη Γ΄: Η Προφητεία
Σκηνή 1: Κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας
Ο αρχιερέας του Βάαλ δίνει στην Αμπιγκαΐλε το διάταγμα του θανάτου για τους Εβραίους και τη Φενένα. Ο Ναμπούκο εισέρχεται έχοντας την όψη ενός τρελού, διεκδικώντας τον θρόνο του. Η Αμπιγκαΐλε τον πείθει να σφραγίσει το διάταγμα, ενώ εκείνος ζητά να σωθεί η Φενένα. Εκείνος λέει στην Αμπιγκαΐλε ότι δεν είναι πραγματική του κόρη, αλλά μια σκλάβα. Η Αμπιγκαΐλε τον περιφρονεί, καταστρέφοντας το έγγραφο που τεκμηρίωνε την αληθινή της καταγωγή. Αντιλαμβανόμενος ότι είναι τώρα αιχμάλωτος, ικετεύει για τη ζωή της Φενένα. Η Αμπιγκαΐλε υμνεί τον θεό.
Σκηνή 2: Οι όχθες του ποταμού Ευφράτη
Οι Εβραίοι νοσταλγούν την πατρίδα τους (Va, pensiero). Ο Ζαχαρίας για άλλη μία φορά τους παροτρύνει να έχουν πίστη: ο Θεός θα καταστρέψει τη Βαβυλώνα.
Πράξη Δ΄: Το συντετριμμένο είδωλο
Σκηνή 1: Ανάκτορα της Βαβυλώνας
Ο Ναμπούκο ξυπνά με τις δυνάμεις του και τη λογική του ανακτημένες πλήρως. Βλέπει τη Φενένα αλυσοδεμένη να οδηγείται στον θάνατο. Ζητώντας συγχώρηση από τον θεό των Εβραίων, υπόσχεται να ξαναχτίσει τον Ναό του Σολομώντα και να ακολουθήσει την πίστη του (Dio di Giuda). Με την υποστήριξη πιστών σε αυτόν στρατιωτών, αποφασίζει να τιμωρήσει τους προδότες και να σώσει τη Φενένα (O prodi miei, seguitemi).
Σκηνή 2: Κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας
Καθώς οι Εβραίοι και η Φενένα (O dischius'è il firmamento) ετοιμάζονται για θάνατο στον βωμό του Βάαλ, ο Ναμπούκο ορμά με το σπαθί στο χέρι. Στα λόγια του το είδωλο του Βάαλ συντρίβεται σε κομμάτια. Ο Ναμπούκο ανακοινώνει στους Εβραίους ότι είναι ελεύθεροι και ένας νέος Ναός θα ανεγερθεί για τον θεό τους. Εμφανίζεται η Αμπιγκαΐλε, έχοντας δηλητηριάσει τον εαυτό της. Εκφράζει τη μετάνοιά της, ζητά τη συγχώρηση της Φενένα και πεθαίνει. Ο Ζαχαρίας δοξάζει τον Ναμπούκο ως δούλο Θεού και Βασιλέα των Βασιλέων.
(Σύνοψη υπόθεσης του Simon Holledge από την Opera japonica - εμφανίζεται στις Wiki μετά από άδεια του συγγραφέα.) https://el.wikipedia.org
ΑΪΝΤΑ - Aida
Διαβάστε για την Αΐντα εδώ
Τραβιάτα - La traviata
Η Τραβιάτα (Ιταλικά: La traviata, δηλαδή «η παραστρατημένη») είναι μία από τις πλέον περίφημες ιταλικές όπερες (μελόδραμα). Είναι όπερα σε τρεις πράξεις με κείμενο του Πιάβε και μουσική του Τζουζέπε Βέρντι. Πρωτοπαίχτηκε στη Βενετία το 1853. Το έργο μεταφράσθηκε και στη Γαλλική και ανεβάσθηκε στο «Λυρικό Θέατρο» στις 27 Οκτωβρίου του 1864 με εξαιρετική επιτυχία και υπό τον τίτλο Βιολέττα. Σε αργότερη παρουσίαση του έργου στο Θέατρο «Όπερα Κομίκ» αποδόθηκε με τον ιταλικό του τίτλο Λα Τραβιάτα.
Η υπόθεση του έργου δεν είναι άλλη από μια παράφραση, με αρκετές όμως περικοπές, του κλασσικού παγκοσμίου φήμης δράματος του Αλέξανδρου Δουμά Η Κυρία με τας καμελίας. Το έργο διηγείται την τραγική κατάληξη ενός μεγάλου έρωτα, ματαιωμένου από τις κοινωνικές συμβάσεις.
Ο Βέρντι έγραψε τη μουσική για την Τραβιάτα (που σημαίνει: «η παραστρατημένη»)πάνω σε λιμπρέτο του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, με τον οποίον είχε συνεργαστεί και για την όπερα Ριγκολέττο. Οι όπερες Ριγκολέττο (1851), Τροβατόρε(1853) και η Τραβιάτα αποτελούν την επονομαζόμενη «λαϊκή τριλογία» του Βέρντι, όπερες που γράφτηκαν από τον συνθέτη σε μια περιόδο δημιουργικής λαμπρότητας, όταν βρισκόταν σε αναζήτηση ωραίων λιμπρέτων και συναρπαστικών χαρακτήρων, πέρα από τα μέχρι τότε συνηθισμένα ιστορικά του έργα. Οι μελωδίες και των τριών αυτών έργων έγιναν σύντομα πολλοί δημοφιλείς και και κρατούν ακόμη τα σκήπτρα στις διεθνείς λυρικές σκηνές.
Το έργο η Κυρία με τις καμέλιες, πάνω στο οποίο ο Βέρντι βάσισε την Τραβιάτα, είχε γραφτεί το 1848 από τον Αλέξανδρο Δουμά υιό, ένα χρόνο μετά τον θάνατο της 23χρονης Μαρί Ντι Πλεσσί, διάσημης εταίρας της εποχής εκείνης στο Παρίσι. Ο ίδιος μάλιστα ο συγγραφέας είχε σχέσεις μαζί της και από αυτήν εμπνεύστηκε το μυθιστόρημά του.
Η παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας έγινε στη σκηνή του θεάτρου «Λα Φενίτσε» της Βενετίας και δεν γνώρισε επιτυχία. Στη συνέχεια ο Βέρντι επεξεργάστηκε αρκετά κομμάτια, επιφέροντας σημαντικές αλλαγές (κυρίως στο σημείο συνάντησης του Τζίορτζιο Ζερμόν με τη Βιολέτα) και το έργο ανέβηκε πάλι στη Βενετία το 1854 στο θέατρο «Σαν Μπενεντέτο», με μαέστρο τον ίδιο τον συνθέτη και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Η αρχική αποτυχία, που ίσως να οφειλόταν και σε κακούς ερμηνευτές, δείχνει και την αμηχανία του κοινού απέναντι σε ένα μάλλον τολμηρό θέμα όπως ήταν για την εποχή εκείνη, ο έρωτας ανάμεσα σε έναν νεαρό και μια εταίρα. Το έργο ανέβηκε τα επόμενα χρόνια σε διάφορες σκηνές της Ιταλίας όπως στην Πάρμα, τη Ρώμη και τη Νάπολη, σε λογοκριμένη μορφή, ακριβώς λόγω της σκαμπρόζικης υπόθεσής του. Στη συνέχεια τα ανεβάσματα της Τραβιάτας βασίστηκαν και πάλι στην αυθεντική μορφή και κατέληξε να είναι η όπερα με τις περισσότερες παραστάσεις παγκοσμίως (στο τέλος του 2016 ο αριθμός τους έφτανε τις 4.190. Όμως, κατά πάσαν πιθανότητα, από σεμνοτυφία ο τίτλος του έργου έμεινε αμετάφραστος σε πολλές παραστάσεις εκτός Ιταλίας και έτσι πια έχει καθιερωθεί.
Στην Ελλάδα η πρώτη παράσταση της Τραβιάτας δόθηκε στην Κέρκυρα στις 29 Οκτωβρίου 1855, πριν την ένωση των Ιονίων νήσων με την Ελλάδα. Στην Αθήνα η πρώτη παράσταση δόθηκε το 1857. Η Εθνική Λυρική Σκηνή ανέβασε το έργο για πρώτη φορά στις 30 Ιουλίου 1942 στο θερινό θέατρο της Πλατείας Κλαυθμώνος
Υπόθεση
Α' Πράξη
Μετά το μουσικό πρελούδιο, η όπερα αρχίζει με μια δεξίωση στο Παρίσι, όπου η εταίρα Βιολέτα, που πάσχει από φυματίωση, καλωσορίζει στο σπίτι της τους επισκέπτες της και συναντά για πρώτη φορά τον Αλφρέντο. Ο Αλφρέντο, ύστερα από απαίτηση της οικοδέσποινας κάνει μια πρόποση, με τη συνοδεία και των άλλων καλεσμένων, πρόποση που είναι ένας ύμνος στο κρασί και στον έρωτα. Σε μια κατ' ιδίαν συνομιλία του Αλφρέντο και της Βιολέτας, αυτός της εξομολογείται τον έρωτά του. Αυτή δεν τον παίρνει στην αρχή στα σοβαρά, συνηθισμένη όπως είναι στις επιφανειακές σχέσεις και στους εφήμερους εραστές. Του προτείνει να γίνουν απλοί φίλοι αλλά του δίνει ένα λουλούδι λέγοντάς του να της το επιστρέψει την επόμενη μέρα. Ο Αλφρέντο αποχωρεί και η Βιολέτα έκπληκτη ανακαλύπτει ότι τα λόγια του την συγκίνησαν αλλά αποφασίζει να μην αλλάξει τη ζωή της ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι δεν θα γνωρίσει ποτέ της τον αληθινό έρωτα.
Β' Πράξη
Μετά 3 μήνες η Βιολέτα και ο Αλφρέντο έχουν αποσυρθεί ζει σε μια εξοχική βίλα έξω από το Παρίσι. Ο Αλφρέντο ζει την απόλυτη ευτυχία στην αγκαλιά της πολυαγαπημένης του Βιολέτας αλλά προσγειώνεται στην πραγματικότητα όταν μαθαίνει από την Αννίνα, την καμαριέρα, ότι για να συντηρηθούν, η Βιολέτα αναγκάστηκε να πουλήσει τα κοσμήματά της. Τη Βιολέτα επισκέπτεται ο Πατέρας του Αλφρέντο, ο Τζίορτζιο Ζερμόν, ο οποίος την παρακαλεί να χωρίσει με το γιο του, όχι μόνο για το καλό του αλλά και γιατί κινδυνεύει να διαλυθεί ο αρραβώνας της αδελφής του Αλφρέντο, εξαιτίας της κακής φήμης της Βιολέτας. Τα λόγια του την συγκινούν και αποφασίζει να θυσιαστεί και του το υπόσχεται. Στέλνει ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στον Αλφρέντο, χωρίς να του εξηγεί τον αληθινό λόγο του χωρισμού και φεύγει από τη βίλα. Ο Αλφρέντο συγκλονισμένος διαβάζει το γράμμα της ενώ ο πατέρας του μάταια προσπαθεί να τον παρηγορήσει.
Σε μια χοροεσπερίδα που δίνει η Φλώρα, φίλη της Βιολέτας, εμφανίζεται ο Αλφρέντο και βρίσκει τη Βιολέτα να συνοδεύεται από τον βαρόνο Ντουφόλ. Την ικετεύει να γυρίσει σ' αυτόν και όταν αυτή αρνείται, την προσβάλει δημόσια πετώντας της χρήματα. Ο βαρόνος τον καλεί σε μονομαχία και καταφθάνει και ο πατέρας του που προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα
Γ' Πράξη
Στο φτωχικό της δωμάτιο, ξεχασμένη από όλους, η Βιολέτα αργοπεθαίνει από φυματίωση. Ο Τζιόρτζιο Ζερμόν με μια επιστολή του την πληροφορεί ότι έχει φανερώσει τη θυσία της στο γιο του και στην κόρη του. Ο Αλφρέντο επιστρέφει στην αγκαλιά της αγαπημένης του και οι δυο τους κάνουν όνειρα για μια νέα κοινή ζωή μακριά από το Παρίσι και τις κακές αναμνήσεις, αλλά είναι αργά πια: παρουσία του Τζίορτζιο Ζερμόν και του πιστού γιατρού Γκρενβίλ, η Βιολέτα ξεψυχάει στην αγκαλιά του αγαπημένου της.
Σημαντικότερα μέρη της όπερας
Αν και η ενορχήστρωση γενικά φαίνεται να παραμελείται κάπως σε διάφορα σημεία, το μουσικό αυτό έργο του Βέρντι θεωρείται μεγάλης και πλούσιας έμπνευσης για την οποία και κατατάσσεται μεταξύ των καλύτερών του. Αξιοπρόσεκτα θεωρούνται τα ακόλουθα σημεία:Πράξη 1η: Η πρόποση Libiamo ne' lieti calici (Ας πιούμε φίλοι), η διωδία Βιολέτας - Αλφρέντο Un dì felice, eterea και η άρια της Βιολέτας È strano! È strano...Follie! Delirio vano è questo...Sempre libera.Πράξη 2η: Η άρια του Αλφρέντο De' miei bollenti spiriti, η διωδία του Ζερμόν πατρός και της Βιολέτας Pura siccome un angelo, η σκηνή μεταξύ πατέρα και γιου με την άρια του πατέρα Di Provenza il mar, il suol, η σκηνή των τσιγγάνων Noi siamo zingarelle και η διωδία Αλφρέντο - Βιολέτας Mi chiamaste? Che bramate?.Πράξη 3η: Οι άριες της Βιολέτας Teneste la promessa και Addio, del passato bei sogni ridenti (Αφήνω γεια σ΄ ό,τι έχω αγαπήσει), η τελευταία διωδία Αλφρέντο - Βιολέτας Parigi, o cara και η τελευταία άρια της Βιολέτας Gran Dio! Morir sì giovane.https://el.wikipedia.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου