-Η ΦΩΝΗ-
...πέρασε πολύς καιρός απ' την τελευταία φορά που σε είδα, το κάστρο σου, μακρινή για μένα ανάμνηση, ένιωσα πως περπατούσα μόνος σε όλη τη διαδρομή, δεν ήρθες όταν σε ζητούσα, ούτε όταν με έκριναν αυστηρά, δε μου παρείχες πλέον προστασία, με άφησες να βραχώ, στον ήλιο με άφησες να καώ.
Δεν παραπονιέμαι, μα σε πεθύμησα, και ήθελα τόσο να σε ξαναδώ, την αγκαλιά σου να ξανανιώσω, να περπατήσω στο παλάτι σου, να αφεθώ στο χάδι σου.
Έγινε σκληρός ο δρόμος τελευταία, κι όσο ασπρίζω πιο πολύ το καταλαβαίνω. Ξεθώριασε ο χάρτης, πίστεψα πως χάλασε η πυξίδα.
Η ζέστη του μεσημεριού με νικούσε, η φωνή μέσα μου ψιθύριζε “πόσο ακόμη θα ζεις, και γιατί να χαλάσεις τα πάντα στο αιώνιο ταξίδι, ψέμματα σου είπε, δες τόσο καιρό, δεν κατάφερες τίποτα παρά μόνο να σταματάς από πόλη σε πόλη, ζητώντας λίγο νερό, ζητώντας λίγο φαγητό, τι κατάλαβες απ' όλο αυτό, κακιές οι νεράϊδες φίλε μου, επισκέπτονται τους ανθρώπους, υποσχόμενες πολλά, πως θα ζήσουν τους λένε το παραμύθι, αυτές τρέφονται απ' αυτό, τους συμφέρει να ονειρεύονται οι άνθρωποι, έτσι κρατιούνται νέες, έτσι κρατιούνται ωραίες, λογικέψου ξανά, σκύψε το κεφάλι σου, παράτα τα και κάνε ότι βρεις, είναι πιο σημαντικό απ' αυτό που κάνεις τώρα”.
“Πες μου φωνή, είναι κακό να ονειρεύεσαι; είναι κακό να μην είσαι λογικός; να ζεις ονειροπόλος και να πεθαίνεις τρελός; κι αν η δική μου δίψα τη διατηρεί νέα, αν απ' το πάθος μου γίνεται ωραία, αυτό από μόνο του δεν είναι κάτι πολύ όμορφο;
Σταματώ από πόλη σε πόλη, ζητώντας νερό, ζητώντας φαγητό, η δυστυχισμένη σου λογική δε μπορεί να δει, πως πάντα βρίσκονται οι άνθρωποι που μου προσφέρουν αυτά που ζητώ, το παγούρι μου είναι πάντοτε γεμάτο, είναι γεμάτες και όλες οι πηγές που περάσαμε μέχρι τώρα.
Η δυστυχισμένη σου λογική δε μπορεί τίποτα να γευτεί, θυμήσου τις φορές, ξαπλωμένος στο γρασίδι, που με ορθάνοιχτα μάτια γευόμουν την αυγή”.
“Ανόητα μου ακούγονται όσα λες, ανόητος κι εσύ, γίνε λογικός, μόνο έτσι θα μπορέσεις να καταφέρεις κάτι στη ζωή σου, μόνο αν πάψεις να επιζητείς το ακατόρθωτο, μάθε πως δεν υπάρχουν νεράιδες, θα περάσει η ζωή σου άσκοπα, κυνηγώντας χίμαιρες και στο τέλος θα κλαις για τα χαμένα χρόνια σου, εγώ τα λέω αυτά για το καλό σου, γιατί βλέπω ότι έχεις χάσει το συνειρμό σου, αυτά που ζητάς είναι για άλλους, εσύ δε θα καταφέρεις να τα πετύχεις, όχι επειδή δεν είσαι άξιος, αλλά επειδή πέρασαν τα χρόνια σου, τώρα άλλα πρέπει να κάνεις και όχι τα πρωινά να ντύνεσαι δον κιχώτης”.
“Πάψε, πάψε να μου λες τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω”.
“Και τώρα ακούγεσαι κλισέ.”
“Σταμάτα, σου είπα ότι εμπιστεύομαι τα λόγια της, ξέρω πως είναι πάντα δίπλα μου κι ας μην ξέρω τ' όνομά της, γνωρίζω ότι είναι πάντα εκεί, αμίλητη στην πορεία μου ακολουθεί.
Γιατί να βρω την ευτυχία αν αισθάνομαι λιγότερα απ' αυτά που αισθάνομαι, για άσκοπο ταξίδι μου μιλάς, μα θα βρω την ευτυχία πνίγοντας τα θέλω μου ή με το να ζητώ πιο λίγα απ' όσα επιθυμώ; δε ζήτησα να σου μοιάσω, ούτε να δυστυχίσω στο λογικό σου μονοπάτι.
Πες με ανόητο ή ανόητο δον κιχώτη, πρόβλημά σου, κι άφησέ με να βρίσκω την ευτυχία στα πιο απλά πράγματα, δεν είναι όλα για όλους, ούτε μπορούν όλοι να μοιάζουν, αν δε μπορείς να με βοηθήσεις, τουλάχιστον μη με γυρνάς πίσω, κι αν δε μπορείς, στο ύψος μου να προσθέσεις ούτε ένα μέτρο, τότε μην το μειώνεις ούτε μισό εκατοστό”.
Κι αν είχε δίκιο; και αν ότι έκανα ήταν λάθος; αν όντως έχανα τα χρόνια μου, κυνηγώντας τον άνεμο;
Κράτησα στα χέρια μου το παγούρι, το γύρισα στο στόμα μου να ξεδιψάσω, ήμουν πολύ κουρασμένος, έπρεπε να βρω κάπου να ξεκουραστώ, θα συνέχιζα το απόγευμα πάλι, ξεκούραστος και με λιγότερη ζέστη θα ήταν πιο άνετο το ταξίδι μου.
Η φωνή με είχε αναστατώσει πάλι, όπως έκανε όλα τα χρόνια, πάγια τακτική της να με λοξοδρομεί, έχοντας ως όπλο το φόβο και όποτε αυτό δεν της πετύχαινε, χρησιμοποιούσε τις ενοχές.
Παρατήρησα ότι όσο λιγότερη σημασία της έδινα, τόσο πιο πολύ μίκραινε, γινόταν ασθενική, χλώμιαζε όταν με κοίταζε, γνωρίζοντας πως δεν είχε πλέον επάνω μου καμία επιρροή.
Σκεπτόμενος την τελευταία μου συζήτηση και εμφανώς αναστατωμένος προσπάθησα να κοιμηθώ, δε δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα, γιατί ήμουν πολύ κουρασμένος.
Πέρασαν αρκετές ώρες, είχε βραδιάσει πλέον, έπρεπε να ξεκινήσω, το θετικό είναι ότι ταξιδεύω ελαφρά. Το τελευταίο διάστημα είχα πάρει κάποια πράγματα (από ανασφάλεια περισσότερο) που ενώ στην αρχή φαίνονταν αρκετά χρήσιμα, στην πορεία εξελίχθηκαν περισσότερο ως βάρος, παρά ότι με ωφελούσαν πραγματικά. Έτσι αποφάσισα να τα προσφέρω στην οικογένεια που με φιλοξένησε για το μεσημέρι.
Σάστισαν όταν το έκανα. “κι εσείς μου προσφέρατε, βρήκα ζεστό κρεβάτι και κρύο νερό, μου επιτρέψατε να πλυθώ και να ξεκουραστώ, δεν έχω άλλο τρόπο να σας ευχαριστήσω”.
Μετά από πολύ ώρα, δέχτηκαν κάποια απ' αυτά που τους πρόσφερα. Οδηγώντας με στην έξοδο, μου είπαν όποτε ξαναπεράσω να τους επισκεφθώ, “μετά χαράς, θα ήθελα να σας ξαναδώ, να είστε πάντα καλά και ευχαριστώ για όλα”.
Ύστερα από πολύ ώρα, έφτασα στα όρια της πόλης, η οικογένεια που με φιλοξένησε μου δάνεισε ένα παλιό ποδήλατο για να μπορώ να κάνω το ταξίδι μου πιο άνετο, ακόμη ακουγόταν η βουή, τα τελευταία φώτα της πόλης έκρυβαν τα αστέρια, μετά από πολλά χιλιόμετρα σταμάτησα για να ξεκουραστώ, κάθισα σε μια πέτρα γυρίζοντας το κεφάλι μου προς τον ουρανό, καθώς κοιτούσα τα αστέρια άκουσα μια φωνή που μου φάνηκε αρκετά γνώριμη, να μου λέει.
“Πως είσαι; έχω πολύ καιρό να σε δω, σε πεθύμησα γενναίε μου ταξιδευτή”.
Αυτά τα λόγια που πάντα με συνέπαιρναν, η γνώριμη φωνή σου, το μεθυστικό σου άρωμα που κυριάρχησε στη νύχτα μου, ήξερα πως ήσουν εσύ, επιτέλους θα σε ξανάβλεπα. Σε ρώτησα γιατί χάθηκες, σου παραπονέθηκα, πως δε μου στάθηκες τελευταία όσο θα ήθελα.
“Θα τα πούμε όλα αυτά, μα πρώτα θέλω να κάνεις κάτι για μένα, μπορείς; -εννοείται πως μπορώ, απλά πες μου τι είναι-, θέλω να μου περιγράψεις μία εικόνα, την πρώτη εικόνα που θα σου έρθει στο μυαλό, μπορείς να ξεκινήσεις τώρα αν θες”.
Κλείνοντας τα μάτια, αρχίζω να περιγράφω, “θέλω να είμαι στη λίμνη με το γαλάζιο χρώμα, πίσω μας έχει βουνά, ένα τεράστιο κάστρο διακρίνεται στο βάθος του ορίζοντα. Πρίγκηπας είμαι, ντυμένος στα λευκά, φορώ κατακόκκινη κάπα.
Σε κρατώ στα χέρια μου αλλά δεν ακουμπάμε στο έδαφος. Έχω ολόλευκα φτερά, αγκαλιασμένοι χορεύουμε στο φως, στα χέρια σου κρατάς τριαντάφυλλα και είσαι ντυμένη στα λευκά, όσο ο αέρας παίζει με τα πέπλα στο φόρεμά σου, το ουράνιο τόξο ακτινοβολεί και ροδοπέταλα αντικαθιστούν τις σταγόνες απ' τη βροχή, κάτι μου ψιθυρίζεις, νομίζω πως λες ότι όταν τα δάχτυλά σου αγγίξουν τα χείλη μου η πτήση μας θα αρχίσει”.
“Πες μου αν σε άγγιξα”.
“Τώρα με αγγίζεις, ενώνεις το περίγραμμα των χειλιών μου, νιώθω τα φτερά μου να αποκτούν ορμή”.
“Μην καθυστερείς άλλο, αφήσου ελεύθερος να πετάξεις, σε όλη τη διάρκεια της πτήσης, κράτησέ με στην αγκαλιά σου”.
Μέχρι εκείνη την ώρα δε γνώριζα ότι οι εικόνες που σχημάτιζα στο μυαλό μου μπορούσαν να έχουν τόση δύναμη, αρχίσαμε να πετάμε, σε όλη τη διάρκεια κράταγα στην αγκαλιά μου το μοναδικό πλάσμα που μου είχε δείξει εμπιστοσύνη.
Ένιωθα τον αέρα να με χτυπά στο πρόσωπο, μα πιο πολύ, ένιωθα ελεύθερος, δεν ανταλλάξαμε ούτε μία λέξη όσο πετούσαμε, περισσότερο επειδή ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου, δε χρειαζόμουν ειδικές γνώσεις για να πετάξω, σχεδόν ήμασταν στον αυτόματο πιλότο.
Όταν χάναμε ύψος, άκουγες τον ήχο απ' τα τεράστια φτερά, η αντίσταση που δημιουργούσαν άλλες φορές μας ανύψωνε και άλλες φορές μας οδηγούσε μπροστά.
Όποτε έκλεινα τα μάτια, έβλεπα ξεκάθαρα τη διαδρομή που είχαμε να κάνουμε, ήμουν σίγουρος ότι πηγαίναμε στο παλάτι της.
“Απόλαυσε τη διαδρομή μας αυτή, μπορεί να διαρκέσει λίγο ή πολύ, κλείσε τα μάτια σου ή κράτησέ τα ανοιχτά, κοίταξε τα σύννεφα πως παίζουν μαζί μας, το ίδιο είναι στον ουρανό, όπως και στη γη”.
Τα λόγια της για άλλη μία φορά έδρασαν καταλυτικά στο μυαλό μου, το μόνο που είχα να κάνω πλέον, ήταν να καθαρίσω τις σκέψεις μου και να ευχαριστηθώ το ταξίδι...
Αλέξανδρος Β.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://stixopoiimatakaikeimena.blogspot.gr/2014/01/1.html
Σας ευχαριστώ πολύ για την ανάρτηση, καλή ημέρα να έχουμε !!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά Αλέξανδρε :)
ΑπάντησηΔιαγραφή