Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Το μπαρούτι της Δημητσάνας.

   Γράφει ο Γιάννης Δημάκης 


Η Δημητσάνα  Αρκαδίας υπήρξε ανέκαθεν τόπος επαγγελματικής παραγωγής μπαρούτης. Είναι χτισμένη πάνω σε λoφοράχη σε υψόμετρο 950 μέτρων, από τη μεσημβρινή πλευρά της οποίας παρέχεται θαυμάσια θέα της πεδιάδας της Μεγαλόπολης και του Ταΰγετου.
Ιστορική αναδρομή.
    Αν και δεν υπάρχουν μαρτυρίες αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της επαγγελματικής αυτής απασχόλησης των Δημητσανιτών, είναι βέβαιο ότι η Δημητσάνα παρήγε μπαρούτι ήδη από την πρώτη Τουρκοκρατία, αν όχι από την υστεροβυζαντινή περίοδο. Η μπαρούτη χρησιμοποιείτο για πολεμική και για εκρηκτική χρήση και συχνά και για λογαριασμό των Τούρκων.

   Η κατασκευή μπαρούτης από μπαρουτόμυλους συνέχισε σύμφωνα με μαρτυρίες και κατά την Ενετική περίοδο (τέλη 17ου - αρχές 18ου αι.) μέχρι και τα επαναστατικά χρόνια . Σύμφωνα με εξακριβωμένες τοπικές μαρτυρίες, φαίνεται ότι τα πρώτα χρόνια η επαγγελματική παραγωγή μπαρούτης γινόταν σε μικρές ποσότητες από μερικές οικογένειες (με απασχόληση μελών τους) για εξασφάλιση πρόσθετου εισοδήματος και βασιζόταν σε πρωτόγονες τεχνικές επεξεργασίας.
 Η Δημητσάνα κατόρθωσε να διατηρήσει σχολεία και να αναπτύξει τη βιοτεχνία της μπαρούτης, χάρη σε κάποια προνόμια, που είχε πάρει από τους Τούρκους. Τα προνόμια αυτά τα εξασφάλισαν το 1744 οι Δημητσανίτες έμποροι της Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι πλήρωναν 1.000 γρόσια το χρόνο φόρο, για να απαλλάξουν τους συμπατριώτες τους από κάθε άλλη φορολογία. Οι έμποροι αυτοί ανέθεσαν την προστασία της Δημητσάνας στη Βαλιδέ Σουλτάνα, δηλαδή τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ. Η Βαλιδέ Σουλτάνα έπεισε τον Σουλτάνο Μαχμούτ να εκδώσει το 1744 φιρμάνι (= έγγραφο παροχής προνομίων) και να επικυρώσει τα παλαιά προνόμια της Δημητσάνας. Τα προνόμια αυτά ήσαν τα εξής: Η Δημητσάνα ανακηρύχθηκε ιερή πόλη, βακούφι ενός τζαμιού, του οποίου τα έσοδα έπαιρνε η Βαλιδέ Σουλτάνα. Οι Δημητσανίτες έμποροι πλήρωναν τα 1.000 γρόσια κάθε χρόνο στο τζαμί αυτό και έτσι η Δημητσάνα απαλλασσόταν από κάθε φορολογία, εθεωρείτο ιερή πόλη και δεν επιτρεπόταν να μένουν Τούρκοι σε αυτή. Επί πλέον απαγορευόταν στους Τούρκους να έχουν ιδιοκτησία τη Δημητσάνα και θεσπίζονταν αυστηρές ποινές γιά τους υπαλλήλους, που θα αδικούσαν τους κατοίκους της κωμοπόλεως αυτής (παύση από την υπηρεσία, ακόμη και θάνατος). Με αυτόν τον τρόποι οι Δημητσανίτες απολάμβαναν κάποια ελευθερία, ήταν απαλλαγμένοι από την παρουσία των Τούρκων και μπορούσαν να καλλιεργούν ελεύθερα τα γράμματα και να αναπτύσσουν τη βιοτεχνία και το εμπόριο της μπαρούτης. Μεγάλη δόξα γνώρισε και από την ίδρυση της περίφημης Σχολής της το 1764, στην οποία συνέρρεε η νεολαία της Ελλάδας στο σύνολό της και η οποία λόγω της πλουσιότατης βιβλιοθήκης της μετατράπηκε σε λαμπρό πνευματικό φυτώριο του υποδουλωμένου Έθνους.

Η αναζήτηση των πρώτων υλών
   Όταν γενικεύθηκε η χρήση των πυροβόλων όπλων, άρχισε να κατασκευάζεται και στη Δημητσάνα πυρίτιδα. Η ποσότητα κατ’ αρχήν ήταν πολύ μικρή, συν τω χρόνω όμως μεγάλωνε και λίγο πρίν την Επανάσταση του 1821 έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να επαρκεί για τις ανάγκες ολόκληρης της Πελοποννήσου. Μετά την Επανάσταση, η Δημητσάνα ήταν σε θέση να προμηθεύει την απαιτούμενη ποσότητα πυρίτιδας όχι μόνο στα Ελληνικά στρατεύματα της Πελοποννήσου , αλλά και στους Έλληνες πολεμιστές άλλων τόπων.
Την τέχνη της κατασκευής της μπαρούτης δίδαξαν στους Δημητσανίτες κάποιοι μετανάστες συμπολίτες τους, που γύρισαν από τη Μ. Ασία ή από τα Επτάνησα ή την Ιταλία, όπου είχαν μάθει την τέχνη αυτή.
 Στην αρχή και για μερικούς αιώνες η τέχνη αυτή ήταν οικιακή βιοτεχνία. Δεν υπήρχαν μπαρουτόμυλοι και οι Δημητσανίτες έφτιαχναν τη μπαρούτη στα σπίτια τους με γουδιά, στα οποία ανακάτευαν πολλές ώρες τα υλικά της μπαρούτης. 
Η δυσκολία της παραγωγής πυρίτιδας ήταν όχι μόνο στον τρόπο της κατεργασίας των πρώτων υλών, αλλά και στην εξεύρεση αυτών των υλών και ότι απο αυτές το νίτρο κατέχει εξέχουσα θέσει από άποψη ποσότητας, δεν βρίσκεται δε εύκολα στην Ελλάδα, αλλά και το ότι μόνο η Δημητσάνα ασχολήθηκε με την παραγωγή πυρίτιδας από τόσα παλιά.
Οι απαιτούμενες πρώτες ύλες για την παραγωγή μπαρουτιού είναι το θειάφι, το κάρβουνοκαι το νίτρο (νιτρικό κάλιο) - κοινώς βερτζιλές -, σε ποσοστά πρόσμειξης 10%, 15% και 75%αντίστοιχα.
Το κάρβουνο γινότανε από κλίματα, σπαρτά, αλλά το καλύτερο υλικό ήταν η ασφάκα (σφάκα).
Το θειάφι έφερναν από τις Κυκλάδες, όπου υπήρχαν ηφαιστειογενή εδάφη (Μήλος, Σαντορίνη), αλλά και από την Ιταλία
Το νίτρο....Ορυχεία νίτρου στην Πελοπόννησο δεν υπάρχουν.Το νίτρο το έφτιαχναν με πρακτικό τρόπο και μαζευότανε δύσκολα.  Παίρνανε  το χώμα απο τις σπηλιές  όπου σταβλίζονταν γιδοπρόβατα. Το χώμα αυτό ήταν πλούσιο σε νιτρικά άλατα, επειδή δεν ξεπλενόταν από τα νερά της βροχής.. Το νίτρο το ονομάζανε “βοτάνι” και γι’ αυτό εκείνοι που το μαζεύανε ελεγόσαντε βοτανιαραίοι. Εμαζεύανε τη κοπριά των γιδοπροβάτων, αλλά ήτανε πολύ καλό υλικό και οι κοτσιλιές από τα πουλιά και ιδίως από τα αγριοπερίστερα. Μετά από αυτό  τις ακαθαρσίες τις ρίχνανε σε καζάνιαμαζί με νερό κι ανάβανε  φωτιά , αυτό έβραζε και το νίτρο έβγαινε πάνω – πάνω.

    Τους δύο πρώτους υδροκίνητους μπαρουτόμυλους λέγεται ότι έφτιαξε ο Δημητσανίτης Μητροπολίτης του Μυστρά Ανανίας στο κεφαλάρι του Αγιάννη, κοντά στη Δημητσάνα,τους οποίους όμως κατέστρεψαν οι Τούρκοι το 1767.. Το 1819 γύρισαν στη Δημητσάνα από την Ύδρα δύο Δημητσανίτες έμποροι, οι αδελφοί Νικόλαος και Σπύρος Σπηλιωτόπουλοι. Οι έμποροι αυτοί ήσαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας και ξαναγύρισαν στη Δημητσάνα, για να φτιάξουν τους μπαρουτόμυλους και να προετοιμάσουν πυρομαχικά για τη μελλοντική Επανάσταση.
Με τη συνδρομή των ίδιων και άλλων Φιλικών Εταίρων ανοικοδομήθηκαν οι ερειπωμένοι πυριτιδόμυλοι του Ανανία. Με τον ίδιο τρόπο μεταποίησαν και άλλους υδρόμυλους της κωμόπολης και τους εμπλούτισαν με μεγάλη ποσότητα απαιτούμενων υλικών για την παραγωγή πυρίτιδας. Στους απορημένους δε Τούρκους δικαιολογούνταν, λέγοντας πως εργάζονται για το εμπόριο πυρίτιδας στα νησιά.
 Στην αρχή εμπορεύονταν το μπαρούτι, αλλά αποθήκευαν και αρκετές ποσότητες από αυτό για τις ανάγκες του μελλοντικού απελευθερωτικού αγώνα. 

Μπαρουτόμυλοι και επεξεργασία της μπαρούτης

   Τα προεπαναστατικά χρόνια, όταν η ζήτηση μπαρούτης άρχισε να αυξάνεται, δεδομένου μάλιστα του ότι και οι Τούρκοι εφοδιαζόντουσαν με δημητσανίτικο μπαρούτι, οι Δημητσανίτες μπαρουξήδες οδηγήθηκαν σταδιακά στη χρήση της υδροκίνησης, δηλαδή στη κατασκευή των πρώτων υδρόμυλων-μπαρουτόμυλων, με την εκμετάλλευση της υδατόπτωσης που εξασφάλιζε η κατωφέρεια που εκτείνεται από το κεφαλάρι του Αγίου Ιωάννη προς το Παλαιοχώρι.
Όπως και ο αλευρόμυλος, ο μπαρουτόμυλος βασίζεται στη υδροκίνητη λειτουργία ενός ειδικού μηχανισμού, δηλαδή στην κίνηση που προκαλείται από υδατόπτωση (κρέμαση) νερού το οποίο διοχετεύεται με ορμή μέσα από ειδικά βαγένια. Η κατωφέρεια του Αγίου Ιωάννη επέτρεπε τη διαδοχική δημιουργία και λειτουργία τέτοιων μύλων, με δυνατότητα εκμετάλλευσης και νέας υδατόπτωσης κάτω από την αρχική. Αυτό εξηγεί και τη σταδιακή κατασκευή αρκετών μπαρουτόμυλων.
Ο μπαρουτόμυλος ήταν πετρόκτιστο κτίριο, συνήθως ορθογώνιο, κεραμοσκεπές και εξοπλισμένο, με χωμάτινο δάπεδο, παράθυρα, βαθουλώματα και εξωτερικά πεζούλια. 
Οταν ετοίμαζαν τα τρία υλικά το νίτρο, το θειάφι και το κάρβουνο, τα κοπανάγανε στα ξύλινα χαβάνια.
Κάθε μπαρουτόμυλος είχε το σύστημα αυτό που κοπανιότανε το μπαρούτι, δηλαδή τα χαβάνια, τα κοπάνα και τη φτερωτή.
Πάνω στη φτερωτή πέφτει το νερό με ορμή και κινάει το μύλο και έτσι ανεβοκατεβαίνουνε τα ξύλινα κόπανα και κοπανάνε τα τρία υλικά. Δηλαδή, τα κόπανα συνδέονται με ένα κεντρικό άξονα και αυτός με τη φτερωτή. Εκεί υπάρχει ένα “χωνί” (ξύλινο κωνικό βαρέλι, που η διάμετρος του στο σημείο εκροής στενεύει συστηματικά για να αυξάνεται η ταχύτητα του νερού), που μέσα σε αυτό έπεφτε με δύναμη το νερό από ψηλά κι εκίναγε τη φτερωτή. Έτσι “επέρνανε  μπρος” και τα κόπανα και ανεβοκατεβαίνανε και “εζυμώνανε” το υλικό. 

   Κάθε μπαρουτόμυλος είχε μέχρι δεκατέσσερα γουδιά (κόπανα με τα χαβάνια). Το κάθε χαβάνι χώραγε δέκα οκάδες. Τα χαβάνια ήσαντε στερεωμένα μέσα στο έδαφος. Οι μπαρουτόμυλοι (κόπανα, φτερωτή, άξονας κ.λπ.) εφτιαχνόσαντε με ξύλο. Στον ίδιο τόπο, εκτός από το μπαροτόμυλο, υπήρχε μια χαμωκέλα που  εβάνανε πρωτύτερα τα υλικά, μια αποθήκη που εβάνανε το μπαρούτι  μόλις εγινότανε και πιο μακρύτερα οι μπαρουξήδες είχανε το μαγειρείο τους και την τραπεζαρία τους. Εκεί εξεκουραζόσαντε.
Με τον καιρό αλλάξανε οι μπαρουτόμυλοι και το μπαρούτι έβγαινε αλλιώτικα. Είχανε πια ένα λιθάρι που γυρνάει γύρω – γύρω και λιώνει το υλικό του μπαρουτιού. Το λιθάρι εκινιότανε πάλι με τη φτερωτή κι απάνω της ερχότανε με πίεση το  νερό. Εφτιάνανε δυο λογιώνε μπαρούτι. Το ένα  ήτανε μπαρούτι κυνηγιού και το άλλο ήτανε μπαρούτι για υπονόμους (φουρνέλα).Οι μπαρουξήδες είχανε ένα καντάρι που εζυγιάζανε τα υλικά, μεγάλες σκάφες  που εζημώνανε το μπαρούτι και κοσκινά, για να ξεχωρίζουνε ποιο μπαρούτι ήτανε για το κυνήγι και ποιο για τα φουρνέλα. Για το ξεχαβάνιασμα είχανε ξύλινες κουτάλες. Είχανε ακόμα φτυάρια, για να ανακατώνουνε το υλικό και κάτι βούρτσες, για να σκουπίζουνε το υλικό που έβγαινε έξω από τα χαβάνια και να το ξαναρίνουνε μέσα.
Το κοπανισμένο μπαρούτι μετά το λιάζανε  στις “λιάστρες” (λινά πανιά) και μετά το κοσκινάγανε οι μπαρουξήδες το εγυαλίζανε σκέτο και αργότερα με γραφίτη  (δηλαδή αρχικά βάζανε το μπαρούτι μέσα σε βαρέλι προορισμένο στον οριζόντιο άξονα της φτερωτής. Aπό τη συνεχή τριβή των κόκκων του μπαρουτιού μεταξύ τους και με την επιφάνεια του βαρελιού επιτυγχάνεται το γυάλισμα. Αργότερα μαζί με το μπαρούτι ρίχνανε στο περιστρεφόμενο βαρέλι και γραφίτη). Το μπαρούτι πια είναι έτοιμο».Στην περίοδο της Επαναστάσεως οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας ήσαν περίπου 14 και εργάζονταν συνεχώς και συστηματικά για την παραγωγή μεγάλης ποσότητας μπαρούτης, για να εφοδιάζουν τα μαχόμενα στρατεύματα, σε όλα τα μέρη. Παρήγαγαν τότε περίπου 500 κιλά την ημέρα, και τα διέθεταν σχεδόν δωρεάν για τις ανάγκες του Αγώνα. 
Οι κάτοικοι της Δημητσάνας κατά την εποχή της Επαναστάσεως εργάζονταν όχι μόνο στους μπαρουτόμυλους, αλλά και στα σπίτια τους, φτιάχνοντας μπαρούτη, αλλά και φυσίγγια. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε να χρησιμοποιηθούν τα βιβλία της Βιβλιοθήκης της Δημητσάνας, για να φτιάξουν φυσίγγια. Τότε καταστράφηκαν τα περισσότερα βιβλία της ιστορικής αυτής βιβλιοθήκης για τις ανάγκες του Αγώνα. Τα βόλια έφτιαχναν από μολύβι, που έπαιρναν από τους μεδρεσέδες των Τούρκων (=Ιεροδιδασκαλεία) που ήσαν στο Άργος και την Πάτρα. Για την υπηρεσία τους αυτή οι Δημητσανίτες απαλλάχθηκαν από τη στράτευση.

   Η παραγωγή και το εμπόριο της μπαρούτης συνεχίσθηκε στη Δημητσάνα ως την εποχή μας, ως προνόμιο για τη συμβολή της στον Αγώνα του 1821, αλλά και ως παραδοσιακό επάγγελμα. 
Από τότε μέχρι και σήμερα, η Δημητσάνα παράγει συνεχώς μπαρούτη διαφόρων μορφών. Οι παλιοί μύλοι φυσικά έχουν εκσυγχρονισθεί. Σήμερα λειτουργεί με ηλεκτρική πλέον ενέργεια ένας μεγάλος μπαρουτόμυλος, σαν οργανωμένη ιδιωτική βιομηχανική μονάδα, η οποία συμβάλει στην οικονομία της Δημητσάνας.
Έτσι, η παραγωγή μπαρούτης στη Δημητσάνα συνεχίζεται.
Πλήρης αναπαράσταση της λειτουργίας των μπαρουτόμυλων και της παραγωγής μπαρούτης δίνεται στον αποκατεστημένο μπαρουτόμυλο του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης της Δημητσάνας.



ΠΗΓΕΣ.






3 σχόλια: