Με τα φτερά στον άνεμο ανοιγμένα,
τα παραμύθια πέταξαν,
πάνω από τη Νήσο τον τζιτζικιών.
Αλλά τα μάτια των παιδιών,
είναι στραμμένα στα φλουριά του αράπη
και τα κορίτσια ρίχνουν κάτω τα αυγά,
μήπως κι’ οι καλύβες γίνουν παλάτια.
Μόνο ν’ ανάψουνε στα σκοτάδια τα φώτα
απ’ τα Σάρδηνα τη χρυσαφένια χώρα.
Και από ένα καρύδι θα βγαίνει πάντα,
μια ανέμη χρυσή,
όπως με το κάψιμο μιας τρίχας,
έρχεται η νεράιδα και τα τελώνια.
Λένε πως οι καλικάντζαροι μασκαρεύονται
τα Χριστούγεννα κι’ αρπάζουν τις τηγανίτες.
Τραγουδάν με τις σουβλερές φωνές τους
και σηκώνουν τις ουρές μεθυσμένοι.
Αλλά πίσω τους ανεβαίνουν καπνοί
και στων παπούδων τα γόνατα
αναπαύονται όνειρα περασμένα.
Σε καβαλάρηδες δυνατούς στρώνει
ο άνεμος το χαλί του
και τα σκονισμένα μάτια του
φουντώνουν τα καλαμπόκια.
κάνει τις κότες να κακαρίζουν
πάνω στ’ αβγά τους.
Μα οι πασχαλιές θάρθουν ολόχαρες
με κόκκινες φλογέρες να ξυπνήσουν
τις ολόγυμνες νεράϊδες.
Τότε αυτές θα κατέβουν από τα
βαθύσκια δάση να λουστούν στη λίμνη,
και θα βγει ο γελαδάρης με το τριμμένο
γιλέκο και τα άσπρα λαγωνικά από τις
καλαμιές, να τούς προσφέρει
το χρυσό κάνιστρο, γεμάτο από άνθη
του Μάη.
Πέταξε τώρα εσύ στις μυστικές κοιλάδες,
με τα μάτια ενός αητού, με το σουραύλι
μιας αηδόνας.
Με της αρκούδας την τριχωτή προβειά
στις παγωμένες κορφές των Ουραλίων.
Όπως το τραγούδι του κότσυφα
κυματίζει στην πάχνη των κήπων,
όπως οι νυχτερίδες φιλάν τα μικρά τους
στις απόκοσμες σπηλιές της Νεβάδας.
Γιατί τότε και συ με τα παλιά τραγούδια
στο στόμα, θα περπατήσεις αγέρωχος
στους σκοτεινούς δρυμούς, σαν ζαρκάδι
ή σαν λιοντάρι.
Συ που ξύπνησες κάτω από μια κληματαριά,
με τα πρωινά σου όνειρα ανθισμένα,
θα γίνεις κάποτε και συ ένα φωτεινό άστρο
και θα λάμπεις στα χρώματα του δικού σου
ουράνιου τόξου.
Μέσα σ ' ένα αθέριστο κάμπο,
βλέπω το μαντήλι σου να κυματίζει,
μέσα σε μια σκοτεινή νύχτα,
βλέπω το φως σου να οδηγεί.
Αριστομένης Λαγουβάρδος
τα παραμύθια πέταξαν,
πάνω από τη Νήσο τον τζιτζικιών.
Αλλά τα μάτια των παιδιών,
είναι στραμμένα στα φλουριά του αράπη
και τα κορίτσια ρίχνουν κάτω τα αυγά,
μήπως κι’ οι καλύβες γίνουν παλάτια.
Μόνο ν’ ανάψουνε στα σκοτάδια τα φώτα
απ’ τα Σάρδηνα τη χρυσαφένια χώρα.
Και από ένα καρύδι θα βγαίνει πάντα,
μια ανέμη χρυσή,
όπως με το κάψιμο μιας τρίχας,
έρχεται η νεράιδα και τα τελώνια.
Λένε πως οι καλικάντζαροι μασκαρεύονται
τα Χριστούγεννα κι’ αρπάζουν τις τηγανίτες.
Τραγουδάν με τις σουβλερές φωνές τους
και σηκώνουν τις ουρές μεθυσμένοι.
Αλλά πίσω τους ανεβαίνουν καπνοί
και στων παπούδων τα γόνατα
αναπαύονται όνειρα περασμένα.
Σε καβαλάρηδες δυνατούς στρώνει
ο άνεμος το χαλί του
και τα σκονισμένα μάτια του
φουντώνουν τα καλαμπόκια.
κάνει τις κότες να κακαρίζουν
πάνω στ’ αβγά τους.
Μα οι πασχαλιές θάρθουν ολόχαρες
με κόκκινες φλογέρες να ξυπνήσουν
τις ολόγυμνες νεράϊδες.
Τότε αυτές θα κατέβουν από τα
βαθύσκια δάση να λουστούν στη λίμνη,
και θα βγει ο γελαδάρης με το τριμμένο
γιλέκο και τα άσπρα λαγωνικά από τις
καλαμιές, να τούς προσφέρει
το χρυσό κάνιστρο, γεμάτο από άνθη
του Μάη.
Πέταξε τώρα εσύ στις μυστικές κοιλάδες,
με τα μάτια ενός αητού, με το σουραύλι
μιας αηδόνας.
Με της αρκούδας την τριχωτή προβειά
στις παγωμένες κορφές των Ουραλίων.
Όπως το τραγούδι του κότσυφα
κυματίζει στην πάχνη των κήπων,
όπως οι νυχτερίδες φιλάν τα μικρά τους
στις απόκοσμες σπηλιές της Νεβάδας.
Γιατί τότε και συ με τα παλιά τραγούδια
στο στόμα, θα περπατήσεις αγέρωχος
στους σκοτεινούς δρυμούς, σαν ζαρκάδι
ή σαν λιοντάρι.
Συ που ξύπνησες κάτω από μια κληματαριά,
με τα πρωινά σου όνειρα ανθισμένα,
θα γίνεις κάποτε και συ ένα φωτεινό άστρο
και θα λάμπεις στα χρώματα του δικού σου
ουράνιου τόξου.
Μέσα σ ' ένα αθέριστο κάμπο,
βλέπω το μαντήλι σου να κυματίζει,
μέσα σε μια σκοτεινή νύχτα,
βλέπω το φως σου να οδηγεί.
Αριστομένης Λαγουβάρδος
Πανέμορφο!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή