Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

ΧΑΙΔΩ ΜΠΟΥΣΙΟΥ " ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ "

Φωτογραφία - Βαλεντίνα Μπούσιου 

Τη μέρα της Πεντηκοστής ο ιερέας περνούσε απ’ όλους τους τάφους κι έκαμνε δέηση υπέρ των κεκοιμημένων. Η μυρωδιά απ’ το λιβάνι κι απ’ το κρασί που νότιζε το χώμα απλωνόταν παντού. 
Τα καντήλια, όλα αναμμένα, φλόγες αγάπης που ‘καιγαν για κείνους που ‘φυγαν γι’ αλλού. Γαλήνη και μια αίσθηση παράξενη, πως τούτη τη μέρα δεν υπήρχε καμιά απόσταση ανάμεσα στους δυο κόσμους. Πως μέσα από την ιερή τελετουργία ανταμώνουν οι ψυχές ζώντων και νεκρών και θεριεύει την πίστη ότι η ζωή δε σταματά με το θάνατο ότι οι δικοί μας άνθρωποι, αυτοί που είναι ο οίκος μας, συνεχίζουν να υπάρχουν πέρα από το χρόνο και το χώρο. Παρηγοριά οι πενήντα μέρες περιδιάβασής τους στη γη κι αυτή η τελευταία, αποχαιρετισμός και ξεπροβόδισμα στον τόπο της ανάπαυσής τους.
Στο σχόλασμα της δέησης, το μοίρασμα. Πίτες και στάρι μέσα από κανέστρες ντυμένες με λευκά εργόχειρα, στολισμένες με τριαντάφυλλα. Και γλυκά, για να λιγοστέψει η πίκρα των ψυχών, που θα κλειστούν και πάλι στα σκοτεινά δώματα του Άδη. Για να λιγοστέψει κι η λύπη των ζωντανών, σαν θα γυρίσουν στα σπίτια τους και αιστανθούν πιότερο την απουσία των αγαπημένων.
Στεκόταν ώρα πολλή πάνω απ’ τους τάφους των συγγενών της. Κουβέντιαζε, πάντα κουβέντιαζε μαζί τους μέσα απ’ τις προσευχές της για κείνους. Τους αντάμωνε στον ύπνο της, ιδίως εκείνες τις στιγμές που ένιωθε τη ζωή ασήκωτο φορτίο. Ξαναζωντάνευαν, μέσα απ’ τα παιδιά τους και τ’ αγγόνια τους, κομμάτια που άφησαν πίσω τους, συνέχειά τους.
Βρίσκουν οι άνθρωποι τρόπους ν’ αντέξουν το θάνατο. Κι άλλους τόσους, για να βαστάξουν τους ζωντανούς χωρισμούς, τις διαψεύσεις, τις αποτυχίες, όλους εκείνους τους μικρούς θανάτους της καθημερινότητας, που χαρακώνουν, αφήνοντας πίσω γεύση στυφή.
Ποιος θάνατος απ' όλους είναι πιο αβάσταχτος;
-Σήκω να φύγουμε κόρη μου, ακούστηκε η φωνή της θείας της που ‘χε απομείνει τελευταία ανάβοντας ξανά τα κεριά που ‘σβησαν απ’ τον αέρα.
Είναι ώρα να τους αφήσουμε στην ησυχία τους. Από σήμερα ζωντανοί και πεθαμένοι θα πορευτούν ο ένας δίχως τον άλλον. Εμείς, κάμαμε το χρέος μας. Ας συγχωρεθούν τα κρίματά τους κι ας είναι αναπαμένοι πλάι στο Θεό, μακριά απ’ την κόλαση.
Καθώς σφάλιζε την πόρτα του νεκροταφείου έριξε πίσω της μια τελευταία ματιά. Χαμογέλασε.
«Η μόνη κόλαση είναι η μοναξιά, συλλογίστηκε. Κι οι ψυχές που αγαπήθηκαν ούτε χωρίζουν ούτε απομένουν ασυντρόφευτες».
Χ.Μ.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου