Οι ουρανοί μαυρίζουνε, τα σύγνεφα στενάζουν
οι στέρνες ξεραθήκανε κι οι νερομάνες βράζουν
ο ήλιος εσκοτείνιασε και το φεγγάρι εκρύβη
τ’ άνθια εμαραθήκανε και το αηδόνι εθλίβη
η μαυρομάνα που θρηνεί και τα μαλλιά μαδάει
σα νύφη την Ελένη της στην εκκλησιά την πάει
-Λένη μου, μαυρολένη μου και μαυροθυγατέρα
σαν πού πααίνεις κόρη μου ετούτη την εσπέρα;
-γω πάω στον αρρεβώνα μου, γω πάω στον καλό μου
στο σπίτι το νυφιάτικο να στρώσω το προικιό μου
ν΄αλλάξω τ΄άσπρο νυφικό, να στολιστώ στα μαύρα
ψωμί να βγάλω και κρασί σ’ αραχνιασμένη τάβλα
τα πανεθύρια μου κλειστά κι η πόρτα αμπαρωμένη
ήλιος να μη με ματαϊδεί, στη μαύρη γης χωμένη
Από την συλλογή "Του θανάτου - Μοιρολόγια και ποιήματα"
Θερμές ευχαριστίες!
ΑπάντησηΔιαγραφή