i. Α' βραβείο για το ποίημα "ΛΗΣΤΑΡΧΙΝΕΣ "
ii.Α' Βραβείο για το διήγημα με τον τίτλο:"Διπολική προσωπικότητα"
iii. Α' Βραβείο για το μυθιστόρημα με τον τίτλο: "ΕΝΟΧΟ ΜΥΣΤΙΚΟ", το οποίο ανήκει στα βιβλία της χρονιάς 2017.
Η απονομή πραγματοποιήθηκε στις 12 Μαρτίου 2017 στην αίθουσα τελετών του Πολεμικού Μουσείου Αθηνών.
ΛΗΣΤΑΡΧΙΝΕΣ
Της γέννας μου τα δώρα ήσαν πολλά.
Μα,εκείνο που ξεχώρισε, ήταν το ρούχο
της ζωής μου.
Αγγελικά φτιαγμένο με της αγνότητας
τ’ ασήμι στρωσίδι του λίκνου μου,
το φόρεσα κατάσαρκα στου δέρματος
μου το βελούδο.
Δύστροπες οι μοίρες μου, το ζήλεψαν
και στης τύχης το δρομάκι καιροφυλακτούσαν.
Λάφυρο έγινα στην άρρωστη μανία τους.
Μου ’κλεψαν όνειρα κι ελπίδες που έκρυβα,
και του ζεστού μου ρούχου τη σπάνια ομορφιά.
Έριξαν πάνω μου ασύμμετρα κουρέλια και χάθηκαν
στο βάθος των χρόνων γελώντας με τη γύμνια μου.
Σκαρί ανεμοδαρμένο έγινα να κλαίω,
σέρνοντας το ληστεμένο μου σώμα.
Πνίγηκα μέσα στο έλος της πονεμένης μου πορείας.
Γερνώντας, δεν άλλαξε ΤΙΠΟΤΑ!
Ακόμα ψάχνω την Ιθάκη μου.
Οι λησταρχίνες, ΑΦΑΝΤΕΣ!
Το σώμα σάπιο γέρνει στο χώμα
καθώς η ακρωτηριασμένη γλώσσα μου
ένα ψευδό ΓΙΑΤΙ; Στέλνει στα χείλη.
ii. Α' Βραβείο για το διήγημα "Διπολική προσωπικότητα "
Σηκώνεται και σκουπίζει το τζάμι με το μανίκι της ρόμπας της. Κολλάει το πρόσωπο της επάνω του και νιώθει τη μύτη της να παγώνει. Απομακρύνεται απότομα και επιστρέφει στον καναπέ. Πίνει λίγο απ’ τον καφέ της και συνεχίζει τη νοσταλγική διαδρομή αυτού του έρωτα που της είχε κλέψει τις αντοχές της το τελευταίο διάστημα, αντιμετωπίζοντας τα πράγματα με μια εγωπάθεια αρνούμενη να συμφιλιωθεί με τη λογική. Οι πρώτες μέρες, ήταν μέρες κατανόησης και υποσχέσεων. Δυστυχώς όμως, οι Εβδομάδες που ακολούθησαν θα έφερναν λίγο, λίγο τα πρώτα συννεφάκια και πάλι. Η Αλεξάνδρα τρομοκρατημένη, προσπαθούσε να διώξει τις μαύρες σκέψεις που της είχαν στερήσει τον ύπνο. Ένα από αυτά τα βράδια που δυσκολευόταν να κοιμηθεί, συνειδητοποίησε πως σπάνια γέλαγε πια, σπάνια της χάριζε ένα χάδι του, όπως και οι ερωτικές τους συνευρέσεις, είχαν αραιώσει πολύ. «Α… όχι, όχι» ψέλλισε. «Το πρωί, πρέπει να κάνουμε μία κουβεντούλα, οπωσδήποτε». Αποφασισμένη, έγειρε πικραμένη στο μαξιλάρι, έσφιξε τα μάτια της, --- έτσι όπως έκανε μικρούλα προκειμένου να ξεγελάσει τη μητέρα της κάνοντας την κοιμισμένη--- και έμεινε ακίνητη, θαρρείς και ήθελε να κρυφτεί από κάποιο κακό που της στόχευε τη καθημερινότητα της. Το πρωί, είχε ήδη σηκωθεί απ’ το κρεβάτι πριν ξυπνήσει ο Ορέστης. Οι καφέδες αχνιστοί περίμεναν στο τραπεζάκι του σαλονιού, ενώ στο μεταξύ φρεσκάριζε το κοστούμι του. «Γιατί τόσο πρωινή σήμερα;» Ακούγεται η φωνή του, που την ξάφνιασε. «Θα καθυστερήσεις λίγο για χάρη μου;» Τον ρωτά, χωρίς να δώσει εξηγήσεις στην ερώτηση του. «Συμβαίνει κάτι;» «Δεν έχεις καταλάβει τίποτα Ορέστη;» «Σαν τι να καταλάβω; Τι θέλεις να πεις;» «Κάθισε σε παρακαλώ να μιλήσουμε λίγο. Η συμβίωση μας, έπεσε πάλι σε τέλμα. Δεν το βλέπεις; Δε βρισκόμαστε, δε συζητάμε, έχεις αρχίσει τις παλιές και παράλογες ζήλιες σου κι ένα σωρό άλλα Ορέστη που κάνουν τη ζωή μας άγευστη και γκρινιάρα». «Αλεξάνδρα,» την κοιτάζει με κείνο το βλέμμα του, που ποτέ της δε μπόρεσε να συνηθίσει. Μπορεί να είσαι η γυναίκα της ζωής μου,» συνεχίζει εκνευρισμένος, «αλλά δεν θα σε αφήσω, να με κάνεις ότι θέλεις». «Αυτό έχεις να πεις Ορέστη;» Του λέει παραπονεμένα εκείνη. «Ξεχνάς πόσο καταπιεστικός είσαι αγάπη μου, πόσο πολύ ζηλιάρης… Και ξέρεις τι με στεναχωρεί περισσότερο απ’ όλα; Η έλλειψη εμπιστοσύνης που μου έχεις. Θυμήσου, πως γι αυτόν τον λόγο χάσαμε δυόμιση μήνες απ’ τη ζωή μας, που στοίχησαν και στους δυο μας αρκετά. Ίσως χρονικά, να ακούγεται λίγο, σκέψου όμως ότι θα μπορούσε εκείνος ο άγριος καυγάς που πήρε τροφή από το πάθος της ζήλιας σου, να μας είχε χωρίσει για πάντα. Δώσαμε τόσες υποσχέσεις με την επανασύνδεση μας. Σε παρακαλώ Ορέστη, μην αφήνεις άλλο τη σχέση μας να γίνεται στόχος της παράλογης σκέψης σου. Έλα να πάμε σ’ ένα ψυχολόγο μπας και καταφέρεις να καταπολεμήσεις αυτό το χτικιό που έχει βρει καταφύγιο μες στην ψυχή σου». Το φλιτζάνι με τον καφέ, έπεσε με δύναμη από τα χέρια του. Τα μάτια του κοκκίνισαν και τα χείλη του σφίχτηκαν τόσο, που κρύφτηκαν τελείως. «Αυτό, να μην το ακούσω ποτέ ξανά!» Της είπε με μια πρωτόγνωρη για κείνη αγριότητα. Πήρε το σακάκι του και βγήκε σχεδόν τρέχοντας από το σπίτι. Ένοιωσε το πόδι της καυτό. Κάθισε απελπισμένη στην πολυθρόνα. Το αίμα είχε λερώσει το πάτωμα. Δυο τρία θραύσματα του σπασμένου φλιτζανιού είχαν σφηνωθεί στο κουτουπιέ και το είχαν ματώσει. Σημασία δεν έδωσε. Η ματωμένη της καρδιά, πονούσε περισσότερο. ( Απόσπασμα )
iii. Α' Βραβείο για το μυθιστόρημα "ΕΝΟΧΟ ΜΥΣΤΙΚΟ" το οποίο ανήκει στα βιβλία της χρονιάς 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου