Η Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου απέσπασε 4 Πρώτα Βραβεία στον 7ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Ε.Π.Ο.Κ. ( Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων Ελλάδος )
i. Α' βραβείο για το ποίημα " Η ΞΕΝΙΤΙΑ "
ii.Α' Βραβείο για το δοκίμιο με τον τίτλο: Πόσο σπουδαίο είναι ένας πατέρας να μπορεί να πει μια ιστορία στα παιδιά, και ακόμα πιο σπουδαίο, να είναι η ιστορία της δικής του ζωής.
iii. Α' Βραβείο Ζωγραφικής
iv. Α' Βραβείο Φωτογραφίας
Η απονομή πραγματοποιήθηκε στις 12 Μαρτίου 2017 στην αίθουσα τελετών του Πολεμικού Μουσείου Αθηνών.
i. Α' Βραβείο για το ποίημα " Η ΞΕΝΙΤΙΑ "
Η ΞΕΝΙΤΙΑ
Ματωμένο το σύθαμπο, το μαβί ενδύεται η νύχτα. Ορφανεμένα βήματα οδηγούν σε άγνωρα χώματα. Σφαλισμένη η αυλόπορτα, το μάνταλο βουβό. Πετρωμένη η σκιά στο βορεινό παραθύρι. Κι όλο να ξεμακραίνεις... Σ’ ένα δισάκι σφιχτά δεμένα τα όνειρα, τυλιγμένες σε μπόγο οι ελπίδες. Μισόκλειστα τα μάτια στο φευγιό και τ’ αλάτι απ’ τα δάκρυα να ψήνει τις γραμμές του προσώπου. Ορφανή η απαλάμη απ’ του τόπου το χώμα. Διψασμένα τα χείλη, κιοτεύει ο δρόσος της αυγής. Κι όλο να χάνεσαι... Η μάνα ριζωμένη στο λιμάνι. Ποιο κήτος σε πάει μακριά και ποιος αητός σε κλέβει γι’ άλλους τόπους; Μια προσευχή ριζωμένη στον κόρφο της, ευχή κρυμμένη στης ποδιάς τον ποδόγυρο. -Κάμε, Θεέ μου, να ξανανταμώσουμε- Σφίγγουν τα χέρια της το «Μη με λησμονείς» κι ο χρόνος μειδιά και το μαραίνει. Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
ii.Α' Βραβείο για το δοκίμιο με τον τίτλο
Πόσο σπουδαίο είναι ένας πατέρας να μπορεί να πει μια ιστορία στα παιδιά, και ακόμα πιο σπουδαίο, να είναι η ιστορία της δικής του ζωής.
Πόσο σπουδαίο είναι ένας πατέρας να μπορεί να πει μια ιστορία στα παιδιά, και ακόμα πιο σπουδαίο, να είναι η ιστορία της δικής του ζωής.
«Μπαμπά», φώναξε η Μαρία. «Μπαμπά, σε χρειάζομαι. Έλα να σε ρωτήσω κάτι» επέμεινε πριν ακόμα πάρει απάντηση από τον πατέρα της.
«Έλα, παιδί μου. Γιατι φωνάζεις;» απάντησε ο πατέρας μπαίνοντας βιαστικά στο δωμάτιο.
«Μπαμπά μου, πρέπει να γράψω μια ιστορία για τον εμφύλιο πόλεμο, για τους καλούς και τους κακούς. ‘Εχεις μία να μου πεις;» ρώτησε η κόρη και τα μάτια της όλο αγωνία περίμεναν την απόκρισή του. Ο πατέρας της είχε πάντα απάντηση για όλα. Δεν μπορεί θα είχε και τώρα μια ιστορία να πει.
«Δεν έχει καρδούλα μου ο εμφύλιος πόλεμος καλούς και κακούς, μήτε νικητές και νικημένους. Μόνο πληγωμένους ανθρώπους έχει με ματωμένα χέρια και σμπαραλιασμένες ψυχές» της αποκρίθηκε χαϊδεύοντάς την τρυφερά στο κεφάλι. Ο πατέρας κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κι άρχισε να διηγείται...
Όταν ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος εδώ στην Ελλάδα εγώ ήμουν μωρό ακόμα και μαζί με τ’ αδέρφια μου ήμαστε στο πατρικό μας στο Χαλβάτσο. Νύχτα ντύθηκε κι έφυγε ο παππούς ο Δημήτρης από το σπίτι. Ένας γείτονας ήρθε και τον ειδοποίησε. Πήρε σ’ ένα μπόγο κάλτσες και φανέλες, ένα καρβέλι ψωμί και λίγο τυρί, ζώστηκε την πιστόλα του και τα φισεκλίκια του και αφού μας φίλησε και η γιαγιά σου τον σταύρωσε χάθηκε μες στο σκοτάδι. Μήνες κάναμε να τον δούμε. Αραιά και πού έφτανε ένα μαντάτο πως κάποιος τον αντάμωσε περνώντας με τα γίδια από το βουνό. Άλλοτε πάλι έφτανε κανένα νέο με κανένα συγχωριανό που ερχόταν στα κλεφτά να δει τη γυναίκα του και να φιλήσει τα παιδιά του. Μια δυο φορές έστειλε μάλιστα και στη γιαγιά λίγα χρήματα, χωρίς κουβέντες κι εξηγήσεις πού τα είχε βρει.
Δύσκολα περνούσαν οι μέρες των ανθρώπων εκείνον τον καιρό. Η Ελλάδα ακόμα μετρούσε τις πληγές της από την γερμανική κατοχή και προτού ακόμα καλά καλά κάνει λογαριασμό άρχισαν τ’ αδέρφια να αλληλοσκοτώνονται για τον θώκο. Οικογένειες διχάστηκαν, σπίτια ξεκληρίστηκαν, γενιές αφανίστηκαν και ο τόπος μας βάφτηκε ξανά στα κόκκινα και ντύθηκε στα μαύρα. Κι η γαλανόλευκη που μόλις είχε αρχίσει να κυματίζει λεύτερη, μεσίστια και ντροπιασμένη έκλαιγε τα παιδιά της. Γιατί όλοι παιδιά της ήτανε, Έλληνες !
Η γιαγιά κι εμείς περνούσαμε δύσκολα. Και τι δεν έκανε για να εξοικονομήσει έστω και το καθημερινό μας ψωμί. Τη μια ζωνόταν το υνί, την άλλη το αλέτρι, μα πάντα αγόγγυστα. Ουφ, δεν βγήκε από το στόμα της. Έξι μας είχε. Εγώ κοντά τεσσάρων χρονών και ο Παντελής ίσα που είχε περπατήσει. Καμιά φορά, σαν κατεβάζανε τους νεκρούς από τα βουνά, μας έπαιρνε και τα έξι, δυο στην αγκαλιά και τέσσερα τα μεγάλα από το χέρι και πήγαινε δίπλα στο σχολειό, εκεί που είχαν τις κάσες μαζωμένες και μια μια τις ξεκαπάκωνε για να δει αν ήταν μέσα ο άντρας της. Ο Θεός τον φύλαξε και δεν έπαθε τίποτα εκείνον τον καιρό, ο πατέρας.
Όμως η ζωή είχε γίνει αβάσταχτη. Εκείνες τις μέρες του αλληλοσπαραγμού όπως και τον καιρό της κατοχής οι μαυραγορίτες θησαύριζαν. Η μάνα προσπαθώντας να σώσει ό,τι μπορούσε και να τραβήξει τον παππού μακριά από τις αναταραχές πούλησε όση γη είχαμε και δεν είχαμε και πήρε τότε τριάντα χιλιάδες δραχμές. Νύχτα μας φόρτωσε πάνω σε ένα γαϊδούρι. Εμάς τα μικρά και ό,τι από το νοικοκυριό της μπορούσε να μεταφέρει και φύγαμε για την Αθήνα. Μια βδομάδα περπατάγαμε ίσαμε να φτάσουμε, μα τα καταφέραμε και πάλι ‘’ουφ’’ από τα χείλη της δεν ακούστηκε. Κατάφερε μάλιστα και μήνυσε του πατέρα και λίγο καιρό μετά ήρθε και μας βρήκε. Με τα λεφτά που είχε πάρει η μάνα από τη γη αγόρασε μια μονοκατοικία, δυο δωμάτια όλα κι όλα, μα η ζωή μας εκεί συνεχίστηκε κι εξελίχθηκε με ασφάλεια μέχρι που τέλειωσε κι ο εμφύλιος.
Ο πατέρας δεν μίλησε ποτέ για ό,τι είχε συμβεί απάνω στα βουνά. Μόλις έθιγε κάποιος το θέμα, τα μάτια του σκοτείνιαζαν κι έλεγε με βροντερή φωνή, «Αυτές είναι στοιχειωμένες στιγμές, καταραμένες... μην τις μελετάτε» και μετά έφευγε από το δωμάτιο. Λέξη δεν του πήραμε ποτέ. Χρόνια πολλά μετά, όταν έφυγε από τη ζωή, ήταν γραμμένο να μάθω κάτι από εκείνον τον καιρό, τον σκοτεινό.
Την μέρα της κηδείας κόσμος πολύς, πάρα πολύς μαζεύτηκε να τον αποχαιρετήσει πριν το στερνό του ταξίδι. Αρκετοί μας ήταν άγνωστοι, αλλά ποιον μπορείς να διώξεις ή να ρωτήσεις σαν σου λέει πως είναι φίλος από τα παλιά. Μόνο μια γυναίκα μου έκανε εντύπωση μεγάλη. Σαν πλησίασε την κάσα, έπεσε στα γόνατα και βάλθηκε να κλαίει. Ύστερα σηκώθηκε σιγοψιθύρισε ένα ευχαριστώ κι απομακρύνθηκε. Εγώ που είχα παρακολουθήσει όλη αυτή τη σκηνή μου ήταν αδύνατο να την αφήσω να φύγει χωρίς να μάθω ποια ήταν. Όταν την πλησίασα και τη σταμάτησα μου αποκρίθηκε πως γνώριζε τον πατέρα μου από τα παλιά εκείνα χρόνια.
«Στον πατέρα σου χρωστώ τη ζωη μου» μου είπε με τρεμάμενη φωνή.
«Δηλαδή, πώς τη χρωστάτε;» «Τι συνέβη;» επέμεινα εγώ. Τότε μάζεψε τα μαλλιά της από τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού και μου εδειξε το πλάι του προσώπου της. Έλειπε το δεξί αυτί.
«Ο πατέρας σου μου έκοψε αυτό το αυτί» είπε κι εγώ απέμεινα να την κοιτάω δίχως να μπορώ να καταλάβω. «Εκείνο τον καιρό του εμφυλίου ήσουν ή με τους μεν ή με τους δε. Κι εγώ έτυχε να είμαι στην αντίπερα όχθη του ποταμού. Όταν μας πιάσανε και μας οδήγησαν στα βουνά απάνω αφού μας βασάνισαν για να πούμε ό,τι ξέραμε, μ’ έδωσαν κάποια στιγμή στον πατέρα σου να με σκοτώσει.»
«Η ανάσα μου είχε σταματήσει. Είχα ξεχάσει ακόμα και ότι σε λίγο θα κηδεύαμε τον πατέρα και περίμενα ν’ ακούσω τη συνέχεια.»
«Ο πατέρας σου, παιδί μου» συνέχισε η γυναίκα «με πήρε από το χέρι και με οδήγησε βαθιά μέσα στο δάσος. Τόσο μακριά που κανείς δεν μας έβλεπε. Σε όλο τον δρόμο ήταν αμίλητος κι εγώ μετρούσα τα λεπτά που μου είχαν μείνει κι έκλαιγα τα παιδιά μου που δεν θα προλάβαινα να τα μεγαλώσω. Κάποια στιγμή μου είπε να σταματήσω κι ενώ περίμενα πότε θα σωριαστώ στο χώμα μου αποκρίθηκε πως εκείνος είχε φύγει στα βουνά για να γλιτώσει και όχι για να γίνει φονιάς. Θα με άφηνε να φύγω, μα θα έπρεπε να πάει κάτι πίσω για να τους πείσει πως με είχε σκοτώσει. Μου σήκωσε τα μαλλιά και χωρίς δισταγμό μου έκοψε τ’ αυτί. Την ίδια στιγμή πυροβόλησε στον αέρα και μου ‘κλεισε το στόμα μ’ ένα μαντήλι που σαν ησύχασα το ‘δεσε στο κεφάλι μου σφιχτά».
«Και τώρα τρέχα, φύγε από δω Λενιώ και μη ματακοιτάξεις πίσω σου» μου ‘πε και γύρισε να φύγει.
«Ούτε ευχαριστώ δεν πρόκαμα να του πω αγόρι μου. Χάθηκε μέσα στα σκοτάδια. Χρόνια μετά, σαν από τύχη έμαθα πως ζείτε εδώ, δεν πλησίασα ποτέ μην τυχόν και κάποιος δει και καταλάβει, μα σήμερα δεν άντεξα. Είχα ένα ευχαριστώ ν’απιθώσω εκεί κοντά, να το πάρει μαζί του».
«Μα γιατί συνέβησαν όλα αυτά; Και ο πατέρας ;» Τόσα ερωτηματικά αναπάντητα μα κι η γυναίκα σαν τον πατέρα αμίλητη. Σκοτείνιασαν τα μάτια της και μου αποκρίθηκε «Μην τα σκαλίζεις γιόκα μου. Ήταν σκοτεινοί καιροί εκείνοι, δίχως λογική και σύνεση» και γυρνώντας την πλάτη της χάθηκε στη γωνιά του δρόμου.
«Πω πω, μπαμπά» αναφώνησε η Μαρία. «Απίστευτη η ιστορία του παππού Δημήτρη».
«Απίστευτη είναι κορίτσι μου» αποκρίθηκε ο πατέρας. «Να θυμάσαι Μαρία μου! Στον εμφύλιο δεν υπάρχουν νικητές, υπάρχουν μόνο νικημένοι και πληγωμένοι άνθρωποι γιατί ο αδερφός χτυπά τον αδερφό και το παιδί τον πατέρα. Κι όλοι οι ανθρωποι, Μαρία μου κάτω από την ίδια σημαία έχουν το ίδιο αίμα, αδερφικό και το αίμα παιδί μου νερό δεν γίνεται μα και να γενεί δεν πίνεται!»
ΤΕΛΟΣ
iii. Α' Βραβείο Ζωγραφικής
Ο πίνακας με τον οποίο έλαβε μέρος στο διαγωνισμό
iv. Α' Βραβείο Φωτογραφίας
Η φωτογραφία με την οποία έλαβε μέρος στο διαγωνισμό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου