Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ "Καθιστική διαμαρτυρία"

" Γιατί στο τραπέζι που στρώνουμε εμείς θα είμαστε το κυρίως πιάτο"



Τον Χρήστο τον έζωσαν τα φίδια. Από την ώρα που γύρισε έβλεπε αρκετούς να τριγυρίζουν στην γειτονιά. Στην κυριολεξία ζούσε μια πολυπολιτισμική πραγματικότητα κάτω από το μπαλκόνι του. Άσπροι, μαύροι, κίτρινοι. Ακόμη και έναν κόκκινο είδε, ή του φάνηκε, αφού από το παραθυράκι του φωταγωγού, που έβλεπε στον ακάλυπτο, πρόλαβε να διακρίνει το κούρεμα ενός Μοϊκανού. Ανησύχησε. Αυτός δικαίωμα δεν έδωσε ποτέ. Πάντα ευγενικός με όλους. Και το μυρμήγκι πρόσεχε να μην το πατήσει. Πόσω μάλλον τους συνανθρώπους του. Απλά δεν ήθελε πολλά - πολλά. Ούτε με τον άλλο, ούτε με τους άλλους. Έτσι δεν ενοχλούσε και φυσικά δεν ενοχλείτο από τίποτα. Άλλωστε για τους πολλούς ήταν ανύπαρκτος.
Φορολογικά άεργος, ασφαλιστικά προστατευόμενο μέλος της γυναίκας του, κοινωνικό τουρισμό το καλοκαίρι, αμάξι εικοσαετίας και φίλος του κινήματος. Στο ερώτημα επάγγελμα απαντούσε αόριστα και λόγω ευφράδειας μετέτρεπε την αδιακρισία σε διάλογο κοινωνικής κριτικής. Ζούσε στο δικό του ρυθμό. Κρυμμένος τα πρωινά. Σε πλήρη διέγερση τα απογεύματα και τη νύχτα. Στο συσσίτιο της ενορίας πήγε άπαξ. Του την έσπασε ο ιερέας με την αδιακρισία του. Πού μένεις; Τι κάνεις; Πώς ζεις; Άκου ερωτήματα. Και όλα για ένα πιάτο φακής. Προτιμούσε τα γεύματα του δήμου. Εκεί οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ρωτούσαν, γέμιζαν τη γαβάθα και έβαζαν και επιπλέον. Γέμιζε κρυφά ένα δοχείο που πάντα είχε στη σακουλίτσα του. Έτσι γύριζε πάντα με ζεστό φαγάκι σπίτι και μάλιστα φρόντιζε το μπολάκι να είναι επώνυμο. Έψαχνε λίγο παραπάνω στους κάδους των εστιατορίων.
Εκεί γνώρισε κόσμο και κόσμο. Ποτέ όμως δεν τσακώθηκε. Άφηνε τους άλλους να ψάξουν πρώτοι. Τηρούσε την προτεραιότητα και σεβόταν την κυριαρχία. Ήξερε λ.χ. ότι ο κάδος στην παρακάτω γωνία ανήκει στον Τρώγλη. Περίμενε υπομονετικά λοιπόν και όταν ο άλλος του το επέτρεπε, έβρισκε αυτό που ήθελε. Είχε και το ψευδώνυμο Τσίτσας, επειδή κατουρήθηκε όταν ο Τρώγλης τον έφτυσε την πρώτη φορά που τον είδε να τριγυρίζει τον κάδο του. Από τότε πέρασε καιρός και ο Τσίτσας είχε πια συνηθίσει. Δεν φοβόταν τον ιδιοκτήτη και φυσικά δεν κατουριόταν εύκολα. Το παρατσούκλι όμως του έμεινε.
Κάδο δικό του δεν είχε. Δεν θα μπορούσε άλλωστε. Όσο κι αν κρυβόταν, οι άστεγοι στην αρχή από περιέργεια και κατόπι από ενδιαφέρον έμαθαν ότι και σπίτι είχε και σε καλή γειτονιά ήταν. Έτσι κάποιοι μετακόμισαν κοντά του. Αυτό δεν τον ενόχλησε. Αυτοί τη δουλειά τους και αυτός τον χαβά του. Φόραγε χειμώνα καλοκαίρι το τριμμένο παλτό και έβγαινε για βόλτα στον κόσμο του.
- Ο μπαμπάς πάει για δουλειά, έλεγε η Καλλιόπη και η κόρη του κοιμόταν ήσυχη.
Μέχρι που η χώρα επίσημα μπήκε στο ΔΝΤ. Από την ώρα εκείνη και μετά ο Τσίτσας αγόραζε μέχρι και εφημερίδα. Έγινε ειδικός οικονομολόγος και άρχισε να κάνει μέχρι και προβλέψεις για το μέλλον της χώρας.
- Πάμε για χρεοκοπία, ανακοίνωσε ένα πρωινό στη γυναίκα του. Φεύγω είπε και άνοιξε πρωί την πόρτα του σπιτιού του και βγήκε.
Όλοι τα έχασαν. Και πρώτα και καλύτερα ο Τρώγλης. Εκείνο το πρωινό δεν τον έφτυσε γιατί του κόπηκε και το σάλιο έτσι που τον είδε. Ο Τσίτσας αναψοκοκκινισμένος τον αγνόησε, με όλες τις συνέπειες που μπορούσε να έχει αυτό και βιαστικά σταμάτησε ταξί.
Στην τράπεζα έσπασε τις καταθέσεις σε μικρότερα ποσά και μέρος το μετέτρεψε σε λίρες χρυσές. Βγήκε και χτύπησε το κουδούνι του Αρίστου του τοκογλύφου.
- Το κεφάλαιό μου, του είπε αυστηρά.
Ο Αρίστος ήξερε τι κουμάσι ήταν και πόσο αδίστακτος.
- Εδώ είναι, του είπε, σαν να τον περίμενε καιρό. Ησύχασε όταν ο Τσίτσας έφυγε.
- Γλύτωσα τη ζωή μου, σκέφτηκε και άναψε τσιγάρο από την ένταση.
Στο κτηματομεσιτικό γραφείο έκανε την αγορά. Οικόπεδο στο Φάληρο και μαγαζί στη γειτονιά του. Ακριβώς δίπλα από τον κάδο του Τρώγλη. Ηρέμησε. Όλα καλά. Ψάχτηκε. Είχε επάνω του υπόλοιπο είκοσι χιλιάρικα.
- Καλύτερα να τα φάω εγώ παρά αυτοί, εννοώντας το κράτος και τα χάλια του. Μετά αποφασισμένος πήρε την Καλλιόπη τηλέφωνο.
- Εντάξει, της ανακοίνωσε.
Αυτή πέταξε από την χαρά της. Καινούργιες οικοσκευές, καινούργια ντουλάπια, καινούργια έπιπλα. Όλα έγιναν αμέσως, τα χρήματα βλέπεις. Το αμάξι της εταιρίας χτύπησε το κουδούνι. Ανέβηκαν στον τρίτο από τις σκάλες γιατί το ασανσέρ ήταν μικρό, παρέδωσαν, τοποθέτησαν και έπειτα έφυγαν βρίζοντας και με τις τσέπες χωρίς φιλοδώρημα.
Πλέον ήταν ήσυχος. Γλύτωσε τα πολύτιμά του. «Τώρα ας χρεοκοπήσουμε», σκέφτηκε και άραξε στον καναπέ. Πάνω που προσγειωνόταν κάτι είδε πάλι στο δρόμο. Σηκώθηκε ανήσυχος. Πάλι αυτοί , οι γνωστοί άγνωστοι. Όλη η Ομόνοια κάτω από την πολυκατοικία του. Διαδήλωση άστεγων και κουρελήδων. Σύντομα οι σειρήνες έδειξαν ότι και άλλοι είχαν ενοχληθεί. Κοίταζε απορημένος. Ο αξιωματικός κάτι είπε με τον Τρώγλη. Αυτό το είδε καθαρά, έπειτα τα όργανα έφυγαν και οι φίλοι του κάθισαν ήσυχα σε σειρές απέναντι στο παρκάκι. Σαν καθιστική διαμαρτυρία. Δεν μπορούσε να καταλάβει.
Το απόγευμα πείνασε. Έβαλε το παλτό και βγήκε για δουλειά. Πέρασε το δρόμο και με χαμόγελο πάτησε στο χορτάρι. Κανείς δεν τον έφτυσε. Ούτε και του έγνεψαν τίποτα. Άνοιγαν διάδρομο και αυτός πέρναγε ανάμεσα από τους φίλους του.
- Πάμε για φαί; τόλμησε να πει στον Τρώγλη.
- Εδώ έχω, του είπε αυτός.
Τα έχασε, ώστε ήξερε και να μιλά;
- Τι ; τον ρώτησε.
- Εσένα, απάντησε αυτός και ο διάδρομος έκλεισε βουβά και απότομα.
Όταν ξανάνοιξε, μόνο το παλτό και κάτι κορδόνια υπήρχαν. Ο Τρώγλης σκούπισε τα σάλια του και γυρνώντας στους άλλους επέμενε: «Πάλι τα έκανε ο άχρηστος».

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Συνέβη εν Καλάμαις http://synevienkalamais.blogspot.gr


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://nanodihghma.blogspot.gr/2013/07/blog-post_20.html?spref=fb






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου