Η Τετάρτη απόγευμα είναι η μικρή αργία της εβδομάδας. Σα να λέμε
Σάββατο απόγευμα.
Ομοιότητα; Τα κλειστά μαγαζιά.
Διαφορά; Το άλλο πρωί δουλειά.
Α, ναι! Είναι και το θέατρο. Και τα δυο αυτά
απογεύματα υπάρχουν απογευματινές παραστάσεις. Κατά παράδοσιν.
Ένα περίεργο πράγμα… Έχεις δεν έχεις μαγαζί,
είσαι δεν είσαι έμπορος συμμετέχεις μ’ όποιον τρόπο μπορείς σ’ αυτήν την
ανάπαυλα. Είναι στον άνθρωπο να ψάχνει για ευκαιρίες να χαρεί.
Κάποιες Τετάρτες λοιπόν, με πιάνει η όρεξη
να βρεθώ το απόγευμα στο κέντρο, που κουρασμένο απ’ το πολύβουο πρωί, με τα
μαγαζιά κλειστά αλαφρώνει τα στενά του, ξαστερώνει τις λεωφόρους του, δίνει
μιαν ανάσα στα δέντρα και τα πάρκα
του.
Για να χαρώ τη διαφορά, να νιώσω το πέρασμα
απ’ τη φορτωμένη κυρά στην κομψή πριγκηπέσσα περνάω απ’ το βιβλιοπωλείο του
φίλου μου του Μιχάλη. Προϊόντα φιλικά τα βιβλία, και χαρακτηρισμένα ως μη
πρώτης ανάγκης, μου αφαιρούν ακόμα πιο πολύ την αίσθηση «έχω δουλειά », «
πρέπει ». Λέω, πάω κάπου που αγαπάω. Καλά θα περάσω. Και μετά τις τρεις που
κλείνει θα κάνω και τη βόλτα μου στους άδειους δρόμους.
Τετάρτη, Φλεβάρης και πριν τις δύο, μες στο
μεσημέρι είχα φτάσει κιόλας στην Ακαδημίας. Εκπτώσεις κι οι τελευταίοι
βιαστικοί καταναλωτές της μέρας μες στην τρέλα να προλάβουν τις «ευκαιρίες».
Εγώ στον κόσμο μου, με την άνεση του ανθρώπου που δεν τον αφορά η ώρα. Όταν
έπιασα την Εμμ. Μπενάκη, χαλάρωσα ακόμα πιο πολύ. Και… τι ωραία! Έφτασα!
Αλλά... Δεν πρόλαβα; Κλειστό! Δεν ήταν τρεις
κι ήταν κλειστό. Εδώ κάτι έτρεχε.
Απογοητευμένη άρχισα να περιφέρομαι.
Αναποδιά! Είχα χάσει το καταφύγιο στις ώρες της βουής, το εφαλτήριό μου για την
κουβέντα μου με την αιώνια πόλη. Και σωρό ο κόσμος ένα-γύρω.
Καφενείο "Η Ωραία Ελλάς" |
Bρήκα ένα
ήσυχο καφενείο με μουσική ενδιαφέρουσα, από ’κείνα που μαζεύουν φοιτητές και
είναι υποχρεωτικό κι απαραίτητο στο διάκοσμό τους να ’χουν κάτι από κλασικό
Χόλλυγουντ και παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Κι ανάμεσα σ’ έναν καφέ και την
ανατροπή σχεδίου, πέτυχα μιαν εφημερίδα, που ’χε ξεμείνει από την προηγούμενη
–μερικοί δεν πάνε για καφέ χωρίς εφημερίδα– και πάνω στη στήλη «σαν σήμερα », θυμήθηκα.
« Σαν σήμερα » με το ραδιάκι της ανοιχτό –απόφαση δική της, απόφαση
του Φλεβάρη; – η γιαγιά μου η Μαρία είχε αποχωρήσει γλεντώντας, αφήνοντάς με σαστισμένη. Όχι,
γιατί δεν είχε συμπληρώσει τις μέρες της, όπως λένε οι σοφοί απολογητές, εκείνοι
που φοβισμένοι δικαιολογούν το αδικαιολόγητο του θανάτου, αλλά γιατί δεν ήταν
απόφασή μου να στερηθώ το κακαριστό γέλιο της και τη νηπία φωνή της. Εκείνο το
2/2, με τα δυάρια του, μ’ έριξε στο συλλογισμό.
Τελικά στραβά μου είχε πάει η Τετάρτη.
Αποφράς! Έτσι είπα. Και γι’ αυτό τη θυμόμουνα, όταν μετά από δυο βδομάδες
ξανακατέβηκα στο κέντρο για να διορθώσω την κακή γεύση.
Και διαπίστωσα πως ήταν αποφράς και για το
Μιχάλη. Είχα βρει το βιβλιοπωλείο κλειστό λόγω
πένθους. Και δεν το ’ξερα.
Παράξενοι οι δρόμοι που φέρνουν τους
ανθρώπους κοντά. Είχαμε χαιρετήσει την ίδια μέρα, άλλης χρονιάς, ο καθένας την
αγαπημένη του γιαγιούλα, τη λατρεμένη τη δικιά του. Πόσο δε έχει σημασία η
χρονιά! Καμία! Ένα είναι σίγουρο πια. Ξέρεις πως δε χαιρέτησες την καλή γυναίκα
που ’κανε έτσι κι έφυγε. Κι είσαι σίγουρος ότι είναι εδώ.
Είπα γιαγιούλα. Δεν είναι βαθμός συγγενείας.
Είναι εκείνο το στάδιο της ζωής που η γυναίκα, ευχαριστημένη που τα ’βγαλε πέρα
με τη ζωή και τα στριμμένα της, με τις αναποδιές των ανθρώπων, που πέρασε όλα
τα crash tests,
ήσυχα κι αρχοντικά στέκει, στωικά πια, απέναντι στα πρόσωπα και τα πράγματα.
Και ξέρει ότι έτσι είναι. Και δε γίνεται
αλλιώς.
Και καμαρώνει τα παιδιά της και τα παιδιά
των παιδιών της και τα παιδιά των άλλων και μ’ ένα χαμόγελο γλυκό και σίγουρο,
εκείνο που γεννούν οι ήρεμες ψυχές, γίνεται στήριγμα για την ανταριασμένη
νεότητα.
Η δικιά μου η γιαγιά δε γέννησε. Αλλά ήταν
μάνα Αφοσιώθηκε στα παιδιά της οικογένειας. Δούλεψε και πόνεσε γι’ αυτά.
Η θεία Αγγελικώ, πλήρης ημερών κι αυτή,
άφησε φεύγοντας τέσσερα παιδιά. Να μην υπολογίσω τα εγγόνια…
Έφυγε απ ’το χωριό της για να παντρευτεί.
Και το καινούριο της χωριό, τον Άγιο Κωνσταντίνο, κι αυτό τ’ άφησε σε δίσεχτους
καιρούς, σ’ εκείνη τη δεκαετία του’60, που όλοι γύρευαν μία καλύτερη τύχη στις
μεγάλες πόλεις. Και τα κατάφερε και με την Αθήνα.
Και όταν αισθάνθηκε ότι όλα καλά πια,
επέστρεψε μια για πάντα στο χωριό. Ένα μήνα
πριν. Ένα μήνα πριν αποδειχθεί ότι ήταν για πάντα.
Καλά, μωρέ Μιχάλη, του λέω, συγχώρησέ μου
την περιέργεια και μην το θεωρήσεις αδιακρισία αλλά θέλω να μου πεις, γιατί
μετράς την απουσία.
« Πάει… Πάει κι αυτή… Δεύτερη μάνα μου, η
θεία, η θεία μου η Αγγελικώ.
Σ’ όλους τους πόνους της οικογένειας
παρούσα. Στα χειρότερα εκεί. Να μας στηρίζει. Αδέρφια μου τα παιδιά της. Όχι ξαδέρφια.
Αδέρφια μου. Αδερφή της η μάνα μου.
Σκληρός μήνας ο Φλεβάρης. Σκληρός… Φλεβάρη
έχασα και την αδερφή μου. Τελικά… Τι να πω;
Θέλω να πω « τέλος εποχής »… έρχεται άνοιξη επιτέλους και… τρομάζω! Έχει τόσες φορές συμπέσει με το
τέλος δικών μου ανθρώπων.
Στ’ αλήθεια τρομάζω! Αλλά… δε βαριέσαι… Ό,
τι και να γίνει, θα ’ρθει η άνοιξη… Πού θα πάει; Πάντα έρχεται… »
Με συστολή και σεβασμό και την αμηχανία στα
χέρια σιωπούσα. Μόνο που άφησα το βάρος μου σε μια κόχη χωρίς βιβλία. Και δε
μίλησα. Δεν είπα άλλο τίποτα.
Γιατί υπάρχουν πολλά είδη ορφάνιας. Κι ο
Μιχάλης τα ’χε γνωρίσει σχεδόν όλα.
Έχασε τ’ αδέρφια του και είπε: « Τώρα είμαι
μόνος… Είμαι το τελευταίο παιδί της οικογένειας. Ξεκληριστήκαμε! ».
Η θεια-Αγγελικώ είχε μοιραστεί τον πόνο, το
χειρότερο των πόνων, με τη μάνα του.
Κι η μάνα του δεν άντεξε. Και την έχασε κι
αυτή.
Μοιράστηκε τον πόνο με τον πατέρα του. Κι η
θεια-Αγγελικώ έγινε μάνα του. Και τον μοιράστηκε και μ’ αυτήν.
Κι όταν, πάει κι ο πατέρας του υπέργηρως,
έφυγε κι αυτός, του ’μεινε η θεια-Αγγελικώ απαντοχή του.
Γι’ αυτό ορφάνεψ’ ο Μιχάλης. Γι’ αυτό…
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ -ΑΠΟΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου