Κεραμοποιός
Κεραμιδάδες ή κεραμιτζήδες ήταν οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν στα κεραμοποιεία χειροποίητα κεραμίδια, αλλά και απλά τούβλα.
Ο άνθρωπος όταν βρεθεί έξω στην ύπαιθρο ή στον δρόμο και αρχίσει να βρέχει, το πρώτο πράγμα που κάνει ασυναίσθητα, είναι να σηκώσει και τα δύο του χέρια πάνω από το κεφάλι του. Είναι μία κίνηση που εκφράζει την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να προστατευτεί από αυτό το στοιχείο της φύσεως, συγχρόνως και την ανάγκη να “βάλει το κεφάλι και την φαμελιά του κάτω από μια στέγη”…Βασικό υλικό για την στέγη είναι τα κεραμίδια. Το κεραμίδι είναι η προστασία για το σπίτι, για την περιουσία και για τους ανθρώπους, με το κεραμίδι το σπίτι αναπνέει, ζει, αερίζεται! Το κεραμίδι κρατάει την υγρασία και το σπίτι δροσερό.
Λόγω των ειδικών καιρικών συνθηκών που απαιτεί η παραγωγή, οι κεραμοποιοί ασκούσαν τις δραστηριότητές τους από την άνοιξη ως και το φθινόπωρο. Για την κατασκευή μεσολαβούσαν πολλά στάδια επεξεργασίας: εξεύρεση και μεταφορά του «κεραμιδοχώματος» (αργίλου), καθάρισμα και μετατροπή του χώματος σε λάσπη, ειδική επεξεργασία της λάσπης, κατασκευή των κεραμιδιών και τούβλων με βάση τις μήτρες - καλούπια, στέγνωμα (στον ήλιο) και τέλος ψήσιμο στα καμίνια. Ορισμένοι όροι που χρησιμοποιούσαν οι κεραμοποιοί για να προσδιορίσουν κατηγορίες τεχνιτών που εμπλέκονταν στην παραγωγή, ήταν: σουσμετζής, λασπατζής, ρίχτης, κ.ά.
Η δουλειά ήταν βαριά και πολύωρη. Ο κεραμοποιός εργαζόταν από τις 3 τα ξημερώματα έως τις 10 το βράδυ, με ένα διάλλειμα το μεσημέρι, λόγω της υπερβολικής ζέστης. Αγόραζε ή νοίκιαζε το χώρο που εργαζόταν τριών περίπου στρεμμάτων με καλό και μπόλικο χώμα που να επαρκεί για 3 με 4 χρόνια. Εκεί έστηνε το εργαστήριό του.
Άνοιγε ένα πηγάδι βάθους 3 μέτρων και κατασκεύαζε μια ξύλινη καλύβα. Τη χρησιμοποιούσε για αποθήκη των προϊόντων του και για ύπνο. Στη συνέχεια, πίσω από την καλύβα κατασκεύαζε το καμίνι με τούβλα και λάσπη, οι τοίχοι του οποίου είχαν πάχος 60 - 80 εκατοστά. Το κάτω μέρος του καμινιού ήταν ημιυπόγειο και είχε ύψος 70 εκατοστά, και εκεί άναβε τη φωτιά. Το επάνω μέρος του καμινιού είχε διαστάσεις 3x4 μέτρων και ύψος 3 μέτρων και έμοιαζε με ένα ευρύχωρο δωμάτιο. Όταν τέλειωνε η κατασκευή του καμινιού, καθάριζε ο κεραμοποιός καλά το έδαφος ολόγυρα από την καλύβα έτσι ώστε να είναι λείο. Αυτό ήταν το ‘αλώνι’, στο οποίο θα τοποθετούσε αργότερα τα τούβλα και τα κεραμίδια για να στεγνώσουν. Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούσε για την κατασκευή χειροποίητων τούβλων και κεραμιδιών ήταν χώμα, νερό και λίγη ποταμίσια άμμο. Η δουλειά ξεκινούσε από το σημείο εκσκαφής, γνωστό ως ‘λάκα’. Εκεί δυο εργάτες όπου ονομαζόντουσαν λασπάδες, έσκαβαν με τσάπες το έδαφος και έβγαζαν όσο χώμα χρειάζονταν.
Έπειτα το αργιλόχωμα το έσπαζαν με ένα ξύλινο ραβδί που ήταν κατάλληλα γυρισμένο στην άκρη για να διαλυθούν οι χωμάτινες μάζες.
Στη συνέχεια, αντλώντας νερό από το πηγάδι με την τραμπάλα, το έστελναν με ένα αυλάκι στη ‘λάκα’, στο σημείο όπου είχαν εναποθέσει το σκαμμένο χώμα. Ανακατεύοντας το χώμα με το νερό, αρχικά με τσάπες και στη συνέχεια με τα πόδια, έφτιαχναν τη λάσπη (πηλό).Μετά με τα χέρια αφού έβγαζαν το περισσότερο νερό, την ψαχούλεβαν και αφαιρούσαν κανένα χαλίκι ή κλαδάκι που έβρισκαν.
Με μια ‘καζάκα’ κατασκευασμένη από ενωμένες σανίδες, μήκους και πλάτους 60 εκατοστών περίπου, που στις δυο άκρες είχε δυο μακριά ξύλα για χερούλια, οι λασπάδες μετέφεραν λίγη λίγη τη λάσπη από τη ‘λάκα’ στο ‘αλώνι’. Στο ‘αλώνι’ άρχιζαν να τη ζυμώνουν με τα χέρια, μια φορά αν ήθελαν να κατασκευάσουν τούβλα και δυο με τρεις φορές αν ήθελαν να κατασκευάσουν κεραμίδια. Μετά το ζύμωμα, τοποθετούσαν δίπλα στο σωρό της λάσπης το ‘ντισγιάφι’, δηλαδή τον ξύλινο πάγκο που ήταν κατασκευασμένος έτσι ώστε να έχει χώρο για την ψιλή ποταμίσια άμμο και χώρο για ένα δοχείο με νερό. Ο τεχνίτης που ονομαζόταν ‘κόφτης’, είχε πάνω στον πάγκο και μπροστά του το σιδερένιο, σε ελλειπτικό σχήμα καλούπι για την κατασκευή κεραμιδιών. Τα καλούπια των κεραμιδιών ήταν σιδερένια σε σχήμα μισού κυλίνδρου, με διαφορετική περίμετρο σε κάθε άκρη (ώστε να δημιουργείται κλίση και να φεύγει το νερό από τις σκεπές). Το αλάτιζε με λίγη άμμο και στη συνέχεια έπαιρνε με τα χέρια του μια μικρή ποσότητα λάσπης, την τοποθετούσε με δύναμη μέσα στο καλούπι και με το βρεγμένο ‘λιγρί’ (ένα ειδικό παχύ ξύλο το οποίο ύστερα από κάθε χρήση το τοποθετούσε πάλι στο δοχείο με το νερό) ίσιαζε τη λάσπη ώστε να πάρει σχήμα καλουπιού. Αμέσως μετά δυο νέοι εργάτες, τα λεγόμενα ‘ριχτάρια’, έπαιρναν εναλλάξ με τη καμπυλωτή ‘λαγούτα’ το μαλακό κεραμίδι, το αλείφανε στο επάνω μέρος με λίγο νερό για να κλείσουν οι πόροι και να αποκτήσει γυαλάδα, και το τοποθετούσαν στο ‘αλώνι’, τραβώντας τη ‘λαγούτα’ με προσοχή ώστε να μη χαλάσει το σχήμα του κεραμιδιού. Τα άφηναν στον ήλιο 24 ώρες για να στεγνώσουν και μετά τα συγκέντρωναν ανά δεκάδες και τα αποθήκευαν μέσα στην καλύβα. Ακολουθούσε η κατασκευή των τούβλων. Ο ‘κόφτης’ χρησιμοποιούσε ένα καλούπι με δυο φωλιές, το οποίο σε ανάγλυφη μορφή είχε γραμμένο στον πάτο το όνομα του κεραμά.
Τα καλούπια των τούβλων (τα οποία κατασκεύαζαν οι ίδιοι ως επί το πλείστον), ήταν ορθογώνια ξύλινα κουτιά που στον πάτο τους είχαν ένα σχήμα (ορθογώνιο ή ρόμβο συνήθως), για να δημιουργηθεί μια εσοχή (για λόγους μονώσεως).
Πριν τοποθετήσει τη λάσπη στο καλούπι με τις δυο φωλιές, το αλάτιζε καλά με λίγη άμμο. Πρόσεχε να μην αφήσει κενά μέσα στο καλούπι και με ένα χοντρό ξύλο, τον ‘κόφτη’, αφαιρούσε όση λάσπη περίσσευε από το καλούπι. Τα δυο ‘ριχτάρια’ μετέφεραν το καλούπι στο ‘αλώνι’ και αναποδογύριζαν το περιεχόμενο στο έδαφος με προσοχή. Επειδή τα τούβλα είχαν μεγαλύτερο πάχος από τα κεραμίδια, 5 με 6 εκατοστά, χρειαζόντουσαν περισσότερο χρόνο για να στεγνώσουν. Αφού περνούσαν 3 με 4 μέρες, οι κεραμάδες μετέφεραν τα τούβλα στην καλύβα και συνέχιζαν την εργασία τους. Η παρασκευή των τούβλων και των κεραμιδιών δεν τελείωνε εδώ. Όταν συγκεντρωνόταν ένας μεγάλος αριθμός κεραμιδιών και τούβλων, άρχιζε το ‘καμινάρισμα’ όπου διαρκούσε μια μέρα. Μετέφεραν από την καλύβα τα κεραμίδια και τα τούβλα στο καμίνι και τα τοποθετούσαν με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Στο κάτω μέρος τοποθετούσαν σταυρωτά και αραιά μερικές σειρές τούβλων, ώστε η φλόγα της φωτιάς να μπορεί να περνάει εύκολα. Μετά τοποθετούσαν μερικές σειρές κεραμίδια, τούβλα και πάλι κεραμίδια, χωρίς κενά αυτή τη φορά. Όταν γέμιζε το καμίνι, έκλειναν με παλιά τούβλα την πόρτα του καμινιού και γέμιζαν τα κενά με λάσπη ανακατεμένη με άχυρο. Άναβαν τα καυσόξυλα που είχαν τοποθετήσει στη βάση του καμινιού με πετρέλαιο, και κρατούσαν τη φωτιά αναμμένη για 24 ώρες. Η θερμοκρασία έφτανε μέχρι 900 – 950 βαθμούς κελσίου. Όταν τέλειωνε ο απαιτούμενος χρόνος, ο κεραμάς τα άφηνε στο καμίνι 2 με 3 μέρες για να κρυώσουν. Στη συνέχεια τα στοίβαζε σε ντάνες.
Η παρακμή στο επάγγελμα του κεραμιδά επήλθε με την τεχνολογική εξέλιξη και τη δημιουργία εργοστασιακών υποδομών για τη μαζική κατασκευή κεραμιδιών, εξέλιξη που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τα μικρά οικογενειακά κεραμοποιεία.
ΠΗΓΕΣ........
http://www.entre.gr/wp-content/uploads/2010/02/cf84ceb5cebbceb9cebacf8ccf82-cebfceb4ceb7ceb3cf8ccf82-cf80ceb1cf81ceb1ceb4cebfcf83ceb9ceb1cebacf8ecebd-ceb5cf80ceb1ceb3ceb3ceb5cebb.pdf
http://komianos.wordpress.com/2010/08/18/%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%BF%CF%8
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου