Άμμος, έρημος και ζέστη. "- Δεν κοιτάς πού πηγαίνεις;" Ένα απότομο σκούντηγμα ενός μαυριδερού άντρα δίπλα της την απομάκρυνε αιφνιδίως από τον πάγκο με τα φρούτα. Άντρες κάθε λογής είχαν πέσει πάνω στο καφάσι με τα σύκα, που είχε η αγορά κι εκείνη απόμακρη και με μια μπούρκα να καλύπτει το πρόσωπό της έκανε προσπάθειες να αναπνεύσει.Θαρρεί κανείς πως καλύτερα ευωδίαζε η σκόνη της ερήμου παρά εκείνο το ύφασμα, που είχε περιτριγυρίσει το κεφάλι της.Αλλά κάπως έτσι επιβαλόταν εκεί... Μαυριτανία, Νουακσότ.
Χρόνια είχε να πατήσει σε εκείνο τον τόπο. 25 έτη θυμάται. Από τότε, που η μάνα της την έβαλε σε μια βαλίτσα, μια πλεούμενη, για ένα καλύτερο αύριο. Τριών ήταν και το κεφάλι της μόλις που ανέπνεε κάτω από το ξεχαρβαλωμένο φερμουάρ της. Τόσο μικρή, μα χαραγμένο στην μνήμη της. Έφυγε στη Γαλλία, ζητιάνεψε και "υιοθετήθηκε", όχι με χαρτιά και διαδικασίες, λίγο φαγητό, ένα στέγαστρο και φροντίδα... Πάλι καλά, σκέφτηκε, ήταν καλό και αυτό. Το δεξί της χέρι ασυναίσθητα πήγε να κάνει τον σταυρό της. Σταμάτησε. Θυμήθηκε, που βρισκόταν και απλά κατέβασε το κεφάλι της σα σε μια σιωπηλή προσευχή. Το 'χε βάλει στόχο θα έβρισκε τη μητέρα της εκεί, θα την ξανασυναντούσε πάση θυσία. Είχε μόνο ένα στοιχείο, ένα όνομα και μία μνήμη, κάπου πίσω απ' την αγορά ήταν θυμάται ένα σπίτι, το δικό της.
"Συγγνώμη να σας ρωτήσω κάτι; Εδώ είναι η κεντρική αγορά;" Το αυστηρό βλέμμα του συνομιλητή της, την έκανε να σταματήσει την ερώτηση. Μόνη πληροφορία, ένα σήκωμα δαχτύλου να δείχνει απέναντι. Τέντες και πάγκοι, γυναίκες να περιφέρονται με σακούλες τροφίμων στο κεφάλι, κουκουλωμένες με ύφασμα συνέθεταν την εικόνα τριγύρω. Καλώς όρισες στην οικογένεια του Ισλάμ σκέφτηκε, καθώς έβλεπε τα ταλαιπωρημένα γυναικεία πρόσωπα να προσπαθούν να κουβαλήσουν τα καθημερινά τους ψώνια. "-Ψάχνετε κάτι;" Μια γυναικεία φωνή από πίσω της τάραξε την σκέψη. "Καλημέρα σας, εμμ ναι μήπως γνωρίζετε κάποια Ασιμάχ ;"
"-Όχι κοπέλα δεν ξέρω, βρίσκεσαι σε μία πόλη με πληθυσμό 800.000 κατοίκους είναι δύσκολο να γνωρίζω.." Το σώμα της έστριψε προς την άλλη και άρχισε να απομακρύνεται.
Οι ελπίδες της άρχιζαν να χάνονται. Τα μάτια της υγράνθηκαν και τα χέρια της, ανήμπορα να κρατήσουν την τσάντα, άρχισαν να τρέμουν επιδεικτικά. "Μισό λεπτό κυρία", φώναξε κι έτρεξε από πίσω της "Με λένε Λεηλάχ και είμαι από 'δω". Κάπως έτσι άρχισαν όλα. Της εξήγησε πώς έφυγε, πώς μεγάλωσε, πώς ήρθε μέχρι και το σημείωμα της έδειξε, εκείνο με το όνομα της μητέρας της. "Ξέρω ότι δεν μπορείτε να μου την βρείτε, αλλά να έχω διαβάσει πολλά για αυτό τον τόπο αλλά όλα μου φαίνονται τόσο λίγα μπροστά σε μια σας λέξη..Πώς ζείτε; πώς εργάζεστε; Οι γυναίκες;"
Η άγνωστη γυναίκα φορώντας ένα μακρύ μωβ ύφασμα και φυσικά καλυμμένη στο πρόσωπο, άφησε να φανεί στα μάτια της μια θαλπωρή.
"Δεν έχω πολύ χρόνο, πρέπει να πάω πίσω στην οικογένεια, να μεγαλώσω το γιο μου".
"-Σας παρακαλώ, πέντε λεπτά μόνο... Να μάθω τον εαυτό μου, πώς θα 'ταν αν μεγάλωνα με τη μητέρα μου"
Το βλέμμα της γυναίκας την κοίταξε από κάτω προς τα πάνω. Ένα αχ επιτράπηκε να βγει απ' το στόμα της, έπιασε την τσάντα με τα φρούτα και ψιθύρισε με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. "Ακολούθησε με".
Ο περίπατος ήταν κάθε άλλο παρά αισιόδοξος, παράγκες με φτώχεια και πάγκοι με σκουπίδια απλώνονταν παντού. "Δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από γυναίκες του Ισλάμ, βέβαια είμαστε τυχερές" , την κοίταξε αλλά το στενόχωρο βλέμμα της δεν βρήκε ανταπόκριση και συνέχισε, "είμαστε από τις πιο δημοκρατικές χώρες της ηπείρου, από τις μόνες πραγματικά "εκλογικές" δημοκρατίες στον Αραβικό κόσμο".
"-Δηλαδή είστε ισότιμες σαν... ;" Σταμάτησε, ένα βογγητό της διέκοψε την προσοχή. Μια γυναίκα, ξαπλωμένη πάνω στο χώμα βογγούσε απαρηγόρητα. "Τι συνέβη;" ρώτησε.
"Μάλλον πήρε περισσότερα χάπια από όσα έπρεπε."
"Τι εννοείτε;"
"Για να παχύνει, που ζείτε εσείς; Εδώ στους άντρες αρέσουν οι αφράτες, έτσι τρώμε όλες όλη μέρα για να παχύνουμε και να μας διαλέξουν". Η Λεηλάχ γύρισε και κοίταξε την ξαπλωμένη γυναίκα, αυτό δεν ήταν αφράτη, σκέφτηκε. Ήταν κάτι παραπάνω.
"Δηλαδή θέλετε να μου πείτε ότι το κάνετε από ευχαρίστηση;" Το βλέμμα της κάθε άλλο παρά ευγενικό ήταν, έτεινε σιγά σιγά προς την ειρωνία αλλά προσπάθησε να το μαζέψει.
"'Άκου να σου πω κορίτσι μου, δεν ξέρω τι κάνετε εκεί στις αναπτυγμένες όπως τις λέτε χώρες, αλλά εμάς οι άντρες μας θέλουν παχουλές, είναι τιμή για έναν άντρα να έχει δίπλα του μια παχύσαρκη, δείχνει τον πλούτο από τροφή, που έχει το σπιτικό του. Και ναι μας αναγκάζουν πριν παντρευτούμε από τα 8 μας έτη, μας δίνουν συνεχώς τροφή, σύκα, γάλα καμήλας, πίτα μουλιασμένη σε ελαιόλαδο, συνολικά γύρω στις 15.000 θερμίδες τη μέρα. Πηγαίνουμε σε «κατασκηνώσεις πάχους» στην έρημο." Το στόμα της σχεδόν αυθόρμητα έπλεκε τις λέξεις, μη συναισθανόμενη τι αντίκτυπο έβγαζαν αυτές στο συνομιλητή της...
"-Ένα καθαρό είδος βασανιστηρίου δηλαδή;" απάντησε εντελώς αυθόρμητα η Λεηλάχ μην συγκρατώντας τον ειρμό της σκέψης της. Η γυναίκα έσκυψε απλώς το κεφάλι και αυτό της έδωσε το έναυσμα να συνεχίσει. "Καλά και τα τρόφιμα, αλλά αυτή η γυναίκα... Μου μιλήσατε για χάπια! Εννοώ... Πού κολλάν τα χάπια;"
«Τα χάπια είναι ο σύγχρονος τρόπος της αναγκαστικής σίτισης. Χάπια, που δεν προορίζονται για κατανάλωση από ανθρώπους, κανονικά είναι για ζώα για αυτό υπάρχει δυσαναλογία στο σώμα, μεγάλο στήθος αλλά λεπτά κατ' αναλογία πόδια, σαν τις φώκιες». Η ίδια φαινόταν να έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί το μέγεθος του προβλήματος. Σηκώσαν τη χυμένη στο χώμα γυναίκα όρθια, ανέμισε την κελεμπία μπροστά της να δροσιστεί και μόλις ένιωσε λίγο καλύτερα, η γυναίκα με τα μωβ άρχισε να απομακρύνεται γνέφοντας στη Λεηλάχ να την ακολουθήσει.
Η τελευταία για τουλάχιστον τριάντα λεπτά είχε μείνει άφωνη. Ήταν όλα δυσάρεστα, όσα έβλεπε τριγύρω. Ένα θρόισμα ανέμου της έδωσε το κουράγιο να ρωτήσει, "υπάρχει και σωματέ...." δίστασε να το πει ".... ξέρετε".
"-Εννοείς αν μας πουλάνε;"
"Συγγνώμη δεν ήθελα πραγματικά να το θέσω έτσι, ήθελα να πω πως έχω ακούσει δηλαδή, ότι να ... κάτι τέτοιο έχω ακούσει σε άλλες χώρες όχι εδώ φυσικά στη γενέτειρα μου, εδώ φυσικά όχι, μα πώς το σκέφτηκα εγώ..."
"Ναι, συμβαίνει" τη διέκοψε η γυναίκα μην μπορώντας να δηλώσει κάτι παραπάνω... "ανάμεσα στις φυλές γινόμαστε εμπόριο" το βλέμμα φρίκης, που αντίκρυσε στη Λέηλαχ την έκανε να προσπαθήσει να διορθώσει αυτό που είπε... " αλλά είδες, εμείς μια χαρά είμαστε, δόξα Αλλάχ" και ένα ψεύτικο χαμόγελο προσπάθησε να δώσει ένα ίχνος φωτός στο πρόσωπό της, μάταια.
Η Λεηλάχ όμως είχε κατακλυστεί από απορίες και τόλμησε. "-Το πιστεύεις αυτό. Θέλω να πω η θρησκεία αυτή σας καθιστά άνισες σε σχέση με τους άντρες, σας στερεί δικαιώματα θεμέλια, ελευθερίας, ένδυσης, λόγου, άποψης, καταλαβαίνεις. Σας δέρνουν αν δεν τα τηρείτε, σας λιθοβολούν, σας... " δίστασε πήρε μια ανάσα και ξεφύσηξε "σκοτώνουν."
Η γυναίκα την κοιτούσε, πλέον, στα μάτια αλλά φαινόταν απολύτως σίγουρη. "Είναι η θρησκεία μου, είναι η ζωή μου, έτσι μεγάλωσα, τα άλλα είναι ανέντιμα..." την κοίταξε και γύρισε απ' την άλλη "Άρχισε να βραδιάζει και λείπω ήδη πολλές ώρες, δε θέλω να έχω πρόβλημα, καλή συνέχεια, εύχομαι να βρεις τη μαμά σου αν και να φύγεις παιδί μου όσο πιο γρήγορα γίνεται, εσύ είσαι για άλλα πράγματα μεγάλα." Της έπιασε το χέρι και τη χαϊδεψε, γύρισε απ' την άλλη και απομακρύνθηκε γοργά. Η Λεηλάχ κατάλαβε πως η συζήτηση δε θα είχε συνέχεια και σιώπησε, μα καθώς την έβλεπε να φεύγει. "Ένα λεπτό", ούρλιαξε, "πείτε μου μόνο το όνομα σας και θα φύγω"
Η γυναίκα γύρισε την κοίταξε στα μάτια και σχεδόν χαμηλόφωνα αναστέναξε. "Ασιμάχ, να προσέχεις μικρή μου." Τα πόδια της Λεηλάχ κόπηκαν στα δύο, η μιλιά της σταμάτησε και χύθηκε στον δρόμο... "έχε γούστο" μονολόγησε.."Μαμά"... ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://eulegein.blogspot.gr/2013/08/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου