Έχω ανάγκη τη θάλασσα γιατί με διδάσκει:
δεν ξέρω αν μου δίνει μουσική η συνείδηση:
Δεν γνώριζε αν είναι κύμα μονάχα ή πλάσμα βαθύ
ή μονάχα βραχνή φωνή ή θαμβωτική εικασία
ιχθύων και καραβιών.
Γεγονός είναι ότι και κοιμισμένος ακόμα
με κάποιο μαγνητικό τρόπο
κυκλοφορώ
στην παγκοσμιότητα των κυμάτων.
Δεν είναι μονάχα τ αλλοιωμένα κοχύλια,
σα ν’ ανάγγελλε κάποιο αργό θάνατο
τρεμουλιάρης πλανήτης,
όχι, με τη λεπτομέρεια ανοικοδομώ την ημέρα,
με μια ριπή αλατιού το σταλακτίτη,
και με μια κουταλιά τον άπειρο θεό.
Διατηρώ ότι με δίδαξε.
Τον αγέρα, τον αδιάκοπο άνεμο, το νερό και την άμμο.
Μοιάζει ελάχιστο για τον νέο
που’ ρθε εδώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,
αυτός ο παλμός όμως που κατερχόταν
κι ανέβαινε στην άβυσσο του,
το ψύχος του γαλάζιου που κροτάλιζε καιγόμενο,
και η στείρωση του άστρου,
μόνο σκοτάδια κρύβεις
κι από το βλέμμα σου, στιγμές
προβάλλει αχτίδα φως
Όταν γέρνω στα βράδια
ρίχνω τα δίχτυα της θλίψης μου
στο κύμα που βογκά
στα ωκεάνια μάτια σου
Τα νυχτοπούλια δακρύζουν
κάτω από τα αστέρια
που λάμπουν - όπως η ψυχή μου
να σ’ αγαπάει
Η γη θα καλπάζει
φωτίζοντας τους τάφους
γαλάζια στάχυα
Όταν της γης επλήθυναν οι πόνοι
κι απόμειναν στην αγροτιά τα χερσοχώραφα
τότες εσηκώθεις - άπλωσες γενειάδες
τότες εσηκώθεις - ανέμισες μαστίγια
και πήρες να καλπάζεις σαν άνθος σαν φωτιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου