Πολιτεία βυθισμένη στη νύχτα.
Κοιμητήρι μ' επάλληλους
πολυόροφους τάφους νεκρών,
που ροχαλίζουν.
Πόσοι τάχα μπορούν ν' ακούσουν,
στο βαρύ τους ροχάλισμα,
της περιπόλου τα βήματα;
Εφτά στρατιώτες περνούνε.
Εφτά στρατιώτες σημαίνουν
τις καρδιές των νεκρών,
που δεν έχουν ακόμα πεθάνει.
Ο πρώτος είμαι εγώ.
Ο δεύτερος πάλιν εγώ.
Το ίδιο κι' ο τρίτος κι' ο τέταρτος.
Κι' ο πέμπτος κι' ο έκτος κι' ο έβδομος.
Με δεκατέσσαρα πόδια βαδίζω,
με δεκατέσσαρα χέρια κρατώ
τα εφτά τουφέκια,
που μπορούν να ραγίσουν
των κοιμισμένων το τύμπανο.
Ένας σ' εφτά θώρακες μέσα.
Ένας μ' εφτά ζώνες ζωσμένος.
Περιφέρομαι τούτη τη νύχτα,
σαν πολύποδο έντομο,
πάνω στο ιδρωμένο πρόσωπο
της Πολιτείας, που ροχαλίζει.
Περιφέρομαι,
γαργαλώντας τη στο ρουθούνι,
γαργαλώντας
την κοιμισμένη της συνείδηση.
Από τη συλλογή Το δάπεδο και άλλα ποιήματα (1951)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου