Βιαστικά δραπέτευε
σαν χέλι ξεγλιστρούσε
από της μνήμης του
τ' ακανθοφόρα πλέγματα
τρέχοντας ασθμαίνοντας
για μια κρυμμένη χαμοκέλα
στο δασοτόπι των ονείρων του
Τρύπωνε
με μιας στο μικρό κι απέριττο
παιδικό του καταφύγι
και με τις ώρες χαριεντιζόταν
κουβεντιάζοντάς τους αδιάλειπτα
Σκιαζόταν
μη τύχει και φτερουγίσουν άπραγες
μην δραπετεύσουν
χωρίς να τις αρμέξει
δίχως ν' αχνοκεντήσουν
ίχνη ανάγλυφα χαράς
στ' απομεινάρια της καρδιάς του
Σ' ολόπλουμα βυθιζόταν χρώματα
η λευκή του ψυχούλα
ζωγραφίζοντας γεφύρια τοξωτά
και κήπους μυστικούς
παραδεισένιους
μ' άλαλα άνθη λικνιστά
ακροπατώντας ανάλαφρα
από τρόμο
μη και τον παγίδευαν
οι έρπουσες σκιές
που καιροφυλαχτούσαν
σε λόχμες
τις σύγκορμες ανασαιμιές του
να μαράνουν
Καρτέρι έστηνε πιο δίπλα
η πλανεύτρα γριά Μόρα
κρεμασμένη αθώρητα
στων παραθύρων τις γρίλιες
ποθώντας με μανία
να τον αλυσοδέσει
άγαλμα να τον κάνει
κυπαρίσσι ασάλευτο
νεκροταφείου
Ύστερα
αγκάλιαζε μειλίχια
τα παιχνιδάκια του
και με περίσσεια χάρη
καθώς τα χτένιζε
στάλαζε επάνω τους
ηδύφθογγα νανουρίσματα
λες κι ήταν γάργαρα πηγών νερά
σαν κρίνα διάφανα
που ευμορφιά λαλούσαν
Τι παράξενο Θεέ μου ;
Πως είχε μάθει τόσο νωρίς
να σιγοψιθυρίζει
μακρόσυρτα μοιρολόγια ;
Μέχρι και το φεγγάρι ράγιζε
κρατώντας στα χέρια του σφιχτά
δυο σύννεφα μαγνάδια
πέπλα αραχνοΰφαντα
Δεν άντεχε βλέπεις κι αυτό
που έντρομο θωρούσε
τη τόση θλίψης χαρμονή
Μετά τα πότιζε αθόρυβα
φιλιά μελένια χνουδωτά
σαν χάδι ανέμου
απ' των χειλιών το φιλιατρό
που 'χαν του Ήλιου θαλπωρή
λες κι ήταν οι αχτίνες του
στης χαραυγής το άτι
Τα φάσκιωνε στοργικά
με της αγάπης του το υφάδι
μη κρυώνουν
και ραίνοντας
ευχή κρουσσάτη
με δάκρυα λυτρωτικά μυρωμένη
αποχωρούσε αέρινος
χαράζοντας
την ίδια πάντα υπόσχεση
τρεμάμενα γραμμένη
με ρίγη πάνσπερμα
σ' ένα κατάλευκο χαρτάκι
φυλαχτό καρφιτσωμένο
δίπλα στο προσκεφάλι τους
να το 'βρουν το ξημέρωμα
''Υπομονή στολίδια μου
στο έμπα της ερχόμενης νυχτιάς
θ' ανταμώσουμε πάλι
σεργιάνι να σας πάω στ΄ άστρα''
Φεύγοντας
με καρδιά σφιγμένη
φορούσε κατάσαρκα
συντρίμμια των ονείρων του
αρματωμένος
την ομορφιά που βύζαξε
κι όλο αρμένιζε
στης καταχνιάς τα ουρλιαχτά.
Ήταν που έξω από εκείνο το απόμερο δώμα, φυσούσε σπαραχτικά η
απουσία και λάβωνε ψυχή και νου σαν οργισμένος Προκρούστης.
04 / 07 / 2014 ( Vg Gv )
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://vggv2013.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου