Τίποτα το ιδιαίτερο, ένα απόγευμα όπως όλα τα άλλα. Χρειάστηκε να χωρίσουν για λίγο, της είπε πως, χωρίς απρόοπτο, θα ήταν πάλι νωρίς στο σπίτι. Η γυναίκα καλοδιάθετη, χαμογελούσε με τα μάτια γεμάτα προσμονή. Στην εξώπορτα μάλιστα του φώναξε "όπως θα 'ρχεσαι, κράτα ένα λουλούδι, όποιο να' ναι, μόνο θέλω να μοσχοβολάει, πεθύμησα το άρωμα ενός λουλουδιού" κι ήξερε πως εκείνος θα της έφερνε το αγαπημένο της κρινάκι, αυτό το απλό λουλουδάκι με τη μεθυστική μυρωδιά.
Ξάπλωσε στον καναπέ. Έκλεισε τα μάτια της, τον φαντάστηκε να μπαίνει στο τραίνο και να χάνεται στο σκοτεινό τούννελ. Τον ακολούθησε, πού πήγαινε μόνος του; Η σήραγγα καταβρόχθιζε τους συρμούς, όμως εκείνος ήταν ολομόναχος μέσα τους - όχι μέσα τους, λάθος, δεν υπήρχαν βαγόνια, μόνο το σώμα του χανόταν με βουή, ίδιος συρμός...
Τρόμαξε, προσπάθησε ν' ανοίξει τα μάτια, μάταιο, το τούννελ τη ρούφαγε πίσω του, διαλύονταν τα σώματά τους, βούιζε σπαρακτικά ο αέρας - αέρας ήταν ή φωνές, που την καλούσαν ξοπίσω του; Ένιωσε να πνίγεται, πώς να δραπετεύσει απ' την απαίσια τρύπα; Το σώμα της συστρεφόταν, η ψυχή φτερούγιζε τρομαγμένη, η αδυσώπητη χοάνη την κομμάτιαζε.
Γύρισε αυτός νωρίς, στα χέρια του ένα κρινάκι. Η ρόμπα της στον καναπέ, ριγμένη στην απαλή κουβέρτα που τύλιγε πρόχειρα τα πόδια της τα βράδια. Κατάλαβε, δεν θα την έβλεπε ποτέ πια, ήταν ξεκάθαρο το μήνυμα στο τραίνο. Το ανατριχιαστικό βουητό μέσα στο τούννελ, του είχε πει καθαρά πως δεν θα την ξανάβλεπε. "Τουλάχιστον, να 'χα προλάβει να της δώσω το κρινάκι... ή να της το είχα φέρει χθες"... ήταν τα μόνα λόγια που ψιθύρισε.
Ιωάννα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου