Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

ΚΑΡΑΜΠΑΤΟΣ ΠΑΝΟΣ " Η ΓΡΙΑ ΜΗΤΡΑΙΝΑ "

Φωτογραφία - Κώστας Μπαλάφας 

- Ε!Θεία Μήτραινα στέκα που σε θέλω .
Η γριά φέρνοντας την παλάμη στο μέτωπο για αντήλιο στράφηκε προς το μέρος της φωνής - Ποια είσαι του λόγου σου δεν σε βλέπω.

- Καλά έλα θεία εγώ η Σταυρούλα. 
-Α! εσύ είσαι μωρή και τί θέλεις; 
- Θα πάω στην αγορά ταχιά* θες να σου πάρω τίποτα.
- Να 'σαι  καλά παιδάκι μου να δω αν έχω καμία δεκάρα,  θέλω να μου πάρεις λίγο τυρί και ψωμί από αυτό το καλό το άσπρο, να προσέξεις μη σε γελάσει ο μπακάλης.

Και βάζοντας το χέρι στην τσέπη βγάζει ένα μαντήλι δεμένο σε χίλιους κόμπους , αρχίζει να το λύνει ...
- Να μου έχει περισσέψει ένα δίφραγκο παρ το και σε ευχαριστώ. - Εντάξει θεία θα προσέχω παγαίνω τώρα θες κάτι άλλο; - Όχι στο καλό να πας Η Μήτραινα μένοντας μονάχη αρχίζει να μουρμουρίζει...
- Στα τσακίδια κακό χρόνο να ‘χεις τί ήθελα και το έδωσα το δίφραγκο ποιος ξέρει τι θα μου πάρει. Σκεφτόμενη ότι θα χάσει το δίφραγκο αν πάθει κάτι η Σταυρούλα αρχίζει να την σταυρώνει
- Στο καλό καλή στράτα να έχεις

Αφού ξαπόστασε τράβηξε προς το ξωκλήσι που ήταν και νεκροταφείο. - Μήτρο μου φώναξε με ταραγμένη φωνή ζυγώνοντας σε ένα κιβούρι με ένα σταυρό καμωμένο από καλαμιά ΜΗΤΡΟ ΜΟΥ ήρθε και η κόρη μας να σου κάνει παρέα. είπε Κοιτώντας σε ένα φρεσκοσκαμμένο κιβούρι εκεί δίπλα και ξέσπασε σε λυγμούς - Ένα τσούρμο παιδιά μου 'δωσες θεέ μου και μου τα πήρες ένα ένα , τι μου άφησες μόνο δυο ξεροκέφαλους που τρώγονται μεταξύ τους ο ένας θέλησε να πάρει τα βουνά αντάρτης, τώρα σαπίζει στα ξερονήσια εξόριστος . ο άλλος μου ντύθηκε γερμανοτσολιάς να σώσει λέει την πατρίδα από τους εαμοβούλγαρους, παράτησε την γυναίκα του με δυο παιδιά και μου έχει κουβαλήσει την παστρικιά σπίτι. Κάθησε αρκετή ώρα εκεί κλαίγοντας και μονολογώντας κατόπι ζαλώθηκε ένα δεμάτι ξερόκλαδα που ήταν δίπλα και τράβηξε για το σπίτι. - Καλώς την μάνα φώναξε η Αγγελικούλα (η κοπέλα που για χάρη της ο γιος της είχε παρατήσει γυναίκα και παιδιά)
- Α να χαθείς πρόστυχη που θα με πεις και μάνα - είπε από μέσα της- έλα εδώ μωρή ακαμάτρα φώναξε που με κοιτάς βοήθα να κατεβάσω αυτά τα ρημάδια τα ξύλα μου φάγανε την πλάτη, και κάνε μου έναν καφέ να φαρμακωθώ -να έχει ροβίθι στο ντουλάπι- Η Αγγελική πρόθυμα έτρεξε να κάνει ό,τι της είπε. Η Μήτραινα κάθισε σε ένα σκαμνί κοιτάζοντας την, ξαφνικά άρχισε να φωνάζει.
- Ελα εδώ μωρή , τί είναι αυτά; και έδειξε την κοιλιά της Αγγελικούλας , βρε καταραμένη γκαστρωμένη είσαι πω πω βουή που με βρήκε χωρίς στεφάνι μωρή δαιμονισμένη φωτιά θα ρίξει και θα μας κάψει ο Θεός.


Η Αγγελική τρομαγμένη έμπηξε τα κλάματα. - Όχι καλέ να από το φαγητό είναι, έχω πάρει λίγο - Σκάσε που θα μου πεις εμένα από το φαγητό είπε η γριά, έντεκα παιδιά έχω φέρει στη ζωή χώρια οι αποβολές λες να μη ξεύρω; Η Αγγελική έχει σκύψει το κεφάλι ντροπιασμένη.
- ΟΓιώργης το ξέρει; Ρώτησε η γριά.
- Οχι έχει να φανεί δυο μήνες τώρα καιρός του είναι να ‘ρθει θα του το πω. (Ο Γιώργης είναι ο γιος της Μήτραινας , από τότε που ανάγκασε την αδελφή του να φύγει , από μια ξελότζα* κολλητά με το κυρίως σπίτι, που έμενε με τον άντρα της και τα τρία παιδιά, για να σπιτώσει την Αγγελικούλα δεν πολυέμενε μαζί τους ). - Και τί θα κάνεις τώρα μωρή με το μούλικο, είπε η γριά. 
- Να όταν έρθει ο Γιώργης θα πάμε στην Διαμάντω την μαμή αυτή ξέρει. Όταν το άκουσε αυτό η γριά θόλωσε το μάτι της, αρπάζει την Αγγελική από τους ώμους και αρχίζει να την ταρακουνάει - ΤΙ ΕΙΠΕΣ ΜΩΡΗ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΗ σε αυτή την δολοφόνο θα πας, ακούς εκεί να θέλουν να ρίξουν το πλασματάκι του Θεού, αν το κάνετε αυτό να πάρεις τον αχαιρευτο τον γιο μου και να γίνετε χαντάβουλη* από 'δω την κατάρα μου να έχετε, εγώ δολοφόνους παιδιών δεν θέλω σπίτι μου. Υστερα με πιο ήρεμη φωνή,
- Σταμάτα τώρα να κλαις θα δούμε τί θα κάνουμε, έχεις φάει τίποτα; 
- Όχι ειπε αυτή.
- Βάλε να περιδρομιάσεις, βάλε και εμένα λίγο αν και τώρα φαρμάκι θα ήθελα, και να πας να σβερκωθείς, ταχιά θα σηκωθούμε τα χαράματα έχουμε πολλές δουλειές. Εγώ θα κάτσω να αναπιάσω προζύμη, θέλουμε και να φουρνίσουμε, ταχιά θα έρθουν τα ορφανά με τον πατέρα τους να φάνε μια φέτα φρέσκο ψωμί..

Η γριά αφού τέλεψε ό,τι είχε να κάνει , ξάπλωσε στο κρεββάτι της προσπαθώντας να την πάρει ο ύπνος, πράγμα πολύ δύσκολο, δεν ήταν δα και λίγο αυτό που την βρήκε Μέσα σε λίγα χρόνια της είχαν ‘ρθει ούλα τα κακά του κόσμου. Τί να πρωτοθυμηθεί, τους Γερμανούς που της είχαν επιτάξει το σπίτι και είχε αναγκαστεί να μείνει σε μια καλύβα, γεμάτη λάσπες , τότε ήταν που έχασε και τον Μήτρο, έφυγε σε λίγους μήνες από πνευμόνια. Τον εμφύλιο με δυο γιους, σε αντίπαλα στρατόπεδα, οπού ο ένας προσπαθούσε να σκοτώσει τον άλλον. Την Αθηνά την μοναχοκόρη της, μια πανώρια κοπελιά σαν τα κρύα τα νερά, όλο ζωντάνια και χαμόγελο. Όταν τους έδιωξε ο αδελφός της από το σπίτι, μαζί με τον Αργύρη τον άντρα της, και τα παιδιά, για να φέρει την Αγγελική, από το μαράζι δεν άντεξε άρχισε να λιώνει στον απάνω κόσμο, δεν υπήρχαν οι γιατροί και τα μέσα τότε, προσπάθησαν με διάφορα βότανα και μαντζούνια, δεν τα κατάφεραν, έσβησε σαν το κερί πάνω στο χρόνο. Και τώρα αυτό. η γριά δεν ήθελε να έχει στο σπίτι της μια αστεφάνωτη, με ένα παιδί στην κοιλιά, πόσο να το έκρυβε, στα χωριά μαθαίνονται πολύ γρήγορα όλα, ήταν βλέπεις και κόρη οικογένειας αυστηρών χριστιανικών αρχών ,είχε αυστηρές αντιλήψεις περί ηθικής, αν και η ίδια είχε κλεφτεί με τον Μήτρο. Από την άλλη δεν ήθελε και να πάθει κακό η Αγγελική - τί φταίει και αυτό το φουκαριάρικο;- σκεφτόταν.



Φωτογραφία - Κώστας Μπαλάφας 

Κατά την κονταυγή κατάφερε να γλαρώσει λίγο και να κλείσει τα βλέφαρα. Το πρωί και ενώ ο ήλιος είχε πάρει λίγο, σηκώθηκε βιαστικά ζύμωσε το αλεύρι, και περίμενε να γίνει το ψωμί , για να το βάλει στη πινακωτή πλασμένο σε καρβέλια Εν τω μεταξύ είχε ξυπνήσει και η Αγγελική, ετοίμασε καφέδες, τους πήγε στο πεζούλι του πηγαδιού, που ήταν στην αυλή κάτω από μια μουριά, και περίμενε την γριά να τους πιουν. Οταν τελείωσαν κάψανε το φούρνο, τον πανάρισαν φουρνίσανε το ψωμί, και περίμεναν να ψηθεί, χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα μεταξύ τους Ξαφνικά ακουστήκαν παιδικές φωνές από τον δρόμο -γιαγιά γιαγιά,- ήταν ο Αργύρης με τα παιδιά. Η Αγγελική βρίσκοντας μια πρόφαση στη γριά, έφυγε πριν την δουν ίσως να το κανε από ντροπή. Η γριά σκούπισε τα χέρια με ένα πατσαβούρι τίναξε την ποδιά από τις στάχτες και έτρεχε κοντά καλώς τα μου καλώς τα μου φώναξε τους αγκάλιασε και άρχισε να φιλά τα παιδιά γελώντας και κλαίγοντας μαζί. - Λοιπόν τί χαμπέρια Αργύρη, πώς τα περνάτε στην πολιτεία;

- Τι να σου πω βρε μάνα δύσκολα τα πράγματα, έπιασα δουλειά σε ένα καφενείο, βγάζω πέντε δραχμές, με τα μικρά δεν ξεύρω τι να κάνω, ο Δημήτρης πάει σχολείο, από Σεπτέμβρη θα πάει και η Σοφία, με την Γεωργία έχω πρόβλημα....τώρα έχω την αδελφή μου και τα προσέχει. παντρεύεται και αυτή τα Χριστούγεννα. 
- Μπράβο η ώρα η καλή, έχει για όλους ο Θεός Αργύρη , μην απελπίζεσαι, δεν μου λες από πού παίρνει η Κική, είναι καλό παιδί; -Ναι μανα εργατόπαιδο είναι αλλά τίμιο και φιλότιμο παιδί και προπάντων την αγαπάει. Αχ αν ήμαστε εδώ θα ήταν διαφορετικά. - Το ξέρω παιδί μου αλλά βλέπεις αυτός ο αχαΐρευτος που να μη τον βρει αποσπερού, έχει τον διάβολο μέσα του από παιδί, τί κούναγα δεν το έπνιγα στη κούνια. Πού θα πάει με την βοήθεια του θεού ελπίζω να φτιάξουν τα όλα. -Καλά δεν μάθατε τα δυσάρεστα;
- Τί έγινε Αργύρη πάει κάνα γνωστός.
- Α! απ’ ότι φαίνεται δεν ξεύρεις τίποτα, εσύ.
-Για πες να μάθω. - Χθες βρήκαν τον Παπασταμάτη σφαγμένο μέσα στο ιερό τον είχαν βασανίσει άγρια, 
- ΤΙ ΕΙΠΕΣ!, Καλά τί τους έκανε ο άνθρωπος ; 
- Και εγώ δεν ξεύρω και πολλά αλλά όταν έχεις αδελφό αντάρτη, βοηθάς και τους αντάρτες καταλαμβάνεις, βλέπω να πάμε και σε νέο εμφύλιο. Ασε που υποψιάζονται ότι το ‘κανε η ομάδα του Γιώργη.



Φωτογραφία - Κ. Μπαλάφας 
Ο Αργύρης ρίχνοντας ένα βλέμμα γύρω,
- Η λεγάμενη δεν είναι εδώ;  
- Εδώ ήταν είχε κάτι δουλειές είπε και έφυγε, δεν ένιωθε και καλά μαζί σας. 
-Γιατί τί φταίει αυτή, τον ξεύρεις τον γιο σου, μπορεί να πει κουβέντα ,θα την σακάτευε στο ξύλο.
- Τί να’ πω και εγώ έχω τρελαθεί με τα καμώματα του, δεν μου έφταναν όσα είχα μου φόρτωσε και άλλα, αυτό και αυτό έκανε , και του εξηγεί την κατάσταση της Αγγελικής.  
- Τι λες μάνα τελικά αυτός ο άνθρωπος δεν έχει τον Θεό του.  
- Μήτε Θεό μήτε διάβολο δεν έχει αυτός, και ο σατανάς έχει κάποιο όριο, περίμενε μισό λεφτό, - η γριά σήκωνε όρθια - Δημητράκη έλα εδώ που σε θέλω, φωνάζει.
Ο μικρός - τι θέλεις γιαγιά;
- Αντε μέσα στο σπίτι και πες στην Αγγελική να έλθει εδώ.
Ο μικρός πάει πιλαλώντας* σε λίγο γυρίζει μόνος, - γιαγιά είναι μέσα και κλαίει… την βάρεσε ο θείος;  
- Όχι παιδί μου το κεφάλι της πονά είπε αυτή. -Καλά 
- Ασε, θα πάω εγώ, σε λίγο επιστρέφει μαζί με την Αγγελική.
- Αγγελικούλα γιατί έφυγες, είπε ο Αργυρής, 
Αυτή με κατεβασμένο κεφάλι δεν ξέβγαζε άχνα.
_-Παιδί μου είπε αυτός δεν φταις εσύ για ό,τι έγινε και εσύ θύμα είσαι δεν θέλω να νιώθεις άσκημα μαζί μας. Καθήσαν και τα λέγαν αρκετή ώρα, ώσπου τους διάκοψε, η φωνή ενός από τα μικρά, 
-Γιαγιά γιαγιά γιάτρα* τί βρήκα!!! Ένα πουλάκι. 
Ο μπόμπιρας είχε ξεφύγει από την προσοχή τους πήγε στην κλώσσα και έφερνε το πουλάκι κρατώντας το από τα πόδια, και η κλώσσα να τον είχε πάρει στα κοντά βάλανε ούλοι τα γέλια,
- Βρε σκασμένο τί έκανες είπε η γριά άστο πουλάκι κάτω θα σε φάει η κότα.
Το δειλινό πήγαν όλοι μαζί στο νεκροταφείο να ανάψουν τα καντήλια ο Αργύρης με τα παιδιά θα φεύγαν στη συνέχεια από εκεί για την πολιτεία, η Αγγελική έκατσε στο σπίτι. Όταν γύρισε μετά από ώρες η Μήτραινα, είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, βλέποντας το σπίτι τυλιγμένο στα σκοτάδια, δίχως και αυτό το καντήλι αναμμένο, την έζωσαν τα φίδια - Αγγελική Αγγελική φωνάζει τίποτα ούτε φωνή ούτε ακρόαση, Αγγελικούλα ξανά φωνάζει κανένας, όταν είδε και την πόρτα ανοιχτή, ο νους της πήγε αμέσως στο κακό. Ανάβει ένα κερί, που το είχε πάντα πρόχειρο κοντά στην πόρτα και μπαίνει στο σπίτι, ανάβει βιαστικά την λάμπα πετρελαίου και τί να δει η Αγγελική σωριασμένη στο χώμα ίσα που ανάσαινε, ήταν βουτηγμένη στα αίματα, - συμφορά μου -είπε η γριά το πρώτο που σκέφτηκε ήταν ότι είχε αποβάλει την ‘βαλε όπως όπως στο κρεββάτι και άρχισε να την βοηθάει όπως μπορούσε... - τί έπαθες φουκαριάρικο ρώτησε.
- Οταν φύγατε ήρθε από εδώ είπε μα σβησμένη φωνή και αμέσως λιποθύμησε.
Φωτογραφία -Βούλα Παπαϊωάννου

Της γριάς της λυθήκαν τα γόνατα, τόσο πολύ σκιάχτηκε, που αν δεν πιανόταν από κάπου, ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει και αυτή Δεν ήξερε τι να κάνει, ποιον να φωνάξει, έξω σκοτάδια, την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν δρόμοι καλά καλά όχι φώτα. Προσπάθησε να κάνει ό,τι μπορούσε για να την συνεφέρει, της έδωσε να μυρίσει αιθέρα ,της έτριψε τους καρπούς με κρύο νερό, κατάφερε τελικά να την συνεφέρει.


Πρωί πρωί αχάραγο πάει στην Διαμάντω -Διαμάντω Διαμάντω φωνάζει,

- Ποιος είναι αποκρίνεται μια φωνή από το σπίτι
- Ντύσου και κατέβα κάτου - Α εσύ είσαι Μήτραινα τί έπαθες πρωί πρωί .
- Ασε τις κουβέντες και ετοιμάσου πάρε τα εργαλεία σου και βγες έξω.
Πράγματι σε λίγο βγαίνει, κρατώντας ένα μικρο ξύλινο κασελάκι -Τι τρέχει Μήτραινα, άστα λόγια και έλα κοντά έχω τραυματία, η γριά σκόπιμα δεν της λέει τί ακριβώς συμβαίνει. Φτάνουν στο σπίτι, η Αγγελική να είναι ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, - ωχ! Είναι σοβαρά λέει η Διαμάντω, 
- Κάνε ότι μπορείς, εσύ ξέρεις. Έκατσε κάμποση ώρα η Διαμάντω δίπλα στην Αγγελική όταν τελείωσε λέει στη γριά, -

- Μήτραινα έκανα ό,τι μπορούσα εγώ, μη της δώσεις τίποτα να φάει μόνο τα χείλια να της περνάς με ένα υγρό πανί - Το παιδί, την ρωτά η γριά,

- Είναι ζωντανό αυτό αλλά μέχρι το βράδυ θα ξέρουμε και για τους δυο, φεύγω τώρα, και όπως είπαμε, το βράδυ θα μετέλθω Η γριά την πάει μέχρι την πόρτα και της λέει άκου- Διαμάντω η Αγγελική είναι σοβαρά άρρωστη με κολλητική γρίπη μη μάθω στο χωριό. ότι έχει κάτι άλλο, γιατί θα είσαι εσύ στο κρεβάτι που είναι αυτή, τώρα. κατάλαβες. Να πάρε και αυτά για τον κόπο σου. Με την βοήθεια της γριάς, η Αγγελική σε τρεις μέρες ,είχε συνέλθει κάπως, μπορούσε να κάθεται στο κρεβάτι και να γυρίζει πλευρό. - Πες μου τι έγινε κείνο το βράδυ την ρώτησε. 
Και η Αγγελική της εξηγεί, ότι πέρασε από κει ο Γιώργης, του είπε για το παιδί, αυτός έγινε έξαλλος, Και της είπε να πάει να το ρίξει, όταν αυτή αρνήθηκε, την βάρεσε τόσο πολύ νομίζοντας, ότι με το ξύλο θα αποβάλει. Η Μήτραινα την άκουγε αμίλητη, τα μάτια είχαν βουρκώσει από ντροπή, τ άθελε και σένα ο κώλος σου, σκεφτόταν από μέσα της, ποιος σου είπε μωρή να τα μπλέξεις με παντρεμένο άνθρωπο, δυο οικογένειες διαλύθηκαν για χάρη σου, αλλά τί φταις και συ κακορρίζικο, άμυαλο κοριτσόπουλο είσαι(η Αγγελική δεν είχε κλείσει τα 17) - Σώπα Αγγελικούλα και θα τιμωρηθεί για όσα έχει κάνει θες από Θεό θες από άνθρωπο θα βρει αυτό που του αξίζει. Φάει τώρα λίγη κοτόσουπα να καρδαμώσεις. Σε κάμποσο καιρό και με την φροντίδα της γριάς η Αγγελική γιατρεύτηκε. Όλο αυτό το καιρό, η χωροφυλακή έψαχνε να βρει τον φονιά του Παπασταμάτη, ο Γιώργης τελείως άφαντος. Ένα βράδυ παραμονές του Αι Δημήτρη, και ενώ η Αγγελική είχε μπει στον έβδομο μήνα, ακούστηκαν φωνές και κτυπήματα στην πόρτα
- Που είσαι μωρή γριά άνοιξε και ταυτόχρονα την κουνούσε, κρατώντας την από το τσεμερέκι*
- Τσακίσου και φύγε από δω, του απαντά η Μήτραινα από μέσα,
- Ανοιξε γαμώ τον χρι, θα την σπάσω , και αρχίζει να βλαστημάει. Η γριά για να μην αγριέψει πιο πολύ (δυο γυναίκες μόνες ήταν στο σπίτι) του ανοίγει.
- Εχεις μούτρα και έρχεσαι εδώ; Τί σουκανε παλιάνθρωπε, το καψερό και το σακάτεψες, - - Σκάσε γριά μη τις φας και συ.
- Αγγελική ο άντρας ήρθε μωρή δεν θα τον αγκαλιάσεις, και κάνει να πάει προς το μέρος που ήταν η Αγγελική
Η Μήτραινα βουτάει ένα ματσούκι από δίπλα, - μη τολμήσεις να κάνεις βήμα σ΄έφαγα κερατά.
Αυτός γελάει, - καλά καλά. - Βάλτε μου τώρα να φάου πεινάου σαν λύκος . του βάζουν ό,τι είχαν πρόχειρο στο σπίτι, περδρόμιασε και
- Σήκω ,φύγε του λέει η γριά, και μην ξαναπατήσεις θάρθει και ο αδελφός σου, όπου νάναι έμαθα ότι τους αμπολάνε*, από την εξορία. Αυτός γελά ειρωνικά, - καλά να τον περιμένεις και κάνει μια κίνηση προς το μέρος που είχε το όπλο.

- Καλά να τον περιμένεις. Δεν θα μείνει ρουθούνι από τους κατσαπλιάδες. (Της Μήτραινας μαύρισε η ψυχή με αυτό που άκουσε,) - θεέ μου βάλτου μυαλό, η πάρτον να χαθεί, δεν είναι παιδί μου αυτό. - Δεν έχω να πάου πουθενά θα μείνω εδώ απόψε, της λέει, στρώσε μου δίπλα στην αποθήκη. Και δεν είμαι εδώ για κανέναν Τί να κανει η γριά, με κρύα καρδιά, έκανε ό,τι της είπε. Δεν θάχαν περάσει δυο τρεις ώρες ακούστηκε αρβάλα* στην αυλή , ήταν ο καπετάν Στρατής με μερικούς αντάρτες.


Φωτογραφία - Κώστας Μπαλάφας 
-Βγες έξω βρε και μην κάνεις καμιά ανοησία, είσαι κυκλωμένος φωνάζει. Η Μήτραινα ανοίγει την πόρτα, πιάνει την κάσα με τα δυο χέρια, και λέει, "τί τρέχει καπετάν Στρατή, γιατί φωνάζεις μεσ’τα άγρια μεσάνυχτα;" -Μήτραινα πού τον κρύβεις πέστου να βγει έξω, και κάνει ένα βήμα προς την πόρτα
- Ακίνητος Στρατή για το καλό σου, εδώ είναι της Μήτραινας, δεν μπαίνεις εύκολα μέσα. Δεν είναι εδώ αυτός που θέλεις ήρθε ψες το βράδυ και πάει στα τσακίδια.
- Πού είναι τώρα της λέει. πού κρύβεται αργά η γρήγορα θα τον βρούμε. - Δεν ξέρω και να ήξερα δεν θα στο μολογούσα, εσένα η μάνα σου θα σε πρόδιδε
-Αν ήταν παιδί της αυτός θα τον είχε σφάξει
-Ναι αλλά δεν θα τον πρόδιδε καπετάνιεΓιώργης όσο κουβέντιαζαν είχε καταφέρει να φύγει από το σπίτι)  
Ο Στρατής μένει για λίγο αμίλητος 
αλά Μήτραινα φεύγω, θα τον βρω που θα μου πάει. -Καλή στράτα καπετάνιε και να θυμάσαι η Μήτραινα είναι πατριώτισσα δεν είναι καταδότης.

Την επόμενη μέρα, παραμονή του Αι Δημήτρη. Η γριά από το πρωί άρχισε να ετοιμάζεται, λούστηκε, φόρεσε καινούργια ρούχα, έβαλε σε ένα κοφίνι, αυγά, φρούτα και άλλα διάφορα πράγματα. Προς το σούρουπο λέει στην Αγγελική
- Παω στο νεκροταφείο, και θα φύγω από εκεί για την πόλη, γιορτάζει ο εγγονός αύριο να προσέχεις το σπίτι θα λείψω λίγες μέρες τα μάτια σου δεκατέσσερα. Την αγκαλιάζει για πρώτη φορά και φεύγει Κάμποση ώρα από το χωριό περνούσε το ποτάμι, για να το διαβαίνουν από την μια μεριά στην άλλη είχαν βάλει δυο κορμούς κολλητά τον ένα με τον άλλον Ξημέρωνε του Αι Δημήτρη έξω απόλυτη σιωπή Ξαφνικά μεσα στο σκοτάδι ακούστηκαν περπατησιές κάποιος ερχόταν όσο πλησίαζε ξεχώριζε η μορφή ενός άντρα, φτάνει στους δυο κορμούς και αρχίζει να περνά απέναντι
απέναντι. Ξαφνικά μια σκιά ξεφυτρώνει από το πουθενά σαν φάντασμα, έναςπυροβολισμός σπάει την σιωπή της νύχτας, έπειτα νεκρική σιγή, μόνο ο θόρυβος, που κάνουν τα νερά του ποταμιού, όταν πέσει κάτι βαρύ μέσα τους ... 

Το φρενάρισμα ενός φορτηγού με φέρνει απότομα στην πραγματικότητα, στο διαμέρισμα της Σταυρούλας στα Πετράλωνα η ζέστη είναι αφόρητη, και οι δυο είμαστε τελείως αμίλητοι.

- Τί έγινε κατόπι την ρωτάω.
Αυτή περασμένα τώρα, τα πενήντα σηκώνει το βλέμμα από ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, που κοιτούσε όση ώρα μου μιλούσε. -Κατόπι διαλύθηκαν όλα, τον Γιώργη τον βρήκαν 500 μέτρα πιο κάτω μετά τις μέρες, μισοφαγωμένο από τα αγρίμια, γύρισε και η Μήτραινα από την πολιτεία και την επόμενη έγινε η κηδεία.Τα είγαμε όλοι χαμένα αν και περιμέναμε κατι τέτοιο, η Μήτραινα στεκόταν δίπλα στην κάσα σαν νεκρή, δεν μιλούσε σε κανέναν, πριν τα σαράντα είχε χάσει τελείως τα λογικά της γύρναγε με ένα καλάμι στα χωριά και έβριζε την βρήκαν κρεμασμένη μετά από καιρό.Η Μερώπη η γυναίκα του Γιώργη έφυγε με τα παιδιά στον Καναδά.
- Και οι υπόλοιποι;, ο Αργύρης ξαναπαντρεύτηκε, ύστερα από λίγα χρόνια, ζει τώρα στο Βέλγιο μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια του, - Και η Αγγελικούλα; Τί εγινε αυτή, την ρωτάω, 
- Δεν είχε καλό τέλος δυστυχώς , όταν γέννησε και μετά κρατούσε για κάνα χρόνο τα παιδιά του Αργύρη, κατόπι την ξελόγιασε ένας παλιάνθρωπος και την πήρε στην Αθήνα.
Ύστερα από χρόνια την βρήκαν μαχαιρωμένη σε ένα οίκο ανοχής στον Πειραιά. -Τελικά μάθατε, ποιος έφαγε τον Γιώργη; 
-Κανείς δεν ξέρει πολλά λέγανε τότε, αυτό που μάθαμε όταν τελείωσε ο εμφύλιος είναι ότι η Μήτραινα ήταν στην ΟΠΛΑ
Σηκώνομαι να φύγω.
- Περίμενε μου λέει η Σταυρούλα σου έχω μια έκπληξη , 
Περιμένω να δω, σε λίγο ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μια γυναίκα, γύρω στα 25 με ένα μωρό στην αγκαλιά. -Η Αθηνά η κόρη και η εγγόνα μου λέει με καμάρι η Σταυρούλα - Μα; Πως την ρωτάω, εσύ δεν είχες παιδιά. - Το παιδί της Αγγελικής δεν ήταν του Γιώργη αλλά του Αλέκου, το ξομολογήθηκε η Αγγελική μεσα στο ασθενοφόρο, στο γιατρό πριν πεθάνει. - Του άντρα σου….  
- Ναι. Αυτός είχε σκοτώσει και τον Παπασταμάτη Τέλος 
Αυτά συνέβησαν κάπου στην Ελλάδα περίπου το 1948 Τα ονόματα είναι τελείως φανταστικά κάθε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι συμπτωματική τελείως
Πανος Κ©


Γλωσσάρι
ταχιά = αύριο
ξελότζα = καλύβα
 χαντάβουλη = να χαθείς να εξαφανιστείς από προσώπου γης
πιλαλώντας = τρέχοντας
γιάτρα*= για κοίτα 
τσεμερέκι*= πόμολο 
αμπολάνε*= αφήνουν 
αρβάλα* = φασαρία



Φωτογραφία - Κώστας Μπαλάφας









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου