Μια φορά και ένα καιρό , ήταν μια πόλη σ’ ένα νησί στο κέντρο του Αιγαίου . Οι κάτοικοι αυτής της πόλης ήταν για πολλά – πολλά χρόνια θλιμμένοι και γκρίζοι. ‘Ετσι αποφάσισαν να κάνουν μια μεγάλη γιορτή που θα βαστούσε ένα ολόκληρο χρόνο ! και είπαν την πόλη τους «πρωτεύουσα πόλη για πάντα»
Άρχισαν λοιπόν να την στολίζουν . ‘Εβαψαν πρώτα τα σπίτια και μετά τους εαυτούς τους με πολλά έντονα χρώματα. Κίτρινα, μπλε, πορτοκαλιά, μαβιά …. Το γκρίζο όμως χρώμα τους δεν άλλαζε. Έτσι ο δήμαρχός της αποφάσισε να κάνει μια άλλη γιορτή μέσα στη γιορτή. Σ’ αυτή τη γιορτή – επέτρεψε ο δήμαρχος – θα μπορούσε ο καθένας να γίνει αυτό που ήθελε να είναι και όχι αυτό που είναι. Οι άνθρωποι ενθουσιάστηκαν. Έβαλαν λοιπόν μάσκες, φτερά, ρούχα χρυσά και χρωματιστά. Χόρευαν και τραγουδούσαν – επίτηδες- πάλι όμως, γκρίζοι ήτανε. Εκείνες λοιπόν τις ημέρες ακούστηκε ότι θα έρχονταν , ένας άνεμος από τον Νότο. Επειδή όμως ήταν γκρίζοι νόμισαν ότι θα είναι Νοτιάς. Έτσι δεν ανησύχησαν…. Ο άνεμος ήλθε. Ήταν ανεμοστρόβιλος. Ένας άνεμος, δυνατός, ζαλιστικός, που τους αναστάτωσε. Ο καθένας του έδωσε και από ένα όνομα. Ο ένας τον είπε «δυνατό» , ο άλλος «έντονο», ο τρίτος «τρυφερό».
Σ’ αυτό το νησί όμως ζούσε και ένα αγόρι. Κόκκινο. Ζούσε, σαν ένα πουκάμισο αδειανό. Αυτός ο άνεμος λοιπόν ήλθε και τρύπωσε κάτω από το άσπρο του πουκάμισο , κι’ αυτό φούσκωσε αμέσως σαν πανί από βαρκούλα. Τότε, το αγόρι άρχισε να αρμενίζει και να ονοματίζει τον άνεμο. «Δυνατός» σαν πόνος, «έντονος» σαν άρωμα, «τρυφερός» σαν θλίψη. Δεν γίνονταν όμως να τον φωνάζει με τόσα πολλά ονόματα. Σκέφτηκε καλά-καλά λοιπόν και είπε μέσα του. Πόνος, άρωμα, θλίψη, δυνατός, έντονος, τρυφερός , άρα, σαν έρωτας. Αυτό ήταν το όνομα που είχε όλα τα άλλα μαζί. Οι άλλοι άνθρωποι όμως, δεν ήξεραν αυτή τη λέξη. Δεν την καταλάβαιναν, Γι’ αυτό γεμάτοι απορία ρωτούσαν το αγόρι. Τι σου ψιθύρισε ο άνεμος για μας;; Το αγόρι τότε , τους είπε…..
Ο άνεμος σε λίγες μέρες έφυγε. Οι άνθρωποι, έμειναν απορημένοι, αναστατωμένοι. Μόνο το αγόρι έμεινε με μια γεύση τρικυμίας στα χείλη. Γιατί το αγόρι, ήξερε! Ήξερε ότι για να είναι κόκκινο και όχι γκρίζο όπως οι άλλοι άνθρωποι της πόλης έπρεπε να αρμενίζει. Για ν’ αρμενίζει όμως χρειάζονταν τον άνεμο, ,να του φουσκώνει το άσπρο του πουκάμισο. Ο άνεμος όμως, δεν φυσούσε πια! Τι έπρεπε να κάνει;;; ή έπρεπε να πετάξει το ωραίο και άσπρο του πουκάμισο ή έπρεπε να γυρέψει τον άνεμο. ΄Ετσι αποφάσισε να πάει σ΄ όλες τις κρυψώνες του. Πρώτα- πρώτα πήγε σ’ ένα αμπέλι , πήγε σ’ ένα αμπέλι σε μια άλλη πόλη, που λένε ότι είναι η πόλη των νερών. Μια υδάτινη πόλη δηλαδή. Όταν πήγε στο αμπέλι το αγόρι συνάντησε ένα άνθρωπο και μια σαύρα. Μίλησε στη σαύρα. Ρώτησε αν πέρασε από εκεί ο άνεμος.
- Όχι είπε η σαύρα, δεν πέρασε, βλέπεις όμως εκείνες τις άγριες ανεμώνες που φύτρωσαν στο αμπέλι;; κόψτες και στείλτες στον άνεμο. – Τι να τις κάνει; ρώτησε το κόκκινο αγόρι. – Να μυρίσει το άρωμα του κρασιού , είπε η σαύρα και εξαφανίσθηκε. Το αγόρι τότε έσκυψε και έκοψε τις ανεμώνες. Την άλλη μέρα ο καιρός ήταν νοτιάς. Κάποια πολύ παλιά του είχε πει όταν ο καιρός είναι νοτιάς να με θυμάσαι….. και θυμήθηκε.
Μετά βρήκε ένα σύρμα μπλεγμένο στο πόδι μιας καρέκλας. Στην καρέκλα μισοκοιμόνταν ένας γέρος. Το αγόρι μπήκε μέσα στο σύρμα. Σκέφτηκε πως όταν έφτανε στην άλλη άκρη , μπορεί να εύρισκε τον άνεμο. Αλίμονο όμως! Μόλις πλησίασε άκουσε ένα περίεργο θόρυβο, κάτι σαν βογγητό κάτι σαν αγωνία. Κάτι σπαρτάραγε εκεί , στην άλλη άκρη. Όχι ! δεν ήταν αυτός ο άνεμός του, κάτι άλλο ήταν , όχι όμως ο άνεμος. Λυπημένος βγήκε από το σύρμα. Για μέρες έψαχνε, έψαχνε…έψαχνε να βρει τον άνεμο παντού. Στις σταγόνες της βροχής, στα φρέσκα βλαστάρια της άνοιξης, στα δροσερά χείλη ενός κοριτσιού, στα ερωτευμένα μάτια μια γυναίκας. Πουθενά.
Το αγόρι κουράστηκε, απογοητεύθηκε, σταμάτησε να ψάχνει. Ήταν όμως πολύ λυπημένο. Σκέφτηκε τότε ότι αν έγγραφε τον πόνο του, θα ένοιωθε καλύτερα. Πήγε και έκοψε από το τετράδιό του, ένα κομμάτι άσπρο χαρτί. Πήρε και το μολύβι.
Και τότε Θεέ μου ! έγινε το θαύμα. Το άσπρο χαρτί άρχισε να φουσκώνει ώσπου έγινε το πανί μιας βάρκας. Και αρμένιζε! Μαζί του αρμένιζε το αγόρι με φουσκωμένο το άσπρο του πουκάμισο. Και ο άνεμος να φυσάει…….. Τότε, το αγόρι κατάλαβε. Ένοιωσε. Είδε. Κάθε φορά που θάθελε να βρει τον άνεμο, θα τον συναντούσε σε μια κόλα άσπρο χαρτί. Θα ακουμπούσε πάνω της, τη χαρά, τη λύπη, τον πόνο, την ψυχή, την καρδιά. Το πουκάμισό του το άσπρο. Τότε, ο άνεμος θα έφτανε «δυνατός», «έντονος», «τρυφερός» , θα σκόρπιζε σ’ όλη τη γη και θα αρμένιζε το αγόρι, σ’ όλες τις θάλασσες του κόσμου. Σ’ όλης της γης της θάλασσες.
Ευτυχισμένο το αγόρι, έγειρε, έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε. ! Κοιμήθηκε και ονειρεύτηκε. Είδε όνειρο παράξενο. Τα εικοσιτέσσερα γράμματα της αλφαβήτας είχαν ζωή και πάλευαν αναμετάξυ τους για το ποια θα είναι οι αρχηγοί. Ένα αγώνα βίαιο δίχως τελειωμό μιας κανένα τους δεν έδειχνε νάχει το πάνω χέρι.
Τότε ο άνεμος , που έστεκε λίγο πιο κάτω παρατηρητής απλός φύσηξε στα ανάκατα μαλλιά του αγοριού προτρέποντας το εκείνο να διαλέξει τα γράμματα για αρχηγούς που αξίζουν , αλλιώς εκείνη η μάχη δεν θα τελείωνε ποτέ. ‘Επρεπε όμως το αγόρι να διαλέξει εκείνα που ήταν ικανά ελπίδα και έμπνευση να δώσουν. Το αγόρι χαμογέλασε και δίχως να σκεφτεί διάλεξε μονάχα δύο. Το Ζ και το Ω . Τα πρόσταξε να ενωθούν να γίνουν λέξη , ύστερα ξύπνησε και βάλθηκε να φτιάχνει άσπρα πουκάμισα για όποιον δεν είχε για να μπορεί να αρμενίζει σαν θάρχεται ο άνεμος.
Αντώνης Μοσχούτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου