Ήρθες πάλι στον ύπνο μου, να μου πεις όσα δεν τολμούσα να ρωτήσω, ήρθες πάλι, μιλώντας μου για όσα δεν τόλμησα να ζήσω.
“...Αν ποτέ θελήσεις το όνειρό σου να ζήσεις, μάθε ότι πρέπει, πρώτα να το διεκδικήσεις, να ματώνεις στο δρόμο του, να κοιμάσαι με αυτό, κι όταν ξυπνάς, να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και να το βλέπεις ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου, τα μάτια σου να λάμπουν στη σκέψη του, κι ας ξέρεις πως ζητάει πολλά. Αν οπισθοχωρήσεις, θα σε βρει, δε μπορείς να του κρυφτείς, στον ύπνο σου θα έρχεται, να σου λέει πως το έχεις προδώσει, όταν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, σαν σκόνη θα το βλέπεις στο πρόσωπό σου, τα μάτια σου θα δακρύζουν στη σκέψη του, γιατί θα ξέρεις πως υποχώρησες, στο δρόμο του εσύ δεν προχώρησες, πως είσαι ο μοναδικός υπεύθυνος για τη στασιμότητά σου...
...Μπορείς απλά να αιωρείσαι στο κενό ή να μάθεις να πετάς, να ορίζεις την πτήση σου, να μετριάζεις τις επιπτώσεις της πτώσης σου ή να διεκδικήσεις την άνοδό σου, στο χέρι σου είναι όλα και στα νοητά φτερά σου...
Μην επηρεάζεσαι από ανθρώπους που ξέρουν μόνο να κρίνουν, ούτε απ' αυτούς που φοβούνται τα παραμύθια, ζήσε σαν παιδί την κάθε σου μέρα, με τις ίδιες απορίες και την ίδια δίψα για ζωή, ζήσε χαρούμενος, κι ας κλαις όλη μέρα, ζήσε χαρούμενος, κι ας πονάς. Τα όνειρα, όπως και τα παραμύθια, ανήκουν στις παιδικές καρδιές.
Μπορείς να κρυφτείς για πάντα σε μια αγκαλιά, ή να γίνεις ταξιδευτής, τα πάντα βρίσκονται εκεί έξω, μα το ταξίδι αρχίζει, βγαίνοντας από το σπίτι, όχι μέσα σε αυτό.
Μπορείς να φοβηθείς τα χρώματα ή να μάθεις να ζωγραφίζεις, να κρυφτείς απ' τη βροχή ή να της δοθείς με όλη σου την ψυχή.
Μπορεί σε κάθε πτήση σου, να γνωρίζεις και την πτώση σου, να ηττηθείς σε όλους τους αγώνες σου. Να περπατήσεις χίλιους λασπωμένους δρόμους, να λερώνεσαι στο άγγιγμά τους. Μα σκέψου το καλά, έχουμε κι άλλες αισθήσεις εκτός της όρασης, αν κλείσεις τα μάτια σου, θα αισθανθείς την υγρασία, θα ακούσεις την κάθε στάλα, θα μυρίσεις τη βροχή, την κάθε σταγόνα με λαχτάρα υποδέχεται η γη.
Έχουν και τα χρώματά τη δική τους φωνή, το κόκκινο σου φωνάζει αγάπησέ με, όλα έχουν κάτι να σου πουν. Περπάτησε με τις αισθήσεις σου, ζήσε την κάθε σου στιγμή ως μοναδική, στην ανάγκη εξόρισε την πραγματικότητα, γίνε ταξιδευτής, ζήσε, περπάτησε ή πέταξε, νίκησε ή χάσε, γέλασε ή κλάψε, είναι ατέλειωτος ο δρόμος, χρειάζεται πολλές θυσίες, κάθε φορά που πέφτεις, δύο να σηκώνεσαι, αν ποτέ θελήσεις, το όνειρό σου να ζήσεις, άπλωσε τα χέρια σου, άνοιξε την καρδιά σου σ' ένα παραμύθι, κοίταξε στα μάτια όλους τους δράκους, θα βρεθούν στη διαδρομή οι φίλοι, κάποιοι θα σου σταθούν και άλλοι θα φύγουν, αξίζουν την προσοχή σου όσοι μείνουν, στα σταυροδρόμια της ζωής σου, θα σου δείχνω τη σωστή πορεία, θα σου λύνω κάθε απορία, αν μου δώσεις τώρα το χέρι σου, αν με εμπιστευτείς, θα σου δείξω πως μπορείς να είσαι νικητής, μα πρέπει να βρεις τη δύναμη, να γίνεις του ανέμου ο γητευτής...”.
Ήρθες πάλι στον ύπνο μου, να μου πεις όσα δεν τολμούσα να ρωτήσω,ξύπνησα με δάκρυα στα μάτια, μου θύμισες πως είχα τόσα πολλά να κάνω, αναστάτωσες τη βόλεψή μου κι αυτή επαναστάτησε, κατάλαβα πως έπρεπε το ταξίδι μου να αρχίσω, έξω και μακριά απ' αυτό το σπίτι, να περπατάω στο όραμα ένα βήμα τη φορά.
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, καθάρισα τα δάκρυά μου, τίναξα τη σκόνη από το πρόσωπό μου, ήξερα πλέον, βγαίνοντας απ' την πόρτα μύρισα το πρωινό, ήξερα πλέον πως το κάθε μικρό μου βήμα, είναι φυλαχτό στη διαδρομή, κι όσο προχωράω, μεγαλώνει η ελπίδα, κι όσο προχωράω, δυναμώνει το όνειρο, γλυκά με φυλακίζει, αυτός ο δρόμος είναι δικός μου, κι όταν κουράζομαι, μαξιλάρι γίνεται, η πίστη στο σκοπό μου, όταν κοιτάζω πίσω, σκεπτόμενος εκεί να γυρίσω, του παραμυθιού η μάγισσα, μου κλείνει το δρόμο, με τη φωνή της με διατάζει, μόνο μπροστά έχει αυτή η διαδρομή, σκύβω το κεφάλι και προχωράω, πότε πότε, ακούω κάποιες φωνές από πολύ μακριά, να μου λένε πως δε θα τα καταφέρω, μα δε με αγγίζουν, ξέρω πως δεν είμαι μόνος.
Kάπου κάπου, ψάχνω στον ορίζοντα να σε βρω, μα ο ήλιος με τυφλώνει όπου και να κοιτάξω, μέσα μου πρέπει να βρω τη δύναμη, να ψάξω την καρδιά μου, να αγκαλιάσω τα αποθέματά της, κι όταν αδειάζει και λυγά, απ' την αρχή, με καινούργια ελπίδα να τη γεμίζω, όσο περπατώ, κι όσο ελπίζω, όσο έχω τη δύναμη να δακρύζω, να ονειρεύομαι και να γελάω, στα σίγουρα ξέρω πως προχωράω.
Και ήρθες πάλι εσύ, αυτή τη φορά δεν κοιμόμουν, απ' την προηγούμενη φορά, είσαι πολύ πιο όμορφη και ωραία μου ακούγονται τα λόγια σου, χρειαζόμουν την επιβράβευσή σου, να μου πεις πως είσαι περήφανη για μένα, πως μ' αγαπάς, δίπλα μου θα είσαι, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Σημείωμα μου έδωσες, να το ανοίξω είπες, ένα χρόνο μετά. Πέρασε ο καιρός, δε σε είδα όλο αυτό το διάστημα, έψαξα στις αποσκευές μου, βρήκα το γράμμα σου, κράτησα το λόγο μου, ένα χρόνο μετά το άνοιξα, στις λίγες γραμμές του, μου ζήτησες να σκεφτώ, αν άξιζε τον κόπο η διαδρομή μου μέχρι τώρα, αν προτίθεμαι να συνεχίσω, αν ακόμη ποθώ τον ίδιο σκοπό.
“...δε μπορούσα πραγματικά να σε διδάξω, να γίνεις ο γητευτής του ανέμου, αθώο σου είπα ψέμα, σε κανένα σταυροδρόμι, δε σου έδειξα που να πας, τα πάντα ήταν οι δικές σου επιλογές, εσύ επέλεγες κάθε φορά να είσαι νικητής ή ηττημένος, σε ότι αποφάσιζες, ο δρόμος δημιουργούσε την εκδοχή που σκεφτόσουν, τα πάντα ήταν μέσα σου, κράτησε καλά όσα έμαθες μέχρι τώρα, συνέχισε έτσι να ξέρεις πως είμαι δίπλα σου, θα σ' αγαπώ όσα χρόνια κι αν περάσουν, είμαι περήφανη για σένα, αν και μπορεί ήδη να το γνωρίζεις.”
Λύγισα απ' τη χαρά μου, είμαι τυχερός, έχεις ομορφύνει τόσο πολύ το ταξίδι μου, χαρούμενος στέκομαι κάτω απ' τον καυτό ήλιο, κοιτάζω κατάματα το χρυσό δίσκο του, πάλι με τυφλώνει αλλά όχι όπως παλιά, με διαπερνάει, φορτίζει την ψυχή μου, οι ακτίνες του περνούν από μέσα μου, λάμπω ολόκληρος, δέσμες φωτός με ενώνουν με τη γη, φωνάζω με όλη μου τη δύναμη, αιωρούμαι λίγα εκατοστά πιο ψηλά από εκεί που στεκόμουν πριν, με στροβιλίζει δυνατά ένα κύμα αέρα.
Tο τοπίο αλλάζει, μια απέραντη πεδιάδα απλώνεται μπροστά μου, σε βλέπω ξανά, κράτησες το λόγο σου, ένα χρόνο μετά, μεγαλόπρεπη στέκεσαι μπροστά μου, στο διάφανο φόρεμά σου, μπόρεσα να διακρίνω τη ζωή, τη διάθεσή σου να βοηθήσεις, ζωγράφισες το λευκό μου χάρτη, με ρυάκια, πεδιάδες και βουνά.
Με αγκάλιασες τόσο σφιχτά, που πίστεψα ότι δε θα άντεχα, στο άγγιγμά σου γεύτηκα τη στοργή, μονολογώντας σου είπα, μου έχει λείψει η θαλπωρή, χρειάζομαι ξεκούραση, για λίγο να μην είμαι δυνατός.
Με πήρες μαζί σου, του παλατιού σου φιλοξενούμενος, για μια νύχτα είπες, ξεκουράσου, κοιμήσου στα πόδια μου αν θες. Αποκαμωμένος γύρισα το κεφάλι μου, ένιωσα τη μεταξένια σου υφή, η ζέστη σου κατέκλυσε το σώμα και το μυαλό μου, τύλιξα τα χέρια μου στη μέση σου, ένιωσα τα δάχτυλά σου στα μαλλιά μου, η ανάσα σου εισχωρούσε στην καρδιά μου.
“...ξεκουράσου, είναι αργά, ξημερώνει μια καινούργια ημέρα, σε περιμένει μεγάλο ταξίδι το πρωί, άφησέ με να σου γιατρέψω όλες τις πληγές.”
Ξημέρωσε πάλι, ανανεωμένος ξεκινάω, χωρίς αποσκευές αυτή τη φορά, εμπιστεύομαι τα λόγια σου, είπες θα έχω ότι ζητήσω, πως ήδη ζω, όσα δεν τολμούσα πριν να ζήσω.
Αλέξανδρος Β.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ http://homouniversalisgr.blogspot.gr/2014/02/1.html
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Β. "Ταξίδι στο όνειρο (διαδρομή) {1}"
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://stixopoiimatakaikeimena.blogspot.gr/
Καλημέρα και καλό μήνα, σας ευχαριστώ πολύ, είναι πολύ ωραίο !!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Αλέξανδρε να είσαι καλά :)
Διαγραφή