Φοβήθηκα
Στη γυναίκα που φοβήθηκε
Όταν έμεινα μαζί του,
Έμεινα μονάχη
«Μη μιλάς!», μου έλεγε
«Μη μιλάς!», μου φώναζε
Κι έσκαγα
Πώς να πάψεις να μιλάς;
Πώς τη γλώσσα σου να δέσεις;
Τα φωνήεντα πώς να τα σβήσεις;
Να λιώσεις σαν κερί το σ και το ρο;
Με πόναγε η ανάσα
Με έκαιγε η αναπνοή
Ρουφούσα τον αέρα γουλιά-γουλιά
Κατάπινα την ψυχή μου
Κι οι λέξεις βυθίζονταν η μια μετά την άλλη στη σιωπή
Στη μαύρη άβυσσο του νου
Με τα παράθυρα κλειστά και τραβηγμένες τις κουρτίνες
Κατάπινε τη ζωή μου
Κι εγώ σιωπούσα
Έμεινα μαζί του και
σταμάτησα να μιλάω
Έμεινα μαζί του και
άρχισα να φοβάμαι
Άρχισα να φοβάμαι
σταμάτησα να μιλάω
και ήμουνα μονάχη,
όταν έμενα μαζί του
Σταμάτησα να μιλάω
κι άρχισα να κλαίω
να κλαίω, να κλαίω,
να κλαίω, να κλαίω
«Μα τι κλαις;»
με ρώτησε ο καθρέφτης.
«Είσαι η ομορφότερη!»
Μου το ’χε πει.
Το ’χα ξεχάσει.
«Μα τι κλαις;
Είσαι η καλύτερη!»
Μου το ’χε πει.
Το ’χα ξεχάσει.
«Μην κλαις!
Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω πολύ!»,
μου ’πε, μα το ’χα ξεχάσει.
Του χαμογέλασα.
Τον πήρα αγκαλιά.
Άνοιξα την πόρτα
κι έφυγα.
Δεν ήμουν μονάχη.
Από την ανέκδοτη συλλογή με ποιήματα και διηγήματα της Σοφίας Δ. Νινιού «Απουσίες και Πορτραίτα»
Ποίημα και φωτογραφία Σοφία Δ. Νινιού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου