Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ - ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Το εκκρεμές του χρόνου
Αχ και να μπορούσα,
των ματιών μου
να σου χάριζα τις χάντρες,
κορυδαλλών φτερά και λεμονάνθη,
ώστε να δεις αυτό που είδα,
καθώς ταξίδευα
την ώρα του αποχωρισμού,
μέσα στα δικά σου μάτια.
Ο αέρας φυσούσε δυνατά,
τα δένδρα φυλλορροούσαν
πάνω στο πρόσωπό μας.
Εσύ το φως κι εγώ η φωτιά.
Η βροχή
έβγαζε μέσα απ’ τα σπλάχνα της,
ένα μουγκρητό πόνου και θλίψης,
ράπισμα στις ωραίες στιγμές,
πληγώνοντας μανιασμένα
τα φιλιά της ακρογιαλιάς.
Το κλάμα των νυχτολούλουδων
έπαιζε με την αναπνοή του αέρα
κι ο χρόνος της νύχτας
μας εγκαλούσε στο χθες.
Ω! Κόκκινη θλίψη,
αιμάτινη δαχτυλιά
σε σπασμένο καθρέπτη.
Εσύ το φως κι εγώ η φωτιά.
Οι αργυρές κλωστές που κρέμονταν
απ’ το χλομό πρόσωπο του φεγγαριού
αλλά και των αστεριών το σπαρτάρισμα,
περιγράφανε την ομορφιά του χθες.
Το θάμπος που έβγαζε
το τρεχούμενο νερό του ποταμού,
πότιζε με φαρμάκι τα διψασμένα χείλη
που μέχρι τότε δρόσιζαν,
με στοίχους αέρινους,
τις φλόγες της αγάπη μας.
Εσύ Αιγόκερος κι εγώ Υδροχόος,
παίξαμε, τραγουδήσαμε
μ’ όλη μας τη δύναμη κι ορμή
κάτω απ’ των αστεριών το χορό,
μέχρι που την αρμονία του σκοταδιού
χάλασε το εκκρεμές του χωροχρόνου.
Ω! Κόκκινη θλίψη,
αιμάτινη δαχτυλιά
σε σπασμένο καθρέπτη.
Εσύ το φως
κι εγώ η φωτιά.
Η ευθεία δεν είναι πάντα
ο καταλληλότερος δρόμος
στρίψε προς τα εκεί που χτυπάει
περισσότερο η καρδιά σου.

                    💠💠💠💠

 ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ ΑΣΠΙΔΑ ΚΑΙ ΔΟΡΥ

Σκουπίζει τα δάκρυα απ’ τα μάτια της και δαγκώνει το σεντόνι για να πνίξει τους λυγμούς της. Δε μπορεί να υπάρχει τόση ομορφιά γύρω της και η ίδια να μην είναι μέρος της. Στροβιλίζεται στο κενό και δεν έχει από πουθενά να κρατηθεί. Έστω να ξεχαστεί. Της ξεφεύγει ένας αναστεναγμός. Σκάει. Τα πνευμόνια της άδειασαν απ’ το οξυγόνο και δε λένε να γεμίσουν. Θέλει να ουρλιάξει μα είναι ένας κόμπος σκαλωμένος στο λαιμό της που δεν την αφήνει. Το σαράκι της ανησυχίας έχει χτίσει φωλιά μέσα της. «Κι αν είσαι καλέ μου ιδρωμένος; Πρέπει να φορτωθώ την αμαρτία της πόρνης που εγέρθηκε τόσο ξαφνικά στο κορμί μου και να σε δροσίσω. Μαζί θα περπατήσουμε στ’ αστέρια εκεί που μεσουρανεί το φως του ήλιου παίζοντας με το σκοτάδι της νύχτας και της ματωμένης Σελήνης, Εκεί ανάμεσα στ’ αφρισμένα σύννεφα που μεταλλάσσονται και χωρίς βάρος κυνηγιούνται μεταξύ τους, αλλού χαρίζοντας ζωή και αλλού σπέρνοντας θάνατο. Κι αν είσαι καλέ μου κοιμισμένος; Πρέπει να κλέψω τη λάμψη απ’ την τελευταία προς τον ήλιο ματιά του Σταυρωμένου Θεού και να σε ξυπνήσω. Πρέπει, το πρέπει αυτό της ανακωχής των θεών με τον άνθρωπο, των ανθρώπων με το ζώο, των ζώων με το φυτό, των φυτών με την πέτρα, να φιλιώσει. Κι αν είσαι καλέ μου προβληματισμένος; Πρέπει να θάψω τις ασκητικές σκιές του αισθησιασμού σου και να σε βοηθήσω, να σε ηρεμήσω, μεταφέροντας στο ίδιο βάθρο το τραγούδι της κουκουβάγιας και το κελάδημα του αηδονιού, το ίδιο δάκρυ για τη μαραμένη μαργαρίτα και τα γαϊδουράγκαθα, τον ίδιο θαυμασμό για τον Μπίλια και τον φτερωτό κόκκο της ερήμου». «Η ζωή χωρίς εσένα γίνεται μια αδύναμη δικαιολογία και χάνει τη λάμψη της. Το λευκό φως της, αρμόζει στην αρρώστια, στον προθάλαμο του θανάτου, σ’ ένα λευκό κελί τρομοκρατών. Ακόμα και η σιωπή ξερνάει τον εαυτό της και φτερουγίζει συλλογισμένη στην άβυσσο της αθανασίας των ουρανών. Τα χρώματα σαν τις ιέρειες της ντροπής ασελγούν ξετσίπωτα και μεταλλάσσονται και συγκεντρώνονται και τεμαχίζονται σαν τα πορτοκαλί σύννεφα που αποδεκατίζονται απ’ τον βουερό άνεμο ανακατευθυνόμενα προς τα τέσσερα σημεία του γαλάζιου ορίζοντα. Οι δείκτες του ρολογιού βαλτωμένοι στο μηδέν με θαυμαστή δεξιοτεχνία δεν αφήνουν ούτε τον κούκο να κελαηδήσει. Κρύβεται κι αυτός στη φωλιά του σαν όλα τα ζώα γιατί μόνο εκεί αισθάνεται ασφαλής. Και τα φιντέλια, ταυτίζονται, μοιρολογούν, κλαίνε κι αυτά, βγάζοντας δροσουλήτες αέρινους, οραματικούς, πάνω στις βουνοκορφές, γύρω απ’ το κάστρο που κάποτε οι ιππότες της τιμής εχθρεύονταν και πολεμούσαν την καταραμένη λεγεώνα των ξένων». Πρέπει να σταματήσει τις φαντασιοπληξίες της, ν’ αποκτήσει την αυτοκυριαρχία της και να βάλει τις σκέψεις της στη σειρά τους. Συγκλονίστηκε απ’ την ώρα που τον πρωτοείδε στο όνειρό της. Δε γνώριζε ποιος ήταν, πώς τον λένε, από πού ήρθε και τι ήθελε. Αμέσως σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να τον ενοχλήσει, να τον ταράξει. Της έκανε εντύπωση η λεπτότητα των κινήσεών του, ανάμεσα στις φυλλωσιές. Της άρεσαν τα μάτια του, τα ταξιδιάρικα δάκτυλά του και κατόπιν η ορχηστική φωνή και τα μελωδικά λόγια του. Δε θέλει να βλέπει τίποτα άλλο, ούτε ν’ ακούει. Αφουγκράζεται βουτηγμένη στο έρωτα μόνο ό,τι είχε σχέση με αυτόν, με τη νουβέλα της ζωής της και σπαρταράει χορεύοντας πυρρίχιους χορούς κρατώντας ασπίδα και δόρυ και φορώντας περικεφαλαία ανάμεσα σε μεθυσμένες φλόγες.
                    💠💠💠💠

Λυπάμαι Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ για ό,τι σου ’χω κάνει, αφού ήμουν η αιτία να σου ραγίσει η καρδιά. Είναι προφανές πως τώρα έχω μετανιώσει αλλά και πως εσύ είσαι καλά, αφού είσαι όρθια, μ’ έχεις ξεπεράσει ορθώνοντας ανάμεσά μας, με τη σιωπή σου, έναν αδιαπέραστο τοίχο. Η μνήμη μου έχει σταματήσει και δε μπορώ να θυμηθώ τίποτα άλλο, παρά μόνο τις ωραίες εκείνες διαδρομές, καθώς βαδίζαμε, χέρι χέρι, στα μονοπάτια του κόσμου. Πόσες φορές δεν έχω αναρωτηθεί, αν θα ’θελες να με ξανακούσεις, να μου δώσεις μια ακόμη ευκαιρία να σου ζητήσω: «Συγνώμη!» Πόσο θα ‘θελα, να τα ξεπεράσουμε όλα, ώστε να ξαναζήσουμε εκείνα τ’ ανεπανάληπτα πρωινά και τα κόκκινα ηλιοβασιλέματα. Κι όταν κτυπάει το τηλέφωνό μου, οι κτύποι της καρδιάς μου ακούγονται πιο δυνατοί, ο νους μου λαχταρά να ’σαι σύ στη γραμμή με τη ζεστή σιγανή φωνή, που ξεκινούσε πάντα με το: «Σ’ αγαπώ», και μηδένιζε την όποια απόσταση μας χώριζε. Τώρα πια, όμως ποτέ, δεν είσαι σύ. Κι εγώ σε καλώ, χιλιάδες φορές το έχω κάνει, γιατί θέλω να σου πω: «Εγώ φταίω που γκρεμίστηκε ο μαγικός κόσμος μας». Αλλά το τηλέφωνό σου έχει πλέον σιωπήσει. Πόσο θα ’θελα, τουλάχιστον για μια φορά, να σηκώσεις το ακουστικό, να μ’ ακούσεις να σου λέω: «Σ’ αγαπώ», κι ακόμα: «Τι κρίμα, έγινε αυτό που φοβόμασταν. Όλη η μαγεία έμεινε στο χθες. Ξεμείναμε αγάπη μου από διαδρομές κι απομείναμε ν’ αγναντεύουμε, ένα κομμάτι χθεσινού ουρανού από ξεθωριασμένες ακρογιαλιές σε λευκές θάλασσες». Αλλά το τηλέφωνό σου έχει πλέον σιωπήσει και η αγάπη όταν γίνεται σιωπή, γίνεται η πιο δυνατή κραυγή και σαν όλες τις κραυγές, σκοτώνει…. «Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ».
Μανώλης Κατσούλης







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου