Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ - ΟΚΤΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

The Weight Of Time  by Julie De Waroquie

ΟΙΚΤΡΟΤΗΣ

Τι ασταμάτητα,
τι επίμονα δουλεύουν τα ρολόγια,
στους τοίχους των θαλάμων μας!
Επί ώρες ολόκληρες,
τις νύκτες τις μακρυνές,
στις απουσίες μας,
τι μονότονα που ηχεί η θρηνωδία τους,
και – ακοίτακτα – πόσο σκληρά δουλεύουν ολομόναχα,
για μια μας, μόνο και μόνο - κάποτε - ματιά,
να λύσουν την βαρυεστημένη μας απορία
«μα, τι ώρα είναι;».
Ταγμένα στον άχαρο αγώνα τους,
του κόσμου τα δουλάκια,
σκονισμένα, δουλεύουνε στο κάτεργο,
ούτε με περηφάνεια
μα κι ούτε καν για ένα κάποιο
«τοῖς κείνων ρήμασι» καθήκον.
Απλώς από την ανάγκη σπρωγμένα
κτυπούν
ώσπου το Ελατήριο να σπάσει.

                     🍁     🍁

ΞΥΠΝΗΜΑ

Κοίτα, η ομίχλη - αριστερά - τι όμορφα που φαίνεται.
Τι απλωσιά! Τι γαλήνη! Σαν θολό ήρεμο Όνειρο!
Ακόμα ο Ήλιος δεν εκοκκίνισε.
μα, κάπως το νοιώθεις πως σε καμμιά ώρα ο Ήλιος θα ανατείλει.
Τι ησυχία, Θεέ μου!
Τι απέραντα τα λιβάδια τριγύρω!
Για σήμερα - προς το παρόν - δεν έχουμε τίποτε στο πρόγραμμα,
μόνο κανα’ δυο τηλεφωνήματα,
και μετά θα τρέξω λίγο στο πίσω μονοπάτι.
Α, ναι, και πρέπει να προσέξω ν’ ακούσω τους γερανούς,
που τέτοια εποχή πάντοτε περνούν
πετώντας – ψηλά ψηλά – για τα βόρεια.
Τι δύναμη, τι ορμή που νοιώθω μέσα μου!
Τι ανέμελη χαρά που σκορπίζει το ασκότιστο μυαλό!
Βλέπεις με τον Ήλιο – ακόμα – κάτω από τον ορίζοντα,
μιας και η παράσταση της Ζωής δεν έχει ακόμα αρχίσει,
το Όνειρο ακόμα διαρκεί, και επιμένει, και μαγεύει.
Αχ, η παράσταση της Ημέρας να μην ετάραζε
την γαλήνη της Στιγμής,
που ακόμα στην ομίχλη παραμένει τυλιγμένη.

                          🍁     🍁

ΠΑΡΑΤΑΣΗ

Αχ, Θε μου, πόσες τρύπες αμέτρητες έχει το πιθάρι των Δαναΐδων!
Κι εμείς, παρ’ όλο που τόσο καλά το πλήθος τους το ξέρουμε,
καθώς και το ότι κάποια τρύπα του θα γίνει - κάποτε - η Κερκόπορτά μας,
εν τούτοις, απεγνωσμένα τρέχουμε όσες τρύπες μπορούμε να βουλώσουμε
με εμβόλια και χάπια, με γιατροσόφια κι επεμβάσεις,
με λίβανο, με τάματα και κλύσματα ιαματικά,
ελπίζοντας πως με μερεμέτια στο πιθάρι μας,
κάποια σταλιά απ’ το Νερό τ’ Αθάνατο
θ΄αποσώσουμε για το κουφάρι μας,
κι έτσι σαν μάγκες
- κάπως - θα πετύχουμε
την ποθητή μας Παράταση.

                          🍁     🍁

ΑΧΡΗΣΤΕΥΣΗ

Νοιώθω αρκετά κουρασμένος.
Σήμερα, βλέπεις, όλη την μέρα έτρεχα.
Όχι για τίποτε το σημαντικό δηλαδή,
μα, να, για ένα σωρό αναγκαίες μικροϋποχρεώσεις
- άχαρες, μη σημαντικές, μα αναγκαίες λεπτομέρειες.
Ας ξαπλώσω λίγο να ξεκουραστώ
πριν πιάσω το βραδυνό διάβασμα.
Κοίτα, έξω άρχισε ήδη να σκοτεινιάζει.
Ναι, λίγο φως ακόμα έξω υπάρχει,
μα όχι αρκετό να διαβάσεις δίχως λάμπα,
αλλά, να, λίγο φως - λίγος χρόνος - υπάρχει.
Και τι ησυχία, Θεέ μου - ακόμα και τα πουλιά σταμάτησαν!
Αχ, πού πήγε κι αυτή η ημέρα;
Τι ωφελήθηκα την μέρα αυτή, που την αχρήστευσα
σε τόσες ασήμαντες προσπάθειες;
Σε τι ωφέλησα την Σκυταλοδρομία της Γνώσης;
Αχ, σήμερα, παρέμεινα - πάλι - στάσιμος,
στο ίδιο σκαλοπάτι ...

                          🍁     🍁

ΥΣΣΩΠΟ

«...καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι...»
Δαυίδ

Επιστρέφοντας από την μάχη με τον Λύκο,
ἐνοιωσε παντού τον ξένο ιδρώτα και τις γνωστές μυρωδιές
- στα δάχτυλα, στους ώμους, στο στήθος του.
Το μύριζε με απέχθεια το μίασμα.
Το γευόταν ακόμα.
Μπαίνοντας βιαστικά στο λουτρό για κάθαρση,
θυμήθηκε το «ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ» του Δαυἰδ,
και σκέφτηκε και κάτι για τους Φρύγες,
καθώς και για την ιεροτελεστία τους μετά από τις μάχες.
Κι αφού σε λίγο τελείωσε το «καί καθαρηθήσομαι»,
προσποιούμενος κάποια ικανοποίηση,
χαμογέλασε
- ή μάλλον ψευτοχαμογέλασε -
μιάς και ήξερε καλά πως το ύσσωπο μόνο το δέρμα καθαρίζει ...

                        🍁     🍁

ΑΝΑΤΟΛΗ

Τελειώνοντας το κεφάλαιο, άφησε το βαρύ βιβλίο
να γεἰρει στο ξαπλωμένο στἠθος του.
Κοιτάζοντας αμήχανα το ρολόι στον απέναντι τοίχο
-ήταν ήδη έξι παρά δέκα το πρωί -
έγειρε το κεφάλι του πλάι
- προς το παράθυρο -
να δει αν η ημέρα είχε ήδη αρχίσει,
και ανάμεσα από τα δέντρα του δάσους
είδε έναν κατακόκκινο Ήλιο να ξυπνάει.
Σκέφτηκε τον στίχο του Προφητάνακτα
«Ἀνατολή Ἀνατολῶν».
Γιατί άραγε το «Ἀνατολῶν»;
Μπορεί, ίσως, για το πόσες χιλιάδες ίδιες και απαράλλακτες
πέρασαν σαν κι αυτήν Ανατολές,
Ανατολές που τις είδαν από τότε μυριάδες ανθρώπων,
ανθρώπων τελείως διαφορετικών.
Ξαφνικά - ίσως λόγω των «μυριάδων» -
τού ‘ρθε στον νου ο Ξενοφώντας
- γέρος ήδη πλέον, μακρυά από τους Αθηναίους
σε εξορία στο κτήμα του στην Ήλιδα –
και τον φαντἀστηκε να κοιτάει από το παράθυρό του
μια τέτοια περίπου Ανατολή.
Μάλλον θα είχε γράψει ήδη την Κυροπαιδεία του,
και θα τελείωνε τα Ελληνικά,
όπου - ίσως - λόγω μιας τέτοιας Ανατολής,
έβαλε στην τελευταία του πρόταση
- με ένα, μάλλον, γλυκό χαμόγελο -
την διακαίουσα πρόσκλησή του:
«Τά δέ μετά ταῦτα ἲσως ἂλλῳ μελήσει [γράψαι]».
Αχ, Ελατήριο, κράτα λιγάκι ακόμα ...
  
                          🍁     🍁

OMNIA MEA MERCUM PORTO

- Κικέρων

Ιούνιος. Τελείωσε και ‘κείνη η φοιτητική χρονιά.
Έπρεπε, λοιπόν, το νοικιασμένο δωμάτιο,
ώς το φθινόπωρο που θα επέστρεφε,
σε άλλον να το παραδώσει,
και, για τα έξοδα, αλλού να τρέξει να βρει δουλειά.
Έτσι, αφού γέμισε το μπαουλάκι του – φίσκα – με ό,τι είχε
- βιβλία κυρίως, κάτι εσώρουχα, δύο υποκάμισα, κι ένα παλτό –
κάθισε πάνω του
ώστε – με το βάρος του – να το κάνει να κλείσει.
Και ‘κει καθισμένος ξεχάστηκε,
και σαν σε απολογισμό αναπόλησε,
εξέτασε την ζωή του,
τον ξενητεμό,
τα διπλώματα,
τις επιτυχίες του,
και τα σύγκρινε όλα τους με τα ελάχιστα υπάρχοντά του,
που όλα τους – μα όλα τους – χώραγαν στο μπαουλάκι
όπου πάνω τους τώρα ξαποσταίνοντας καθόταν.
Το ότι η στιγμή ήταν πράγματι συγκλονιστική
δεν του διέφυγε.
Το ένοιωσε και ρίγησε.
Μα, βλέπεις, του πήρε χρόνια και χρόνια
– μια ζωή ολόκληρη –
να καταλάβει το βαθύ νόημα του «κουβαλάω όλα τα υπάρχοντά μου».

                          🍁     🍁

ΔΙΔΑΧΗ

Ορισμένες βραδιές, καθώς γυρνάει στο κρεββάτι
από τη μια πλευρά - αμέριμνα - στην άλλη,
η μύτη του κάνει έναν θόρυβο,
κάπως σαν μπουρμπουλήθρες.
Αυτό βέβαια είναι μία τελείως ασήμαντη λεπτομέρεια.
Και όμως, αυτό πάντα του θυμίζει τον θόρυβο που έκαναν οι φούσκες,
όταν η μάνα του στην κουζίνα
- σε μια μεγάλη κατσαρόλα μέσα -
έπνιγε τα γατάκια, που γέναγε η ξένη γάτα στο πλυσταριό,
λέγοντάς του, μ’ ένα ύφος πονεμένης απολογίας:
«Μα τι να κάνω κι εγώ;
Αλλιώς, θα γεμίσει γάτες η γειτονιά».
Και καθώς η μάνα-γάτα πηγαινοερχόταν με αγωνία
πέρα-δώθε, έξω από το παραθύρι,
η μάνα του, δείχνοντάς του την μάνα-γάτα,
τον δίδασκε - πάνω στην αγριότητά της –
περί μητρικής στοργής, λέγοντάς του:
«Αχ, βλέπεις, παιδάκι μου, τι θα πει Μάνα!».

      🍁     🍁

Όλα αυτά τα ποιήματα είναι από την συλλογή  «Σταλαματιές Ζωής», που εκδόθηκε  το 2015 με τον οίκο Κουκούτσι.



Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1945, και μεγάλωσα σε ένα μικρό Ποντιακό χωριό –θα έλεγα. Το 1964, αποφοίτησα από το Αμερικανικό Κολλέγιο στο Ψυχικό, και στην συνέχεια εσπούδασα επί 8 χρόνια πρώτα Φυσική, και μετά Ηλεκτρολόγος Μηχανολόγος στο πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης. Στην καριέρα μου εργάστηκα στο ερευνητικό κέντρο των Bell Labs. Προς το ευ ζην διάβασα τους περισσότερους αρχαίους συγγραφείς, ασχολήθηκα σοβαρά με την ξυλογλυπτική και με το τσιμέντο, παρετήρησα βαθειά την φύση και τους ανθρώπους, και απ’ όλα αυτά απέσταξα ποιήματα που εξέδωσα στην Αθήνα.

Μπάμπης Κωνσταντινίδης

 



















1 σχόλιο:

  1. Δεν μπορώ να λάβω μέρος στη συζήτηση, γιατί δεν γνωρίζω τίποτα για το θέμα αυτό. Οι μορφωμένοι γονείς μας, τα ακριβά σχολεία, όλοι ντράπηκαν να μας πουν την αλήθεια για τη νεώτερη ιστορία μας.

    Είχα την ατυχία να διαβάσω ένα ποίημα κάποιου συμμαθητή μας. Εκεί ζωγραφίζει ο ποιητής μια τόσο έντονη εικόνα, που μ’ έβαλε σε σκέψεις, σκέψεις που δεν μπορώ πια να βγάλω απ’ το μυαλό μου, όσο κι αν προσπαθώ.

    Το ποίημα αυτό περιγράφει την Ελληνική τραγωδία πολύ πιο ζωντανά από τις λόγιες και μονόπλευρες διαλέξεις.

    Γιάννης Περδικάρης


    Μπάμπης Κωνσταντινίδης, “Σταλαγματιές ζωής”.

    ΣΚΟΥΠΙΔΙ

    Μου είπαν πως η δίκη της παιδούλας
    δεν κράτησε ούτε καν δέκα λεπτά.
    Για να μην φανεί στους συγχωριανούς της, που ήταν στο δωμάτιο
    –στον παπά, στον κυρ-πρόεδρο και στο χωροφύλακα–
    μπιτ για μπιτ αγράμματη (όπως όλοι τη φώναζαν)
    σαν τη ρώτησε ο στρατιωτικός δικαστής
    εάν “αυτοβούλως” βοήθησε τους αντάρτες,
    ντράπηκε να ρωτήσει τι πάει να πει η λέξη,
    και χαμηλόφωνα η καψερή ψιθύρισε ένα “ναι”.
    Κι έτσι, σ’ ένα τέταρτο μόλις της ώρας,
    την πέταξαν και αυτήν με τους άλλους μέσα στο λάκκο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή