Στο χωριό υπήρχαν δύο καφενεία. Το κάτω ήταν του Ακερμανίδη, του ψάλτη, που έκανε και τον ράπτη, αλλά εκεί τρώγανε οι πέντε χωροφύλακες που μας επιτηρούσαν, και έτσι, πολλοί το απέφευγαν. Η καρδιά του χωριού ήταν το πάνω καφενείο προς το βουνό –ο καφενές του Μπάρμπα Σταύρου. Οι πελάτες εκεί, πέραν από τον καφέ τους και την ρετσίνα τους, παίζαν, οι νεότεροι το τάβλι τους, και οι μεγαλύτεροι παίζαν το σκάκι τους, που το παίρναν πολύ στα σοβαρά. Τα βράδια δε, όταν σχόλαγαν οι εργάτες, ερχόταν ο Τσουχνικάς με τoν κεμεντζέ 1 του, και τότε η εργατιά άρχιζε πρώτα με το σιγανό χορό to “Τικ“ μέχρι να ζεσταθούν, και προς το τέλος πάντα ξέσπαγαν με το “Κότσαρι“.
Μιας και ο Μπάρμπα Σταύρος ήταν απλώς ένας ανοικτόκαρδος, καλοσυνάτος λεβεντόγερος, η ιστορία αυτή δεν είναι για τον ίδιο, αλλά για την νύφη του και τον γυιό του, τον Γιούρα, που έμοιαζε τού πατέρα του όσο ο χρυσός μοιάζει το κάρβουνο. Ο Γιούρας ήταν παράξενος, πολυλογάς, ανεύθυνος, αλλά περισσότερο, μάλλον θα έλεγα, αλλοπρόσαλλος. Οι Ποντιακές λέξεις σέφτελος, σαμάνκεφαλης, και κεβεζέας τον περιέγραφαν άριστα. Ήταν στιγμές, σαν τότε που όταν είχε καιρό -και αυτό συνέβαινε συχνά- και ερχόταν με την γαϊδούρα του και με το κάρο της, και έπαιζε με τις ώρες με μας τα παιδιά, που ήθελες να τον φιλήσεις. Μα ήταν και φορές, που ήθελες να τον σκοτώσεις. Το σπίτι του παππού μου, παρ’όλο που ίδρυσε ο ίδιος το χωριό μας στην Ελλάδα μαζεύοντας όσους επέζησαν από το ομώνυμο χωριό του Πόντου, τού το γκρέμισαν οι συγχωριανοί του στην Κατοχή, αλλά αυτό είναι ιστορία για άλλοτε. Τις καλολαξευμένες λοιπόν πέτρες αυτού του γρεμισμένου σπιτιού, ο πατέρας μου τις χρησιμοποίησε για να κτίσει το δικό μας σπίτι, και όσες πέτρες είχαν απομείνει τις πούλαγε εδώ κι’ εκεί για να βοηθήσει τα οικονομικά μας. Μια Κυριακή, λοιπόν πρωί, μας ξύπνησαν τα γκαρίσματα της γαϊδούρας του Γιούρα έξω από το σπίτι μας. Τρέχουμε όλοι έξω, και βλέπουμε τον Γιούρα να φορτώνει τις πέτρες από το ρημάδι του παππού μου στο κάρο του. Μια άλλη μόνο φορά –τότε που οι χωροφύλακες μας φάγαν την ηλεκτρική μας γεννήτρια- είχα ‘δει τον πατέρα μου τόσο εξαγριωμένο. Ώρμηξε λοιπόν, και έπιασε τον Γιούρα από το λαιμό, και με τους αντίχειρές του άρχισε να του στρίβει το λαρύγγι. Ώρμηξα, και εγώ στην μέση και φώναξα στον πατέρα μου δυνατά «Άστον, αφού τον ξέρεις ότ’ είναι σέφτελος 2 ». Ο πατέρας μου ακούγοντας το “σέφτελος“, κατάλαβε με ποιόν τα έβαλε. Έτσι, σταμάτησε και τον άφησε. Έκτοτε ο Γιούρας έγινε μεν φίλος μου, αλλά την λέξη σέφτελος δεν μου την συγχώρεσε ποτέ. Πράγματι λοιπόν, ο Γιούρας ήταν αλλοπρόσαλλος.
Ο Γιούρας και η γαϊδούρα του ήταν αχώριστοι. Την αγαπούσε σαν ερωμένη του. Όποτε στεκόταν δίπλα της, πάντα είχε το χέρι του γύρω από τον λαιμό της μέχρι την αμασχάλη του. Συνέχεια την προστάτευε σαν νά ‘ταν το μωρό του, την χάιδευε, την πασπάλαγε. Μιά φορά μάλιστα, της έβαψε τα χείλη κόκκινα με το κοκκινάδι που βάζουν οι κυρίες στις πόλεις. Ένας θεός μόνο ξέρει που άραγε εβρήκε τέτοιο πράγμα. Αλλά εν τούτοις, την βάραγε κι’όλας την κακομοίρα, και όχι με βέργα, αλλά με ένα ματσούκι, που πάντα βαστούσε και το στριφογύριζε –κύκλους και κύκλους- με μαεστρία στα δάκτυλα του. Το περίεργο ήταν ότι την βάραγε ξαφνικά. Ξαφνικά, δίχως λόγο –τουλάχιστον δίχως λόγο, που εμείς οι αμέτοχοι στην σχέση τους μπορέσαμε ποτέ μας να καταλάβουμε.
Μιά μέρα, ξαφνικά όλοι μας, ένας ένας μας με την σειρά του, κοκαλώσαμε με το που είδαμε τον Γιούρα, δίχως την γαϊδούρα του, να αργοπερπατάει χεράκι-χεράκι με μια ξένη και κάπως αλλόκοτη κοπελιά. Η κοπελιά, παρ’ όλο που το όνομά της, όπως μάθαμε αργότερα, ήταν Σουλτάνα, κάθε άλλο παρά σουλτάνα ήταν. Ήταν μαυριδερή, μικρόσωμη, πολύ αδύνατη, και έμοιαζε με κατσιβέλα. Αλλά, ποιος ξέρει, ίσως κάποιο νυκτοβότανο που θα είχε ραμμένο στην φούστα της, άρπαξε τον Γιούρα και τον σήκωσε -τον άλλαξε, τον ηρέμησε, τον μαλάκωσε. Το ματσούκι του ούτε εμείς το ξανάδαμε, ούτε η γαιδούρα του το ξανάνοιωσε στην ράχη της. Εν τούτοις, η νύφη, γιατί, αν και εμείς ποτέ δεν είδαμε τον γάμο τους, έτσι την φώναζε στο εξής ο πεθερός της, ο Μπάρμπα Σταύρος, ούτε ποτέ της χαμογέλασε, μα και ούτε και ποτέ της μίλησε σε κανέναν μας. Ακόμα και όταν την κοιτάζαμε κατάματα, για την ζυγιάσουμε, αυτή πάντα εκράταγε τα μάτια της κάτω και ανέκφραστα. Έτσι, όταν οι μεγάλοι πιάναν κουβέντα για την νύφη –μακρυά βέβαια απο το καφενείο- πάντοτε κατέληγαν στο ίδιο ερώτημα «Ντο βουδ καρήν γυναίκιασεν ο Γιούραν;» [Τι βόιδι σύζυγο παντρεύτηκε ο Γιούρας]. Το χειρότερο όμως ήταν που η πεθερά τής νύφης ακουγόταν συχνά να αναρωτιέται στις γειτώνισες, «Πως αείκον πράμα να φτάει τ’ εμόν το παιδίν;» [πως τέτοιο παράξενο πράγμα μπόρεσε να κάνη το δικό μου παιδί;]. Αλλά όπως και νά ‘χε το πράγμα, ο Μπάρμπα Σταύρος την έβαλε αμέσως να δουλέψει στο καφενείο, και αυτή έπαιρνε αμίλητη τις παραγγελίες, και αμίλητη τις σερβίριζε. Πάντως, όλοι συμφωνήσανε σε ένα πράγμα –για να καταλαβαίνει τις παραγγελίες, πρέπει η νύφη να μιλάει τα Ποντιακά.
Και, για δες, φίλε μου – όλα, ακόμα και τα πιο ταπεινά αγριολούλουδα, κάποτε ανθούνε, έστω και αν ανθούν για ένα τόσο βραχύ διάστημα... Ξαφνικά, όπως έδειξε το σχήμα “της κοιλίας ατής“, η Σουλτάνα άνθησε – χαμογέλασε, το πάτημά της ελάφρωσε, η φούστα της λίκνισε πέρα δώθε, και η αλλαγή της αυτή άλλαξε και τους ρυθμούς και την διάθεση του καφενείου. Ως και η πεθερά της αρχισε να της χαμογελάει.
Ακριβώς πάνω σε αυτήν την περίοδο αντάλλαξα και εγώ -παιδί γύρω στα επτά μου χρόνια- τις πρώτες μου κουβέντες μαζί της μέσω ενός περιστατικού που, ίσως του αφιερώνω εδώ περισσότερο χρόνο απ’ ότι χρειάζεται. Ήταν βράδυ θυμάμαι και μ’έστειλε η μάνα μου εκεί να αγοράσω ψωμί. Ο Μπάρμπα Σταύρος, έμπορας ως το κόκκαλο, πέραν από το καφενείο, έκανε και τον φούρναρη. Αλλά τον φούρνο τον είχε κτίσει στο πίσω μέρος του σπιτιού του. Έτσι, για να μην μπαινοβγαίνει ο κόσμος στον πίσω χώρο του σπιτιού του, έκτισε μπροστά με κάτι τούβλα ένα πρόχειρο τετράγωνο χαμηλόσκεπο πράγμα, που μόλις χώραγες να ‘μπεις μέσα, και που το ονόμασε “Πρατήριον Άρτου“, απ’ όπου, αφού το γέμιζε –και το ξαναγέμιζε κάθε τόσο- με τα λίγα καρβέλια που χώραγε μέσα του, έμπαινε ο κόσμος σκύβοντας, και αγόραζε το ψωμί του. Εκείνη όμως την βραδιά, μπαίνοντας μέσα, είδα την Σουλτάνα να κάθεται στο σκοτάδι μπροστά σε ένα τραπεζάκι ανάμεσα σε τρία καλάθια, με ένα μεγάλο κερί απέναντί της. Εγώ τα έχασα, αλλά με την παιδική μου περιέργεια την ρώτησα «Ντο φτας;» [Τι κάνεις;]. Εκείνη με καλοσύνη μου εξήγησε ότι ο Μπάρμπα Σταύρος θέλει να αρχίσει να πουλάει τώρα και αυγά, και έτσι χρειάζεται να έχει πολλές κότες. Αλλά το τι έκανε στα σκοτεινά με το κερί ακόμα δεν το κατάλαβα. Για να μου το εξηγήσει, με ρώτησε εάν εμείς έχουμε “κοσάρες“. Όταν της απάντησα ότι όλος ο κόσμος έχει κότες, βλέποντας την απορία μου να επιμένει στο πρόσωπό μου, με ρώτησε, εάν έχουμε “λέκτορα“. Μα όλα τα σπίτια, της είπα, έχουν ένα κόκκορα. Τότε, νοιώθοντας ότι κάτι βασικό έλειπε από την παιδεία μου, με ρώτησε σοβαρά πόσες κότες έχουμε. Όταν της είπα ότι έχουμε 17 κότες, μου εξήγησε, ότι όταν έχεις λίγες κότες, τότε ο κόκκορας προλαβαίνει, και τις “δροσίζει“ όλες, αλλά τώρα που ο Μπάρμπα Σταύρος θέλει να έχει εκατοντάδες κότες, πήγε στην πόλη και αγόρασε πάρα πολλά αυγά, και εκείνοι που πουλάνε πολλά αυγά, έχουν μεν πολλές κότες, αλλά μιας και σε ένα κοτέτσι δεν μπορείς να έχεις πάνω από έναν κόκκορα –γιατί αλλιώς σκοτώνονται αναμεταξύ τους μέχρι να μείνει ένας- αυτός ο ένας που απομένει δεν προλαβαίνει να τις δροσίσει όλες, και έτσι, πολλές μένουν “αδρόσιστες“, και τα αυγά αυτών δεν βγάζουνε πουλάκια. Λοιπόν, η Σουλτάνα ξεχώριζε τα γονομοποιημένα αυγά από το άλλα. Αφού λοιπόν το μισοκατάλαβα αυτό, τής ζήτησα να μου δείξη πως ξεχωρίζει τα αυγά. Και πράγματι, παίρνοντας αυγά από το ένα καλάθι, έβαζε το καθένα μπροστά και πολύ κοντά στο κερί, και στο φως που φώταγε το εσωτερικό του αυγού, σε αρκετά έβλεπες μια μικρή μαύρη κοκκίδα, που έδειχνε ότι το αυγό αυτό θα έβγαζε πουλάκι, αλλά σε άλλα η κοκκίδα έλειπε. Με άφησε να δοκιμάσω από μόνος μου, και εκεί στο σκοτεινό δωματιάκι, θέλοντας και μη τα δάκτυλά μας ακουμπούσαν, μα εκείνο που ακόμα και τώρα θυμάμαι είναι ότι όταν πλησιάζαμε τα πρόσωπά μας να κοιτάξουμε προσεκτικά το κάθε αυγό από κοντά, πότε πότε τα μάγουλα μας ακουμπούσαν, και η νέα εκείνη αίσθηση ήταν πολύ πιό διαφορετική απ’ όταν το μάγουλό μου ακούμπαγε το μάγουλο της γιαγιάς μου, ή της θείας μου Χατζάβας, ή και της μάνας μου.
Μετά από εκείνη λοιπόν την βραδιά, δεν έχανα πλέον ευκαιρία να βρεθώ κοντά στην Σουλτάνα, να μάθω για την ζωή της, που βασικά ήταν μια πολύ άχαρη και ταπεινή ζωή. Ήταν από τα Καϊλάρια, την πόλη της κεντρικής Μακεδονίας, που όχι μόνο είχε πάμπολλους Πόντιους, μα είχε Πόντιους και από όλα τα μέρη του Πόντου – από την Σινώπη στα Δυτικά έως τα Σούρμενα και τον Όφιν στα Ανατολικά. Τώρα τα Καϊλάρια τα λένε Πτολεμαίδα, και πριν από χρόνια ανεκηρύχθη το πλέον μολυσμένο μέρος της Ευρώπης λόγω του ηλεκτροπαραγωγικού εργοστασίου που καίει τον κακής ποιότητας λιγνήτη που βγάζει η περιοχή. Χρόνια αργότερα, όταν πήγα εκεί να βρω κάτι συγγενείς, χρησιμοποίησα την λέξη Καϊλάρια, και άρχισαν οι ντόπιοι να με φωνάζουν “Τουρκόσπορο“...
Η μάνα της λοιπόν, απ’ότι μού είπε η Σουλτάνα, ήταν “δική μας“ από την Ορντού του Πόντου, αλλά ο πατέρας της ήταν από την Αίγυπτο μεν, αλλά πολύ μαυριδερός και σγουρός, και από αυτόν πήρε κι αυτή την εμφάνιση της κατσιβέλας, αν και, χωρίς ποτές μου βέβαια να την ρωτήσω, μου είπε σοβαρά η ίδια -από μόνη της- ότι δεν ήταν κατσιβέλα. Με τον Γιούρα σμίξανε από προξενιό, που, όπως μου ξεκαθάρισε στα σοβαρά με υπερηφάνια, δεν το ξεκίνησαν οι δικοί της, αλλά τα πεθερικά της. Ο γάμος τους έγινε βιαστικά στα Καϊλάρια, και γι’αυτό κανείς μας στο χωριό δεν το πήρε χαμπάρι.
Πέρασαν λοιπόν οι μήνες, κι η Σουλτάνα, με τα λόγια του Κορνάρου, «Μιά θυγατέρα ήκαμε, πού ‘φεξε το παλάτι, κείνη την ώραν, που η μαμή στα χέρια την εκράτει». Τις μέρες που ακολούθησαν, δεν υπήρξε άτομο σ’ όλον τον τόπο που να μην πέρασε από το “παλάτι“ του Μπάρμπα Σταύρου, όχι μόνο για να θαυμάσει το “αγγελούδι“, μα και να το πάρει στα χέρια, να το παίξει, και σύμφωνα, με το πανάρχαιο έθιμο, να το πετάξει λίγο πάνω φωνάζοντας «ασκός 3», και πέφτοντας να το ξαναπιάσει φωνάζοντας «πέλεκυς3». Έτσι καθώς επερνούσε ο καιρός, ακόμα και αυτοί, που απορούσαν πως μπορεί ένα τόσο όμορφο μωρό να βγή απο μιά κατσιβέλα, σωπάσανε.
Το μωρό μεγάλωνε, και παρ’όλο που ήτανε μικρόσωμο σαν την μάνα του, όλο κι’ομόρφαινε. Σύντομα δε, την εβάπτισαν, και μιας και η μάνα του, φοβούμενη μην βγει το μωρό άσχημο σαν και αυτήν, τήν είχε τάξει στην πασίγνωστη Παναγία του Πόντου –στην Παναγία του Σουμελά- το βγάλανε Σουμέλα, και κανείς ποτέ χατίρι δεν της χαλνούσε. Όταν δε αργότερα, άρχισε το αγγελούδι να περπατάει και να τρέχει τριγύρω, πάντα έτρεχε σε ένα ντουλάπι, όπου η μάνα της πάντα εφύλαγε -για το αγγελούδι της- τις λεμονάδες γκαζόζες, που τότε μας είχαν πρωτοέρθει, και που όταν λιγόστευαν στο ντουλάπι, κανένας πελάτης του καφενείου δεν μπορούσε να αγοράσει ούτε μία γκαζόζα εάν η μάνα της Σουμέλας έκρινε ότι δεν ύπαρχουν αρκετές γκαζόζες για το αγγελούδι της. Κι’έτσι, όταν η μικρή έγινε τριών ετών, ήταν ήδη πασιφανές ότι η μικρή Σουμέλα ήταν σοβαρά εθισμένη στις γκαζόζες, μιας και δεν την έβλεπες ποτέ να περπατά δίχως να κρατά με τα δυο χεράκια της ένα μπουκάλι γκαζόζας.
Για αυτό που ακολούθησε, όσο και να προσπάθησα, δεν ευρήκα εισαγωγή ικανή να το περιγράψει. Τώρα, αν ήταν κάμωμα της Κλωθούς, ή της Λάχεσης ή της τρίτης μοίρας, της σκληρής Άτροπου, σημασία δεν έχει. Το αγγελούδι όμως, η Σουμέλα, σύντομα πέθανε φρικτό θάνατο. Αν και στο χωριό αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, όλες οι νυκοκυρές είχαν στην κουζίνα τους ένα μπουκαλάκι βενζίνης για να καθαρίζουν στα ρούχα τους τούς λεκέδες από λάδι και τα τοιαύτα. Αν και η Σουλτάνα πάνω στο μπουκαλάκι της βενζίνας είχε κολήσει ένα χαρτάκι που έλεγε «Βενζίνη», εν τούτοις το φύλαγε -απερίσκεπτα- στο ίδιο ντουλάπι του καφενείου μαζί με τις γκαζόζες, και το αγγελούδι το εξέλαβε για γκαζόζα, και το ήπιε.
Βέβαια το νέο έφτασε σε όλους μας ακαριαία, και όπως ακριβώς, όταν χαλνάς μια σφηγκοφωλιά, οι σφήγκες τρέχουν και πετάνε πέρα δώθε και όλος ο τόπος γεμίζει από κίνηση και από βουητό, έτσι και το χωριό κουνήθηκε και έτρεξε πέρα δώθε με τελική κατεύθυνση προς το καφενείο του Μπάρμπα Σταύρου. Όμως με το που μπήκα στο καφενείο, οι φωνές και οι στριγγλιές, που ακουγόντουσαν από μακρυά, στον νου μου εβουβάθηκαν από το θέαμα που αντίκρισα. Μπροστά σε μια καρέκλα τού καφενείου, πάνω σε μια βάση φταγμένη απο τέσσερα –στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο- ξύλινα κασώνια, που το καθένα ήταν για την μεταφορά 24 μπουκαλιών γκαζόζας, ήταν ένα μεγάλο χοντρό χάρτινο κουτί κομμένο στην μέση παράλληλα με την βάση του, που στο πλάι του έγραφε «Άλευρα δια Φούρνους». Στην καρέκλα λοιπόν, καθόταν η Σουλτάνα, με τα πόδια της ανοικτά, και ανάμεσα στα πόδια της, ήταν τα τέσσερα ξύλινα κασόνια, και επάνω τους το μάγαλο χάρτινο κουτί. Η Σουλτάνα, τελείως αγνώριστη, με τα μαλλιά της ανάκατα, τα μάτια της κόκκινα, και την μπλούζα της μισοκουμπωμένη, κοιτούσε μέσα στο χάρτινο κουτί, αλλά από την θέση που ήμουνα, μη βλέποντας το περιεχόμενο του κουτιού, η παιδική μου περιέργια, κεντρισμένη να ‘δεί το μέσα τού κουτιού, αγνόησε παντελώς τις κραυγές, τους λυγμούς, και τα λόγια της Σουλτάνας. Όπως όλοι οι μικροί, έτσι κι’ εγώ, προχώρησα ανάμεσα από τους μεγάλους, και με δίχως έγνοια για το τυπικό της περίστασης βρέθηκα κι’εγώ μπροστά στο χάρτινο κουτί. Στην αρχή νόμισα ότι μέσα ήταν μιά βρώμικη κούκλα, όμως σύντομα ανεγνώρισα μεν την μικρή Σουμέλα, αλλά αμέσως πρόσεξα το χρώμα του προσώπου της και των χεριών της. Ακόμα έβλεπες βέβαια εδώ και εκεί το γνώριμο κάτασπρο δέρμα του αγγελουδιού, αλλά τώρα το περισσότερο δέρμα που φαινότανε, ήταν γεμάτο από κατακόκκινους κύκλους. Προφανώς η βενζίνη έκαψε τα σωθικά της, και με κάποιο τρόπο απλώθηκε και έφτασε μέχρι όλο της το δέρμα. Το καψερό το αγγελούδι πρέπει να υπέφερε φρικτά.
Με την περιέργειά μου για το περιεχόμενο του κουτιού κορεσμένη πλέον, βάλθηκα να ‘δω το τι γινόταν τριγύρω, και με το στόμα μου μισάνοικτο και με τα μάτια μου διάπλατα ανοικτά, κοίταξα γύρω μου, και σαν σφουγγάρι ρούφηξα πρωτόβλεπτες για την ηλικία μου σκηνές –το κλάμα, τα πρόσωπα, τον πόνο, και την αγωνία όλων. Ξαφνικά, για πρώτη φορά πρόσεξα την Σουλτάνα, και άκουσα τις φωνές της, και προσπάθησα να καταλάβω τα λόγια της. Αλλά όπως κάποιος έχει δυσκολία να καταλάβει τα λόγια κάποιου τραγουδιού σε μια ξένη γλώσσα που μόλις την έμαθε, έτσι και εγώ απ’όσα έλεγε κλαίοντας και φωνάζοντας, μόνο μια λέξη εδώ και μιά λέξη εκεί εκαταλάβαινα. Αλλά όταν το κλάμα της σταμάτησε προς στιγμή, άκουσα καθαρά μιαν ολόκληρη φράση της «Κι’ όλοι νόμιζαν και με κορόιδευαν ότι δεν θα κάνω παιδί, κι’έκανα εσένα, ρίζα’μ, κι’όλοι με αγάπησαν, όχι για μένα, αλλά για σένα».
Οι Πόντιοι είχαμε μεν μοιρολόγια για καμμένες πόλεις και για χαμένες πατρίδες, αλλά μοιρολογίστρες για θανάτους δεν είχαμε. Αλλά όπως και στο παραμικρό χωριό εδώ, οταν γιορτάζει η εκκλησία του, οι οργανοπαίκτες βρίσκουν τρόπο να βρεθούν εκεί στο πανηγύρι, έτσι και εδώ, αυθημερόν παρουσιάστηκε από κάπου μια μοιρολογίστρα, και όταν ένοιωσε κάποια ύφεση στο κλάμα τής Σουλτάνας, μπήκε στην μέση, και άρχισε τα δικά της, με λόγια ειδικά για θάνατο παιδιού. Έλεγε, κι’έλεγε, αλλ’ απ’όσα είπε ένα μόνο δίστιχο συνεκράτησα «Πάνε και συ παιδάκι μου, με τ’άλλα τα παιδάκια, στου Παραδείσου την αυλή μαζεύουν λουλουδάκια». Κι αμέσως, για πρώτη φορά ένοιωσα το πόσο μεταδοτικό είναι το κλάμα, και το πόσο εύκολα, το πόσο αυτόματα, ο ένας το μεταδίδει στον άλλον, έως που να συμμετέχουν όλοι μαζί. Και τότε για πρώτη φορά πάλι, είδα και κάτι άλλο, που χρόνια αργότερα το συνάντησα και στην Σικελία και στην Ισπανία. Όταν η Σουλτάνα, έχανε τις δυνάμεις της, και έγερνε στο πλάι σαν να ήταν έτοιμη να λιποθυμίσει, η πεθερά της τής γέμιζε ένα ποτήρι νερό και την ανάγκαζε να το πιει, λέγοντάς της «Πιές, πιές, για να μπορέσεις να κλάψεις και άλλο». Τώρα βέβαια και στην ψυχολογία μαθαίνουμε το πόσο σπουδαίο είναι το να κλάψεις όσο μπορείς περισσότερο εκείνη την πρώτη μέρα. Αλλά η Σουλτάνα, σε λίγο κατέρρευσε, και καθώς ήταν και τόσο ελαφριά, την σήκωσαν, και εύκολα την μετέφεραν στο δώματιό της. Για τον Γιούρα εκείνη την ημέρα δεν θυμάμαι απολύτως τίποτε.
Την επομένη, την μέρα της κηδείας, η Σουλτάνα ήταν άλλος άνθρωπος. Ούτε έκλαψε, ούτε στρίγγλισε, μα ούτε και μίλησε. Τα μάτια της τα κράτησε χαμηλωμένα, και ανέκφραστα, όπως τότε που πρωτοήλθε. Το ίδιο ήταν και στην κηδεία. Ακόμα και στο «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, δώμε αδελφοί τη θανούση» καθώς και στο «Αιωνία η μνήμη», ούτε εδάκρυσε, ούτε καν αναστέναξε. Ο κόσμος όλος ανήσυχος, επερίμενε μια ξαφνική έκρηξη, και όταν δεν εσυνέβη ούτε αυτό, άρχισε ένας ψίθυρος που όλο και δυνάμωνε. Όλοι νόμισαν ότι κάτι έπαθε, ότι τρελλάθηκε. Σχόλασε η κηδεία, ο Γιούρας σήκωσε το μικρό, το ελάχιστο φέρετρο, που ο μαραγκός του χωριού, ο Καπασακάλης το σκάρωσε στην στιγμή, και αμέσως, ο Γιούρας με περισσότερο θεατρική επίδειξη παρά με ευλάβεια το φόρτωσε στο κάρο που έσερνε η γαϊδούρα του. Ο κόσμος ακολούθησε το κάρο, και καθ´όλην την πορεία κανείς ούτε καν πρόσεξε την Σουλτάνα, μιας και περπατούσε ανέκφραστη, σαν να μην υπήρχε.
Σε όλα τα μέρη του κόσμου, τα νεκροταφεία, ίσως λόγω κάποιας κοινής δοξασίας περί κάποιου καταχθονίου μιάσματος, είναι πάντοτε έξω από τα χωριά και τις πόλεις. Αλλά στον δικό μας τόπο, το νεκροταφείο επι πλέον χωριζόταν από το χωριό και με έναν χείμαρρο, που, πέραν από τις βαριές βροχές του χειμώνα, ήταν πάντα ξερός. Ο χείμαρρος λοιπόν αυτός ήταν πλατύς μεν, και οι όχθες του ήταν βαθιές και απόκρημνες, αλλά με τα χρόνια είχε σχηματισθεί ένα κάποιο μονοπάτι, που το ακολουθούσες για να περάσεις απέναντι. Αλλά όσο και καλό να ήταν το μονοπάτι, δεν ήταν αρκετά φαρδύ για να περάσει το κάρο. Έτσι λοιπόν ο Γιούρας, με ευκολία πήρε στα χέρια το φέρετρο από το κάρο, και πέρασε τον χείμαρρο ακουλουθούμενος απ´ όλο το χωριό.
Στο νεκροταφείο, ο Πολυδεύκης ο Σαϊτανίδης με το γυάλινο μάτι, ακόμα έσκαβε τον τάφο. Ο Πολυδεύκης, ψηλός, δυνατός, κι’ άριστος ποδοσφαιριστής, έχασε το μάτι του πριν από χρόνια κλαδεύοντας μια μουριά. Ένα κλαδί της μουριάς τού μπήκε βαθειά στο μάτι, και όταν τράβηξε το κλαδί έξω, το μάτι του βγήκε από την κόχη του μαζί με το κλαδί, και στην συνέχεια του έπεσε κάτω, και όταν ζαλισμένος και φοβισμένος πήδηξε από το δέντρο κάτω, το πάτησε και το έλιωσε, αν και βέβαια το μάτι, ούτως ή άλλως ήταν άχρηστο πλέον. Από αυτό βέβαια εβγήκαν στο χωριό ένα σωρό αστεία, αλλά ο δόλιος ήταν πράγματι για λύπηση, γιατί στο χάσμα του ματιού του μαζευόντουσαν μύγες, και γι’αυτό πάντα έδενε ένα διπλωμένο μεγάλο μαντήλι γύρω από το κεφάλι του για να καλύψη την άδεια κόχη του. Τελικά, ο Γκώνος, ένας Πόντιος γιατρός στην Αθήνα, τού βρήκε ένα γυάλινο μάτι, και με αυτό ο δόλιος σώθηκε και στην εμφάνισή του, αλλά και από τις μολύνσεις. Αλλά εν τούτοις, η σκόνη πάντα τον επείραζε, και όταν δούλευε αξίνα, πάντα είχε δίπλα του μια στάμνα με νερό, και κάθε τόσο έβγαζε το γυάλινό του μάτι, το έβαζε στην χούφτα του, έχυνε λίγο νερό από την στάμνα, ξέπλενε την σκόνη από το γιάλινο μάτι του, και το ξανάβαζε στην θέση του, αν και αυτό πάντοτε κοίταγε κάθε φορά προς διαφορετική κατεύθυνση.
Όταν λοιπόν ο κόσμος έφτασε στον τάφο, και είδανε τον Πολυδεύκη να πλένει το μάτι του, συμφωνήσανε όλοι ότι για τόσο μικρό παιδάκι το βάθος που είχε σκάψει ο Πολυδεύκης αρκούσε, και έτσι απεφάσισαν να αρχίσουν την ταφή. Φέρανε λοιπόν το μικρό φέρετρο μπροστά στον τάφο, και όταν ο παπάς τελείωσε την κηδεία, ο Γιούρας επήρε από το χέρι την Σουλτάνα και την έσυρε ανέκφραστη και αμίλητη μπροστά στον ρηχό τάφο, και αυτός πήδηξε μέσα, και κατέβασε με ευλάβεια, και τοποθέτησε το φέρετρο της μικρής Σουμέλας πάνω στο χώμα. Και τότε, ξαφνικά, εκείνο που όλοι φοβόντουσαν έγινε, αλλά όχι όπως όλοι το περίμεναν. Η Σουλτάνα ξαφνικά επήδηξε μέσα στον ρηχό τάφο, και αμέσως ακολούθησε μια απόλυτος σιγή, ενώ ο κόσμος περίμενε να ´δη το τι θα κάνη. Η Σουλτάνα όμως ούτε στρίγγλιξε, ούτε φώναξε, ούτε έκλαψε. Μόνο γονάτισε μέσα στον τάφο, και στην αρχή σιγά σιγά άρχισε να σιγανοψιθυρίζει κάτι, και μετά να σιγανοτραγουδάει ένα νανούρισμα. Εάν όλοι μας είχαμε νομίσει ότι περισσότερο μεταδοτικό και μαζικό κλάμα από αυτό που έγινε την προηγουμένη μέρα μπροστά στο χάρτινο φέρετρο πάνω στα κασόνια δεν ήταν δυνατόν να ξεπεραστεί, είχαμε όλοι λάθος. Το κλάμα όλων που ακολούθησε, δεν ήταν απλώς κλάμα, αλλά ήταν κλάμα με λυγμούς, και με αναφιλητά που συνετάραξε όλο το χωριό.
Ο παπάς έκανε αμέσως νόημα στον Γιούρα, και ο Γιούρας που ήταν τελείως απών την προηγούμενη μέρα, ξαφνικά έγινε ο πρωταγωνιστής της ημέρας. Πήδηξε μες τον ρηχό τάφο, σήκωσε την Σουλτάνα στα χέρια του, με την βοήθεια τού Πολυδεύκη ανέβηκε έξω από τον τάφο, και ο κόσμος αμέσως εχώρισε, αφήνοντας του χώρο να περάσει. Ο κόσμος παρέμεινε μεν γύρω εκεί, και ο Πολυδεύκης άρχισε το φτιάρισμα για να γεμίσει τον τάφο, και ο παπάς άρχισε να χύνει το λάδι πάνω στην σωρό τού αγγελουδιού, αλλά τα μάτια όλων ακολουθούσαν τον Γιούρα με την Σουλτάνα στα χέρια του να κατεβαίνει μέσα στον χείμαρρο, να τον διασχίζει, και να ανεβαίνει την άλλη του όχθη, και να φορτώνει την Σουλτάνα πάνω στο κάρο του. Από όλα όσα συνέβησαν εκείνες τις δυο μέρες, αυτό μου έχει μείνει πιο νωπό στην θύμιση από κάθε άλλο. Ο κόσμος δεν κουνήθηκε, δεν ανάπνευσε, δεν είπε τίποτε. Απλώς όλοι μας ακολουθήσαμε με τα μάτια το ζευγάρι να χάνεται σιγά σιγά στον ορίζοντα.
H Σoυλτάνα από το σπίτι έξω δεν ξαναβγήκε, μα και ο κόσμος ούτε καν το παρατήρησε, ούτε και την αποζήτησε. Ο τρόπος που το χωριό παρακολούθησε την αποχώρηση της από τον τάφο του αγγελουδιού σηκωμένη στα χέρια του Γιούρα μετετράπηκε στον συνολικό υπολογισμό του χωριού σαν ένα είδος τελικού αποχαιρετισμού. Συνάμα, το μαζικό κλάμα του χωριού στον τάφο του αγγελουδιού μετετράπη στον συνολικό υπολογισμό του χωριού σαν ένα τελικό κλείσιμο αυτής της ιστορίας. Ο Γιούρας με το κάρο του, βέβαια από βιοτική κυρίως ανάγκη, συνέχισε την επικοινωνία του με το χωριό μέσω της δουλειάς του, αλλά και πάλι, κανένας ποτέ δεν τον σταμάτησε να τον ρωτήσει κάτι για την Σουλτάνα, ή ακόμα και για τον ίδιο. Αλλά ύστερα από λίγο, κάποιος συνειδητοποίησε ότι ήταν καιρός που δεν είχε δη τον Γιούρα, και αμέσως όλο το χωριό ένοιωσε το ίδιο, και όταν ρώτησαν τον Μπάρμπα Σταύρο επί τούτου, η απάντησή του ήταν λακωνική, και απλώς τούς είπε μόνο μία λέξη <<Έφυγαν>>. Αυτό βέβαια παραξένεψε πολύ όλο το χωριό, αλλά και πάλι με ένα απλό σήκωμα των ώμων, ο καθένας τους ξαναστράφηκε στον επείγοντα και δύσκολο αγώνα της επιβίωσης.
1. Κεμεντζές – Η Ποντιακή Λύρα.
2. Σεφτελος – Ποντιακή λέξη, από το ευτελής -άχρηστος.
3. Ασκός / Πέλεκυς – Ευχή: από τόσο ελαφρό που είναι τώρα το παιδί, να μεγαλώσει, να βαρύνει.
🍁 🍁
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1945, και μεγάλωσα σε ένα μικρό Ποντιακό χωριό –θα έλεγα. Το 1964, αποφοίτησα από το Αμερικανικό Κολλέγιο στο Ψυχικό, και στην συνέχεια εσπούδασα επί 8 χρόνια πρώτα Φυσική, και μετά Ηλεκτρολόγος Μηχανολόγος στο πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης. Στην καριέρα μου εργάστηκα στο ερευνητικό κέντρο των Bell Labs. Προς το ευ ζην διάβασα τους περισσότερους αρχαίους συγγραφείς, ασχολήθηκα σοβαρά με την ξυλογλυπτική και με το τσιμέντο, παρετήρησα βαθειά την φύση και τους ανθρώπους, και απ’ όλα αυτά απέσταξα ποιήματα που εξέδωσα στην Αθήνα.
Μπάμπης Κωνσταντινίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου