Πίνακας Edward Henry Potthast |
Ψηλά στον ουρανό, εκεί που σμίγουν τα δέντρα με τα σύννεφα,
φώτα βαθύχρωμα, μοναχικά που τρεμοσβήνουν.
Οι αργυρές ανάσες του νερού κάτω απ΄το φεγγαρόφωτο.
Κι εσύ πνοή, που αναπάλλεται στη σιγαλιά της νύχτας .
Θα περιμένω πότε θα γίνεις αχτίδα, να αγγίξω το φως.
Γιατί, κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπη
με της θνητότητας το ωχρό φθινόπωρο ,
θυμάμαι τα μάτια σου,
λευκές φτερούγες αθωότητας, που κάτω απ΄τον ήλιο λαμπυρίζουν.
Το πρόσωπό σου γλυκιά παραμυθία,
να καθρεφτίζει το οπάλι του ουρανού.
Κι όταν βαδίζω μες στο σκοτάδι, δεν θα φοβάμαι.
Θα μου φωτίζει το διάπυρο ρόδο σου.
Ξέρει ο Θεός πότε δίνει τη χάρη Του και ιριδίζουν οι ψυχές μας.
Οι φόβοι, κύματα ορμητικά,
που σπάνε απόψε στου μόλου την άκρη.
Τι κι αν τ΄άστρα βυθίζονται μέσα στο νερό,
θα περιμένω πότε θα γίνεις αχτίδα, θα γίνεις πνοή.
Γιατί μες στην αγάπη φέγγουν ακόμη οι αθάνατες αναλαμπές μας.
Έλυα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου