Ν. Γύζης - Το τάμα |
-Τρίζει τρίζει τὸ κραμπάκι. Ἔτσι τρίζει καὶ τῆς μάνας μου ἡ καρδούλα γιὰ τ᾿ ἐμένα τὴ Μαρούλα.
Μεγάλη ἦτο ἡ θλίψις τῆς κόρης κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ἔξαφνα ἔξαφνα, χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ καὶ αὐτή, ἐνῶ ἐπλανᾶτο χαρούμενη ἀνὰ τὰς μαγευτικὰς ἐκτάσεις τοῦ Παραδείσου, ἁπλοῦν τι πράγμα, ἕνα κουνέλι ἄσπρο σὰν πυγμὴ ἀπὸ χιόνι ποὺ ἔφευγε δρομαίως ὑπὸ τὰς πρασιάς, τὴν ἔκαμε νὰ ἐνθυμηθῇ τὸν μικρὸν πατρικὸν λαχανόκηπον καὶ τὴν χαμηλὴν ἐρεικοσκεπῆ μάνδραν του καὶ τὸν πενιχρὸν οἰκίσκον καὶ τὴν γραίαν μητέρα της. Ἡ χαρά της ἐσβέσθη εὐθύς· τὸ μειδίαμά της ἐξηφανίσθη· τὸ ὡραῖον καὶ παρθενικὸν πρόσωπόν της ἐσκυθρώπασε· ρυτίδες τινὲς διεγράφησαν ἐπὶ τοῦ μετώπου καὶ παρὰ τὸ μεσοφρυον ὡς εἰς πρόσωπον γραίας καὶ ἐστάθη. Σιγὰ-σιγὰ ἡ φαντασία τῆς ἔφερεν ἐμπρός της τὴν μητέρα της, τὴν μικρόσωμον ἐκείνην συμπαθητικὴν γραῖαν μὲ τὸ μαῦρο γεμενὶ εἰς τὴν κεφαλήν, μὲ τὰς χεῖρας ἀδρανεῖς ἐπὶ τῶν γονάτων, καθημένην καταμόναχην ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τῆς θύρας της ὡς μάγισσαν εἰς τὸ σταυροδρόμι καὶ μὴ στρέφουσαν νὰ ἰδῇ ἐντὸς τοῦ οἰκίσκου φοβουμένη τὴν ἐρήμωσιν καὶ τὴν σιωπήν του. Ἔβλεπε τὰ δάκρυα ν᾿ ἀναβλύζουν ἀπὸ τοὺς γεροντικοὺς ὀφθαλμούς της καὶ ἀργὰ νὰ κυλίωνται ἐπὶ τῶν μαραμένων παρειῶν καὶ τῶν πτωχικῶν φορεμάτων της· ἔβλεπε τὸ σῶμα της ν᾿ ἀναπηδᾶ ἀπὸ τοὺς λυγμοὺς καὶ σχεδὸν ἤκουε τὸ σιγαλὸ σιγαλὸ ἀναφιλητό της. Καὶ ἡ Μαρούλα ἐνῶ ὅλα γύρω της ἐχαίροντο, ἡ φύσις αὐτή, τὰ πουλάκια, τὰ ζῶα, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ πλανώμενοι εὐτυχεῖς ὑπὸ τοὺς πρασίνους θόλους τῶν δένδρων - ἡ Μαρούλα ἐθλίβετο ὅτι δὲν εἶχε τὴν μάνα της καὶ προστρίβουσα μὲ τὰ δάκτυλά της ἕνα φύλλον ἀπὸ κραμβολάχανο ἁπαλὸν ὡς βελοῦδον, ἔλεγε μὲ παραπόνον:
-Τρίζει, τρίζει τὸ κραμπάκι. Ἔτσι τρίζει καὶ τῆς μάνας μου ἡ καρδούλα γιὰ τ᾿ ἐμένα τὴ Μαρούλα.
Καὶ τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἔσταζαν καυτὰ ἐπάνω εἰς τὸ δροσερὸν κραμβολάχανον.
- Θέλεις νὰ πᾶς, Μαρούλα, στὴ μάνα σου; ἐρώτησε ἔξαφνα κάποια φωνὴ ἀπὸ πίσω της.
Ἡ κόρη ἐστράφη καὶ εἶδε τὸν Θεὸν ποὺ τὴν ἐκοίταζε μὲ τὸ ἥμερον καὶ γλυκὺ βλέμμα του. Ἐντράπηκε ποὺ ἄκουσε ὁ Θεὸς τὸ μυστικό της, ἄναψε τὸ πρόσωπό της καὶ ἐχαμήλωσε τὴν κεφαλήν.
- Ἔ Μαρούλα; θέλεις νὰ πᾶς στὴ μάνα σου; ἐρώτησε πάλι ὁ Θεὸς μειδιῶν πάντοτε.
Ἡ κόρη ἔμεινε ἄφωνος, κλίνουσα ἀκόμη περισσότερον τὴν κεφαλήν, ὡς νὰ τὴν ἐβάρυνε τὸ βλέμμα τοῦ Παντοδύναμου. Ἀλλὰ καὶ τί ν᾿ ἀπαντήσῃ; Μήπως δὲν τοῦ ἔλεγε περισσότερα μὲ τὴν στάσιν της ἐκείνην, τὴν πένθιμον καὶ συνάμα ἀπελπιστικήν; Μὴ δὲν ἤξευρεν Αὐτὸς τί αἰσθάνεται ἡ μάνα γιὰ τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ γιὰ τὴ μάνα; Πῶς λαχταρίζει τοῦ ἑνὸς ἡ καρδιὰ γιὰ τὸν ἄλλον. Ποιὸς μπορεῖ ποτὲ νὰ εἰπῇ ὅτι δὲν θέλει νὰ ἰδῇ τὴν μανούλα του! …
Ὁ Θεὸς ποὺ «ἐτάζει καρδίας καὶ νεφροὺς» εἶδε τὴν καρδιὰ τῆς Μαρούλας καὶ ἐγνώρισε τὰ αἰσθήματά της. Ἐκίνησε μὲ οἶκτον τὸ σεβάσμιο κεφάλι του καὶ ἐχτύπησε ἐλαφρὰ τὰ παλαμάκια. Ἐπρόσταξε
- Ἐλαφάκι κουδουνάκι κούκου κι ἔλα δῶ!...
Ἀμέσως ἕνα ἔμορφο παρδαλὸ ἐλαφάκι μὲ χρυσά, κέρατα ἐφάνηκε μπροστά του.
- Πάρε τὴ Μαρούλα νὰ τὴν πᾶς στὴ μάνα της εἶπε. Μὰ κοίταξε. Νὰ μὴν ἀργήσῃ νὰ τὴν στείλῃ πίσω γιατὶ ξέρει… Σκάφτω λάφτω, τὴν καρδιά της θάφτω!...
Τὸ ἐλαφάκι εἶναι ὁ παντοτινὸς ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ. Ταχύτερον καὶ ἀπὸ τὸ φῶς ἔτρεχε τώρα εἰς τὸν ἀέρα καὶ ἔφερε εἰς τὶς πλάτες του τὴν Μαρούλαν, ἀνυπομονοῦσαν νὰ ἰδῇ τὴν μάνα της. Ἡ κόρη ἦτο τὸ μόνον ἀγαπημένον ὂν ποὺ εἶχεν ἀποκτήσει εἰς τὴν γῆν ἡ κυρα-Διαμάντω. Εἴκοσι χρόνια εἶχαν περάσει ἀπὸ τὴν ἡμέραν τῶν γάμων της καὶ δὲν ἀπέκτησε παιδί. Ἔβλεπε τὰς ἄλλας γυναίκας, τὰς συντρόφους τῆς παιδικῆς της ἡλικίας, τὰς μικροτέρας της ὅλας μὲ παιδὶ εἰς τὴν ἀγκαλιὰ καὶ ἄλλο κρατούμενον ἀπὸ τὰ φορέματά των καὶ ἐμαύριζε ἡ καρδία της.
- Θεέ μου, δῶσ᾿ μου ἕνα παιδάκι! παρεκάλεσε τέλος μίαν ἡμέραν ποὺ εἶχαν ξεχειλίσει τὰ μητρικά της αἰσθήματα· καὶ ἅμα γίνῃ δέκα χρονῶν στεῖλε καὶ πάρε τό μου!...
Ἡ δέησίς της ἦτο τόσον θερμὴ καὶ εἰλικρινὴς ποὺ ὁ καλὸς Θεὸς τὴν εἰσήκουσεν. Ἐγέννησε τὴν Μαρούλα. Πόσα ὑπέφερεν ἡ πτωχὴ ὥσπου νὰ τὴν ἀναθρέψῃ. Ἐσύναζε κλήματα κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ κλαδεύματος· ἀστάχυα κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θερισμοῦ· ἐτρύγα εἰς τὶς σταφίδες καὶ τὰ ἀμπέλια· ἐξενόπλυνεν, ἐξενόραπτεν, ἔκανε τὰ πάντα νιὰ νὰ θρέψῃ καλὰ τὴν Μαρούλα καὶ νὰ τὴν ἐνδύσῃ καλύτερα. Ὅλαι αἱ φροντίδες της ἦσαν ἔκτοτε δι᾿ αὐτὴν ὁ σκοπὸς διὰ τὸν ὁποῖον ἔζη. Ἤρχισε μάλιστα νὰ τῆς κάμνῃ καὶ προικιὰ ὡς προβλεπτικὴ μάνα, μὲ εὐχαρίστησιν σκεπτομένη ἀπὸ τώρα τὴν καλὴν ἀποκατάστασιν τῆς κόρης της μίαν ἡμέραν.
Ἔξαφνα ὅμως εἰς τὸν ὁρισμένον καιρόν, ὅταν ἡ Μαρούλα ἔγινεν ὡραία μελαχρινὴ κόρη δέκα ἐτῶν, ἡ κυρα-Διαμάντω ἠναγκάσθη νὰ ἐνθυμηθῇ τὸ τάμα της. Τὸ ἐλαφάκι μὲ τὰ χρυσὰ κέρατα καὶ τὸ ἀστέρι εἰς τὸ μέτωπον ἐστάθη μία ἡμέρα ἐμπρὸς εἰς τὴν πόρτα της καὶ ἐζήτησε τὴν κόρην.
- Τί τὴν θέλεις; Ποιὸς σ᾿ ἔστειλε: ἐρώτησε ἡ χήρα μὲ ἀγωνίαν.
- Ὁ Θεός.
- Ψυχούλα μου! … ἐβόγγηξεν ἡ κυρα-Διαμάντω.
Καὶ ἔπιασε μὲ τὰ δύο τῆς χέρια τὸ κεφάλι της. Πᾶνε οἱ κόποι της! πᾶνε καὶ τὰ ὄνειρά της! Τί νὰ κάμῃ ὅμως; Ἔβαλε σίδερο στὴν καρδιά της, ἐστόλισε μὲ ὅ,τι εἶχε καλύτερο τὴν θυγατέρα της καὶ τὴν ἔδωκεν εἰς τὸ ἐλαφάκι. Καὶ ἔμεινε πάλιν εἰς τὴν πρώτην της ἐρημιάν. Τὸ σπιτάκι της ἐβυβίσθη καὶ πάλιν εἰς τὴν σιωπὴν καὶ ἐκείνη εἰς τὴν λύπην καὶ τὸ πένθος της. Διὰ τοῦτο καὶ τώρα ποὺ τῆς τὴν ἔφερε πάλιν τὸ ἐλαφάκι δὲν πιστεύει καὶ στὰ ἴδια της τὰ μάτια.
- Μαρούλα μου! κυρά μου! ἀφέντρα μου! ἔλεγε σφίγγουσα αὐτὴν εἰς τὰς ἀγκάλας της.
* * *
Αἱ ἡμέραι περνοῦν ἡ μία μὲ τὴν ἄλλην γρήγορα χωρὶς αἱ δύο γυναῖκες νὰ τὸ ἐννοήσουν καθόλου. Ἐνόμιζαν ὅτι πρὸ ὀλίγου εἶδεν ἡ μία τὴν ἄλλην.
- Πῶς ἐπέρασες Μαρούλα μου;
- Καλὰ μάνα μου, καλά. Ὅλα δὲν ἔχουν ἄλλο σκοπὸ ἐκεῖ παρὰ νὰ δοξάζουν τὸ Δημιουργό.
- Καὶ μένα; Μὲ θυμόσουνα ἐμένα στὸν Παράδεισο;
- Μόνο στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας εἶναι ὁ Παράδεισος.
Καὶ ἡ κόρη ἐλιγώνετο κάτω ἀπὸ τὰ φιλήματα τῆς μάνας της καὶ ἐμαζεύετο μέσα εἰς τὴν ἀγκαλιά της ὡς τὸν χειμώνα μέσα εἰς ἁπαλὰ καὶ ζεστὰ φορέματα. Ἔξαφνα ἐθυμήθηκε τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ νὰ γυρίσῃ γρήγορα εἰς τὸν Παράδεισο καὶ τὸ αὐστηρὸ ὅσο καὶ γλυκὺ βλέμμα ὅταν ἀπειλοῦσε: Γιατὶ σκάφτω λάφτω, τὴν καρδιά της θάφτω!...
- Μάνα μου, νὰ φύγω πιά! εἶπε.
- Ποῦ νὰ πᾶς;
- Στὸ Θεό.
Ἄ! μπά! Δὲν ἔπρεπε νὰ φύγῃ, νὰ τὴν ἀφήσῃ μοναχή, τώρα ποὺ ἐσυνήθισε τόσο καλὰ εἰς τὴν συντροφιά της. Ἔπειτ᾿ ἀπὸ λίγο θὰ ἔλθουν αἱ μακραὶ καὶ παγεραὶ νύκτες τοῦ χειμῶνος καὶ πῶς θὰ ἔκανε αὐτή, ἔρημη καὶ καταμόναχη εἰς τὸ παραγώνι της: Ὄχι· δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν ἀφήσῃ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δὰ καὶ τόσο κακός· δὲν θὰ τῆς θυμώσῃ. Ἡ γριὰ θὰ ὑπάγῃ ξυπόλυτη εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Θὰ τοῦ κάψῃ σερνικὸ λιβάνι. Θὰ τοῦ ἀνάψῃ μία λαμπάδα ἀπὸ κίτρινο κερὶ καὶ θὰ τὸν παρακαλέσῃ νὰ τὴν συχωρέσῃ. Ὄχι, δὲν ἔπρεπε νὰ τῆς φύγῃ.
Ἔτσι ἔλεγε ἡ κυρα-Διαμάντω γιὰ νὰ κρατήσῃ κοντά της τὴν Μαρούλα. Ὁ Θεὸς εἶναι τόσον ὑψηλὰ καὶ τόσον ἄγνωστος ἡ μορφή του, ὥστε ὁ ἄνθρωπος δὲν τὸν συλλογίζεται παρὰ ὅταν ἔχῃ τὴν ἀνάγκην του. Καὶ ἡ Μαρούλα ἐνόμιζε ὅτι δὲν τὸν εἶχε ἀνάγκη τώρα. Τὰ φτωχικὰ σπιτάκια τοῦ χωριοῦ της ἦσαν τόσον ἀσφαλῆ· οἱ μικρὲς καὶ σαρακοφαγωμένες πόρτες τῶν ὠμίλουν εἰς τὴν ψυχήν της τόσον ζωηρὰ περὶ τῆς εὐτυχίας καὶ ἀγάπης ποὺ βασιλεύῃ μέσα ἐκεῖ, ὥστε σχεδὸν τὴν ἐμάγευαν· αἱ χωρικαὶ τῆς ἐφαίνοντο τόσον γλυκομίλητες· τὰ παλικάρια τόσον εὐμορφοντυμένα καὶ εὐχαριστημένα ἀπὸ τὴν ζωήν των, οἱ γέροντες τόσον σεβαστοὶ καὶ σοβαροὶ ὥστε μικρὸν κατὰ μικρὸν εὐχαριστεῖτο νὰ μένῃ ἐκεῖ ὡς ὁ κύκνος μέσα εἰς τὸ νερό. Καὶ τόσο σὲ λιγάκι ἐλησμόνησε τὸν Παράδεισον καὶ τὰ καλά του ὥστε, ὅταν ἡ μητέρα της τῆς ἐπρότεινε τὸν Ἀντώνη γιὰ ἄνδρα της, ἡ Μαρούλα ἐκοκκίνισεν ὡς τ᾿ αὐτιὰ καὶ ἐχαμήλωσε τὰ μάτια.
Ἅμα οἱ λυγερὲς κοκκινίζουν καὶ χαμηλώνουν τὰ μάτια, ψιθυρίζουσαι μάλιστα ἀσυναρτήτους λέξεις, εἶναι σημεῖον ὅτι δέχονται τὸν γάμον. Ἡ κυρα-Διαμάντω ἐννόησεν εὐθὺς τί ἤθελε νὰ εἴπῃ ἡ θυγατέρα της. Ἔσπευσε λοιπὸν νὰ κάμῃ τὸν γάμον μὴ θέλουσα νὰ χρονοτριβήσῃ εἰς ἀρραβώνας ἀπὸ φόβον μήπως χάσῃ τὸν γαμβρόν. Καὶ οἱ καλοὶ γαμβροὶ εἶναι πολὺ ἀκριβοὶ καὶ δυσκολοεύρετοι εἰς τὰ χωριά.
- Τί τὶς θέλεις τὶς μεγάλες δουλειές! Φαντασίες! Ἕνα «Κύριε λέησον» ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα! ἔλεγε εἰς τὴν θυγατέρα τῆς φοβουμένη μήπως τῆς ζητήσῃ ἀναστολήν.
Ἀλλὰ καὶ ἡ Μαρούλα ἦτο τῆς αὐτῆς γνώμης. Γιὰ νὰ ζήσῃ καλὰ τὸ ἀνδρόγυνο ἔλεγε, δὲν χρειάζεται νὰ γίνῃ πολυτελὴς ὁ γάμος· οὔτε εἶναι ἀνάγκη νὰ διαβάσουν τὴν εὐχὴ Δεσπότης ἢ Πατριάρχης. Ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη. Καὶ τὴν ἀγάπη αὐτὴν τὴν ἠσθάνετο ἀπὸ καιροῦ νὰ καίῃ τὰ στήθη της γιὰ τὸν Ἀντώνη. Ὄχι μόνον δὲν ἤθελε νὰ ἀναβληθῇ ὁ γάμος, ἀλλὰ νὰ γίνῃ ὅσον ἦτο δυνατὸν γρηγορότερα.
- Πέντε μέρες θέλουμε, θυγατέρα κι ἔπειτα δικός σου ὁ Ἀντώνης· τῆς εἶπεν ἡ μάνα τῆς διὰ νὰ ἡσυχάσῃ τὴν ἀνυπομονησίαν της.
Καὶ ἡ Μαρούλα ἐμετροῦσε τὶς ἡμέρες εἰς τὰ δάχτυλα μὲ λαχτάραν, περισσότερον ἀπὸ ὅσην ἔχει ἡ χωρικὴ ποὺ περιμένει νὰ τῆς βγάλῃ τ᾿ αὐγὰ ἡ κότα της.
Τέλος ἔφθασε ἡ ὡρισμένη ἡμέρα. Τὸ σπιτάκι της ἀπὸ τὴν αὐγὴν ἐβούιζε ὡς κυψέλη. Ἔξω τὰ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ ἔπαιζαν, ἐπήδων, ἐσύριζαν, μέσα δὲ οἱ φιλενάδες τῆς Μαρούλας ἐχόρευαν, ἐτραγουδοῦσαν ἐπαίνους καὶ εὐχὲς διὰ τοὺς μελλονύμφους. Ἡ Μαρούλα εὐμορφοστολισμένη, μὲ τὸ κοντογούνι καὶ τὸ φουστάνι ἀπὸ μουσελίνα καὶ τὸ στεφάνι εἰς τὸ κεφάλι ἐμοίαζε σὰν νὰ ἐκέρδισε τὸ βραβεῖον τῆς καλλονῆς. Ἐκάθητο κοντὰ εἰς τὸν Ἀντώνη, στολισμένον καὶ αὐτὸν μὲ φουστανέλλαν, κεντητὰ μεντανογέλεκα, καὶ λεβέντικα τὸ φέσι, ἀπὸ τοῦ ὁποίου κατέβαινε μέχρι τοῦ ὤμου ἡ φούντα, κατάμαυρη ὡς τοῦ κοράκου τὸ φτερό. Ὁ ὑμέναιος εἶχε τελειώσει· αἱ γαμήλιοι εὐχαὶ εἰπώθηκαν ἀπερίττως ἀπὸ τὸν παπᾶν τοῦ χωρίου, καὶ τώρα χωρικοὶ καὶ χωρικαὶ ἤρχοντο καὶ ἔδιναν τὰς εὐχὰς καὶ τὰς εὐλογίας των. Ἡ κυρα-Διαμάντω ἐγύριζε ἀκούραστη μέσα εἰς τὸ σπίτι προσφέρουσα ζαχαρωτὰ καὶ ρακὶ εἰς τοὺς χωρικούς.
- Νὰ ζήσουν τὰ παιδιά σου, κυρα-Διαμάντω καὶ μὲ γιούς.
- Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ καὶ στ᾿ ἀρχοντόπουλά σας.
Ἔξαφνα ἐκεῖ ποὺ πήγαινε νὰ πάρῃ τὸ ρακὶ ἀπὸ τὸ τραπέζι ἐπισωπάτησε μὲ φρίκην καὶ ἔκλεισε τὰ μάτια. Τὸ ἐλαφάκι ἐφάνη εἰς τὴν πόρτα καὶ μὲ ἀργὸ βάδισμα ἦλθε ἴσα εἰς τὴν κυρα-Διαμάντω:
- Ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε νὰ πάρω τὴ Μαρούλα· εἶπε σοβαρά! Κοίταξε, εἶπε, καλὰ μὴν ἀρνηθῇς γιατὶ σκάφτει λάφτει τὴν καρδιά σου θάφτει.
Καὶ χωρὶς νὰ προσθέσῃ ἄλλο τίποτα μέσα εἰς τὸν τρόμον καὶ τὴν κατάπληξιν ὅλων, ἐπῆγε στὴν Μαρούλαν ποὺ ἐσυμμαζεύετο σὰν πουλάκι κοντὰ εἰς τὸν ἄνδρα της, τὴν ἔριξεν εἰς τὶς πλάτες του καὶ ἐχάθη.
- Ἦταν θέλημα Θεοῦ! θέλημα Θεοῦ!... ἔκραξεν ὅταν συνῆλθε χτυπῶσα τὸ κεφάλι της μὲ τὰ δυό της χέρια ἡ κυρα-Διαμάντω.
- Καὶ βέβαια! ἐπρόσθεσε κάποιος ἀπὸ τοὺς καλεσμένους. Ὅ,τι τάξουν τοῦ Θεοῦ πίσω δὲν τὸ παίρνουν.
" Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου