Βγήκε πάλι στο σοκάκι,
πέρα στο ήσυχο στρατί
κι ανηφόρισε βραδάκι,
μέχρι την πάνω τη στροφή.
Πάνε νύχτες που παλεύει
υποψίες να ξορκίσει
και με θάρρητα πιστεύει
πίσω φόβους να αφήσει.
Έστεκε το νιο φεγγάρι
πάνω στο παλιό γεφύρι
και παιχνίδιζε με χάρη
στο κλειστό της παραθύρι.
Μόνος στη σκιά στην άκρη,
μ’ έναν κόμπο να τον πνίγει,
δεν κατάφερε ένα δάκρυ
η ψυχή του ν’ αποφύγει.
Τι τραγούδι να σφυρίξει
και ποιο μήνυμα να στείλει,
πού το στέναγμα ν’ αγγίξει
με σβηστό και το καντήλι;
Πού να πάει, πού να σταθεί
και ποια ξόβεργα να στήσει,
μάτια αστέρια για να δει,
τον καημό του για να σβήσει;
Πήρε πέτρα για να ρίξει
βάζοντας καλό σημάδι,
όμως ποιος και τι ν’ ανοίξει
στη σιωπή και στο σκοτάδι;
Άκουσε βήμα βιαστικό
να έρχεται από κάτω,
γέλιο γλυκό και χαρωπό,
τρυφερότητα γεμάτο.
Γλύκανε ο πόνος της ψυχής
καθώς του κράτησε το χέρι.
Το βλέμμα της κάλεσμα ζωής
και της αγάπης αγιοκέρι.
29-2-2024
Πίνακας Edvard Munch -Melancholy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου