Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ


Γραμματόπουλος Κώστας -Τρικυμία


ΘΑΛΑΣΣΑ

Κόρη μακρινή, κόρη γαλανή,
κύματα τα μαλλιά σου,
πετράδια ο ήλιος πάνω σου,
στράτες οι δρόμοι του φεγγαριού.

Το χάδι σου, ακοίμητο,
απιθώνει λόγια από κόσμους μακρινούς,
γλυκαίνει τον ύπνο με τον ρυθμό του,
παίρνει τους καημούς με τον ανασασμό του.
Κι οι βάρκες σου στη σειρά να θυμίζουν τη γαλήνη…

Η καλοσύνη σου ξορκίζει τα κακά πνεύματα.
Όταν όμως η μοναξιά τους γίνεται αβάσταχτη,
με βήματα που χάσκουν σπάζουν στα βράχια.
Παίρνουν τότε άπονα τις σκιές των ανθρώπων
που τρεμοπαίζουν στα κύματά σου,
τις κάνουν κομμάτια
και τις σκορπίζουν στους ανέμους.

Απλώνουν τότε οι άνθρωποι τα χέρια με αγωνία…
Κάποια μυστικά όμως τους έχουν πάρει μαζί τους,
κάποια αόρατα θυμιατά θυμιατίζουν
τους απέραντους κι απάτητους δρόμους τους.

Θάλασσα πλατιά,
ο δρόμος των κυμάτων σου ρυθμικός, αέναος,
επίμονος.
Η καρδιά των ωκεανών χτυπά την ώρα της αντάρας,
όταν άγριο το πρόσωπο του Θεού σπάζει στις στεριές
κι αφρισμένα κύματα απειλούν τον ρυθμό του κόσμου.

Το τραγούδι των ψυχών ακούγεται σαν θρήνος.
Μόνες κι έρημες τριγυρνούν στους ωκεανούς,
κυνηγώντας, τρελές, το πρόσωπο
που τους πήραν τα κύματα.

Αλλά αυτό είναι άπιαστο
κι οι άνεμοι δεν ξορκίζονται…

Και παίρνουν οι άνθρωποι τις στράτες,
μοιάζουν της θάλασσας,
με την αναζήτηση μαχαίρι στην καρδιά.

«Θάλασσα πλατιά, σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις…»,
τραγουδούν όσοι στέκονται σ’ ακρογιαλιές και λιμάνια.
Όσοι ξέρουν ότι ο δρόμος ο μοναχικός των κυμάτων,
είναι ο δρόμος τους
και με μάτια θλιμμένα
αναζητούν τις ψηφίδες του προσώπου τους
στα ταξίδια των καραβιών και στον λυγμό της ερημιάς.

«Θάλασσα, που πήρες μαζί σου τόσα μυστικά,
συντρόφευε τον εαυτό που ψάχνουμε χρόνια τώρα.
Που πήρε τις στράτες και μας εγκατέλειψε,
έγινε αντάρτης και θαλασσοπόρος,
για να θυμίζει τ’ όνειρο που κρύβουμε μέσα μας.
Αυτόν που μας κάνει να σεβόμαστε το σήμερα,
κι ο ψίθυρός του γεμίζει αγωνία την καρδιά μας».

« Θάλασσα πλατιά, σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις.
Είσαι αντάρα και βροχή, ήλιος και ειρήνη γαλανή »,
τραγουδούν από τις στεριές
σιλουέτες που τις λικνίζει ο άνεμος.

« Είσαι ο εαυτός μας ο απέραντος, ο βαθύς,
ο σύντροφος της γαλήνης
και συνοδοιπόρος της φουρτούνας.
Ο μύστης της μαγείας
και γαλανόλευκος σαν τον ορίζοντα.
Είσαι τα γλυκά όνειρα που απιθώσαμε στα χέρια σου,
μακριά από τη βεβήλωση της δύσκολης ζωής».

« Θάλασσα που κυβερνάς τον κόσμο,
κυβέρνα και τα σπλάχνα μας,
όταν ανήσυχα δεν μπορούν ν’ αναπαυθούν πουθενά.
Κυβέρνα και τα χέρια μας,
ν’ αδράχνουν τους κεραυνούς
και να θυμούνται τη δύναμή τους να πλάθουν τον κόσμο.
Κυβέρνα και τον νου μας,
να τιθασεύει τα μανιασμένα κύματα.
Κυβέρνα και τα κύματά σου,
να δίνουν δροσιά στη νοσταλγία».

Θάλασσα,
με τα ωραία σου χρώματα και τα μοναδικά σου αρώματα!
Μην ξεχνάς όσους περιμένουν.
Ρίξε, στάλες χρυσαφιές, τα δάκρυά σου,
τα γλαροπούλια στα κύματά σου.

Φέρε πίσω όσους έκλεψες άπονα την ώρα
της αντάρας σου.
Γίνε μάνα γλυκιά,
το σκληρό προσωπείο σού έφαγε το πρόσωπο.

Θάλασσα,
δώσε μιαν υπόσχεση,
όλοι περιμένουν…
Πλάτυνε τα μονοπάτια σου,
δρόσισε την ερημιά σου.
Δείξε την καλοσύνη σου
και θα γιατρέψεις τις ψυχές λυτρωτικά…
Κάνε την ελεημοσύνη σου
και θα σ’ έχουν όλοι παντοτινό λουλούδι στην καρδιά.

Ιωάννα Αθανασιάδου,
Ποίημα από το βιβλίο ΨΙΘΥΡΟΙ ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ, εκδόσεις Βεργίνα.




Γραμματόπουλος Κώστας Ακτή του Αιγαίου


ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΕΛΑΓΑ

Θάλασσα, με τα ωραία νάζια σου,
με τον ουρανό συντροφιά.
Το φως πίνει απ’ την κούπα σου,
λαμπάδες κι αστέρια τα χρυσά σου μαλλιά.

Πελαργοί και γλαρόνια στο βαθύ ορίζοντα,
η εξαίσια μέρα μυροβλύζει.
Μαρμαρώνουν πελώρια τα κύματα,
ο βυθός αναδύεται περήφανος.

Ξαπλώνει στα πέλαγα ο ήλιος ο τεμπέλης,
τα καράβια περδικόπουλα στη γραμμή.
Καλύβες χρυσές τα πανιά τους,
ζητιάνοι οι καπεταναίοι τους.

Άγγελοι λυγεροί στα πέλαγα,
άσπρα μελτέμια στ’ ανοιχτά.
Δελφίνια κυνηγούν άγρια άλογα,
τα ταξίδια τους νοσταλγικά.

Παλικάρια οι ολόλευκοι έρωτες,
η κορμοστασιά τους δίψα κι όρκος.
Ελαφίνες χρυσές οι κοπέλες,
αναζητούν τ’ αστέρι του Ωρίωνα.

Καστροπύργια στη λευκή άμμο,
σημαίες τα κρίνα στην ακρογιαλιά.
Λαβώνουν οι άνεμοι τα πεφταστέρια,
στήνουν ξόβεργες στ’ αποδημητικά πουλιά.

Αρματώνουν τ’ αγόρια τις σφεντόνες τους,
ρίχνουν τα πουλιά των κυμάτων.
Αγκιστρώνουν δολώματα τα πέλαγα,
ψαρεύουν στεριές και βράχια.

Γοργόνες των βράχων ατίθασες,
γοητεύουν καράβια ξανθά.
Κεράκια τα ψάρια τα ολόχρυσα,
λαβώνουν τ’ αθώα νερά.

Καρτέρι τα ξάρτια κι οι άγκυρες
μελένιος ο ήλιος ο αντάρτης.
Γελά κι ονειρεύεται ο ύπνος του,
ψελλίζει ψαλμούς στοργικά.

Ιωάννα Αθανασιάδου,
ποίημα από το βιβλίο ΣΩΜΑ ΦΥΛΑΧΤΟ, εκδόσεις Σαιξπηρικόν

Γραμματόπουλος Κώστας - Αιγαίο XXXIX, 1986


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Κατάσαρκα φορεμένη η θάλασσα
ο πόθος της αιωνιότητας βαθύς
Άφθαρτος χιτώνας στο στήθος του Προμηθέα,
οι εντολές γραμμένες στις πλάκες του ορίζοντα.
Περίσσεψαν τ’ αγιοκάντηλα στα βράχια με τις πολλές λαβωματιές,
αντηχούν οι κλαυθμοί των αιώνων.
Αθώα ελάφια τα σφάγια της ειμαρμένης,
το δάκρυ πηχτό στους βωμούς.
Τα τραπέζια γεμάτα απ’ τους μνηστήρες μιας Ιθάκης πεντάρφανης,
ο αρχάγγελος τραβά το ξίφος του να χτυπηθεί το πεπρωμένο.
Ταράχθηκε τ’ όνειρο και γέμισαν πληγές τα κύματα,
πώς να ξεπλύνει τόσα κρίματα ο ωκεανός;
Στ’ ακρογιάλια λυγμοί και μαντήλια κοριτσιών
που αποχαιρέτησαν τους αγαπημένους τους,
η Αργώ φριχτό θυσιαστήριο μιας πλάνης.
Κριάρια με στριφτά κέρατα στις πλώρες των καραβιών
που πλέουν στην άβυσσο,
άμοιρες οι ψυχές στα χέρια του καιρού του ανυπόταχτου.
Θρηνεί το ξημέρωμα για τους άκλαυτους αγγέλους,
τα ουράνια γεμάτα πόνο και προσευχή.
Μαρμάρωσαν τα πουλιά,
τα καντήλια σβηστά
τα όνειρα αλύτρωτα, σπαρακτικά.

Ιωάννα Αθανασιάδου,
ποίημα από το βιβλίο ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΣΙΩΠΕΣ, εκδόσεις Βεργίνα

 Γραμματόπουλος Κώστας  Αιγαίο XV,1973


ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Το αγιόκλημα σκαρφαλώνει στα παραθύρια που αγναντεύουν τη θάλασσα,
θροΐζει η νύχτα στον φλοίσβο των κυμάτων.
Ασπαζόμαστε το φεγγάρι που καθρεφτίζεται στα μάτια της Παναγιάς
στο εκκλησάκι δίπλα στην ακρογιαλιά.
Σβηστό το καντηλάκι του,
σκιές από τα περασμένα ανάβουν το κεράκι τους.
Τα πουλιά κοιμούνται στα κλαδιά του γέρο- πλάτανου,
τ’ αφρόψαρα κυνηγιούνται στα νερά.
Μια νυχτερίδα χορεύει τον πολεμικό χορό της
πάνω απ’ τον σκοτεινό βυθό με τις γυαλιστερές πέτρες,
μια καραβίδα ξεμυτά στην άκρη των βράχων.
Στην αμμουδιά χρυσίζουν τα ονόματα των ερωτευμένων,
ένας χαρταετός ταξιδεύει για τους κόσμους της αθωότητας.
Μικρή βαρκούλα βγαίνει απ’ τα κρυστάλλινα νερά
κι ακουμπά τη ράχη της στην πρόσχαρη στεριά.
Τραγουδά ο ψαράς στην πλανεύτρα θάλασσα
νανουρίζοντας τους λευκούς χειμώνες.
Το αγκίστρι του φεγγαριού ριγμένο στο βάθος του πελάγους,
ασημένιες οι στάλες του ονείρου.
Αναίτιος ο θυμός της πεισματάρας τρικυμίας,
η γαλήνη τη μαλώνει στοργικά.
Τα κρινάκια της αμμουδιάς κοιμούνται αγκαλιασμένα με τα κοχύλια,
ξαγρυπνούν οι κάτασπροι γλάροι.
Νυσταγμένα τα σύννεφα στον ορίζοντα,
η νύχτα ταξιδεύει στα λευκά τους πανιά.
Χρυσή λύρα κρατά ο άνεμος,
η πανσέληνος, πορφυρή καπετάνισσα.
Ο ουρανός αποκοιμιέται στα σπλάχνα των κυμάτων,
φιλιούνται μυστικά οι ώρες του μεσονυκτίου.
Κι ο φάρος αναβοσβήνει τις στιγμές στην άκρη του λιμανιού,
γίγαντας ακοίμητος των ωκεανών,
φρουρός στην ταξιαρχία των αγγέλων.

Ιωάννα Αθανασιάδου,
ποίημα από το βιβλίο ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΣΙΩΠΕΣ, εκδόσεις Βεργίνα


 Γραμματόπουλος Κώστας Σαρωνικός Ι, 1970


ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΕΙΑ

Χρόνια πολλά αρμενίζαμε χωρίς πανιά
σε θάλασσα απρόβλεπτη.
Κρυφό σαράκι η αναζήτηση.
Στα λιμάνια ανάπαυση δε βρήκαμε.
Πατρίδα μας τα κύματα.
Στα πιο ψηλά τους γαληνεύαμε.
Στην αγάπη τους τη χωρίς σύνορα,
χωρίς ελπίδα,
χωρίς ανταπόδοση.
Κι η θάλασσα ανιδιοτελής,
γενναία,
ατιθάσευτη.
Δίχως να υπόσχεται,
δίχως να περιμένει.
Μόνο κάλπαζε γενναία
και μας προκαλούσε,
θύμωνε όταν λογαριάζαμε τα κέρδη μας.
Ζητούσε να της δοθούμε ολοκληρωτικά,
να μάθουμε τα μυστικά της.
Και μεις αρμενίσαμε στα φυλλοκάρδια της,
αναζητήσαμε τη γαλήνη μέσα στη φουρτούνα,
τη στοργή στην κακοκαιριά.
Και μοιάσαμε στο πέλαγος,
αγαπήσαμε τα κύματα τα μεγάλα,
κάναμε σύντροφο τον ωκεανό.
Εμπιστευθήκαμε το βαθύ του βλέμμα,
ξεκουραστήκαμε στην απεραντοσύνη του.
Ελεύθεροι κι άπειροι
σκαρφαλώσαμε στις άκρες τ’ ουρανού,
ακολουθήσαμε τ’ αγριοπούλια στις χώρες του ορίζοντα.

Ιωάννα Αθανασιάδου,
ποίημα από το βιβλίο ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΣΙΩΠΕΣ, εκδόσεις Βεργίνα


Γραμματόπουλος Κώστας Μήθυμνα


ΦΛΟΙΣΒΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

Θάλασσα, που σ’ αγαπήσαμε παράφορα
και γίναμε ναυαγοί στο άγνωστό σου.
Στέλνεις τα γράμματά σου με τους γλάρους σου
και μας καλείς κοντά σου!
Ξαπλώνεις μαζί μας τις νύχτες
κι ώρες ολόκληρες μας ψιθυρίζεις.
Κόρη του δυόσμου και της αλμύρας,
που κάνεις καταγάλανους τους ήλιους μας
κι ο φλοίσβος αγιάζει τις προσευχές μας.
Με τα καράβια σου γεμάτα φως
και τον Αϊ Νικόλα στα χρυσά
ν’ αρμενίζει στους ανέμους σου!
Καπετάνισσα,
που κανείς δε σε κατέκτησε,
και η αλήθεια σου χαράζει το ριζικό μας.
Το πρόσωπό σου σιωπηλό κι αφανέρωτο,
δακρύζει στη μοναξιά σου.
Αγαπημένη,
που μας θυμίζεις το πέλαγος μέσα μας.
Αιωνιότητα και ειρήνη ανερμήνευτη!
Στα βάθη σου ριζώνουμε,
χτίζουμε τ’ αρχοντικά μας.
Θαλασσοπόροι στην απεραντοσύνη σου,
τραγουδιστές στα κύματά σου.

Ιωάννα Αθανασιάδου,
ποίημα από το βιβλίο ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΣΙΩΠΕΣ, εκδόσεις Βεργίνα


  Γραμματόπουλος Κώστας Ψαράδες


ΤΟ ΚΥΜΑ

Το κύμα το σοφό…
Το απαλό και σταθερό.
Ήρεμη επανάληψη,
συνομιλία μυστική…
Δυνατό, μεγαλοπρεπές, επίμονο …
Συμφιλιώνεται διαρκώς με τη γη,
αγγίζει τα θεμέλια του κόσμου.
Συνομιλεί με το φως,
σέβεται τον αγώνα της δημιουργίας.
Η κίνησή του, βαριά και συνάμα τόσο ανάλαφρη.
Η ανωνυμία του, ταπείνωση…

Το κύμα το βαθύ,
με τα ωραία τα σκέρτσα του,
με τα νερένια τα ξέφτια του!
Που τραγουδά στοργικά
και μελετά τις ψυχές.
Που καθρεφτίζει νύχτες
και γαληνεύει άστρα.

Καραβοκύρηδες στ’ ανοιχτά του οι άνθρωποι,
τα καράβια τους γέρικα στη ράχη του.
Αγναντεύουν το άπειρο,
προσμετρούνε το βάθος του.
Κι ορμηνεύουν τις μέρες τους να βαδίζουν σοφές.
Μην κυλούνε αδώρητες,
να καρπώνονται γνώση.
Και ανοίγουν τα στήθη τους,
να περνούνε οι άνεμοι.
Μη γεράσουν αδρόσιστα,
μη διψάσουνε φως.
Και μαζεύουν τα δάκρυα απ’ τις λίμνες της όψης.
Μη δεν έχουνε χρήματα να πληρώσουν τον χρόνο.
Και διδάσκονται ήσυχα της σοφίας τη δόξα,
που κυλάει στα σήμαντρα των κυμάτων τα τόσα.

Τραγουδάνε οι θάλασσες, οι ουρανοί οι γαλανοί,
απ’ τα μύρια τα κύματα που μυρώνουν τη γη.
Αντηχεί το στερέωμα απ’ τη δόξα της χάρης,
που χορεύει στα πέρατα, τη δροσιά λαχταρά.

Περιστέρια οι άνθρωποι της μητέρας της πλάσης,
ησυχάζουν αμέριμνοι,
η ζωή περιμένει.
Ατελεύτητη κι άγνωρη,
μια αιώνια πρόκληση.
Ακυβέρνητη κι άστατη,
μια ατίθαση πρόσκληση.

Πόσο ωραία αισθάνονται στα καράβια του χρόνου!
Η ζωή είναι απέραντη σαν το κύμα το αιώνιο.
Κι ομοιάζουν στα κύματα στη μορφή και στην όψη.
Υπερήφανα όμορφοι, ατελείωτα νέοι.
Με φεγγάρια στο στήθος τους,
με γοργόνες στα μπράτσα.
Με τους γλάρους στη σκέψη τους,
με τον χρόνο στα δάκρυα.

Αγναντεύουνε ήσυχοι την ωραία τη ζήση,
τη λατρεία του σήμερα, την ειρήνη του χθες.
Τα καράβια τους ήσυχα, ο καιρός πώς περνά!
Πώς κυκλώνουν το άπειρο, πώς νικούν τη φθορά!
Πώς γηράσκουν αγέραστοι σαν γαλήνια παιδιά,
τραγουδώντας ακούραστοι ιερά μυστικά…

Ιωάννα Αθανασιάδου,
ποίημα από το βιβλίο ΨΙΘΥΡΟΙ ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ, εκδόσεις Βεργίνα.



Οι πίνακες είναι από   https://paletaart3.wordpress.com/








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου