Κάποτε στα παλιά τα χρόνια, όταν ακόμα πήγαινα σχολείο με είχε φωνάξει κι εμένα η καθηγήτρια της γυμναστικής σε πρόβες για την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Πήγα σε όλες τις πρόβες με θάρρος, αλλά και με αγωνία και έμαθα το καλύτερο δυνατό, που θα μπορούσα να μάθω. Ήμουν ο μόνος, που είχε μάθει τέλεια το βήμα, βροντούσα δυνατά το πόδι μου στο ένα στ' αριστερό τρομάζοντας τα φιλήσυχα περιστέρια, που είχαν στήσει γερό τσιμπούσι στα υπολείμματα από τα hot-dog του κυλικείου.
Οι περισσότεροι, που είχαν λάβει μέρος στις πρόβες της παρέλασης, το είχαν κάνει καθαρά για να χάσουν μάθημα. Κάποιοι, που κόπηκαν, κλαψούριζαν, που θα ξανααντίκριζαν από κοντά τον πίνακα και θα άκουγαν τον ήχο της κιμωλίας, που στοίχειωνε τα νεανικά τους όνειρα. Θα καθόντουσαν ξανά στα θρανία και θα πιάνανε και πάλι τα στυλό για να γράψουν συνθήματα για τις αθλητικές ομάδες, που υποστήριζαν ή πρώιμα ερωτικά στιχάκια για εφήμερους έρωτες, που στην έφηβη φαντασία τους φαίνονταν πως θα κράταγαν για πάντα.
Όμως, ενώ οι περισσότεροι έκαναν πρόβες για να χάσουν μάθημα, εγώ είχα άλλο λόγο. Ήμουν ερωτευμένος με μια συμμαθήτριά μου. Ήξερα πως αν κατάφερνα να παρελάσω θα το έκανα δίπλα στον σημαιοφόρο. Αυτό σήμαινε ότι θα την είχα ακριβώς μπροστά μου. Θα κουνιόταν όλο χάρη με τη μίνι φουστίτσα της και το θέαμα των καλλίγραμμων ποδιών της θα με αποζημίωνε για όλους τους κόπους, που τραβούσαν στις πρόβες τα δικά μου πόδια. Ήθελα να τη βγω και στο σημαιοφόρο. Όλες τον γουστάρανε τον αθεόφοβο! Κι εκείνη, που περίμενα μια ματιά της μόνο για να πετάω στα σύννεφα, μόνο για εκείνον είχε μάτια! Αλλά, το σχέδιό μου ήταν τέλειο. Σίγουρα, θα τα κατάφερνα στην παρέλαση.
Ξημέρωσε η 28η Οκτωβρίου. Ετοιμάστηκα γρηγορότερα από κάθε άλλη φορά και πήγα πρώτος. Μη βρίσκοντας τα κατάλληλα παπούτσια, δανείστηκα τα σκαρπίνια του αδερφού μου, που ήταν δυο νούμερα μεγαλύτερα από ότι φορούσα συνήθως. Έφτασα στο σημείο, που θα γινόταν η παρέλαση με τα πόδια πληγωμένα. Όταν μαζεύτηκε όλο το σχολείο, μια δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε. Η πανέμορφη συμμαθήτρια, που είχα ερωτευτεί, απουσίαζε. Σκέφτηκα, πως θα καθυστέρησε λίγο και περίμενα με υπομονή. Η ώρα περνούσε κι εκείνη δεν έλεγε να φανεί. Βγήκαμε στο δρόμο, ξεκίνησαν τα πρώτα σχολεία, ξεκινήσαμε κι εμείς κι εκείνη πουθενά. Αφηρημένος, καθώς ήμουνα, άρχισα να χάνω το βήμα και να μένω πίσω με αποτέλεσμα να ακούω βρισιές και να τρώω σπρωξίματα από τους υπόλοιπους. Η καθηγήτρια της γυμναστικής με κοίταζε με το πιο δολοφονικό της βλέμμα.
Όταν, επιτέλους, τελείωσε η παρέλαση, σέρνοντας τα πληγωμένα μου πόδια την αναζήτησα και πάλι. Μα δεν είχε εμφανιστεί ούτε καν στο τέλος. Μέσα στην αναμπουμπούλα βρήκα ευκαιρία και ρώτησα μια φίλη της δήθεν αδιάφορα:
-Πως και δεν ήρθε η Ελενίτσα;
-Α, δεν το ξέρεις; Είναι άρρωστη, μου αποκρίθηκε η φίλη της με ένα βλέμμα, που έδειξε πως μάλλον είχε υποψιαστεί το ενδιαφέρον μου. Έφυγα σαν βρεγμένη γάτα. Από τότε δεν ξαναπήγα στην παρέλαση, ούτε σαν απλός θεατής.
ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου