Photo by Geof Kern |
Λένε, πως ο γάμος ροκανίζει και τις τελευταίες ρανίδες του έρωτα, όταν αυτός καταφέρει, κάτω από την ίδια σκέπη να κουρνιάσει.
Τι κρίμα όμως! Πώς είναι δυνατόν αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, που έχουν ‘’πυρποληθεί από τη φλόγα του έρωτα, που έχουν γευτεί με όλους τους πόρους και τις ίνες της ψυχής, τις ηδονές και τις οδύνες του’’ λίγο αργότερα απ΄τον χορό του Ησαϊα, να σηκώνουν το μαντήλι, για να σύρουν το χορό του Ζαλόγγου;
Θα ωφελήσει άραγε της σάρκας το γλυκό μεθύσι, όταν οι καρδιές πλανώνται μακριά απ΄την κοιτίδα τους; Πόσες φορές δεν κορέννυται η σάρκα, ενώ η ψυχή λιμοκτονεί;
Φταίει λοιπόν ο θεσμός του γάμου, ή οι αδέξιοι θεσμοφύλακες που άφησαν τους ληστές του ΕΓΩ και της Ασυνεννοησίας, της Διχόνοιας και της Απιστίας μαζί με ολόκληρη την ορχήστρα της Αδιαφορίας, να λεηλατήσουν τη ζήση τους και να την βυθίσουν σε μια νεκρική σιωπή;
Εκείνο το παλιό ρομάντζο το λουσμένο με τη σαγήνη της συγκίνησης, της προσμονής και της μαγείας, γίνεται τώρα μια μελαγχολική σειρήνα, αφού δεν έχει πια τη δύναμη να αιχμαλωτίσει, κανέναν από τους δυο.
Η Κίρκη μας βαρέθηκε, δεν έχει νόημα πια να τραγουδά, αφού ο Οδυσσέας της έπληξε κι αποκοιμήθηκε βαθειά.
-Πόσο άλλαξες καλέ μου! Συναρπαστικός κάποτε εραστής εσύ, έκανες μαγικές όλες τις νύχτες της ζωής μου!
Τώρα, γυρισμένες πλάτες κι αντί γλυκόλογο φιθυριστό, η ιαχή σου στη διαπασών! Νυστάζωωωωωωω, άσε με να κοιμηθώ…
Ακόμα κι η μυστική γλώσσα των αισθήσεων και της εμπνευσμένης σου ευγλωττίας, που τόσο μουσικά λαλούσε, βουβάθηκε κι αυτή,
μέσα από τους ήχους της Ένοχης Σιωπής.
Κι η γεύση του φιλιού σου που ήταν…θυμάσαι; πολύ μεθυστική, έγινε τώρα κεκτημένο αγαθό, αφού οι ψυχές μας πλέον, έχουνε γίνει δυο!
-Πόσο άλλαξες και συ καλή μου! Του ονείρου μου η συντρόφισσα, των στοχασμών μου η ερωμένη!
Η τρυφερότητα φτερούγησε και πέτρα γίνηκε τώρα η στοργή σου. Τα μεταξένια σου μαλλιά, γέμισαν τσιμπίδια μαύρα και άγαρμπα ρολά. Ενώ μασκάρεψες το πρόσωπό σου, το άλλοτε τόσο λαμπερό, με μάσκες και αντιερωτικά κραγιόν.
Τι θλιβερό μνημόσυνο στη μαγεία της μνηστείας!
Πόθοι ‘’μαζί που πλύθηκαν’’ κι έχουνε γίνει μωβ, στης συνήθειας και της ανίας το μουχλιασμένο πλυσταριό.
Τώρα, το κλάμα γοερό ακούγεται: υστερνέ μου λογισμέ, να σ΄είχα πρώτα. Κι ήταν τόσο απλό!
Λίγη φεγγαράδα και γλυκόπιοτο αστέρι,
να ξεδιψάσει του Έρωτα και της Αγάπης ο κορμός!! *** ***
ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΛΟΝΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου