Σε τούτη τη συλλογή διηγημάτων του, ο κυρ Φώτης Κόντογλου αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες της λατρεμένης πατρίδας του, τ' Αϊβαλιού. Της μικρής πολιτείας, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής.
Θρηνώντας την απώλειά της, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ερχομό του στην Ελλάδα, μας μιλάει νοσταλγικά για τους "αρχαίους ανθρώπους" της, μας διηγείται με αυθόρμητη ειλικρίνεια τις προσωπικές ιστορίες τους, πότε για αγίους, πότε για απλοϊκούς ξωμάχους, μα κάποτε και για κακούργους και ληστές.
Ως γνήσια ανατολίτικη ψυχή, γίνεται συχνά κήρυκας της απλότητας, της φυσικότητας. Με το πλούσιο εσωτερικό του θησαύρισμα μας μεταγγίζει ανεπαίσθητα τη γλυκιά ειρήνη της φύσης. Μας μιλά για μια γαλήνη μυστική, που ο ίδιος βίωσε, επιζητώντας άλλοτε τη μοναξιά μέσα σε όμορφα τοπία της πατρίδας του και άλλοτε παρατηρώντας ακόμα και τις πιο απλές και ασήμαντες παρουσίες της φύσης και ιδιαίτερα της αγαπημένης του θάλασσας.
Συνδυάζει με επιτυχία μέσα του την ανατολίτικη μακαριότητα απέναντι στο φαινόμενο της ζωής με τη δική του στοχαστική ιδιοσυγκρασία, η οποία τον οδηγεί συχνά σε θρησκευτική κατάνυξη, όταν αποκαλύπτεται μπροστά του "η άβυσσος της θεϊκής αρμονίας του κόσμου". Ενυπάρχει έτσι μέσα στο λόγο του και η εκστατική φωνή του καλλιτέχνη, του αγιογράφου, που αποκαλύπτεται ταπεινά και αβίαστα μπροστά στην ομορφιά και το μυστήριο της φύσης.
Ηλίας Σιγαλός http://www.biblionet.gr/
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Aπό δω που κάθουμαι βλέπω βουνά, βλέπω πολιτείες, κάστρα κάμπους, π’ άλλα ζαμάνια ματοχωθήκανε από μοβόρους παλικαράδες και τώρα τους αυλακώνουνε τα ξυλάλετρα. Αντίκρυ απ’ το παραθύρι που κάθουμαι φαίνουνται μέσα στο θολό πέλαγο τα βουνά της Τουρκιάς. Σε κείνα τα μέρη γεννήθηκα κ’ εγώ, κι αν ήτανε κανένας παρών τώρα που κοιτάζω κατά κει, θαν έβλεπε πως τα μάτια μου είναι δακρυσμένα…..
Η πολιτεία που λέγω, αναγνώστη πικραμένε, δεν είναι καμιά από κείνες πόχουνε παλιά δόξα κι όνομα ξακουσμένο. Μηδέ Ρώμη είναι, μηδέ Αθήνα, μηδέ Τρωάδα, μηδέ καμιά απ’ τις άλλες ξακουσμένες πολιτείες….
Αν λάχει να περάσεις με καράβι απ’ το μπουγάζι της Μυτιλήνης, θα δεις κατά κει που βγαίνει ο ήλιος κάτι χαμηλά βουνά απάνου στη στεριά της Ανατολής. Κατά τον βοριά στέκει το Καζ Νταγ, το μεγάλο βουνό που το λέει Ίδη ο Όμηρος και πως στην κορφή τουτουνού του βουνού καθόντανε τάχα οι Δώδεκα Θεοί και σεργιανίζανε τον πόλεμο της Τρωάδας. Αν σιμώσεις περσότερο στη στεριά, θέλεις απορέσει πως δε φαίνεται πουθενά η πολιτεία γύρου. Τότε μπαίνεις μέσα σ’ ένα στενό μπάσιμο, το Ταλιάνι λεγόμενο και, σαν τραβήξεις παραμέσα, θα δεις ανέλπιστα ν’ απλώνει μπροστά σου ένας μεγάλος κόρφος ίδιος λίμνη, που δεν τον υπόπτευες πίσ’ απ’ τα βουνά. Μέσα κει θα δεις και την πολιτεία που σου λέγω, σα να’ναι φωλιασμένη, κρυμμένη από κάθε μάτι.
Ποιος ξέρει βάσιμα πότε τη χτίσανε! Λένε πως τη χτίσανε κατά το 1600. Και πως κείνοι που τη χτίσανε, πήγανε και τρυπώσανε μέσα σε κείνο το θαλάμι, για να ξεφύγουνε απ’ τους κουρσάρους, που κάνανε θρήνος όξου στο πέλαγο. Ως τα 1770 αυτοί οι άνθρωποι, όπως ούλοι οι Ρωμιοί της Τουρκιάς, ζούσανε κρυφά απ’ τον Θεό. Τότες φανερώθηκε ένας παπάς τετραπέρατος και με τόση πιτυχία έβγαλε πέρα το ό,τι καταπιάστηκε, που φαίνεται πως ήταν σταλμένος απ’ τον Θεό. Τον λέγανε παπά-Γιάννη Οικονόμο….
Παραπάνω είπα πως το Αϊβαλί ξακούστηκε ύστερ’ από το 1770.
Κείνον τον χρόνο πιάστηκε σε μεγάλη ναυμαχία ο Τούρκος με τον Ρούσο μέσ’ στα νερά του Τσεσμέ…
Σαν σκόρπισε κακή-κακώς η τούρκικη αρμάδα, ένας απ’ τους ναυάρχους, ο Χασάν-πασάς, που του ’δωσε αργότερα ο σουλτάνος την επωνυμία Γαζής, δηλαδή Νικητής, γλύτωσε απ’ το Χάρο παρά τρίχα. Τράβηξε τότες να πάει στην Πόλη από στεριά, επειδή η θάλασσα ήτανε πιασμένη απ’ τον οχτρό, κ’ έλαχε να κονέψει ένα βράδυ στην πολιτεία του Οικονόμου σε κακό χάλι. Κι ο παπάς τον συμμάζεψε σπίτι του και τον ζωογόνησε, τόσο που, μισεύοντας ο Τούρκος πήρε όρκο πως δε θα ξέχανε ποτές την καλοσύνη που ΄χε δει απ’ τον Οικονόμο. Έλα-έλα, σαν περάσανε ένα-δυό χρόνια, μαθεύτηκε πως ο Χασάν-πασάς ο Γαζής θέριεψε κ’ έγινε παντοδύναμος συμβουλάτορας του σουλτάνου και πως κείνος ήτανε το δεσμείν και λύειν στην Πόλη. Σαν έφταξε στ’ αυτί του Οικονόμου η τέτοια είδηση, σηκώθηκε δίχως να χασομερήσει και πήγε στην Πόλη….
Και πηγαίνοντας στο παλάτι, τον υποδέχτηκε ο Χασάν-πασάς με μεγάλη εγκαρδιότητα και τον ρώτηξε τι χάρη ήθελε απ’ αυτόν. Τότες ο Οικονόμος ξετύλιξε το χαρτί, για να διαβάσει ο βεζίρης το τι αγαπούσε. Και κείνος, σαν άνθρωπος που κρατά το τάξιμο που βγαίνει από το στόμα του, έκανε ριτζά στο σουλτάνο να μη φύγει μ’ αδειανά τα χέρια ο παπάς, ξιστορώντας του το πώς τον είχε συμμαζέψει γυμνόν και ξετραχηλισμένον στο σπίτι του. Και, στ’ αλήθεια, η Πόρτα έβγαλε φετβά που διαλάβαινε τα προνόμια που δινόντανε στην πολιτεία του Οικονόμου:
Όσοι Τούρκοι έχουνε σπίτι μέσα στην πολιτεία, να φύγουνε παρευθύς μαζί με τις φαμελιές τους στα τουρκοχώρια που ’ναι ολοτρόγυρα. Και στο εξής κανένας Οθωμανός δεν έχει την άδεια ν’ ανοίξει σπίτι και τζάκι μέσα στη χώρα. Και Τούρκος καβαλάρης να μη ζυγώνει στο έμπα της πολιτείας, παρά όσο ακούγεται πετεινός. Κι αν κανένας επίσημος του στρατού τύχει να ’μπει καβάλα μέσα στη χώρα, να βγάζει τα πέταλα του χαϊβανιού του.
Η πολιτεία λογαριάζεται στο εξής ανεξάρτητη από τον ντερέμπεη που θα διορίζεται στα πέριξ
Η κυβέρνηση, η δικαιοσύνη και τα κουμέρκια δίνουνται στους ντόπιους χριστιανούς, οι οποίοι έχουνε χρέος να πληρώνουνε σαρανταοχτώ χιλιάδες γρόσια κάθε χρόνο.
Καϊμακάμης, αγάς για βοεβόντας θα στέλνεται απ’ την Πόλη, μα θα διορίζεται κείνος που θέλουνε διαλέξει οι χριστιανοί, κι απ’ τους χριστιανούς θα πληρώνεται και πάλε απ’ τους χριστιανούς θαν αλλάζεται, όποτε κρίνεται πρέπον.
Καδής θα στέλνεται απ’ την Πόλη ή απ’ αλλού, μα θε να’ ναι και τούτος μισθωτός των χριστιανών.
Φρούραρχος δεν επιτρέπεται να καθήσει μέσα στη χώρα, μηδέ να περάσει από μέσα.
Η πολιτεία στο εξής δεν θα δίνει δέκατο όπως πριν, αμή ο κάθε νοικοκύρης έχει χρέος να πληρώνει δυο παράδες για κάθε λιόδεντρο…
Όλα τα έργα του Θεού είναι βλογημένα. Τότε που έκανε τον κόσμο, είδε πως είναι πολύ καλά όσα έκανε. «Και είδεν ο Θεός πάντα όσα εποίησεν και ιδού καλά λίαν.¨ Και το κρύο και η ζέστη. Κι η καλωσύνη κ΄ η φουρτούνα , κι ο χειμώνας και το καλοκαίρι, κι η δροσιά και η πάχνη.
Αληθινά, όλα είναι καλά. Γι΄ αυτό καιλέει ο Δαβίδ: «Αινείτε τον Κύριον επί της γης, δράκοντες και πάσαι άβυσσοι. Πυρ, θάλασσα ,χιών, κρύσταλλος, πνεύμα καταιγίδος, τα ποιούντα τον λόγον αυτού. Τα όρη και πάντες βουνοί, ξύλα καρποφόρα και πάσαι κέδροι».
Τον καιρό που ζούσα φυσικά και βλογημένα, θυμάμαι πως όλα μου φαίνονταν καλά. Όλα τα δεχόμουνα με χαρά, και τα πιο σκληρά. Φουρτούνες, παγωνιές, βροχές, κούραση, δίψα, πείνα και κάθε κακοπάθεια. Και μάλιστα έβρισκα πολλή ευχαρίστηση να τα περνώ με υπομονή. Και τώρα που τα θυμάμαι, μου φαίνονται ακόμα πιο όμορφα.
Έτσι, και τις ώρες που έκανε κάψα, κι η γης καρβουνιζότανε και μύριζε στουρναρόπετρα, ένοιωθα πολλά πράγματα μέσα μου, μυστήρια ποιητικά, που με κάνανε να την αγαπώ. Τ΄ απομεσήμερο, την ώρα που βράζει ο κόσμος, βαστά μια βουβή ησυχία, σαν να είναι νύχτα βαθειά. […]
Παραμονή Χριστουγέννων , Φώτης Κόντογλου διαβάζει η Τζένη Καρέζη
ΤΑ ΦΩΤΑ ΣΤΟ ΑΪΒΑΛΙ
«…Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανείων. Έτσι τον ρίχνανε και στην πατρίδα μου, κ’ ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο…».
Ξεκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη.
Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ’ ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουργία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορτή πιο επίσημη.
Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ’ οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλμωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.
Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό,
Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε 100 καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης.
Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐκια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο.
Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ’ ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.
Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα.
Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στεριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα – δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά.
Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο.
Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ’ αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, Ένα – δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου – κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος πού θα ‘ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.
Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό – Παρασκευάς κι άλλοι.
Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ’ έναν λαιμό σαν βαρέλι.Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ’ ήτανε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ’ ένα κοντάρι, λες κ’ ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός.
Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη.
Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό – Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος.
Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ’ άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε!
O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο.
Τα χέρια του τα ‘χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ’ έκανε και κάμποσα θεατρικά.
Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ’ οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα ‘πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο.
Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ’ έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ’ οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε».
Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο δεσπότης κ’ έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να τ’ άλλο.
Οι πλώρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ’ ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.
Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ’ ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό – Παρασκευάς. Με δυο – τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά.
Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ’ έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ’ υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά.
Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ’ έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε.
Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε.
Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ’ οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει ποτές.
Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.
Από το βιβλίο του συγγραφέα «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ (1895-1965)
Ο Φώτης Κόντογλου ( = Φώτης Αποστολλέλης) γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας, τέταρτο παιδί του Νικολάου Αποστολλέλη και της συζύγου του Δέσποινας, το γένος Κόντογλου. Είχε μια αδερφή και δυο αδερφούς. Σε ηλικία ενός μόλις έτους ορφάνεψε από πατέρα και την οικογένεια ανέλαβε ο αδερφός της μητέρας του Στέφανος Κόντογλου (στην κηδεμονία του οποίου ανάγεται και το όνομα Κόντογλου), που ήταν Ηγούμενος στη Μονή Αγίας Παρασκευής. Τα μαθητικά του χρόνια πέρασε στο μετόχι της Αγίας Παρασκευής και στις Κυδωνίες και το 1913 μπήκε με εξετάσεις στο τρίτο έτος της Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Λίγους μήνες αργότερα εγκατέλειψε τη σχολή και έφυγε για να συνεχίσει τις εικαστικές σπουδές του στο Παρίσι με οικονομική βοήθεια από τον θείο του. Στο Παρίσι παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, συνεργάστηκε με το γαλλικό περιοδικό Illustration (σε διαγωνισμό του οποίου βραβεύτηκε για την εικονογράφηση του έργου του Κνουτ Χάμσουν Η πείνα) και εργάστηκε ως εργάτης σε πολεμική βιομηχανία για να ζήσει. Το 1917 ταξίδεψε στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Το 1919 μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου διορίστηκε καθηγητής γαλλικών και ιστορία τέχνης στο Παρθεναγωγείο, ανέπτυξε πνευματική δραστηριότητα και ίδρυσε το σύλλογο Νέοι Άνθρωποι. Το 1921 πήρε μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγε αρχικά στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Είχε προηγουμένως επισκεφτεί το Άγιο Όρος, όπου ξαναπήγε το 1923 για να μελετήσει τη βυζαντινή τέχνη και να δημιουργήσει αντίγραφά αγιογραφιών, τα οποία παρουσίασε σε εκθέσεις, αρχικά στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Το 1926 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη, και επισκέφτηκε για τρίτη φορά το Άγιο Όρος. Την περίοδο 1930-1931 εργάστηκε ως συντηρητής στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, από το 1933 δίδαξε ιστορία τέχνης και ζωγραφική στο αμερικάνικο κολλέγιο, όπου γνωρίστηκε με τον Κάρολο Κουν, και είχε μαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και το Νίκο Εγγονόπουλο. Το 1935 ανέλαβε την οργάνωση του βυζαντινού τμήματος του μουσείου της Κέρκυρας. Ανέλαβε τη συντήρηση των τοιχογραφιών του Μυστρά, την εικονογράφηση πολλών εκκλησιών, τη διακόσμηση του Δημαρχείου της Αθήνας Το 1963 τραυματίστηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα με τη σύζυγό του και έμεινε κατάκοιτος για πέντε μήνες. Πέθανε το 1965 στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού από μετεγχειρητική μόλυνση μετά από χειρουργική επέμβαση στην κύστη. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1959, για το βιβλίο του Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας), το Βραβείο Πουρφίνα της Ομάδας των Δώδεκα (1963 για το βιβλίο Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου), το Βραβείο του Ταξιάρχη του Φοίνικα, το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών (1965 για το σύνολο του έργου του). Μαθητής γυμνασίου ακόμη στις Κυδωνίες είχε κυκλοφορήσει το περιοδικό Μέλισσα, που εικονογραφούσε ο ίδιος. Υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού Φιλική Εταιρεία (μαζί με τους Κώστα Βάρναλη, Δημήτρη Πικιώνη, Στρατή Δούκα και Βάσο Δασκαλάκη) που κυκλοφόρησε από το 1924 ως το 1925 και του περιοδικού Κιβωτός (μαζί με τον Βασίλη Μουστάκη). Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά (1929), Νέα Εστία, Ελληνική Δημιουργία, Εκκλησία, Εφημέριος και την εφημερίδα Ελευθερία (από το 1949 ως το τέλος της ζωής του) και εξέδωσε μελέτες για τη βυζαντινή τέχνη και έργα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και πεζογραφίας. Η πρώτη εμφάνιση του Κόντογλου στα γράμματα πραγματοποιήθηκε το 1918 με την έκδοση της νουβέλας του Πέδρο Καζάς σε περιορισμένα αντίτυπα. Το 1928 εκδόθηκε το βιβλίο του Ταξείδια και το 1935 ο Αστρολάβος. Εντονότερη παρουσιάζεται η συγγραφική του δραστηριότητα (θρησκευτικής κυρίως θεματολογίας) στα μέσα της δεκαετίας του 1940 και ως το τέλος της ζωής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου