Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΗΝΙΩΤΗΣ - Το λογοτεχνικό του έργο




Ο Βαγγέλης Μηνιώτης γεννήθηκε το 1927 στον Πειραιά κα έφυγε από τη ζωή το 2016 στην Αθήνα.
Γόνος Μικρασιατών προσφύγων, βίωσε τα τραγικά γεγονότα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφυλίου που σφράγισαν τη ζωή του και άφησαν το αποτύπωμά τους στα έργα του
Από νεαρή ηλικία έγραφε ποιήματα και πεζά. Παράλληλα άρχισε να αρθρογραφεί και να γράφει χρονογραφήματα σε τοπικές εφημερίδες του Πειραιά και αργότερα σε κλαδικές εφημερίδες, όπως "Η φωνή των φάρμακοϋπαλλήλων", Η εφημερίδα της ΓΣΕΕ, ο "Ναυτικός Τύπος" και η εφημερίδα "Συνταξιούχος Φαρμακοϋπάλληλος".
Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ένωσης Συντακτών Πειραιά, της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά
Συμπεριλαμβάνεται στο Who is Who Greece εκδ. 2008

Έχει εκδώσει τα παρακάτω βιβλία:
Χρονογραφήματα Α 1988
Η Νερόφιδα, Νουβέλα 1991
ΟΚΕΥ, Διηγήματα 1992
Γλαρέντζα, Διηγήματα, 1993
Ομοιοκατάληκτα Καταληκτικά, 1994
Πισωγυρίσματα, Αυτοβιογραφική νουβέλα 1995
Μουράγιο, Διηγήματα 1998
Χρονογραφήματα Β 1999
Ανάκατα, Ποιήματα- Στιχουργήματα 2001
Τότε και τώρα, Διηγήματα
Ο διωγμός 2005, Μαρτυρία με βάση τις σημειώσεις του Μάρκου Ντουμπανάκη για τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον πόλεμο του 1940
Τα καθημερινά, Πεζά και έμμετρα

Τιμήθηκε με τα παρακάτω βραβεία
Βραβείο ΓΕΣΕΕ για τη Γλαρέντζα 1993
Α’ Βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών για τα “Πισωγυρίσματα” 1995
Βραβείο Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών για τα Ανάκατα 2001



Μερικές κριτικές για το έργο του


"Με πολλή χαρά διάβασα το βιβλίο και μου άρεσαν: η στρωτή και νηφάλια γλώσσα, οι παρατηρήσεις με νόημα, το λιγοστό αλλά σωστό χιούμορ - τίποτα δε θυμίζει τις εξυπναδίστικες και κουλτουριάρικες ανοησίες άλλων"

Ντίνος Χριστιανόπουλος
(αναφερόμενος στα Χρονογραφήματα Β)

****

" Έχω διαβάσει κι αλλά έργα του Βαγγέλη Μηνιώτη, όπως το “ΟΚΕΥ”, τη “Νερόφιδα” κ.λ.π. και ενθουσιάστηκα με τη δύναμη του συγγραφέα στην πεζογραφία και ιδιαίτερα στο διήγημα που αποτελεί το δυσκολότερο είδος.
Τώρα έχω μπροστά μου ένα καινούργιο τόμο διηγημάτων, που έχουν από πρώτη μάτια όλα τα στοιχεία της ωριμότητας και της γνησιότητας για ένα συγγραφέα που διαρκώς και ευνοϊκά εξελίσσεται στο θαυμάσιο αυτό είδος.
Στο νέο αυτό βιβλίο, διακρίνεται καθαρά η πληρότητα, η ευαισθησία και η πείρα που συγκροτούν αυτή τη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο “Γλαρέντζα”. Είναι μια επική διήγηση γύρω από τους ανθρώπους και τα ζώα στη διάρκεια της Κατοχής από τους Γερμανούς. Πρόσωπα δυστυχισμένα και γεμάτα απογοήτευση και ελπίδα είναι ζωγραφισμένα από έναν άνθρωπο που γνώρισε τα δεινά του πολέμου ζωγραφίζοντας αδρά και με δεξιοτεχνία το περιβάλλον μιας απλής κοινωνίας που ζει, κινείται και ονειρεύεται αλλά και κινδυνεύει, καθώς βρίσκεται διαρκώς και σε κάθε βήμα αντιμέτωπη με την σκληρότητα των καιρών.
Η “Γλαρεντζα” βρίσκεται ανάμεσα στη ζωή των ανθρώπων εκείνων σαν ένα σύμβολο, σαν μια ελπίδα φυγής και σωτηρίας.
Τα καινούργια διηγήματα του Β.Μ. είναι αυθεντικά, γεμάτα ανθρώπους αληθινούς, ζώα και αντικείμενα που φαίνεται καθαρά πως τα έζησε ο ίδιος και τα γνώρισε σα να ήτανε παρών.
Και γιατί να μην είναι; Ο Θοδωρής, ο Καπετάνιος, ο Δημήτρης, ο Τζέκος όλοι οι άλλοι συνομιλούν μαζί του σα να ´πέσαν από τον ίδιο τον ουρανό
Υ.Γ. Με την ίδια δύναμη και τονίζω δημιουργικό ρεαλισμό, καταγράφει και τα υπόλοιπα διηγήματα της ίδιας συλλογής”

Νίκος Παππάς - λογοτέχνης

****

"….Είναι βέβαιο ότι εκείνο που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνική του κατάθεση είναι η προβεβλημένη δυναμική και ζωηρή περιγραφική του ικανότητα, και η εικονοκλαστική του ευχέρεια.
Και όλα αυτά έντεχνα επενδεδυμένα με μια λεπτή, εύχαρη ειρωνεία, αλλά και ένα υφέρποντα σαρκασμό, για κάθε κοινωνικά απαράδεκτο και απάνθρωπο, που χαρακτηρίζει την αμοραλιστική αποσυνθετική εποχή μας…..
Συνεπαίρνει και δικαιολογημένα μας προκαλεί το ζωηρό και αδιάπτωτο ενδιαφέρον μας η σάτιρα από τον Βαγγέλη Μηνιώτη, τόσο έντεχνα δοσμένη, που μας έκανε να θυμηθούμε εκείνο του Άγγλου σατιρικού και φιλοσόφου Σουίφτ, που σάρκαζε ολόκληρη την ανθρωπότητα:
"Επίκαιρη και δίκαιη σάτιρα , είναι πολλές φορές αποτελεσματικότερη του νόμου, αλλά και αυτού ακόμη του Ευαγγελίου"
Ο συγγραφέας και ποιητής Βαγγέλης Μηνιώτης έχει αποδείξει με το μέχρι τώρα έργο του ότι διακατέχεται από μια προσοντούχα ικανότητα. Να μπορεί δηλαδή να επικοινωνεί άμεσα με την καρδιά μας και να περνά τα συναισθήματα, τις σκέψεις του και τα μηνύματά του με ένα τρόπο λεπταίσθητο, εύληπτο και εξαγωγό, έτσι που μας θέλγει, αλλά και μας τέρπει ταυτόχρονα…..

Παναγιώτης Τσουτάκος - πρώην πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών


Διηγήματα - Αποσπάσματα 

Ο ευκάλυπτος

Θα τον ονομάτιζε κανείς ως τον τελευταίο των Μοϊκανών. Ήταν ο μόνος που είχε απομείνει από μια συστάδα σε ένα χέρσο τόπο και, με την ευρυχωρία που δημιουργήθηκε μετά την εξαφάνιση των “συντρόφων” του, ο ευκάλυπτος θέριεψε κι έγινε το σημείο αναφοράς της περιοχής:

-Πού μένεις; Κοντά στον ευκάλυπτο;

-Κάπου εκεί…

Καθώς ήταν στρογγυλοκαθισμένος σε ύψωμα, ούτε οι πολυκατοικίες με το ύψος τους κατάφεραν να ακυρώσουν την παρουσία του, να κρύψουν τα ασημοπράσινα κρόσια του και να αποδιώξουν τα μιλιούνια φτερωτά που προσπαθούσαν να χουζουρέψουν στα κλώνια του. Από εκει ψηλά μπορούσε να αγναντεύει την Πάρνηθα, το Ποικίλον όρος, την οροσειρά του Αιγάλεω και τα ονειρικά ηλιοβασιλέματα πίσω από τις κορφές, εκεί κατά το Δαφνί. Σαν πόσα ζευγαράκια δεν τα είχαν απολαύσει ακουμπισμένα πάνω του!

Οι ρίζες του βαθιές σαν ανθρώπινα κορμιά σφιχταγκαλιασμένα για να αποκτούν δύναμη σήκωναν στη ράχη τους το πεζοδρόμιο και οι φούντες του ανεμοδείκτες!

Οι κάτοικοι ολόγυρα κοιτάζοντας τη φυλλωσιά προς τα πού τη γέρνει ο άνεμος, ήξεραν τι καιρός φυσάει. Κάποια χοντρόριζα πριν μπει βαθιά στη γη σχημάτιζε ένα μακρύ παγκάκι στη σκιά και ήταν ό,τι χρειάζονταν οι αποσταμένοι της ανηφόρας, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες.Το ψηλό, μυρωδάτο δεντρί τούς πρόσφερε σκιά, κάθισμα και φωνητική μουσική από τους χιλιάδες γλυκοκέλαηδους κατοίκους που φώλιαζαν στη φιλόξενη φυλλωσιά του

……………….

Κατά καιρούς πολλοί ξαπόστασαν στη ρίζα του κοσμαγάπητου πανώριου δέντρου και όλοι οι περίοικοι πίστευαν στην αιωνιότητά του κι ότι θα εξακολουθεί να ανασαίνει ανάμεσά τους, αναπόσπαστο μέρος του χώρου. Μα και στην περίπτωση έλεγαν που παρουσιαστεί κάποιος ως ιδιοκτήτης του διαφιλονικούμενου, μικρού οικοπέδου, που διαφέντευε με τη μεγαλοπρεπή παρουσία του το γιγαντόσωμο δέντρο, οι ίδιες αρχές θα το προστατέψουν από τα μηχανοκίνητα, θεωρώντας το διατηρητέο!

Κι όμως ο πανύψηλος και γεροδεμένος ευκάλυπτος κατακρεουργήθηκε ύπουλα και στη θέση του στήθηκε μια κακόγουστη εξαώροφη πολυκατοικία. Πού να το φανταστεί κανείς ότι σε ένα μικρό κομμάτι χέρσας γης θα ξεφύτρωνε ο τσιμεντένιος γίγας!

Τα βαριά μηχανήματα χύμηξαν πάνω του ξαφνικά κι ανυποψίαστα και τον κομμάτιασαν μπροστά στα μάτια των περίεργων κι έμοιαζε με…βάναυση εκτέλεση εν ψυχρώ! Οι χοντρές ρίζες του που σαν αντρειωμενα κορμιά ρουφούσαν δύναμη από τη μάνα γη κοιμούνταν τώρα ανάσκελα . Ποιος αποφάσισε τάχα τη θανατική του καταδίκη; Και η γειτονιά που το αγαπούσε και το καμάρωνε τι έκανε για τη σωτηρία του; Αμ, ο Δήμος και οι υπηρεσίες του; Και τα χιλιάδες πουλάκια που φιλοξενούσε στα κλώνια του πού θα βρουν καταφύγιο; Θα τον θυμούνται όσο ζουν, όπως και οι παλιοί γείτονες….

Τώρα ανεμοδείκτες στη θέση του θα είναι τα ρούχα και τα σεντόνια της μπουγάδας στα κίτρινα μπαλκόνια, αντί για τις χρυσοπράσινες φούντες , καθώς θα τα κουνάει το καυσαέριο πέρα-δώθε. Και οι εργολάβοι που πέτυχαν στο έργο τους θα τρίβουν τα χέρια και θα αναφωνούν ματσωμένοι “Δόξα τω Θεώ” και θα εννοούν βέβαια…τον κερδώο Ερμή!

( Από τη συλλογή διηγημάτων “Μουράγιο” )

****

Η πεζούλα του κυρ Αντώνη

Η πεζούλα πλάι στην εξώπορτα του σπιτιού του κυρ Αντωνάκη και της γυναίκας του , της κυρα Θοδώρας, μάζευε τους αργόσχολους της γειτονιάς που στήναν γύρω της πηγαδάκια σχολιάζοντας την επικαιρότητα και του κόσμου τις παραξενιές.

Από το 1927 που χτίστηκε το σπίτι πέρασαν δεκαετίες ολόκληρες και όλα άλλαξαν όψη όχι μόνο στη γειτονιά μα σε ολόκληρη τη χώρα. Τα πάντα μεταμορφώθηκαν εκτος από την ξεθωριασμένη πεζούλα. Μοιάζει με βιγλάτορα που παρακολουθεί του χρόνου το πέρασμα, τους περαστικούς, κάθε τι που συμβαίνει. Αλήθεια, αν…μίλαγε θα ανέφερε αναρίθμητες περιπτώσεις ανθρώπων που ξαπόστασαν πάνω της και ήπιαν πηγαδίσιο νεράκι. Σίγουρα θα αναφερόταν στη μεγάλη αγάπη που της ειχαν τα παιδόπουλα, που δεν ξεκολλούσαν από πάνω της, αλλά και στους παλιούς γείτονες , ζώντας και νεκρούς…..

Όταν το απόβραδο, την ώρα που ξεμύτιζαν τα άστρα και το φεγγάρι, έσμιγαν οι γείτονες με επίκεντρο την πεζούλα, άρχιζαν να λένε τα δικά τους, που δεν ήταν άλλα από εκείνα που δεν είχαν πια, τις περιουσίες τους στα Μικρασιατικά παράλια και όλα τους τα μπερεκέτια, για να καταλήξουν στερεότυπα στη φρίκη του μεγάλου διωγμού.

Τα παιδιά καθισμένα κατάχαμα άκουγαν με προσοχή και μάθαιναν από πρώτο χέρι την πρόσφατη ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Τους άκουγαν να μιλάνε με νοσταλγία για τη χαμένη πατρίδα. Θυμούνταν τις μοσχοβολιές των λεμονανθών που έφταναν το γλυκύτατο Μάη από τα περιβόλια της Χίου , επί πτερύγων ανέμων , στην Κάτω Παναγιά και εκείνη τον Αύγουστο τους ανταπέδιδε τις μυρωδιές των ώριμων καρπών της καρπερής Ιωνικής γης……..

Λες και είναι πέτρινο σεντούκι η πεζούλα του κυρ Αντωνάκη. Κρύβει τόσα μυστικά! Θα μπορούσε να μιλάει ώρες για τη Μαριώ. Και τι έκανε η κακομοίρα και τη δείχνανε όλοι με το δάχτυλο σαν παράδειγμα αποφυγής; Ακούτε πράγματα! Κάπνιζε ακόμη και καταμεσής του δρόμου, επιπλέον ρούφαγε και το ουζάκι της σταυροπόδι στο μπακαλικάκι της γειτονιάς. Πίσω της βέβαια λέγονταν και άλλα, όμως η πεζούλα δεν παίρνει όρκο γι´αυτά!…….

Αν ο πέτρινος κύβος, που στέκει όπως ο πορτιέρης στην εξώπορτα και άθελά του παρακολουθεί το κοινωνικό γίγνεσθαι από τις αρχές του αιώνα έως τη λήξη της δεύτερης δεκαετίας, είχε …μυαλό και μπορούσε να συγκρίνει το τώρα με το χτες στο θέμα που αναφέρεται στον έρωτα και το sex, θα κοκκίνιζε από ντροπή με αυτά που βλέπει σήμερα και θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι προηγούμενες γενιές ….στραβές πήγαν στον Άδη!

Θα έλεγε ακόμη στους τωρινούς ότι τα περισσότερα κοριτσόπουλα μέναν αγράμματα, γιατί έπρεπε από νωρίς να σηκώνουν οικογενειακά βάρη, να νταντεύουν τα μικρότερα αδελφάκια, να πλένουν στη σκάφη ή να δουλεύουν στη φάμπρικα. Όταν τελείωναν το απόβραδο πια τις υποχρεώσεις τους, κάθονταν στα σκαλοπάτια της μιας και της άλλης και προσπαθούσαν να ξεμπλέξουν τα κοριτσίστικα όνειρά τους. Δεν ονειρεύονταν πρίγκηπες και παλάτια. Ανθρωπινότερη διαβίωση αποζητούσαν, όπως και οι εργάτες γονείς τους, που αγωνίζονταν για καλύτερο μεροκάματο σε δουλειές σκληρές κι επικίνδυνες……

Το αχ! και το βαχ! ήταν τα συνηθέστερα επιφωνήματα κοντά στην πεζουλα, που τα άκουγε μα δεν μπορούσε να αντιδράσει, να πέσει πάνω στο άδικο και να το συντρίψει! Όπως άκουγε και τα παρακαλετά των ζητιάνων που κουρελιάρηδες γύριζαν πόρτα-πόρτα ζητώντας μια φέτα ψωμί που έχωναν στο σακούλι τους…..

Τώρα πάνω στην άψυχη πέτρα με το πλήθος των αναμνήσεων δεν κάθεται κανείς ούτε καν τα πλανόδια ζευγαράκια που κάνουν τη “δουλειά” τους πολιτισμένα, όπως επιβάλλουν οι καιροί….

Πόσα και πόσα θα μπορούσε να καταλογίσει σήμερα στους “μεγάλους” και “μικρούς” της γης που συμπεριφέρονται σα να είναι ιδιοκτήτες της, ενώ στην ουσία είναι περαστικοί ενοικιαστές, όσα επίγεια πλούτη και αν διαθέτουν.

Ποιος ξέρει ως ποτέ θα στέκει στη θέση της ξεχασμένη…! Τίποτα δε δικαιολογεί πια την παρουσία της….Ισως θα έπρεπε, τιμής ένεκεν, να μεταφερθεί σε ένα χώρο παλαιολιθικών αντικειμένων να θυμίζει πόσο αλλιώτικος ήταν ο κόσμος, όχι την παλαιολιθική εποχή, μα μερικές δεκαετίες πριν διαβεί το κατώφλι που οδηγεί στην τρίτη χιλιετία

(Από τη συλλογή διηγημάτων “Τότε και τώρα”)

****

Γκιουζέπε

…………

"Ολοι οι άντρες από δεκατεσσάρων χρονών και πάνω να συγκεντρωθούν στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Όσοι δεν υπακούσουν στη διαταγή των δυνάμεων κατοχής θα εκτελούνται επιτόπου στο δρόμο ή στα σπίτια τους που θα ερευνηθούν ένα προς ένα...” ξεφωνίζει το χωνί των “πουλημένων”στους χιτλερικούς κατακτητές, από γειτονιά σε γειτονιά, απ' άκρη σ' άκρη στην ηρωική Κοκκινιά.

“Όσοι δε συμμορφωθούν θα εκτελούνται επιτόπου” τρεμοπαίζουν τα χείλη των κατοίκων μα και του φαλακρού βουνού ο αντίλαλος, που τα πεύκα του ξεριζώθηκαν από τους πρώτους κιόλας μήνες της σκλαβιάς, μιας και δεν υπήρχε άλλη καύσιμη ύλη εξόν απ' αυτά για τα νοικοκυριά.

Φοβερό το δίλημμα για τους αρσενικούς. Τι ν' αποφασίσουν, που η συνοικία ήταν μπλοκαρισμένη ολόγυρα από πλήθος βαριά οπλισμένων Γερμανοτσολιάδων; Ετσι ή αλλιώς, στο στόμα του λύκου θα πέφτανε. Κάποιοι αποφασισμένοι για όλα ταμπουρώθηκαν σε σπίτια στις παρυφές του Αιγάλεω και πολέμησαν μέχρις εσχάτων, ανάμεσά τους και ο Ιταλός αντιφασίστας Γκιουζέπε, που είχε ενταχτεί στο ΕΑΜ μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών με τους Συμμάχους. Ήταν ένας πελώριος άντρας με παιδιάστικο χαμόγελο. Πριν το συμβάν, πουλούσε κάτι μαυροκούλουρα ζυμωμένα λες από σιτεμένη κοπριά κι έχοντας μόνιμα το “υπηρεσιακό” του περίστροφο κάτω από το εμπόρευμα, για κάθε ενδεχόμενο, στην κεντρική πλατεία της προσφυγούπολης στον Αγιο Νικόλα.

Αλλοι χώθηκαν σε κάποια κρύπτη του σπιτιού και πολλοί πήραν το δρόμο για το σημείο που όριζε το χωνί των εθνοπροδοτών. Απ' όλους τους χωματόδρομους τραβούσαν μεστωμένοι άντρες κατά κει μα και παιδιά, μη έχοντας άλλη επιλογή, κι οι δρόμοι μοιάζανε ποταμοί που συναντιούνται στη μεγάλη λαοθάλασσα της πλατείας Οσίας Ξένης. Εκεί τους περίμεναν “επί σκοπόν” οι κάννες των όπλων, τα ρόπαλα και τα μαστίγια που κρατούσαν “περήφανα” οι καταδότες και οι άλλοι προδότες που “δούλεψαν” υπερωριακά και με πρωτοφανή αγριότητα, για να ξεχωρίσουν την ήρα από το σιτάρι, όπως καυχιούνταν αδιάντροπα! Είχαν ξεκάνει μάλιστα λίγο πριν για παραδειγματισμό μερικούς πατριώτες, που κείτονταν μέσα στα αίματα και το τρομαγμένο πλήθος. Δεν το χωρούσε ο νους, πώς τράφηκε τόσο μίσος απέναντι στο συνάνθρωπο και ομοεθνή!….

Μιλώντας την εθνική μας γλώσσα έκαναν σουλάτσο στους διαδρόμους που άφηναν οι πεντάδες των χιλιάδων κρατουμένων, που κάθονταν οκλαδόν στην καυτή γη με το κεφάλι ψηλά, κι έδειχναν με το δάκτυλο τους αγωνιστές.

- Σήκω πάνω εσύ ρε, κι εσύ που κάνεις το κορόιδο ψευτόμαγκα, κι εσύ, κι εσύ!…

Με χωράφι σπαρμένο κεφάλια θα μπορούσε να παρομοιάσει κανείς την εικόνα της πλατείας και τους καταδότες και τσολιάδες “ν' αλωνίζουν” περπατώντας στις αυλακιές και μ' ένα νεύμα τους ν' αποφασίζουν ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Η ματιά τους σκληρή σα λεπίδα κάρφωνε τον ένα και τον άλλο.

Οι δακτυλοδεικτούμενοι οδηγούνταν στη μάντρα του πλαϊνού υφαντουργείου και το πολυβόλο γάζωνε τα κορμιά των παλικαριών, που σε κάθε επιδρομή των εθνοπροδοτών στη συνοικία στηνόταν οδόφραγμα εμποδίζοντάς τους να περάσουν και να εκτελέσουν τα εγκληματικά τους σχέδια.

Οι άλλοι, το απέραντο πλήθος των συγκεντρωμένων ανδρών περίμενε τη σειρά του, για να οδηγηθεί στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και από εκεί στα γερμανικά κάτεργα.

Κάποιες λεβεντογυναίκες που κουβαλούσαν με τις στάμνες νερό στον κόσμο να τον δροσίσουν -σταγόνες στον ωκεανό έστω- ποδοπατήθηκαν και χτυπήθηκαν άγρια από τους εργολάβους του θανάτου.

Κόρακας που διψάει για αίμα το μυδράλιο στα χέρια του Γερμανού δολοφόνου δε χορταίνει να ρουφά τη ζωή νέων ανθρώπων, που το έγκλημά τους είναι η πίστη στα ιδανικά της φυλής. Σωρός τα άψυχα κορμιά στο λιοπύρι….Το αχνιστό αίμα των αγωνιστών της λευτεριάς τύλιξε στα μαύρα το μεγάλο συνοικισμό.

Στους νεκρούς της αποφράδας ημέρας συμπεριλαμβάνονται τα γειτονοπούλα, ο Γιώργος, ο Γιάννης, ο Μικές και ο Βαγγέλης, του υαλοπώλη ο γιος, ο μεγάλος. Ο μικρός ήταν ανάπηρος, δεν τους έκανε...Με τον Γιώργο, τον Γιάννη και τον Μικέ ήμαστε στην ίδια πεντάδα, όταν ο καταδότης τούς σημάδεψε με το δάκτυλο και στη συνέχεια το πολυβόλο στην καρδιά. Ξώφαλτσα και τη δική μου ψυχή. Ο θάνατος τους πρόκαμε στο σύνορο της εφηβείας. Είχαν δεν είχαν κλείσει τα δεκαεφτά τους χρόνια. Ο Βαγγέλης, του υαλοπώλη ο γιος, ήταν μεγαλύτερος. Είχε ξανθό μαλλί και τρυφερό μουστακάκι, για να δείχνει σωστός άντρας. Και το απέδειξε πραγματικά βαδίζοντας προς το θυσιαστήριο με αγέρωχο βηματισμό σαν σε παρέλαση εθνικής επετείου. “ΖΗΤΩ η Λευτεριά!”, πρόκαμε να πει στη “ΜΑΝΤΡΑ” που τον στήσανε για εκτέλεση και πέφτοντας αγκαλιάστηκε με τους άλλους ήρωες του Απελευθερωτικού Αγώνα, προσθέτοντας και το δικό του κορμί σ' ένα αιματοβαμμένο μακάβριο σύμπλεγμα.

Στο νεκροταφείο Κοκκινιάς κάτω από τα πόδια του φαλακρού βουνού, κείτονταν και τ' άψυχα σώματα εκείνων που αντί να παρουσιαστούν στο μπλόκο, όπως πρόσταζε το χωνί των προδοτών, προτίμησαν ν' αντισταθούν με πιστολάκια και λιανοτούφεκα στους σιδερόφραχτους Γερμανοτσολιάδες. Εκτός του ότι ήταν διάτρητα από σφαίρες ήταν και μισοκαμένα.

Με εμπρηστικές βολίδες κάψανε το σπίτι που είχαν μεταβάλει οι αγωνιστές σε άπαρτο κάστρο με αρχηγό τους τον Γκιουζέπε που είχε και τις πιο πολλές τρύπες στο πρόσωπο……

Η ατελείωτη και αποτρόπαια για τους Κοκκινιώτες αυγουστιάτικη μέρα βυθίστηκε στο σκοτάδι πια, όταν μέσα στην πένθιμη σιωπή απλώθηκε απαλά ο ήχος φυσαρμόνικας και οι αποφασιστικές φωνές κάποιων αντρειωμένων:

“Επέσατε θύματα αδέλφια εσείς

στο δίκαιο και άνισο αγώνα...”

Για τους σκλαβωμένους με τις διπλαμπαρωμένες εξώπορτες του συνοικισμού, ήταν αυτό μια ανάσα ζωής κι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα μέσα στη νεκρική σιγή ότι ο αγώνας συνεχίζεται. Και συνεχίστηκε, ώσπου έφυγαν τ' ανθρωπόμορφα τέρατα από την πατρίδα που επιχείρησαν να της φορέσουν τραχηλιά, ενώ σ' αυτούς ταίριαζε...


Διήγημα αυτοβιογραφικό (απόσπασμα) από τη συλλογή διηγημάτων “Τότε και τώρα” 2002

****

Η καινούργια λεωφόρος


— Κάπου εδώ δεν ήταν το αγρόκτημα του Παναγιώτη, ρωτάει ο ένας μεσόκοπος.

— Εδώ ακριβώς που περνά η λεωφόρος κι είχε δίπλα του το ποτάμι, απαντά ο άλλος.

Πριν από χρόνια κυλούσαν γάργαρα νερά, μετά θολά, τώρα αυτοκίνητα! Το τσιμέντο και η άσφαλτος θάψανε το πράσινο και έκαναν νοσταλγική ανάμνηση το ποτάμι, το περιβόλι και τα διάφορα ζώα που βοσκούσαν ολόγυρα. Ήταν πραγματική όαση! Ένα ξεχασμένο απομεινάρι παρθένας γης καταμεσής στον αστικό ιστό! Ιδιοκτήτης του, χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας, ο πασίγνωστος Παναγιώτης, μοναδικός αγρότης και κτηνοτρόφος της Νέας Ιωνίας, που ζούσε από τη γη και τα ζώα και δεν είχε καμιά εξάρτηση και δεσμεύση από κανένα. Ζούσε με τα χέρια του πάντα, χωρίς αφεντικό και ό,τι ήθελε έκανε. Μια ζωή χωρίς ανέσεις, σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, αυτόν που κληρονόμησε από τους προγόνους του στ’ αλησμόνητα χώματα της Ιωνίας. Πεισματικά προσηλωμένος κι αμετακίνητος στις παλιές συνήθειες, τις διατήρησε ακέραιες ως το τέλος, κλείνοντας τ’ αυτιά στις σειρήνες των μοντέρνων, ξενόφερτων ηθών και προϊόντων, που τον καλούσαν να γίνει... ισότιμο μέλος της καταναλωτικής κοινωνίας, αποκτώντας το κάθε τι με δόσεις! Κι εκείνος, σπάνια περίπτωση ανθρώπου, δεν προμηθεύτηκε ούτε ράδιο, ούτε τηλεόραση, για να μην τον ξελογιάσουν με τις διαφημίσεις τους.

Στο καλύβι του, στη μέση του περιβολιού, δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα και άλλες παροχές και έμεινε άγνωστος στους Κοινωφελείς οργανισμούς ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ. Ζούσε σαν πρωτόγονος, χωρίς να είναι. Ίσα-ίσα, είχε αναπτυγμένα όλα τ’ ανθρώπινα συναισθήματα! Τίμιος, υπερήφανος, φιλότιμος, ανοιχτοχέρης και ανοιχτόκαρδος κι από μυαλό, μάντευε τις προθέσεις σου από μακριά. Το ότι ζούσε έτσι ήταν θέμα δικιάς του επιλογής και φιλοσοφίας!

Το τεράστιο δεντροφυτεμένο κτήμα στεκόταν εμπόδιο στην επέκταση της ασφάλτου κι έπρεπε να φύγει εκείνος από τη μέση, για να περάσει ο δρόμος. Ζωντανός δεν επρόκειτο ποτέ να το εγκαταλείψει. Είχε ταυτιστεί μαζί του. Φυσιολάτρης... γέννημα θρέμμα, κοντά στα ζώα και τα φυτά γέρασε. Καλλιεργούσε τη γη με θρησκευτική ευλάβεια και ήταν οι κινήσεις του, θάλεγες κανείς, τελετουργικές... Ποτέ δε βαρυγκόμησε για τον κάματο και τον ιδρώτα που έχυνε σκάβοντας. Με το ίδιο μεράκι φρόντιζε και την ποικιλία των ζώων που τον περιτριγύριζαν. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση δεν τον ενδιέφερε τόσο το κέρδος όσο το κέφι. Τα δέντρα και τα κηπευτικά καταπράσινα και τα ζώα όλο υγεία. Κατσικοπρόβατα εδώ, κότες εκεί ανάκατα με περιστέρια και κουνέλια πιο πέρα, χήνες και πάπιες στη στέρνα. Κι εκείνος να ασχολείται με όλα πατρικά, με μια οικειότητα που σε ξάφνιαζε…..

Άλλο από ποντικούς δεν είχε σκοτώσει με το δίκανο ο Παναγιώτης. Όταν κάποτε χρειάστηκε να ξεκάνει έναν Τούρκο στη Μικρασιατική καταστροφή, το 'κανε δίχως όπλο με τα ίδια του τα μπράτσα του, γιατί διαφορετικά θα “καθάριζε” ο Τούρκος και εκείνον και τη συντροφιά του, δύο άντρες και μια κοπέλα, που περιπλανιούνταν στα βουνά μήνες ρακένδυτοι ψάχνοντας να βρουν, όχι καράβι να φύγουνε, αλλά βάρκα για να περάσουν αντίκρυ στα ελληνικά νησιά. Μνήμες φρίκης. Ζούσαν σε σπηλιές κυνηγημένοι τρώγοντας ό,τι τους πρόσφερε η άγρια φύση. Τα κουρέλια έφυγαν από πάνω τους από τις κακουχίες και τα σκαρφαλώματα στα βράχια και με το κρύο τα σώματά τους ζεσταίνονταν κολλημένα το ένα στ’ άλλο, χωρίς να περνά ούτε από το νου πονηρή σκέψη για τη γυναίκα, που βρισκόταν ανάμεσά σε τρεις έφηβους. Τη θεωρούσαν αδελφή, κάτι περισσότερο. Τελικά σ’ ένα ερημικό κόρφο κατάφεραν να μπουν στο καρυδότσουφλο της σωτηρίας. Δίχως πανί, χωρίς κουπιά, έσπρωχναν με τις παλάμες, ώσπου ν’ απομακρυνθούν από την ακτή και μετά ο άνεμος έκανε το θαύμα του βγάζοντάς τους στην Κρήτη. Εκεί χωρίσανε χωρίς να ξαναϊδωθούν πια.

— Την ήξερες αυτή την ιστορία; ρωτάει ο ένας μεσόκοπος, ύστερα από μακρά σιωπή, εκεί δα, στην άκρη της καινούργιας λεωφόρου, που διασχίζει αγέρωχα το πρώην αγρόκτημα, και ο άλλος αποκρίνεται μονολεκτικά “ναι!”

Ποιος δεν γνώριζε τον Παναγιώτη και τα έργα του στην περιοχή; Και ποιος δεν έγλειψε κάποιο κόκκαλο από τα αρνιά που σουβλίζε και καλούσε τους περαστικούς να τον βοηθήσουν να τα ξεκοκκαλισει! Ή που πρόσφερε γενναιόδωρα γάλα και αβγά, πιτσούνια και ζαρζαβατικά σε οικογένειες φτωχών και αρρώστων. Αλλά και για την αντοχή του στο κρασί ήταν πασίγνωστος. Το ‘πινε με το νεροπότηρο και δεν ένιωθε την παραμικρή ενόχληση. Τρομερή κράση, γερός σκελετός, νεανικό δέρμα, πρόσωπο με αραιές ρυτίδες και μάτια πάντοτε λαμπερά. Αναρωτιόταν κανείς με ποιο τρόπο θα εγκαταλείψει τη ζωή αυτός ο υγιέστατος άνθρωπος που δεν έδειχνε καν ηλικιωμένος, στα ογδόντα χρόνια του.

— Από τι πέθανε, αλήθεια; ρώτησε ο ένας.

— Από ένεση... που δεν έκανε! Τον έπιασε ξαφνικά κολικός και πήγαν να του κάνουν παυσίπονη ένεση. Φοβήθηκε το τσίμπημα της βελόνας κι έπαθε συγκοπή! Μόλις αντίκρισε τη σύριγγα “έμεινε σέκος” αυτός ο ισχυρός άντρας! Να σκεφτείς ότι γιατρός τον είδε μια και μόνη φορά... μετά θάνατον!...

—Μακριά από γιατρούς και δικηγόρους, έλεγε όσο ζούσε

( Από τη συλλογή διηγημάτων ΟΚΕ•Υ•)

****

Τα θαλάμια

Πρώτα έφερε γελαστός στο τραπέζι το ψητό ροδοκοκκινισμένο χταπόδι που έπιασε κι έψησε ο ίδιος. Η χαρά του Δημητρού δεν περιγράφεται αυτές τις στιγμές, όταν του δίνεται η ευκαιρία να επιδείχνει τις ικανότητές του στο ψάρεμα και στη μαγειρική σε συγγενείς και φίλους. Για την καλοσύνη και τα φιλόξενα αισθήματά του είναι πασίγνωστος ο συμπαθής αυτός άνθρωπος, που αν και μεγάλωνε ένα τσούρμο παιδιά, πάντα υπήρχαν στο τραπέζι του θέσεις και για άλλους. Ποιος πέρασε από το φτωχικό του και δεν τραπεζώθηκε… Κατά καιρούς φιλοξενούσε και συγγενείς από την επαρχία που έρχονταν εδώ είτε για κάποια υπόθεση είτε για μόνιμη εγκατάσταση.

Το σπιτάκι του το έφτιαξε μόνος του πάνω στο σκληρό βράχο πελεκώντας τον λίγο λίγο με το “πιγκούνι”. Δουλειά να δουν τα μάτια σου! ….Μοναδική βοήθεια σε αυτόν τον τιτάνιο αγώνα για τη δημιουργία ιδιόκτητης κατοικίας είχε από το Δεσποινιό, την πιστή του σύντροφο. Μαζί πάλευαν και ματώνονταν πραγματοποιώντας το όνειρο της ζωής τους, το αυθαίρετο….και τώρα μπορεί να δέχεται στην εξοχή τα αγαπημένα του πρόσωπα, παιδιά, εγγόνια, συγγενείς και φίλους.

Είναι αληθεια ότι σε όλη αυτή την υπεράνθρωπη προσπάθεια τού έδινε τόνωση η ρετσίνα που συνόδευε το μεροφάι του.

—Δέσποινα το κρασί, είπε όταν ετοιμάστηκε το μεγάλο τραπέζι και στρώθηκαν οι συγγενείς ολόγυρα.

Καταμεσήμερο , ο ήλιος γλιστρά μέσα από τις πευκοβελόνες, παιχνιδίζει μαζί τους και με τα λαμπερά σκάγια του κάνει διάτρητη του πεύκου τη σκιά έξω από το εξοχικό. Μεριές μεριές οι λαμπερές γλώσσες του γλείφουν τα πιάτα, απλώνονται στα πρόσωπα και κάνουν να φαίνονται πιο βαθιές κάποιες ρυτίδες.

—Τέτοια εποχή ήταν τότε που πήραμε το δρόμο της προσφυγιάς, είπε η μεγαλύτερη της συντροφιάς , η Θεοδώρα, που αποτύπωσε τα φριχτά περιστατικά που είχαν συμβεί, βαθιά στο είναι της. Είναι το ευλογημένο κρασί που ξύνει παλιές πληγές , βλέπεις.

Τα πιο μεγάλα κορίτσια, συνέχισε, για να ξεφύγουν από τη μανία των τσέτηδων πασάλιβαν τα μούτρα τους με ροδόζουμο και φορούσαν ό,τι παλιό ρούχο υπήρχε, της Σοφίας μας όμως η ομορφιά δεν κρυβόταν με τίποτα. Οι Τουρκαλάδες με το έμπειρο μάτι την ξετρύπωσαν μέσα στο κουρελιασμένο γυναικομάνι και χύμηξαν να την πιάσουν καθένας για λογαριασμό του. Για να τους αποφύγει ρίχτηκε σε ένα πηγάδι. Τη βγάλανε ζωντανή ύστερα από πολλές ώρες όταν πέρασε ο κίνδυνος. Μα και οταν ανέβαιναν στο καράβι που θα τους περνούσε απέναντι στα ελληνικά νησιά, πάλι προσπάθησαν να την αρπάξουν……

Οι γονείς απόμειναν εκει, κανένας δεν έμαθε τίποτα γι´αυτούς.

Το κρασί τους ανακάτεψε. Μετά την ευθυμία οι πικρές αναμνήσεις και οι ερωτήσεις των νεότερων. Η συζήτηση πήρε διαστάσεις και τους αγκάλιασε όλους, μικρούς μεγάλους. Οι πρώτοι με τις ερωτήσεις τους, οι δεύτεροι με τις μαρτυρίες τους από τα μαρτύριά τους. Τι κρίμα! Ένας ένας οι μάρτυρες της Μικρασιατικής τραγωδίας χάνονται διαπίστωσαν.

Οι γέροι πριν προφτάσουν να αραδιάσουν μερικές λέξεις, ένας κόμπος φράζει το λαρύγγι τους και δε μπορούν να αποσώσουν, αφήνοντας την κουβέντα μισή. Τ´ Αργυρώ, πιο ψύχραιμη, αφηγήθηκε κάτι που εντυπωσίασε την παρέα.

—Όταν ήμουν, λέει, παραδουλεύτρα σε ένα πλουσιόσπιτο στο Πασαλιμανι, ήρθε και με βρήκε η πεθερά μου και μου είπε: “Κόρη μου, σε θέλω για νύφη, γιατί αυτό ήταν το θέλημα του άντρα μου και του κύρη σου. Είχαν δώσει λόγο τιμής να συμπεθεριάσουν και θα τον κρατούσαν αν ζούσαν, πρόκαναν όμως να τους ξεκάνουν οι Τσέτες. Δεν πρέπει να τους χαλάσουμε το χατήρι κόρη μου….”

Και συμπεθέριασαν οι δυο φίλοι, χωρίς βέβαια να το μάθουν ποτέ.

—Στην υγειά μας, ξεχώρισε ανάμεσα στις σκόρπιες λέξεις που βγαίνουν στον αέρα η καθάρια φωνή του Δημητρού, επισκιάζοντάς τες.

Μέσα από τις πευκοβελόνες ξανοίγεται η γαλάζια θάλασσα. Τα πλεούμενα πάνε κι έρχονται, το βοριαδάκι φουσκώνει τα πανιά, καλό τους ταξίδι!

—Πως σας φάνηκε το χταπόδι, ήταν καλό; ρώτησε ο οικοδεσπότης

—Θαυμάσιο, είπαν όλοι μαζί

—Ε, τότε θα κοιμηθούμε απόψε στρωματσάδα όπως παλιά, όλοι μαζί και αύριο θα πιάσουμε και θα μαγειρέψουμε και άλλα. Η συγκομιδή είναι σίγουρη. Γνωρίζω πολλά θαλάμια, ακούτε που σας λέω, τους παρότρυνε και η μάτια του, γεμάτη καλοσύνη και ανθρωπιά, επιβεβαίωνε του λόγου την αλήθεια

(Από τη συλλογή διηγημάτων “Η Γλαρεντζα”)

****

Η Νεροφίδα (απόσπασμα)

Τακτικά κατεβαίνει στο ρέμα, όπου στο ίδιο πάντοτε σημείο, το πιο βαθύ της λακκούβας, βρίσκεται το νερόφιδο.

Κάθεται στην όχθη και το χαζεύει , καθώς ελίσσεται και βγάζει τη γλώσσα, μετά γδύνεται και πέφτει στο νερό να μπανιαριστεί! Αν δεν κάνει έτσι θα βρομίσει από την απληστία. Δεν του είναι ευχάριστο βέβαια να μπανιαρίζεται με ένα φίδι στον κόρφο του, όμως δε γίνεται αλλιώς, αν θέλει να κρατάει εδώ πάνω μια στοιχειώδη καθαριότητα. Πάντως εδώ που τα λέμε, είναι διακριτικοί ο ένας απέναντι στον άλλο κι έτσι…συμπλέουν αρμονικά, χωρίς πειράγματα και απειλές. Όταν αυτός αργήσει να πάει…το ερπετό δυσανασχετεί• τον περιμένει θαρρείς …εναγωνίως! Τι σου είναι η συνήθεια!

Πρόκειται για τον στρατιώτη, το Νίκο από την Κοκκινιά, που, οταν δυσκολεύεται να μετακινήσει τις πέτρινες ώρες, κατεβαίνει στην κοιλάδα που χωρίζει τα Γιαννουσέικα στα δύο. Μερικά χαμόσπιτα από τη μια μεριά, μερικά από την αλλη κι αυτά ανάρια ανάρια για να μην ψωριάσουν! Όπου να γυρίσει η ματιά, πάνω σε στουρναρόπετρες σκοντάφτει, σε λόγγους και σε ένα ρετάλι ουρανού, ψηλά. Συχνά πέφτει ανάσκελα και ρεμβάζει, όταν δεν έχει βάρδια στον ασύρματο και τα τηλέφωνα και με βία προσπαθεί να κρατήσει τις έγνοιες μακριά του, σα να προκειται για σφήκες που κεντρίζουν την καρδιά.

Κάθε τόσο έρχονται στο νου του η μάνα, ο πατέρας, ο αδελφός, η αδελφή, τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας, και αυτός που θα μπορούσε να βοηθήσει να αναρρώσει η φαμίλια από τις λαβωματιές της κατοχής και του εμφυλίου, κάθεται και χασομεράει στα όρη και στα βουνά……..

Ο Νίκος συνηθίζει να κατηφορίζει ταχτικά στη ρεματιά και να χαζεύει το νερόφιδο που κάνει φευγαλέα σχήματα στη λακκούβα. Αθώο ζωάκι. Δεν πείραξε κανέναν από αυτούς που έρχονταν εδώ να ξεβρομιστούν. Αντίθετα εξαφανίζεται κι αφήνει τους στρατιώτες ήσυχους να κάνουν τη δουλειά τους. Διακριτικό η αλήθεια!

Στην εξερεύνηση που ακολούθησε τη σύλληψη του αντάρτη στα άγρια βουνά των Αγράφων, πίσω πίσω βρίσκεται πάντα καθυστερημένο το μουλάρι με τον ασύρματο. Φιλήσυχο ζωντανό και υπάκουο σαν καλός στρατιώτης, χωρίς αντίλογο εκτελεί το χρέος του κι αυτό στην πατρίδα. Βαδίζει σε επικίνδυνα μονοπάτια, όπου και ο άνθρωπος δύσκολα ισορροπεί, πιάνοντας τα κλαδιά και ακούει, κουνώντας το κεφάλι με κατανόηση, όσα αραδιάζει ο εκτελών και χρέη ημιονηγού Νίκος στη διάρκεια της ατέλειωτης ξεθεωτικής πορείας.

Το περίεργο με αυτό το αξιαγάπητο ζωντανό είναι ότι φοβάται το νερό. Σε κάθε ρέμα με τρεχούμενο νερό - και είναι αναρίθμητες εδώ πάνω οι νεροσυρμές - στηλώνει τα πόδια και δεν κουνάει ρούπι• γι´αυτό μενει μακριά από τους άλλους.

Τούτη τη φορά όμως χασομεράει δίχως λόγο. Μυστήριο πράγμα, μουρμουρίζει το φανταράκι και η ματιά του αναζητά ερευνητικά την αιτία. Όταν την ανακάλυψε έχασε τη λαλιά του. Ήθελε να καλέσει βοήθεια και η φωνή του δεν έβγαινε. Ένα τεράστιο φίδι έβγαλε το κεφάλι του μεσα από τα κλαδιά και προκαλούσε φόβο και ανατριχίλα. Τι να κάνει; Οι συνοδοιπόροι του έχουν απομακρυνθεί, μόλις διακρίνονται στο σαμάρι του βουνού. Σε λίγο θα τους καταπιεί η κατηφόρα. Και τούτο μένει ασάλευτο. Να του ρίξει; Οι άλλοι θα νομίζουν ότι είναι αντάρτης και θα ρίχνουν όλοι μαζί στο γάμο του Καραγκιόζη, αφού δεν υπάρχει εχθρός. Ποιος τάχα είναι ο εχθρός; Ο ομοεθνής; Ο ομόθρησκος; Πώς διάολο τα έφερε έτσι η κατάρα να σκοτώνει σαν εχθρό ο αδελφός τον αδελφό! Το γένος των Ελλήνων σίγουρα έχει παραφρονήσει…….

****

Πισωγυρίσματα (αποσπάσματα)

Η μητέρα είχε πάθος με τα λουλούδια. Τα κοίταζε όπως τα παιδιά της μην τους λείψει τίποτα και άνοιγε η καρδιά της σαν της έμενε λίγος καιρός να τα καμαρώσει. Το παράπονό της ήταν ότι δεν μπορούσε να μεταδώσει την αγάπη της για τα φυτά και σε μένα που τους φερόμουν με αγριότητα, ιδιαίτερα στους αγκαθωτούς κάκτους, που τους κάρφωνα με τα κέρματα ή τους σημάδευα με το τόπι. Δάκρυζε σα να πονούσε αυτή.

Κακά τα ψέματα, λουλούδια και παιδιά δεν πάνε μαζί, όταν μάλιστα είναι αρσενικά που μέσα τους ξυπνάει το αγρίμι. Θυμάμαι τι τράβαγαν τα γαϊδούρια των πραματευτάδων από το παιδομάζωμα και όχι μόνο αυτά μα και τα αφεντικά τους. Ο πρώτος που περνούσε ήταν ο Γιώργος ο Γαλατάς με το αμαξάκι, που διέθετε και “κλάξον” για να μη ξελαρυγγιάζεται διαλαλώντας το είδος του.

Μ´ αυτόν είχαμε γίνει φιλαράκια και με έπαιρνε μαζί του στη γύρα και γύριζα όλες τις συνοικίες του Πειραιά. Είχε μια πιτσιλωτή φοραδίτσα, την “Πιτσούλα”. Έτρεχε πάνω κάτω στα κατσάβραχα κι ούτε λαχάνιαζε ούτε έφερνε ζόρι. Πάντα τον έβγαζε παλικάρι και σ´αυτή χρωστάει το ότι ήταν από τους πρώτους που απόχτησε επαγγελματικό αυτοκίνητο. Αυτοκίνητο ο Γιώργος! γούρλωσε τα μάτια η γειτονιά!

Ο μπάρμπ´Αντώνης, ο μανάβης ερχόταν δεύτερος και καταϊδρωμένος για να βρει το διάολό του από τα πιτσιρίκια, που τη μια βάζανε κοτρώνια στις ρόδες για να μη μπορεί να προχωρήσει το ζωντανό και από την αλλη κρέμονταν στην καρότσα ξαφρίζοντας από τα κοφίνια τα φρούτα. Παρ´ολα αυτά, ο μπάρμπ´ Αντώνης ήταν καθημερινός επισκέπτης με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή και η γειτονιά τον προτιμούσε, γιατί τον θεωρούσε δικό της άνθρωπο. Τόσο είχε εξοικειωθεί μαζί του που αγόραζε και τα χορταρικά βερεσέ…

Δεν περνούσε μέρα που ανάμεσα στις άλλες φωνές των διαλαλητών να μην ξεχωρίσει η αγριοφωνάρα του Παναγιώτη του “μπαλωματσή” !Και όποια ώρα να ερχόταν θα ´βρισκε δουλειά να κάνει! Τα μπαλώματα στα παπούτσια φτιάχνανε μωσαϊκό και δεν ήξερες το αρχικό τους χρώμα! Δευτεριάτικα κι αυτος, όπως ο μπακάλης, ο φούρναρης και ο πλανόδιος γυαλοπώλης με το μικροσκοπικό σβέλτο αλογάκι…..

Από τους πραματευτάδες, που ο καθένας είχε το…δικό του χαβά, ο πιο αγαπημένος στο παιδομάζωμα ήταν ο “μπιλιμπο”, ένα κοντακιανό ανθρωπάκι ακαθόριστης ηλικίας, που σήκωνε ένα μαντζούνι περασμένο σε ένα κοντάρι και τυλιγμένο σε μια μαντήλα, για να μην το γλείφουν , όσο γίνεται, οι μύγες και το πουλούσε στα “κολλητήρια” μαλάσσοντάς το επιδέξια σε σχήμα φιόγκου!

Με το άκουσμα “μπιλιμπό , μπιλιμποοό”, ξελογιαζόταν η “μαρίδα”, τα παρατούσε όλα σύξυλα, παιχνίδια και διαβολιές και έτρεχε στη μάνα για λεφτά!….

Κάποια στιγμή χάθηκε, έπαψε να περνάει και μαθεύτηκε ότι τον έστειλαν εξορία, γιατί ήθελε , λέει, να έχουν όλα τα παιδάκια λεφτά να αγοράζουν ζαχαρωτά….για να μεγαλώσει η πελατεία του!……..

Θαύμαζα το πεντακάθαρο αστραφτερό στερέωμα και την ουράνια τάξη με τ´ ανεμπόδιστα δρομολόγια του ήλιου και του φεγγαριού, μ´ άρεσε η ξαστεριά κι όσο κοίταζα ψηλά τόσο έζωναν το νου οι απορίες. Απορίες που δεν μπορούσαν να λύσουν ούτε οι γονείς μου ούτε ο Παπασαράντος ο δάσκαλος. Αυτός ήξερε μόνο θρησκευτικά και να χτυπάει στην πάνω μεριά της παλάμης με μια αρμαθιά χοντρά κλειδιά όσους δεν ήξεραν το μάθημα, ανάμεσά τους κι εμένα, επειδή θεωρούσα αγγαρεία το μάθημά του. Γι αυτό τη χρόνια που τον είχα δάσκαλο, έκανα συνεχώς σκασιαρχείο με κίνδυνο να χάσω την τάξη….Οι ατίθασοι φίλοι μου δεν ξέρω τι έλεγαν στους γονιούς τους, όταν τους ρώταγαν “τι μάθημα κάνατε σήμερα;” Πιθανόν να μη χρειάστηκε να απαντήσουν. Εγώ που κουβαλούσα και το αδερφάκι μου μαζί, πήγαινε στην πρώτη τάξη, έλεγα στερεότυπα στη μάνα μου, που ανησυχούσε γιατί δε μ´ έβλεπε να διαβάζω, ότι “σήμερα και κάθε μέρα έχουμε Γυμναστική, Ωδική και αστεία”….

Στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου γίναμε αξεχώριστοι φίλοι με τη Λευκή, όμως τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Τράβα, τράβα τις κοτσίδες της εκείνος ο καθηγητής, μόνο και μόνο γιατί ήταν γένους θηλυκού, όταν κόμπιαζε από φόβο στο μάθημά του, την ανάγκασε να τα παρατήσει. Επρόκειτο για φοβερό μισογύνη. Ένα λάθος μιας κοπέλας ήταν αρκετό να τον κάνει έξω φρενών ενάντια σε όλες τις μαθήτριες “που δεν κάθονταν στο σπίτι τους να συγυρίζουν και να μπαλώνουν ρούχα, παρά που ήθελαν να μάθουν γράμματα”….

Το ξύλο ήταν στην ημερήσια διάταξη. Θέμα ρουτίνας! Το τίμιο ξύλο…βγαλμένο από τον παράδεισο έπεφτε βροχή στους ανυπάκουους , διότι θεωρούνταν “πρόσφορο και ενδεδειγμένο” παιδαγωγικό μέσον! Βέβαια υπήρχαν και εκπαιδευτικοί που ειχαν κάποιες αμφιβολίες για τα ευεργετικά αποτελέσματά του, μα τόσο λίγοι που αποτελούσαν εξαίρεση στον κανόνα.

Ένας από αυτούς ήταν ο καθηγητής της μουσικής που τον λάτρευα. Μ´ άρεσαν βλέπεις η “γυμναστική, η ωδική και τα αστεία”! Οι νότες του βγαλμένες από το αρμόνιο και φιλτραρισμένες από το πάθος της ψυχής, γίνονταν χρυσά φτερά που μας σήκωναν ψηλά στα ουράνια! Ο Μενέλαος Παλάντιος αξιώθηκε να γίνει Ακαδημαϊκός. Είναι ένας από τους δασκάλους που φυλάω ευλαβικά στης καρδιάς το εικονοστάσι!…….

****

Οι συγγραφείς του….. πεζοδρομίου

Τις μέρες που πέρασαν τις γιορτινές, οι συγγραφείς και οι ποιητές, παλιοί και νέοι, επιφανείς και αφανείς εργάτες της πένας, που ξόδεψαν εκατομμύρια ώρες στη μοναξιά τους σκυμμένοι πάνω στα χαρτιά, βγήκαν όλοι στο πεζοδρόμιο ζητώντας αναγνώστες! Ο κόσμος τούς προσπερνά αδιάφορος. Άλλα πράγματα τον ενδιαφέρουν πιεστικά και καθώς τους βλέπει να κείτονται στο καρότσι είναι σα να σκέφτεται “τι στο καλό, έξωση τους κάνανε τα βιβλιοπωλεία;”

Πού να φαντάζονταν όταν στερούνταν κάποιες μικροχαρές της ζωής κλεισμένοι στο καβούκι τους για να δημιουργήσουν πολιτιστικό έργο ότι θα ερχόταν μια εποχή που η προσφορά τους θα θεωρούνταν εντελώς αμελητέα; Πάλι καλά που τα πνευματικά τους τέκνα βρέθηκαν αζήτητα στους πέντε δρόμους σαν έκθετα παιδιά, γιατί σε άλλες χειρότερες εποχές τα ρίχνανε στην πυρά!

Οι επιζώντες από αυτόν τον περίεργο τύπο ανθρώπων που προτιμούν την απομόνωση από την ελευθερία, κι ας την αγαπούν πιότερο από άλλους, βλέποντας την κατάντια του βιβλίου μην πεις ότι φρονηματίζονται. Εξακολουθούν να σπέρνουν τις ιδέες τους στο χαρτί, με την ελπίδα πως…κάποτε θα βλαστήσουν και θα γίνουν κτήμα της ανθρωπότητας! Θα μπορούσε να πει κανείς δικαιολογώντας τους ότι δεν είναι η μεγάλη ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους μα η αγάπη για το συνάνθρωπο.



Χρονογραφήματα 1958-1988


Περίπατος στην Ομόνοια

Ελπίζω να μην έχουν αντίρρηση οι αγαπητοί συνάδελφοι του κέντρου και ιδιαιτέρως των επαρχιών για ένα κοντινό περίπατο ως την Ομόνοια. Ολημερίς να πνίγεσαι στη δουλειά σφηνωμένος στα γρανάζια της ρουτίνας σίγουρα δεν είναι κάτι ευχάριστο. Χρειάζεται κάπου κάπου και λίγη αναψυχή. Είναι και η άνοιξη η ξεμυαλίστρα που μας βάζει σε πειρασμούς. Πού όρεξη για δουλειά, όταν ο πεντακάθαρος ήλιος σού γνέφει από ψηλά και σε καλεί σε ανοιχτούς ορίζοντες! Ας αφήσουμε λοιπόν σήμερα τα “καθ´ ημάς” και ας προσκολληθούμε κι εμεις στην πυκνή λαοθάλασσα που χαζεύει ασάλευτη την εκ των βάθρων ανακαινισμένη Ομόνοια.

Τα συντριβάνια εκσφενδονίζουν με μεγάλη πίεση το νερό σε φουτουριστικά σχήματα και δε χορταίνουν τα μάτια να χαίρονται την αέναη κίνηση του νερού κάτω από το βαθύ γαλανό Αττικό φόντο. Μιλιούνια κόσμος περιεργάζεται τις “κυλιόμενες κλίμακες” που περιστρέφονται αθόρυβα και πολιτισμένα και που για πρώτη φορά βλέπουμε στον τόπο μας. Οι πιτσιρικάδες, μαθητές και μη, καθώς και πολλοί χασομέρηδες μαντράχαλοι (από χασομέρηδες δα η Αθήνα!) το ρίχνουν στο παιχνίδι κάνοντας τσουλήθρες ώρες ολόκληρες.

Είναι γεγονός ότι το θέαμα παρουσιάζει ενδιαφέρον, όταν το αντικρύζεις για πρώτη φορά. ´Οταν όμως αναγκάζεται να επέμβει η αστυνομία για να ανοίξει διάδρομο στους πεζούς, το πράγμα καταντά γελοίο. Αληθινά, δεινοπαθούν οι διαβάτες της Ομόνοιας για να ελευθερωθούν από τα μπουλούκια των περίεργων και πολύ φοβούμαι μήπως, με τ´ αλλεπάλληλα επεισόδια που γίνονται, γεννηθεί ζήτημα μετονομασίας της ιστορικής πλατείας από Ομόνοια σε Διχόνοια! Είναι να απορείς με αυτούς τους ανθρώπους που στέκουν εμπόδιο στην κυκλοφορία και ανακόπτουν την πορεία των βιαστικών που, φορτωμένοι σκοτούρες και έγνοιες, τρέχουν και δεν προφταίνουν. Από τη μια οι μακάριοι, από την αλλη οι ανήσυχοι. Κόσμος και κοσμάκης. Και ο περίπατός μας συνεχίζεται ….

Στο υπέδαφος της πλατείας ξεφύτρωσε μια καινούργια και απαστράπτουσα πολιτεία. Πολυτελή καταστήματα με πλούσια εκθέματα στις βιτρίνες, φωτισμός άπλετος, πολιτισμός μα και συνωστισμός κι εδώ κάτω αφόρητος. Κόσμος πάει κι έρχεται αναζητώντας τις δαιδαλώδεις εξόδους.

“Το χάσμα που άνοιξ´ ο γκρεμός ευθύς εγέμισ´ άνθη”

ακούστηκε κάποιος να λέει και ο συνομιλητής του τον διακόπτει λέγοντας:

— Ότι εγέμισ´άνθη ναι, μη μου λες όμως και ευθύς διότι εσύ ο ίδιος μέχρι πρότινος την παραλλήλιζες με το θρυλικό γεφύρι της Άρτας!

Δυστυχώς ή ευτυχώς ο χρόνος δε μας παίρνει να επεκταθούμε στην περιγραφή του υπογείου πλούτου της Ομονοίας. Στην έξοδο μας υποδέχονται ψιλές ψιχάλες και ο νους πηγαίνει στο σιντριβάνι. Αλλά όχι! Είναι ένα διαβατάρικο ξεφτισμένο σύννεφο, που καθώς περνά βιαστικό πάνω από την πρωτεύουσα ραντίζει αυτούς που και υπό βροχήν δεν εννοούν να χάσουν το θέαμα…

(1959)

****


Στη Σελήνη

Το φεγγάρι σε πρώτο πλάνο στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στον Τύπο, σε κάθε συζήτηση. Ο άθλος του ανθρώπου να πατήσει το πόδι του στον απρόσιτο μέχρι τώρα και μυστηριώδη δορυφόρο της γης επισκίασε όλα τα επίγεια. Οι τοπικοί πόλεμοι και τα άλλα ενδιαφέροντα νέα που φιλοξενούσε στην προμετωπίδα του ο Τύπος, πέρασαν ξαφνικά στο περιθώριο των γεγονότων. Τα μάτια, ο νους και η καρδιά των ανθρώπων σε όλα τα μήκη και πλάτη του ανήσυχου πλανήτη μας στραμμένα στους ατρόμητους Μαγγελάνους του διαστήματος. Πανανθρώπινη η νίκη και η χαρά. Το φεγγάρι ίσως γίνει κάποτε ο συνδετικός κρίκος που θα ενώσει τους ανθρώπους και τις προσπάθειες τους για νέους φανταστικούς άθλους, που δεν μπορεί να συλλάβει ο κοινός νους. Η κατάκτηση της σεληνης είναι ένα κοσμοϊστορικό γεγονός που χαρακτηρίζει την καταπληκτική εποχή μας.

“Το τι έχουν να δουν τα μάτια μας” που συνηθίζουμε να λέμε ποτέ δεν ήταν πιο επίκαιρο, πιο κοντά στην πραγματικότητα. Πολύτιμες και σημαντικές στιγμές σε μια εποχή που θα μείνει χαραγμένη εις τας “Χρυσάς δέλτους της ιστορίας”. Φάρος φωτεινός η περίοδος που είχαμε την ευτυχία να ζούμε θα φωτίζει το διάβα των αιώνων.

Προαιώνιο το όνειρο του ανθρωπου να εξερευνήσει το άγνωστο σύμπαν. Στις μέρες μας παίρνει σάρκα και οστά. Με την κατάκτηση της σελήνης το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Η γνώση εισχωρεί στις πύλες του διαστήματος και αποκαλύπτει τα μυστικά του. Φανταστική εποχή! Βλέπεις τους ανθρώπους να βηματίζουν στο φεγγάρι μέσα από το δωμάτιό σου και δεν πιστεύεις στα μάτια σου. Λες ότι ονειρεύεσαι ή ότι παρακολουθείς στην οθόνη σκηνές έργου επιστημονικής φαντασίας με εξωγήινα όντα, τους ήρωές μας. Αξεχώριστα πράγματα το όνειρο με το αληθινό. Αποθέωση της επιστήμης και της τεχνολογίας. Τα επιτεύγματά τους αδυνατεί να συλλάβει και η πιο τολμηρή φαντασία.

Άνθρωποι στη Σελήνη! Με δέος και έκσταση τους παρακολουθεί ξάγρυπνη συντροφιά στο μαγικό γυαλί με κομμένη την ανάσα. “Μέγας είσαι άνθρωπε και θαυμαστά τα έργα σου” ψιθυρίζει κάποιος και οι άλλοι αυτόπτες μάρτυρες του περιπάτου στο φεγγάρι κουνούν αμίλητοι το κεφάλι. Τι να πουν; Πού να βρεις κατάλληλα λόγια που να αποδίδουν πιστά τα συναισθήματά σου, τις σκέψεις σου;

Δεν είχε ξημερώσει ακόμη, όταν από το ανοιχτό παράθυρο φάνηκε το αργυρό φεγγάρι, όπως το γνωρίζουμε από το λίκνο της ζωής και από τα τραγούδια των ερωτευμένων. Τότε το μέγεθος της επιτυχίας την ηρωικών αστροναυτών φάνηκε ακόμη μεγαλύτερο. Κι εκείνο είχε το χρώμα της ντροπής θαρρείς,επειδή το κατέκτησε ο άνθρωπος… Και ήταν όλα σαν ψέματα, σαν παραμύθι!

(1969)

****

Γεγονότα

Δουλειές με φούντες οι σχολιογράφοι των εφημερίδων τούτη την εποχή, καθώς το όχι και τόσο σωτήριον έτος 1990 πηγαίνει προς τη δύση του. Σε Δύση κι Ανατολή ο κόσμος είναι ανάστατος με τον Κόλπο και τα κόλπα που παίζονται εγγύς στη χώρα μας.

Η υπόθεση βέβαια μυρίζει μπαρούτι και πετρέλαιο και θα πρέπει να έχει χάσει κανείς την όσφρησή του για να μην το αντιλαμβάνεται.

Αυτό είναι το κύριο γεγονός με πολλές, παρά πολλές παραμέτρους και συνέπειες. Η αστάθεια κυριαρχεί παντού σε όλες τις χώρες, ιδιαιτέρως σε αυτές που ούτε ψύχραιμες είναι ούτε διακρίνονται για την ευρωστία την οικονομική - καλή ώρα σαν τη δίκη μας

Τα πάντα σήμερα εξαρτώνται από το μαύρο χρυσό. Έτσι και σταματήσει η άντλησή του από τα σπλάχνα της γης, “καήκαμε απαξάπαντες”!

Τώρα το ζητούμενο είναι το πετρέλαιο, αύριο, σύμφωνα με τα προγνωστικά των ειδικών, θα είναι το πόσιμο νερό. Τότε οι λαοί πάνω στον πλανήτη μας, που είναι απορίας άξιον πώς ισορροπεί ακόμη στο ουράνιο σύστημα, πώς μας ανέχεται θα έλεγε κανείς, θα ερίζουν και για τα δυο πολύτιμα υγρά, νερό και πετρέλαιο - ζωή και κίνηση

Πολλά τα θέματα εσωτερικά και εξωτερικά, μας απασχολούν όλους. Συνηθίζουμε να λέμε “δύσκολοι καιροί”. Πότε ήταν εύκολοι; Κάθε εποχή έχει τα δικά της.

Όσον αφορά στην ενημέρωση ….”σκίζουμε”! Χείμαρροι οι ειδήσεις, ποτάμια τα νέα που ανανεώνονται καθημερινά, ξέχειλα από τηλεοπτικό υλικό τα κανάλια. Οι αντένες τους επικοινωνούν απ´ευθείας με τα ουράνια και κατεβάζουν στη γη ό,τι νεότερο συλλέξουν οι δορυφόροι (κατάσκοποι του πλανήτη!)

Είναι σε θέση από το διάστημα που κάνουν την τροχιά τους να εποπτεύουν τα πάντα. Ο χαρακτηρισμός “παγκόσμιοι χωροφύλακες” θα τους ταίριαζε καλύτερα. Το “ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον”, που ίσχυε παλιά, με τους δορυφόρους τροποποιήθηκε και έγινε “και υπό το σεληνόφως”. Τα πάντα παρατηρούν νύχτα μέρα τα άγρυπνα μάτια τους.

Όσον αφορά στις ειδήσεις, αυτές είναι απαισιόδοξες για το μέλλον. Μιλούν για εκδικητική διάθεση της φύσης απέναντι στον άνθρωπο, για την κακοποίηση του οικοσυστήματος, για αύξηση των θερμοκρασιών κι έλλειψη νερού, για περαιτέρω μόλυνση του αέρα και των υδάτων, γλυκών και αλμυρών και…ο Θεός να βάλει το χέρι του, μιας και ο άνθρωπος όπου το έβαλε τα έκανε θάλασσα!

Με δεδομένη την πορεία προς την καταστροφή, οι φιλοπόλεμοι απλώς την επιταχύνουν! Τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους, κακώς κάκιστα.

(1990)



Ποιήματα από τη συλλογή “Ανάκατα”


Αντιθέσεις

Μεσάνυχτα και βάλε θα 'ναι δυό
κι η σκέψη τριγυρνά στους πεινασμένους
στους πλάνητες και εξαθλιωμένους
στα καλαμένια ποδαράκια των παιδιών

Στ' άδεια τους μάγουλα, σ' εκείνη τη ματιά
πού 'ναι γεμάτη πόνο κι απορία
διαβάζεις τη φριχτή τους ιστορία
και της ψυχής τους τη λαβωματιά.

Κι ο αδηφάγος μ' ένα σβέρκο χοιρινό
που τρώει και ποτέ του δε χορταίνει
φράγκο δε δίνει για τον πλαϊνό
ούτε που νοιάζεται αν ζεί ή αν πεθαίνει.

****

Ευδία

Ο ήλιος στο δωμάτιο ήρθε να σ´ ανταμώσει
κι ένα ολόζεστο φιλί σαν κλέφτης να σου δώσει
σα να τον βλέπω πλάϊ σου να γέρνει στο κρεβάτι
κι εσύ τον υποδέχεσαι πρόσχαρη και αφράτη.
Ανοίγεις την αγκάλη σου να μπεί να σε γλυκάνει
και τον καημό της μοναξιάς να διώξει μάνι - μάνι
σα να' δα πως σε χάϊδευε και ζήλεψα, αλήθεια,
τον ένιωσα αντίζηλο όπως ... στα παραμύθια!


****
Διάσελο

Οι λεύκες αγκαλιάστηκαν στην ακροποταμιά
το χιόνι κρύσταλλο ψυχρό τους πάγωσε τα πόδια
ολόγυμνα στην παγωνιά φαντάζουνε κορμιά
οι ρίζες τους τυλίγουνε τα βράχια σαν χταπόδια
τα πεύκα νυφοστόλιστα στέκουνε στη πλαγιά
μ' άσπρο σεντόνι μοιάζουνε να είναι σκεπασμένα
του κυνηγού ακούγεται ξάφνου η μπαταριά
και τα πουλιά στο ξέφωτο πετούν ξελογιασμένα.
'Αγριο το λυκόσκυλο ορμά σαν αστραπή
το θύμα στον αφέντη του βιάζεται να προσφέρει
κι' εκείνος μ' άγρια χαρά απ' τη σκοποβολή
να σκέπτεται, πώς σκότωσε; μοναχ' αυτός το ξέρει.
Χάμω παφλάζουν τ' ασημιά του ποταμιού νερά
κι η μουσική τους μέσα μου είναι σα να μου λέει,
έτσι κυλάει κι η ζωή κι η κάθε μας χαρά
σαν καραβάκι χάρτινο όσο βαστάει πλέει ...

****

Στην Ελένη

Το χαμόγελό σου άνοιξης λιβάδι
φως που λαμπυρίζει στο βαθύ σκοτάδι
μέσα στο χειμώνα λες του ήλιου χάδι
τα λευκά σου δόντια κάτασπρο κοπάδι.
Το χαμόγελό σου που χαρά σκορπάει
μέσα στην ψυχή μου ξέρει να μιλάει
δείχνε το ολούθε αρχοντοκυρά
ό,τι πεις αξίζει, δίνει τη χαρά!

****

Κοινοτυπία

Το άσπρο χαρτί π´αγάπησα κάποτε με τρομάζει
και τότε σαν το κάτεργο αλήθεια το θωρώ
που πρέπει να γεμίσει φως•και η πένα μου κομπιάζει
μήπως δε βρίσκει κάτι τι να γράψει σοβαρό

Κι όμως υπάρχουν πράγματα που όλους τους σοκάρουν
κι αποτελούνε θέματα στο στόμα μια μπουκιά
η σήψη και η διαφθορά το μπόι τους μοστράρουν
ξεστήθωτες ξετσίπωτες μες στην αδιαντροπιά

Τι κάνουνε οι άρχοντες να τις περιορίσουν
σκέπτομαι και η πένα μου μες στην οργή βουτά.
Τι κοινωνία αφήνουμε στους νέους για να ζήσουν
κανένας πια δε νοιάζεται του τόπου το μετά;

Τ´ άσπρο χαρτί που κάτεργο ενίοτε θυμίζει
γεμίζει ακατάπαυστα με θέματα καυτά
είναι μη γίνει η αρχή και η κόλλα ξεχειλίζει
με πράγματα “κοινότυπα” μα δυστυχώς φριχτά!

****


Στιχοπλοκή

Στην κορυφή του κύματος θα 'θελα να σταθώ
το αφρισμένο πέλαγο τριγύρω να κοιτάζω
οι γλάροι να με βλέπουνε στο πλάι τους ορθό
του καρχαρία το φτερό σα φίλος να θαυμάζω
να µη με σκιάζει ο θάνατος στης θάλασσας τα πλάτη
και να 'μαι ένα μόριο μια σπίθα, λίγο φως
στης φύσης το πανόραμα ( να μη με πιάσει μάτι!)
και στον καθένα όπου γης να νιώθω αδελφός.
Στην κορυφή του κύματος θα 'θελα να τελειώσω
τη μακρινή πορεία μου στη γήινη τη σφαίρα
σε µια γοργόνα μάγισσα το χέρι μου ν' απλώσω
το πνεύμα μου και την ψυχή αυτή να βγάλει πέρα
πάνω στη νοητή γραμμή αίφνης να τ' αποθέσει
να καρτερούν τα κύματα που τρέχουν και δε φτάνουν ...
Κι όταν το πλοίο έρχεται τον κάβο του να δέσει
αυτοί που θα 'ναι μέσα τους στο νου τους να με βάνουν.
Για τη γοργόνα να μιλουν και για το στιχοπλόκο
που μεσ' από το σύννεφο το πνεύμα του αγναντεύει
τη ρότα των πλεούμενων, τα ξάρτια και το φλόκο
και τη γοργόνα μάταια στην απλωσιά γυρεύει.



Η επιλογή κειμένων και η επιμέλεια έγιναν από την κόρη του συγγραφέα, Φιλόλογο Δώρα Μηνιώτη .










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου