Γεννήθηκε στις 23 Απριλίου/5 Μαΐου του 1889 στο Χιλιομόδι Κορινθίας. Φοίτησε στο γυμνάσιο της Κορίνθου και αποφοίτησε από το Α΄ Βαρβάκειο Γυμνάσιο Αθηνών. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών (1906-1910). Το 1910 φοίτησε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) σαν ανθυπολοχαγός, στις μάχες Κιλκίς, Ναλμπάγκιοϊ, Τζουμαγιά, Ουράνοβο, Σέτε Βρατς, Στενά της Κρέσνας, Σιμιτλί. Στη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, στα 1916, υπηρετούσε ως αξιωματικός στο Δ΄ Σώμα Στρατού, στην Καβάλα. Ολόκληρο το Δ΄ Σώμα Στρατού μεταφέρθηκε στο (Γκέρλιτς) της Πολωνίας, σε μια ιδιότυπη αιχμαλωσία, μέχρι το 1919. Πήρε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία και για δύο χρόνια (1921-1922) υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου. Το 1921 παντρεύτηκε την παιδική του φίλη Κατερίνη Γιαννακοπούλου, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά: τον Ρένο (γιατρό), την Μαρούλα (ηθοποιό) και τον Νικηφόρο (συνθέτη). Αποστρατεύτηκε στα 1926 με το βαθμό του συνταγματάρχη και από τότε αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, τη μετάφραση και το θέατρο. Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Από το τέλος της δεκαετίας του 1940 συντρόφισσά του ήταν η συγγραφέας Βούλα Δαμιανάκου (1914-2016), με την οποία έζησε από το 1954 στη Ν. Μάκρη Αττικής. Ο Β. Ρώτας πέθανε το 1977 στην Αθήνα σε ηλικία 88 ετών.
Το έργο του
Ξεκίνησε να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό Νουμάς το 1908. Άρθρα, διηγήματα, κριτική θεάτρου και μαρτυρίες του δημοσιεύθηκαν στον παράνομο τύπο στη διάρκεια της κατοχής, τα Ελεύθερα Νέα, τη Βραδυνή, την Πρωία, την Εστία και στο περιοδικό Θέατρο (1961-1965) και στον Λαϊκό Λόγο (1965-1967). Υπήρξε βασικός συνεργάτης του περιοδικού Ελληνικά Γράμματα και ίδρυσε μαζί με άλλους φοιτητές στα 1910 τη Φοιτητική Συντροφιά.
Υπήρξε επίσης ιδρυτής του Λαϊκού Θεάτρου Αθηνών (1930-1937), που όμως έκλεισε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οργάνωσε το Θεατρικό Σπουδαστήριο με συνεργάτες τον Μάρκο Αυγέρη, τη Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Αντώνη Φωκά, τον Μάνο Κατράκη κ.ά. και διεύθυνε το Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας, στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας και στο θεσσαλικό κάμπο (1944, με τη συνεργασία ηθοποιών, λογοτεχνών και μελών της ΕΠΟΝ) και έδωσε θεατρικές παραστάσεις στο βουνό και σε χωριά της Θεσσαλίας. Δίδαξε επίσης στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Πειραιώς.
Εκτός από την ποιήση και το θέατρο ασχολήθηκε και με την μετάφραση. Στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου πέρασε και για τις μεταφράσεις των έργων του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Επίσης ιστορική έμεινε η μετάφρασή του της κωμωδίας του Αριστοφάνη Όρνιθες για την παράσταση του 1961 από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν.
Ο Βασίλης Ρώτας δεν επηρεάστηκε τόσο από τα αισθητικά ρεύματα της εποχής του όσο από την λαϊκή παράδοση και το δημοτικό τραγούδι, αλλά και από τα λαϊκά παραμύθια και τον Καραγκιόζη. Η στάση του αυτή εκφράζει και την άποψή του ότι "δημιουργός, καταλύτης και αποδέκτης των πάντων είναι ο λαός". Επίσης μεγάλη επιρροή στο έργο του είχε η σαιξπηρική δραματουργία και το αρχαίο ελληνικό δράμα. Σε πολλά έργα του ο Ρώτας ακολούθησε τη μορφή και τη δομή της ελληνικής τραγωδίας (όπως στα Ελληνικά Νιάτα, 1946), των ιστορικών δραμάτων του Σαίξπηρ (Ρήγας Βελεστινλής, 1936 - Κολοκοτρώνης, 1955) και του Θεάτρου των Σκιών (Καραγκιόζικα, 1955).
Εργογραφία
Ποίηση
Το τραγούδι των σκοτωμένων – Κρυφός καημός. Gorlitz, Verlangsanstalt Gorlitzer Nachrichten und Anzeiger, 1917.
Το τραγούδι του καμπούρη και άλλα τραγούδια. 1920.
Ανοιξιάτικο αγέρι. Gorlitz, Verlangsanstalt Gorlitzer Nachrivhten und Anzeiger, 1923.
Παιδιάτικα τραγούδια. 1943.
Τρελή πορεία. Αθήνα, 1945.
Τραγούδια της κατοχής πατριωτικά ηρωικά. Αθήνα, έκδοση του ποιητή, 1952.
Κιθάρα και γαρούφαλλο• ερωτικά και άλλα ποιήματα. Αθήνα, Ίκαρος, 1953.
Μνημόσυνο. Αθήνα, 1961. (σε συνεργασία με τη Βούλα Δαμιανάκου).
…παρά προστάτας νάχωμεν. Αθήνα, 1974.
Βραδινό τραγούδι. Αθήνα, 1974.
Βραδυνό τραγούδιΒ΄. Αθήνα, 1980.
Τραγούδια της Αντίστασης. Αθήνα, 1981.
Θέατρο
Να ζει το Μεσολόγγι. Αθήνα, έκδοση των Μουσικών Χρονικών, 1927.
Ιησούς δωδεκαετής εν τω ναώ• Δράμα. Μουσική Ψάχου. Αθήνα, Δημητράκος, [1929].
Σε γνωρίζω από την κόψη• Δραματική σκηνή. Αθήνα, 1928.
Σπιτίσιο φαΐ. Αθήνα, 1929.
Τα κορίτσια επαναστατούν. Αθήνα, 1930.
Ο Καρδούλας. Αθήνα, 1930.
Μαξιλαριές. Αθήνα, 1931.
Ο χορός των παιχνιδιών. Αθήνα, 1931.
Οι Μαξιλαριές. Αθήνα, Δημητράκος, 1933.
Ο χορός των παιχνιδιών. Αθήνα, Δημητράκος, 1933.
Ρήγας ο Βελεστινλής. Αθήνα, Γκοβόστης, 1936.[2]
Το πιάνο• Κωμωδία για κούκλες. Αθήνα, 1943.
Γραμματιζούμενοι• Κωμωδία. Αθήνα, έκδοση του συγγραφέα, 1943.
Ελληνικά νιάτα• Τραγωδία. Αθήνα, Γκοβόστης, 1946.
Ο ήρωας. Αθήνα, 1947.
Το παραμύθι της ανέμης• Κωμωδία. Αθήνα, έκδοση του συγγραφέα, 1953.
Καραγκιόζικα. Αθήνα, 1955.
Κολοκοτρώνης• ή Η νίλα του Δράμαλη• Ηρωικό δράμα σε τρεις πράξεις. Αθήνα, ανάτυπο από την Επιθεώρηση Τέχνης, 1955.
Αυγούλα • Τραγουδάκια – Στιχοπαίγνια – Μύθοι. Με μουσική Νικηφόρου Β. Ρώτα. Εικόνες Κατερίνας Νικ.Ρώτα. 1974.
Θέατρο για παιδιά. Αθήνα, 1975.
Καραγκιόζικα Β΄. Αθήνα, 1978.
Πεζογραφία
Παλιές ιστορίες• Διηγήματα. Αθήνα, Ίκαρος, 1955
Η περιουσία και άλλα διηγήματα. Αθήνα, περ. "Λαϊκός λόγος", 1966
Δέκα παραμύθια. Αθήνα, 1981.
Μελέτες
Οδηγός για σχολικές παραστάσεις. 1931.
Εισαγωγή στο θέατρο του σχολείου. Αθήνα, Δημητράκος, 1933.
Τεχνολογικά Α΄. Αθήνα, 1951.
Τεχνολογικά Β΄. Αθήνα, 1952.
Δραγάτες πνευματικής ελευθερίας. Αθήνα, 1961.
Δημοκράτες παραδημοκρατικοί. Αθήνα, 1965 (σε συνεργασία με τη Βούλα Δαμιανάκου).
Βίος και πολιτεία (σημειώματα ημερολογίου). Αθήνα, 1980.
Θέατρο και Αντίσταση. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1981.
Ο αγώνας στα ελληνικά βουνά. Αθήνα, 1982.
Κριτικοί στοχασμοί πάνω στην Οδύσσεια του Καζαντζάκη. Αθήνα, 1983.
Θέατρο και γλώσσα 1-2. 1986.
Μεταφράσεις
Τολστόι Λέων, Άννα Καρένινα• Πρόλογος Ε.Φ. – Μετάφρασις Βασ. Ρώτα Α΄. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1924.
Σαίξπηρ, Άπαντα. Αθήνα, 1927-1974 (και σε συνεργασία με τη Βούλα Δαμιανάκου).
Σίλλερ, Μαρία Στιούαρτ• Δράμα σε πέντε πράξεις• Μετάφραση Β.Ρώτα. Αθήνα, έκδοση των Μουσικών Χρονικών, 1932.
Φρειδερίκος Σίλλερ, Δον Κάρλος• Δραματικόν ποίημα εις 5 πράξεις• Μετάφρασις Β.Ρώτα. Αθήνα, 1933.
Χάουπτμαν, Η Χάνελε πάει στον παράδεισο. Αθήνα, 1943.
Χάουπτμαν, Ρόζε Μπερντ. Αθήνα, 1953.
Ξένα λυρικά. Αθήνα, Ίκαρος, 1955.
Φρανσουά Μιλλέρ, Θωμάς Έντισον• Μετάφραση Βασίλη Ρώτα. Αθήνα, Δίφρος, 1956.
Αριστοφάνης, Όρνιθες (Πετούμενα)• Μετάφραση, εισαγωγή & σχόλια Βασίλη Ρώτα. Αθήνα, Εταιρεία Λογοτεχνικών Εκδόσεων, 1960.
Μπ. Μπιάν, Ένας όμηρος. Αθήνα, 1963 (σε συνεργασία με τη Βούλα Δαμιανάκου).
Αριστοφάνης, Ειρήνη. Αθήνα, 1964.
Τίρσο ντε Μολίνα, Δον Τζιλ με το πράσινο παντελόνι. Αθήνα, 1965.
Καλντερόν, Ο Δήμαρχος της Καλαμέα.
Ησίοδος, Έργα και Ημέραι. (στον τόμο Η ελληνική ποίηση ανθολογημένη).
Συγκεντρωτικές εκδόσεις
Θέατρο 1 Αθήνα, Ίκαρος, 1964
Θέατρο 2 Αθήνα, Ίκαρος, 1966
Θέατρο για παιδιά, εκδ. Χαρ. Μπούρας (1975)
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ - Το έργο του για τα παιδιά
Απόσπασμα από τη μελέτη του Θανάση Ν. Καραγιάννη «Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και εφήβους» στο θέατρο, την ποίηση, την πεζογραφία, ακόμη και στα «Κλασσικά Εικονογραφημένα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»
«(...) Το ποίημα "Πατρίδα", κατάλληλο για παιδιά και εφήβους, αποτελεί ένα σπουδαίο μάθημα πατριωτισμού με ταξικό προσδιορισμό και έχει σημαντική παιδαγωγική σημασία για τη νεολαία. Ο ποιητής αναφέρεται, αρχικά, στους πατριδοκάπηλους και στους προδότες, για να δημιουργήσει, στη συνέχεια, έντονη αντίθεση με την αναλυτική και προσδιοριστική παράθεση (με συγκεκριμένα παραδείγματα) του έτερου αντιθετικού πόλου: του γνήσιου, άδολου και πραγματικού πατριώτη. Από τη μια φανερώνει και καυτηριάζει με λόγια προσβλητικά και σκληρά την προδοτική πρακτική όσων τοποθετούν το "χρυσάφι", το "κέρδος/ από αρπαγή και φόνον", πάνω από την αγάπη στην πατρίδα, πάνω από την εργασία και το μόχθο των εργαζομένων, πάνω από τη συντροφικότητα, από "το τυραννοχτόνο" πνεύμα, από τη "σεμνή αγάπη", από την "αγνή φιλία", από "τους χορούς του λαού και τα τραγούδια". Εδώ, έχουμε ένα ολόκληρο μωσαϊκό ιδεών και κοινωνικών αξιών, τις οποίες ο "στρατευμένος" κοινωνικά ποιητής "οφείλει", με βάση τη συνείδησή του να συνθέσει ποιητικά και να απευθύνει στους αναγνώστες του, ασπαζόμενος και υπηρετώντας την ιδεολογία του περί της κοινωνικής αποστολής της τέχνης και ενάντια στο αισθητικό δόγμα "η τέχνη για την τέχνη" (...)».
«(...) Παιάνας ξεσηκωμού για τη λευτεριά με αντιπολεμικά και κοινωνικά μηνύματα, μάθημα για τη νέα γενιά, είναι και το ποίημα "Στ' άρματα, Ελλάδα", κατάλληλο για εφήβους. Το ποίημα αποτελείται από εννέα οκτάβες. Στην α΄ στροφή ο ποιητής αναφέρεται στην επίθεση που δέχτηκε η Ελλάδα από τους ναζί. Στη β΄ στροφή περιγράφει τη φρίκη της εισβολής και του προσώπου του κατακτητή. Στις γ΄ και δ΄ στροφές επιχειρηματολογεί για το ότι οι Ελληνες ανέκαθεν είμαστε φιλειρηνικός λαός και ουδέποτε είχαμε ναούς προς τιμή του θεού του πολέμου, Αρη, και ότι ποτέ δεν κάναμε πανηγύρια γι' αυτόν. Αλλά, αντιθέτως, όπως αναφέρει στην ε΄ στροφή, οι Ελληνες έκαναν (και κάνουν) πανηγύρια στον Αη-Δημήτρη και στον Αη-Γιώργη. Στις στ΄ και ζ΄ στροφές καταγράφει και θρηνεί για τη σύγχρονη πραγματικότητα, την εισβολή των Γερμανών και τις συνέπειές της. Το ποίημα γράφτηκε το 1941 και, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, "Το ποίημα τούτο απαγγέλθηκε πολύ στην κατοχή". Στις δύο τελευταίες στροφές (η΄ και θ΄) ο ποιητής σαλπίζει εγερτήριο παιάνα, καλεί σε ένοπλη επαναστατική δράση, με μηνύματα για λευτεριά, δικαιοσύνη και αδερφοσύνη με όλους τους λαούς. Τα πατριωτικά μηνύματα που εκπέμπει, σε συνδυασμό με τα διεθνιστικά, καθώς και με την ιστορική γνώση που προσφέρει, ανάγουν το ποίημα σε σημαντικό παιδαγωγικό μάθημα για τον ευρύτερα κοινωνικό, αλλά και για τον εκπαιδευτικό χώρο (...)».
«(...) Αρκετά ποιήματα του Ρώτα είναι αφιερωμένα στη θυσία επώνυμων αγωνιστών, όπως το ποίημα "Ηλέχτρα", κατάλληλο για εφήβους και νέους (ιδιαίτερα για μαθητές Λυκείου), που είναι αφιερωμένο στη θυσία της ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης, Ηλέκτρας Αποστόλου (...) Ο ποιητής χωρίζει το ποίημα σε πέντε ενότητες: Στις α΄ και β΄ ενότητες ο ποιητής, για να δείξει το μέγεθος και την αξία της ηρωίδας, την αντιπαραθέτει στον εαυτό του, τον οποίο χαρακτηρίζει συμβολικά "καθρέφτη", ο οποίος στην ουσία δε διαθέτει δική του οντότητα, παρά μόνο είναι ένα είδωλο που δείχνει τον άλλο κόσμο, είναι ένας ψεύτης κι ένα ετερόφωτο ανύπαρκτο, ουσιαστικά, ον. Είναι ένας τρόπος, ποιητική αδεία, για να φανεί η διαφορά και η απόσταση ανάμεσα σε έναν ήρωα πατριώτη και σε έναν προδότη. Στις γ΄ και δ΄ ενότητες η ίδια η ηρωίδα περιγράφει με παραστατικό τρόπο τα βασανιστήρια που υπέστη από τους δήμιους κατακτητές, από τους τυράννους, τους μπόγιες, τους απάνθρωπους, τους αιματοβαμμένους βασανιστές. Η ηρωίδα απορεί για το πώς όλα αυτά μπορούν να τα κάνουν άνθρωποι:
"Και τώρα οι δυο μας,/ Ηλέχτρα./ Εμείς οι δυο/ κλεισμένοι εδώ,/ να η ζωή κι ο κόσμος./ Σε λεν Ηλέχτρα,/ με λεν Καθρέφτη./ Εσύ 'σαι φως/ κι εγώ σκοτάδι/ και σε σβήνω./ Εσύ 'σαι θάρρος/ κι εγώ 'μαι φόβος/ και σε χτυπάω./ Εσύ 'σαι ελπίδα/ κι εγώ 'μαι αγκούσα/ και σε δαγκώνω./ Εσύ η χαρά/ κι εγώ 'μαι η θλίψη/ και σε πατάω./ Εσύ ομορφιά/ κι εγώ η ασκήμια/ και σε στραβώνω./ Εσύ 'σαι η αγνότη/ κι εγώ 'μαι ασέλγεια/ και σε μολέβω./ Εσύ τιμή/ κι εγώ ντροπή/ και σε λερώνω./ - Ανόητε δούλε,/ δεν ξέρεις τι 'σαι,/ ούτε τι κάνεις:/ το σκοτάδι δεν μπορεί/ να σβήσει το φως" (...)».
"Και τώρα οι δυο μας,/ Ηλέχτρα./ Εμείς οι δυο/ κλεισμένοι εδώ,/ να η ζωή κι ο κόσμος./ Σε λεν Ηλέχτρα,/ με λεν Καθρέφτη./ Εσύ 'σαι φως/ κι εγώ σκοτάδι/ και σε σβήνω./ Εσύ 'σαι θάρρος/ κι εγώ 'μαι φόβος/ και σε χτυπάω./ Εσύ 'σαι ελπίδα/ κι εγώ 'μαι αγκούσα/ και σε δαγκώνω./ Εσύ η χαρά/ κι εγώ 'μαι η θλίψη/ και σε πατάω./ Εσύ ομορφιά/ κι εγώ η ασκήμια/ και σε στραβώνω./ Εσύ 'σαι η αγνότη/ κι εγώ 'μαι ασέλγεια/ και σε μολέβω./ Εσύ τιμή/ κι εγώ ντροπή/ και σε λερώνω./ - Ανόητε δούλε,/ δεν ξέρεις τι 'σαι,/ ούτε τι κάνεις:/ το σκοτάδι δεν μπορεί/ να σβήσει το φως" (...)».
«(...) Στο ποίημα "Διακόσια παλικάρια", κατάλληλο για παιδιά και εφήβους, απεικονίζεται ποιητικά η εκτέλεση των διακοσίων πατριωτών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του 1942. Με κοφτό στίχο και γοργό ρυθμό ο ποιητής εκφράζει τα συναισθήματα των πατριωτών κατά την ώρα που τους οδηγούν στον τόπο της θυσίας, καθώς και τη συμμετοχή της φύσης και των συμπολιτών τους στην οδύνη τους: "(...) Μας πάνε για ντουφέκι/ χαράματα,/ κοιτάμε ένας τον άλλον/ κατάματα (...) Μας είδαν οι ραχούλες/ κι αντάριασαν,/ μας είδανε τα ουράνια/ και δάκρυσαν./ Μας είδαν οι διαβάτες/ οι πρωινοί,/ λιγοθυμιά τους ήρθε/ και συντριβή". Το ποίημα αυτό ανήκει και στην κατηγορία ποιημάτων "Φιλειρηνικά και Αντιπολεμικά", λόγω της τελευταίας στροφής του: "Μας είδε ένα αηδόνι,/ Πρωτομαγιά,/ και λάλησε για ειρήνη/ και λευτεριά"».
«(...) Στο ποίημα "Αποχωρισμός", κατάλληλο για εφήβους, εικονοποιείται ποιητικά ο αποχωρισμός μεταξύ των συναγωνιστών, μετά τη λήξη του πολέμου. Είναι βαθιά ριζωμένο μέσα τους το χρέος που επιτέλεσαν για τη λευτεριά της πατρίδας, ένα χρέος που έφτασε για πολλούς ως τα όρια της θυσίας. Η συντροφικότητα που απέκτησαν στις ώρες του Αγώνα, υπόσχονται να μην τους εγκαταλείψει ποτέ και δηλώνουν πολύ συγκινημένοι κατά την ώρα αυτή του χωρισμού: "Το χρέος που μας είχε ενώσει/ τώρα μας θέλει άλλον αλλού,/ τι κι αν χωρίζουμε; Ενωμένοι/ θα 'μαστε πάντα και παντού./ Δάκρυ θολώνει τις ματιές μας/ πνίγει τα στήθια μας λυγμός,/ τόσο μας έδεσε η θυσία / που μας πονάει ο χωρισμός".
(...) Στο ποίημα "Εχετε γεια ψηλά βουνά", κατάλληλο για παιδιά και εφήβους, ο ποιητής ακολουθώντας τη μορφή του δημοτικού μας τραγουδιού, μας δίνει το κλίμα του αγώνα των δυνάμεων του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), στην περίοδο της Κατοχής, δηλαδή του στρατιωτικού σκέλους του ΕΑΜ. Ο ποιητής απευθύνεται προς τα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, όπου εκεί ζούσαν και μετακινούνταν με μεγαλύτερη ασφάλεια οι αντάρτες πριν και μετά τα σαμποτάζ που πραγματοποιούσαν ενάντια στον κατακτητή. Οπως ο λαϊκός τραγουδιστής του δημοτικού μας κλέφτικου τραγουδιού, έτσι κι ο Ρώτας, "θέλει" τα βουνά να τον εμπνέουν και να του συμπαραστέκονται στον ένοπλο απελευθερωτικό του αγώνα ενάντια στους ξένους κατακτητές. Ο πόλεμος τελειώνει. Ο Ρώτας, όμως, νιώθει την υποχρέωση να αποχαιρετήσει τα βουνά που στάθηκαν πιστοί φίλοι και "συναγωνιστές" του και να τους πει και τα όνειρά του για την ειρηνική και λεύτερη, πια, ζωή τους. Σε αυτά αφήνει τα ιερά όπλα του αγώνα, γιατί ξέρει ότι αυτά δε θα τον προδώσουν, διότι, απλούστατα, αυτά δε διαθέτουν δόλο. Και ο ποιητής συνεχίζει με τις βάσιμες ανησυχίες του για τη μελλοντική δράση των ντόπιων φασιστών ενάντια στη δημοκρατία και στα λαϊκά συμφέροντα του λαού μας:
"κι αν ψόφησε ο φασισμός ζουν όμως οι φασίστες / που χίλια δυο στοχάζονται και χίλια δυο πασκίζουν / για να μας ξαναβάλουνε στη ζεύγλαν αποκάτω. / Ε τώρα θέλει προσοχή να μη μας ξεπουλήσουν / γιατί είν' αυτοί παμπόνηροι, πολλά τερτίπια ξέρουν / και ρίχνουνε το δόλωμα, το χρήμα, το ταγήνι, / και παζαρεύουν τις ψυχές μ' αλεύρι και κονσέρβα / με λίρα στρογγυλούτσικη, χρυσήν όπου γυαλίζει / ω να σε βάλουν στον ζυγό απ' όπου πια δε βγαίνεις. / Ολοζωής για χάρη τους σκυφτός θα καματεύεις / κι αυτή τη λίρα τη χρυσή θα την ξεράσεις αίμα (...)".
Το ποίημα ανήκει και στην κατηγορία ποιημάτων "Κοινωνικά"».
(...) Στο ποίημα "Εχετε γεια ψηλά βουνά", κατάλληλο για παιδιά και εφήβους, ο ποιητής ακολουθώντας τη μορφή του δημοτικού μας τραγουδιού, μας δίνει το κλίμα του αγώνα των δυνάμεων του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), στην περίοδο της Κατοχής, δηλαδή του στρατιωτικού σκέλους του ΕΑΜ. Ο ποιητής απευθύνεται προς τα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, όπου εκεί ζούσαν και μετακινούνταν με μεγαλύτερη ασφάλεια οι αντάρτες πριν και μετά τα σαμποτάζ που πραγματοποιούσαν ενάντια στον κατακτητή. Οπως ο λαϊκός τραγουδιστής του δημοτικού μας κλέφτικου τραγουδιού, έτσι κι ο Ρώτας, "θέλει" τα βουνά να τον εμπνέουν και να του συμπαραστέκονται στον ένοπλο απελευθερωτικό του αγώνα ενάντια στους ξένους κατακτητές. Ο πόλεμος τελειώνει. Ο Ρώτας, όμως, νιώθει την υποχρέωση να αποχαιρετήσει τα βουνά που στάθηκαν πιστοί φίλοι και "συναγωνιστές" του και να τους πει και τα όνειρά του για την ειρηνική και λεύτερη, πια, ζωή τους. Σε αυτά αφήνει τα ιερά όπλα του αγώνα, γιατί ξέρει ότι αυτά δε θα τον προδώσουν, διότι, απλούστατα, αυτά δε διαθέτουν δόλο. Και ο ποιητής συνεχίζει με τις βάσιμες ανησυχίες του για τη μελλοντική δράση των ντόπιων φασιστών ενάντια στη δημοκρατία και στα λαϊκά συμφέροντα του λαού μας:
"κι αν ψόφησε ο φασισμός ζουν όμως οι φασίστες / που χίλια δυο στοχάζονται και χίλια δυο πασκίζουν / για να μας ξαναβάλουνε στη ζεύγλαν αποκάτω. / Ε τώρα θέλει προσοχή να μη μας ξεπουλήσουν / γιατί είν' αυτοί παμπόνηροι, πολλά τερτίπια ξέρουν / και ρίχνουνε το δόλωμα, το χρήμα, το ταγήνι, / και παζαρεύουν τις ψυχές μ' αλεύρι και κονσέρβα / με λίρα στρογγυλούτσικη, χρυσήν όπου γυαλίζει / ω να σε βάλουν στον ζυγό απ' όπου πια δε βγαίνεις. / Ολοζωής για χάρη τους σκυφτός θα καματεύεις / κι αυτή τη λίρα τη χρυσή θα την ξεράσεις αίμα (...)".
Το ποίημα ανήκει και στην κατηγορία ποιημάτων "Κοινωνικά"».
ΔΙΗΓΗΜΑ - ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΝΙΜΕΝΟΥ
Είχε κατέβει ο Θεός κάτου, ο θαλασσόθεος και συντάραζε τη θάλασσα και σάρωνε τον τόπο ημερόνυχτα. Οι άνεμοι, ξαπολυμένοι, εδιώχνανε κι απ’ το πέλαγο κι απ’ τη στεριά και πλεούμενα και ανθρώπους και ζωντανά, ξερίζωναν δέντρα και μπαίνανε και ως και μέσα στα σπίτια και ούρλιαζαν. Κάποτε ο μαυροσύννεφος ο Νοτιάς πήρε να ξεθυμάνει, το βράδυ γλάρωσε κι όλη νύχτα μόνο η θάλασσα ανταρευότανε ακόμη και βόγγαγε.
Οι πρώτοι άνθρωποι που βγήκανε χαράματα στο γιαλό, βρήκανε τον πνιγμένο τουμπανιασμένο πάνω στα φύκια και στα κλαριά. Τα ‘χε όλα ξεράσει το κύμα, που φούσκωνε ακόμη και ξέρναγε αφρούς, αν καλά ξελιγωμένο πια κι αποκαμωμένο.
Ένας πνιμένος στο ακρογιάλι, σε μικρό χωριό, φέρνει μεγάλη ταραχή στους ανθρώπους. Αμέσως το μαθαίνουνε όλοι και συνάζονται γύρω στο κουφάρι, με περιέργεια, θλίψη και συμπόνια. Ετούτος φαινότανε άντρας μεσόκοπος, μα η θάλασσα τον είχε δείρει πολύ πριν τόνε πετάξει έξω και του ’χε χαλάσει τη μορφή, σε τρόπο που δεν έδειχνε πολλά σημάδια γνώρας. Κι η φαντασία τω χωριατώνε βάλθηκε αυτή να τρέξει μακριά για να πιάσει το σουλούπι, τη νιότη, την αντρειά του πνιμένου και τις σχέσεις του με τον κόσμο. Κι όπως όλοι τους ήτανε θλιμμένοι, κι από δικά του ο καθένας από το χαλασμό της κατοχής κι από την πείνα, γιατί ο πόλεμος δεν είχε αφήσει σπίτι που να μην το ’χει κάψει στην καρδιά, οι φαντασιές με πολύ μαύρα μάτια είδανε το άγνωρο κουφάρι που κειτότουνε εκεί, πάνω στα φύκια, ξεχαρβαλωμένο και φουσκωμένο σαν μεθυσμένο και αδιάντροπο. Σα να βλαστήμαγε τη ζωή. Σα να μούτζωνε και τον ουρανό τον ολογάλανο που έπιανε να τόνε χρυσώνει ο λαμπρός ανοιξιάτικος ήλιος και τη θάλασσα που καταλάγιαζε λιγοθυμισμένη, και το αγέρι που κατέβαινε από τις κορφές τις γεράνιες και τις πράσινες πλαγιές γύρω, μοσκοβολημένο από θυμάρι κι αγριοβιολέτα, και τα πουλιά που πετούσανε στο γλαρόν αθέρα, και τους ανθρώπους γύρω του, που τόνε κοιτάζανε με σκυμμένα μούτρα και μάτια ανήσυχα και φοβισμένα.
Επί τέλους ήρθε κι ο χωροφύλακας κι όλοι του κάνανε τόπο να περάσει μπροστά. Κοίταξε πρώτα με προσοχή το κουφάρι, από το μπρουμυτισμένο κεφάλι του ως τα ανακλαδισμένα κανιά του, ύστερα πρόσταξε δυο χωριάτες να το γυρίσουν ανάποδα. Η φορεσιά του έμοιαζε με στολή.
- Στρατιώτης ήτανε, είπε ο χωροφύλακας, κι όλοι οι παραστεκούμενοι αναστενάξανε κι οι γυναίκες πιο πίσω λουχτούκιασαν.
- Για ψάχτε του τις τσέπες, πρόσταξε πάλι ο χωροφύλακας, κι οι δυο χωριάτες που προθυμήθηκαν να βάλουνε χέρι στον πνιμένο, αρχίσανε τώρα να τόνε ξεκουμπώνουνε, να χώνουνε τα χέρια τους μες στις τσέπες του, να τραβάνε από κει πράματα και να τα δίνουνε του χωροφύλακα.
- Το ρολόι του, είπε ένας ξεθηλυκώνοντας ένα ρολόι απ’ τον αρμό του πνιμένου. Πάλι λουχτούκιασαν οι γυναίκες. Μα οι άντρες και τα παιδιά γέλασαν, γιατί αυτός που ξεθηλύκωσε το ρολόι, πριν το παραδώσει στο απλωμένο χέρι του χωροφύλακα, το ’βαλε στ’ αυτί του, για ιδεί αν δουλεύει.
- Τι ώρα λέει; να βάλουμε όλοι τα ρολόγια μας!! ρώτησε φωναχτά ένας χωρατατζής και το αστείο του δεν έμεινε αναπάντητο από γέλια.
Δεν άργησαν οι παλάμες του χωροφύλακα να γεμίσουνε με πράματα, το ρολόι, έναν σουγιά, ένα μαντηλάκι, μια φυλλάδα διπλωμένη, ένα μολύβι, μια τσατσάρα, ένα πορτοφόλι φουσκωμένο σαν τον ιδιοχτήτη του και ξεκοιλιασμένο, που μισοφαινόντουσαν τα μέσα του χαρτιά και τα χρήματα, ένα μάτσο γράμματα.
Ο χωροφύλακας τ’ άδειασε όλα μέσα σ’ ένα σακίδιο που ’χε κρεμασμένο στο πλευρό του. Κράτησε μόνο τα χαρτιά κι άρχισε να τα εξετάζει, ψάχνοντας για την ταυτότητα του πνιμένου. Ξεφυλλίζοντας τα μουσκεμένα γράμματα, διάβαζε κιόλας φωναχτά : «Αγαπητή μου Ελενίτσα…».
- Γράμματα στην αγαπητικιά του, φώναξε ο χωρατατζής και γέλασαν τα παιδιά.
Ο χωροφύλακας ξεδίπλωσε το δεύτερο γράμμα και διάβασε πάλι : «Αγαπητή μου Ελενίτσα…», ύστερα τρίτο, τέταρτο, κι όλα άρχιζαν με το «Αγαπητή μου Ελενίτσα».
- Διάβασε και παρακάτω, ξεστόμισαν μερικοί. Ο χωροφύλακας κράτησε το τελευταίο να διαβάσει και παρακάτω. Και η δική του πια η περιέργεια και ολονώνε είχε φουντώσει. Η φαντασία του καθενού είχε πλάσει από το άφαντο χάος μια ξέχωρη μορφή γι’ αυτή την Ελενίτσα. Άλλος την έβλεπε ερωμένη, άλλος γυναίκα στεφανωτή, άλλος Ελενάρα, άλλος Ελέγκω.
Ο χωροφύλακας διάβασε φωναχτά ως το τέλος το ακόλουθο γράμμα:
«Αγαπητή μου Ελενίτσα
Σου ’χω γράψει γράμματα, παιδί μου, κάθε μέρα σου γράφω, χωρίς να σου στείλω ακόμη κανένα, γιατί δεν τα κατάφερα. Κ’ η ελπίδα που είχα να σου τα στείλω, τώρα χάθηκε ολότελα, γιατί πιάστηκα. Όμως πάλι σου γράφω το τελευταίο χαρτί που έχω κ’ ίσως βρω καμιά ευκαιρία. Τώρα μας εβάλανε στο πλοίο, για να μας πάνε στα μέρια τους. Έτσι λένε πολλοί, μα κανείς δεν ξέρει για πού ταξιδεύουμε. Τα αεροπλάνα έρχονται ολοένα από πάνω μας και μας ρίχνουνε κι ολοένα οι καρδιές μας λαχταρίζουνε, τώρα θα μας βουλιάξουνε. Βλέπουμε τη στεριά να φεύγει λίγο λίγο και να χάνεται απ’ τα μάτια μας. Παιδί μου, Ελενίτσα μου, ο νους μου είναι σε σένα που έμεινες μάνα στο σπίτι, να κοιτάξεις και τ’ αδέρφια σου κι είσαι ακόμη τόσο μικρή. Από την ημέρα που ’λαβα το γράμμα σου το πικραμένο, που μου ’γραφες τη θανή της μητέρας σου, μέρα νύχτα εσένα συλλογίζομαι και κλαίω. Μόλις είχα σκολάσει τη μάχη κι ήμουνα ζωντανός ακόμη κι άβλαβος κι έτρωγα ευχαριστημένος το ψωμί μου, ήρθε παιδάκι μου το γράμμα σου με τη μαύρην είδηση που με λάβωσε κατάκαρδα. Καλύτερα έλεγα να μ’ είχε πάρει εμένα ο χάρος, όπως τόσους και τόσους συντρόφους μας και χωριανούς μας, πάρα που πήρε τη μητέρα σου. Γιατί αυτή χρειαζότανε σε σένα και τ’ αδέρφια σου που είναι ακόμα μικρούλια και πώς να ζήσουνε. Μου ’γραφες, παιδί μου, να κάνω καρδιά και σπάραξε η ψυχή μου, που ’δινες εσύ θάρρος, εσύ το άπλερο και μικρό κοριτσάκι. Παιδάκι μου, να τηράξεις τ’ αδέρφια σου και να τους σταθείς εσύ μάνα πονετικιά. Να μη ζητήσεις τη βοήθεια κανενού χωριστά, παρά όλου του χωριού. Να μην εμπιστευθείς, παιδί μου, ούτε τον παπά, ούτε τον πρόεδρο χωριστά να σε βοηθήσουνε κι ούτε κανένα συγγενή, παρά να πέσεις στο έλεος του χωριού. Να βγεις, παιδί μου, στην εκκλησία, μες στη μέση, και να τόνε φωνάξεις τον πόνο σου. Να ’χεις μαζί σου κι όλα τ’ αδερφάκια σου, να φωνάξετε όλα μαζί και να πείτε «Χωριανοί η μάνα μας πέθανε, ο πατέρας είναι στον πόλεμο, το χωριό να μας φροντίσει και μεις εδώ του χωριού είμαστε». Μέσα στην απελπισιά σου, εσύ παιδάκι που ‘δειξες μυαλωμένο και πονετικό, εσύ είσαι το μοναχό στήριγμα της καρδιάς μου, εσύ είσαι το μοναχό φως μέσα στο σκοτάδι που βρίσκομαι. Να πολεμήσεις, παιδί μου, για τ’ αδέρφια σου. Να τηράξεις τους άλλους, να μην τηράξεις τον εαυτό σου. Να μη ζηλέψεις καθόλου τις χαρές και τις ομορφιές και τα στολίσματα για τον εαυτό σου και παρατήσεις τ’ αδέρφια σου, που από σένα κρέμονται τώρα. Σου ’πεσε μεγάλο βάρος πουλάκι μου, Ελενίτσα μου, πάνω στις τρυφερές σου πλάτες, το χρέος της μάνας μαζί και του πατέρα. Να το νιώσεις, βασανισμένο, και να σταθείς σ’ αυτό το χρέος πιστή, έτσι να ιδούμε καλήν αντάμωση. Να μη γυρίσω, παιδάκι μου, πίσω και σας βρω σκόρπια και ντροπιασμένα. Εγώ, από δω που βρίσκομαι, εσάς έχω ελπίδα για να παλέψω και κάθε πνοή μου θα παίρνει δύναμη από σένα, άπλερο πουλί μου, που θ’ αγωνίζεσαι μέσα σ’ αυτή τη συφορά για το καλό και την προκοπή. Κι όταν ανταμωθούμε όλοι μας χαρούμενα…».
Εδώ σταμάτησε το διάβασμα, γιατί δεν είχε συνέχεια. Ο χωροφύλακας γύρισε τα μάτια του στους παραστεκάμενους κι όλοι κλαίγανε, οι γυναίκες γοερά, οι άντρες σκυφτοί και σαν ντροπιασμένοι. Ως και τα παιδιά στεκόντουσαν συλλογισμένα. Κάποιος εφώναξε κ’ είπε:
«Αυτός ο πνιμένος είναι δικός μας, κι αυτή η Ελενίτσα και τα παιδιά τους τ’ άλλα, δικά μας είναι! Πρέπει εμείς να τα φροντίσουμε».
«Ναι, ναι», φώναξαν όλοι «να φροντίσουμε να τα βρούμε». Κι άρχισε συζήτησε σ’ όλη τη σύναξη εκεί γύρω στον πνιγμένο. Όλοι φωνάζανε κι ο καθένας επρόσθετε κι από μια γνώμη, πώς να κάμουνε ν’ ανακαλύψουνε το χωριό και το σπίτι του πνιμένου, πώς να στείλουνε επίτηδες ανθρώπους μ’ έξοδα του χωριού τους, να ταξιδέψουνε, όλη την Ελλάδα στην ανάγκη, για να βρούνε αυτή την Ελενίτσα, να τη βοηθήσουνε. Άλλος επρόσθετε «να τα πάρουμε αυτά τα παιδιά και να τα φέρουμε εδώ στο χωριό μας, να τα κάνουμε δικά μας». Άλλος είπε : «Να τα τυπώσουμε στην εφημερίδα, τα διαβάσει όλος ο κόσμος».
Έτσι, με ταραχή και συγκίνηση και γενική προθυμία να εχτελέσουνε τις εντολές του πνιγμένου, πέρασαν οι χωριάτες εκείνη την ημέρα τους. Όμως τι κάμανε, πώς τέλειωσε αυτή η ιστορία, αν το χωριό αυτό έβαλε σε πράξη την πρώτη ορμή που ’λαβε απ’ το γράμμα του πνιμένου, ή αν και το λείψανό του και το γράμμα του πήρανε το φυσικό τους δρόμο, εκείνο για μιαν άκρη στο νεκροταφείο, κι εκείνα για μιαν άκρη στη ντουλάπα της ανάκρισης, δε μαθεύτηκε. Πολλές είναι οι έγνοιες κ’ οι λαχτάρες της ζωής, έτσι που, ως να γίνει το ‘να περιστατικό, άλλα απανωτά έρχονται και το πλακώνουνε, σαν τα κύματα στο γιαλό, που ως να ιδείς καλά καλά το πρώτο κύμα, δεύτερο, τρίτο από κοντά έρχεται και κουκουλώνει τ’ άλλα, και το μόνο που νιώθεις βαριά είναι η αντάρα και το άφρισμα του πελάγου. http://www.sarantakos.com/
Οι πρώτοι άνθρωποι που βγήκανε χαράματα στο γιαλό, βρήκανε τον πνιγμένο τουμπανιασμένο πάνω στα φύκια και στα κλαριά. Τα ‘χε όλα ξεράσει το κύμα, που φούσκωνε ακόμη και ξέρναγε αφρούς, αν καλά ξελιγωμένο πια κι αποκαμωμένο.
Ένας πνιμένος στο ακρογιάλι, σε μικρό χωριό, φέρνει μεγάλη ταραχή στους ανθρώπους. Αμέσως το μαθαίνουνε όλοι και συνάζονται γύρω στο κουφάρι, με περιέργεια, θλίψη και συμπόνια. Ετούτος φαινότανε άντρας μεσόκοπος, μα η θάλασσα τον είχε δείρει πολύ πριν τόνε πετάξει έξω και του ’χε χαλάσει τη μορφή, σε τρόπο που δεν έδειχνε πολλά σημάδια γνώρας. Κι η φαντασία τω χωριατώνε βάλθηκε αυτή να τρέξει μακριά για να πιάσει το σουλούπι, τη νιότη, την αντρειά του πνιμένου και τις σχέσεις του με τον κόσμο. Κι όπως όλοι τους ήτανε θλιμμένοι, κι από δικά του ο καθένας από το χαλασμό της κατοχής κι από την πείνα, γιατί ο πόλεμος δεν είχε αφήσει σπίτι που να μην το ’χει κάψει στην καρδιά, οι φαντασιές με πολύ μαύρα μάτια είδανε το άγνωρο κουφάρι που κειτότουνε εκεί, πάνω στα φύκια, ξεχαρβαλωμένο και φουσκωμένο σαν μεθυσμένο και αδιάντροπο. Σα να βλαστήμαγε τη ζωή. Σα να μούτζωνε και τον ουρανό τον ολογάλανο που έπιανε να τόνε χρυσώνει ο λαμπρός ανοιξιάτικος ήλιος και τη θάλασσα που καταλάγιαζε λιγοθυμισμένη, και το αγέρι που κατέβαινε από τις κορφές τις γεράνιες και τις πράσινες πλαγιές γύρω, μοσκοβολημένο από θυμάρι κι αγριοβιολέτα, και τα πουλιά που πετούσανε στο γλαρόν αθέρα, και τους ανθρώπους γύρω του, που τόνε κοιτάζανε με σκυμμένα μούτρα και μάτια ανήσυχα και φοβισμένα.
Επί τέλους ήρθε κι ο χωροφύλακας κι όλοι του κάνανε τόπο να περάσει μπροστά. Κοίταξε πρώτα με προσοχή το κουφάρι, από το μπρουμυτισμένο κεφάλι του ως τα ανακλαδισμένα κανιά του, ύστερα πρόσταξε δυο χωριάτες να το γυρίσουν ανάποδα. Η φορεσιά του έμοιαζε με στολή.
- Στρατιώτης ήτανε, είπε ο χωροφύλακας, κι όλοι οι παραστεκούμενοι αναστενάξανε κι οι γυναίκες πιο πίσω λουχτούκιασαν.
- Για ψάχτε του τις τσέπες, πρόσταξε πάλι ο χωροφύλακας, κι οι δυο χωριάτες που προθυμήθηκαν να βάλουνε χέρι στον πνιμένο, αρχίσανε τώρα να τόνε ξεκουμπώνουνε, να χώνουνε τα χέρια τους μες στις τσέπες του, να τραβάνε από κει πράματα και να τα δίνουνε του χωροφύλακα.
- Το ρολόι του, είπε ένας ξεθηλυκώνοντας ένα ρολόι απ’ τον αρμό του πνιμένου. Πάλι λουχτούκιασαν οι γυναίκες. Μα οι άντρες και τα παιδιά γέλασαν, γιατί αυτός που ξεθηλύκωσε το ρολόι, πριν το παραδώσει στο απλωμένο χέρι του χωροφύλακα, το ’βαλε στ’ αυτί του, για ιδεί αν δουλεύει.
- Τι ώρα λέει; να βάλουμε όλοι τα ρολόγια μας!! ρώτησε φωναχτά ένας χωρατατζής και το αστείο του δεν έμεινε αναπάντητο από γέλια.
Δεν άργησαν οι παλάμες του χωροφύλακα να γεμίσουνε με πράματα, το ρολόι, έναν σουγιά, ένα μαντηλάκι, μια φυλλάδα διπλωμένη, ένα μολύβι, μια τσατσάρα, ένα πορτοφόλι φουσκωμένο σαν τον ιδιοχτήτη του και ξεκοιλιασμένο, που μισοφαινόντουσαν τα μέσα του χαρτιά και τα χρήματα, ένα μάτσο γράμματα.
Ο χωροφύλακας τ’ άδειασε όλα μέσα σ’ ένα σακίδιο που ’χε κρεμασμένο στο πλευρό του. Κράτησε μόνο τα χαρτιά κι άρχισε να τα εξετάζει, ψάχνοντας για την ταυτότητα του πνιμένου. Ξεφυλλίζοντας τα μουσκεμένα γράμματα, διάβαζε κιόλας φωναχτά : «Αγαπητή μου Ελενίτσα…».
- Γράμματα στην αγαπητικιά του, φώναξε ο χωρατατζής και γέλασαν τα παιδιά.
Ο χωροφύλακας ξεδίπλωσε το δεύτερο γράμμα και διάβασε πάλι : «Αγαπητή μου Ελενίτσα…», ύστερα τρίτο, τέταρτο, κι όλα άρχιζαν με το «Αγαπητή μου Ελενίτσα».
- Διάβασε και παρακάτω, ξεστόμισαν μερικοί. Ο χωροφύλακας κράτησε το τελευταίο να διαβάσει και παρακάτω. Και η δική του πια η περιέργεια και ολονώνε είχε φουντώσει. Η φαντασία του καθενού είχε πλάσει από το άφαντο χάος μια ξέχωρη μορφή γι’ αυτή την Ελενίτσα. Άλλος την έβλεπε ερωμένη, άλλος γυναίκα στεφανωτή, άλλος Ελενάρα, άλλος Ελέγκω.
Ο χωροφύλακας διάβασε φωναχτά ως το τέλος το ακόλουθο γράμμα:
«Αγαπητή μου Ελενίτσα
Σου ’χω γράψει γράμματα, παιδί μου, κάθε μέρα σου γράφω, χωρίς να σου στείλω ακόμη κανένα, γιατί δεν τα κατάφερα. Κ’ η ελπίδα που είχα να σου τα στείλω, τώρα χάθηκε ολότελα, γιατί πιάστηκα. Όμως πάλι σου γράφω το τελευταίο χαρτί που έχω κ’ ίσως βρω καμιά ευκαιρία. Τώρα μας εβάλανε στο πλοίο, για να μας πάνε στα μέρια τους. Έτσι λένε πολλοί, μα κανείς δεν ξέρει για πού ταξιδεύουμε. Τα αεροπλάνα έρχονται ολοένα από πάνω μας και μας ρίχνουνε κι ολοένα οι καρδιές μας λαχταρίζουνε, τώρα θα μας βουλιάξουνε. Βλέπουμε τη στεριά να φεύγει λίγο λίγο και να χάνεται απ’ τα μάτια μας. Παιδί μου, Ελενίτσα μου, ο νους μου είναι σε σένα που έμεινες μάνα στο σπίτι, να κοιτάξεις και τ’ αδέρφια σου κι είσαι ακόμη τόσο μικρή. Από την ημέρα που ’λαβα το γράμμα σου το πικραμένο, που μου ’γραφες τη θανή της μητέρας σου, μέρα νύχτα εσένα συλλογίζομαι και κλαίω. Μόλις είχα σκολάσει τη μάχη κι ήμουνα ζωντανός ακόμη κι άβλαβος κι έτρωγα ευχαριστημένος το ψωμί μου, ήρθε παιδάκι μου το γράμμα σου με τη μαύρην είδηση που με λάβωσε κατάκαρδα. Καλύτερα έλεγα να μ’ είχε πάρει εμένα ο χάρος, όπως τόσους και τόσους συντρόφους μας και χωριανούς μας, πάρα που πήρε τη μητέρα σου. Γιατί αυτή χρειαζότανε σε σένα και τ’ αδέρφια σου που είναι ακόμα μικρούλια και πώς να ζήσουνε. Μου ’γραφες, παιδί μου, να κάνω καρδιά και σπάραξε η ψυχή μου, που ’δινες εσύ θάρρος, εσύ το άπλερο και μικρό κοριτσάκι. Παιδάκι μου, να τηράξεις τ’ αδέρφια σου και να τους σταθείς εσύ μάνα πονετικιά. Να μη ζητήσεις τη βοήθεια κανενού χωριστά, παρά όλου του χωριού. Να μην εμπιστευθείς, παιδί μου, ούτε τον παπά, ούτε τον πρόεδρο χωριστά να σε βοηθήσουνε κι ούτε κανένα συγγενή, παρά να πέσεις στο έλεος του χωριού. Να βγεις, παιδί μου, στην εκκλησία, μες στη μέση, και να τόνε φωνάξεις τον πόνο σου. Να ’χεις μαζί σου κι όλα τ’ αδερφάκια σου, να φωνάξετε όλα μαζί και να πείτε «Χωριανοί η μάνα μας πέθανε, ο πατέρας είναι στον πόλεμο, το χωριό να μας φροντίσει και μεις εδώ του χωριού είμαστε». Μέσα στην απελπισιά σου, εσύ παιδάκι που ‘δειξες μυαλωμένο και πονετικό, εσύ είσαι το μοναχό στήριγμα της καρδιάς μου, εσύ είσαι το μοναχό φως μέσα στο σκοτάδι που βρίσκομαι. Να πολεμήσεις, παιδί μου, για τ’ αδέρφια σου. Να τηράξεις τους άλλους, να μην τηράξεις τον εαυτό σου. Να μη ζηλέψεις καθόλου τις χαρές και τις ομορφιές και τα στολίσματα για τον εαυτό σου και παρατήσεις τ’ αδέρφια σου, που από σένα κρέμονται τώρα. Σου ’πεσε μεγάλο βάρος πουλάκι μου, Ελενίτσα μου, πάνω στις τρυφερές σου πλάτες, το χρέος της μάνας μαζί και του πατέρα. Να το νιώσεις, βασανισμένο, και να σταθείς σ’ αυτό το χρέος πιστή, έτσι να ιδούμε καλήν αντάμωση. Να μη γυρίσω, παιδάκι μου, πίσω και σας βρω σκόρπια και ντροπιασμένα. Εγώ, από δω που βρίσκομαι, εσάς έχω ελπίδα για να παλέψω και κάθε πνοή μου θα παίρνει δύναμη από σένα, άπλερο πουλί μου, που θ’ αγωνίζεσαι μέσα σ’ αυτή τη συφορά για το καλό και την προκοπή. Κι όταν ανταμωθούμε όλοι μας χαρούμενα…».
Εδώ σταμάτησε το διάβασμα, γιατί δεν είχε συνέχεια. Ο χωροφύλακας γύρισε τα μάτια του στους παραστεκάμενους κι όλοι κλαίγανε, οι γυναίκες γοερά, οι άντρες σκυφτοί και σαν ντροπιασμένοι. Ως και τα παιδιά στεκόντουσαν συλλογισμένα. Κάποιος εφώναξε κ’ είπε:
«Αυτός ο πνιμένος είναι δικός μας, κι αυτή η Ελενίτσα και τα παιδιά τους τ’ άλλα, δικά μας είναι! Πρέπει εμείς να τα φροντίσουμε».
«Ναι, ναι», φώναξαν όλοι «να φροντίσουμε να τα βρούμε». Κι άρχισε συζήτησε σ’ όλη τη σύναξη εκεί γύρω στον πνιγμένο. Όλοι φωνάζανε κι ο καθένας επρόσθετε κι από μια γνώμη, πώς να κάμουνε ν’ ανακαλύψουνε το χωριό και το σπίτι του πνιμένου, πώς να στείλουνε επίτηδες ανθρώπους μ’ έξοδα του χωριού τους, να ταξιδέψουνε, όλη την Ελλάδα στην ανάγκη, για να βρούνε αυτή την Ελενίτσα, να τη βοηθήσουνε. Άλλος επρόσθετε «να τα πάρουμε αυτά τα παιδιά και να τα φέρουμε εδώ στο χωριό μας, να τα κάνουμε δικά μας». Άλλος είπε : «Να τα τυπώσουμε στην εφημερίδα, τα διαβάσει όλος ο κόσμος».
Έτσι, με ταραχή και συγκίνηση και γενική προθυμία να εχτελέσουνε τις εντολές του πνιγμένου, πέρασαν οι χωριάτες εκείνη την ημέρα τους. Όμως τι κάμανε, πώς τέλειωσε αυτή η ιστορία, αν το χωριό αυτό έβαλε σε πράξη την πρώτη ορμή που ’λαβε απ’ το γράμμα του πνιμένου, ή αν και το λείψανό του και το γράμμα του πήρανε το φυσικό τους δρόμο, εκείνο για μιαν άκρη στο νεκροταφείο, κι εκείνα για μιαν άκρη στη ντουλάπα της ανάκρισης, δε μαθεύτηκε. Πολλές είναι οι έγνοιες κ’ οι λαχτάρες της ζωής, έτσι που, ως να γίνει το ‘να περιστατικό, άλλα απανωτά έρχονται και το πλακώνουνε, σαν τα κύματα στο γιαλό, που ως να ιδείς καλά καλά το πρώτο κύμα, δεύτερο, τρίτο από κοντά έρχεται και κουκουλώνει τ’ άλλα, και το μόνο που νιώθεις βαριά είναι η αντάρα και το άφρισμα του πελάγου. http://www.sarantakos.com/
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Άι-Δημήτρης
Bοηθάει Aγιάννης και Σταυρός,
γιομίζει αμπάρι και ληνός·
κι Άι-Δημήτρης αν βοηθήσει.
το κελάρι θα γιομίσει.
Tώρα μυρίζουν οι μουστιές,
κυδώνια και μουσταλευριές
και μοσκοβολάει το σπίτι,
Άι-Δημήτρη μυροβλήτη.
Mέσα στο σπίτι είναι πολλά,
ψωμάκι κι όλα τα καλά·
κάνεις τον φτωχόν, αφέντη,
Άι-Δημήτρη μου λεβέντη.
Tώρα θ’ ανοίξουν τα σκολειά
για να σπουδάσουν τα παιδιά.
Δώσε προκοπή στη νιότη,
Άι-Δημήτρη μου στρατιώτη.
Tώρα ξωμάχοι και γεωργοί
οργώνουν, σπέρνουνε τη γη.
Bοήθα τους με το άσπρο σου άτι,
Άι-Δημήτρη ζευγολάτη.
Kαι το χειμώνα τον κακό
κάν’ τον νά ’ρθει με το γλυκό.
Σου δοξάζουμε τη χάρη,
Άι-Δημήτρη καβαλάρη.
http://www.snhell.gr/
Χ Α Ρ Τ Ι Α—
Χαρτιά, χαρτιά, χαρτιά γραμμένα
χαρτονομίσματα, διατάγματα
συμβόλαια, έγγραφα, ταυτότητες
αίτησες, πανταχούσες,
σ’ αυτά ποτέ δεν εικονίζονται
σύμβολα της ντροπής ή της συμπόνοιας
παρά μόνο αριθμοί
στυγνοί, φριχτοί κι απόλυτοι,
κι είναι η εξουσία στο χαρτοβασίλειο
απρόσωπη, στυγνή και απάνθρωπη.
http://popaganda.gr/
O σιδηρόδρομος
Τρέχα, σιδηρόδρομε,
Τρέχα νύχτα μέρα,
Φέρ' τους ταξιδιώτες σου
σ' άλλους τόπους πέρα!
Τρέχα, σιδηρόδρομε,
φέρε με και πάλι
στη μικρή πατρίδα μου
τι χαρά μεγάλη!
Μόνο στάσου μια στιγμή
πάρε με και μένα,
τι χαρές να φεύγουμε
σ' άγνωρα και ξένα!
http://users.sch.gr/
Ο Βασίλης Ρώτας και η Βούλα Δαμιανάκου διά χειρός της ζωγράφου Ελένης Βασιλοπούλου (κόρης της Δαμιανάκου)
πηγή φωτογραφίας http://www.efsyn.gr/
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ
Στίχοι: Βασίλης Ρώτας
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Δώδεκα αγόρια του σχολειού κι η Χριστινιώ μια τάξη
μη βρέξει και μη στάξει
Τ’ αγόρια τ’ ορκιστήκανε στην παλικαροσύνη
να κλέψουν τη Χριστήνη
Βαρκούλαν αρματώνουνε με σταυρωτό πανάκι
Χριστίνα, Χριστινάκι
Έμπα καλή στη βάρκα μας, να πάμε και να `ρθούμε
τραγούδι που θα πούμε
Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε στου Ζέφυρου το χάδι
το όμορφο του το βράδυ
Σπαρμένο χρυσολούλουδα το πέλαγο λιβάδι
το όμορφο του το βράδυ
Το Χριστινάκι τραγουδά, της βάρκας κυβερνήτης
γλυκιά που είν’ η φωνή της
Και λέει τραγούδι του έρωτα και για τον πόθο λέει
για το φιλί που καίει
Γέλια τραγούδια σώπασαν, τ’ αγόρια συμπαλεύουν
μοχτούν, φιλί γυρεύουν
Κανείς δεν είναι στο κουπί, κανείς και στο τιμόνι
λαχτάρα που τούς ζωνει
Κι η βάρκα η ποθοπλάνταχτη πάει στων νερών τα βάθη
με του έρωτα τα πάθη
Δεν κλαίω τα δώδεκα παιδιά, τους νιους, τους μαθητάδες
τις δώδεκα μανάδες
Μόν’ κλαίω τα μάτια τα γλαρά, το λυγερό κορμάκι
τ’ αγρίμι το ελαφάκι
Που ήτανε δώδεκα χρονών, παρθένα Παναγιά μου
κι έλαμπε η γειτονιά μου
Στίχοι: Brendan Behan & Βασίλης Ρώτας
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί
Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί
Μον’ να `ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να `χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα `ταν τιμή μου που `χασα το γελαστό παιδί
Βασιλικιά μου αγάπη μ’ αγάπη θα στο λέω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί
Στίχοι: Brendan Behan & Βασίλης Ρώτας Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Άνοιξε σιγά την πόρτα Κλείσ' τη για να μην τραβάει όλη τη ζωή μου χύνω δάκρυα, δάκρυα το στόμα μου δεν ξέρει να γελάει Άνοιξε λίγο το παράθυρο Κι ασ' το φυρό για το Χριστό, Έμπα και κάτσε κι ύστερα θα σου το πω το μυστικό Μόν' μια φορά σαν έπεσε η εικόνα κι άφησε τη γριά τη βάβω μου ξερή κει που 'λεγε παλιό ιρλανδέζικο τραγούδι πως πούλησαν προδότες τον οδηγητή Άνοιξε λίγο το παράθυρο κι άσ' το φυρό για το Χριστό Έμπα και κάτσε κι ύστερα θα σου το πω το μυστικό Από τους μπάσταρδους τους ξένους κρύψε, καλή μου, το χάλι σου εμείς λιοντάρι και λυκόρνιο και ρόδο στο κεφάλι σου Άνοιξε λίγο το παράθυρο κι άσ' το φυρό για το Χριστό Έμπα και κάτσε κι ύστερα θα σου το πω το μυστικό
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Απόδοση και στίχοι: Βασίλης Ρώτας Ερμηνεύει ο Γιώργος Μούτσιος. Από το δίσκο "Όρνιθες", 1960 Ω! καλή μου ξανθιά, συντροφιά μου γλυκιά, που μαζί σου λαλώ κάθε ωραίο σκοπό, ήρθες, ήρθες, εφάνης με σουραύλι να υφάνεις ύμνους, κελαηδισμούς, ήχους εαρινούς. Εμπρός, αρχίνα, πες τους γλυκά τους αναπαίστους.
Ηχογράφηση από το Théâtre des Champs-Elysées, Παρίσι - 1974 Απόδοση στα νέα ελληνικά: Βασίλης Ρώτας Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Έτσι με τέτοιον υμέναιο την Ήρα Την Ολύμπια θεά με τον άρχοντα Στον ηλιοπάτητο θρόνο Συνεκοίμησαν κάποτε οι Μοίρες Ερωτόπουλο, ανθέ, χρυσοφτέρουγο, Ίσα εμπρός πισωτέντωπα Κράτα τα γκέμια. Τώρα γίνονται οι γάμοι του Δία, Της Ήρας της ευλογημένης. Χαίρε πανώρια, πεντάμορφη μου νύφη, τύχη της πόλης μας και του γαμπρού μας. Τύχη μεγάλη την είχαν μεγάλη τα πετεινά με τον άνθρωπον τούτο και με τραγούδια νυφιάτικα, υμέναιους καλωσορίστε τον με τη Bασίλεια. Πιάσου, κουνήσου και πρόβαλε πόδι, τον τυχερό και μακάριο. ----
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου