Η Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου γεννήθηκε στην Αθήνα. Κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη. Αποφοίτησε από την Ελληνογαλλική Σχολή Ουρσουλινών. Σπούδασε μουσική, είναι υψίφωνος και κατέχει δίπλωμα Μονωδίας και Μελοδράματος με τον βαθμό Άριστα Α’ Βραβείο, αργυρό μετάλλιο, καθώς και πτυχίο Ωδικής με τον βαθμό Άριστα. Είναι παντρεμένη, έχει μια κόρη και δυο εγγόνια. Από το 2005 ασχολείται με τη λογοτεχνία και την ζωγραφική. Έργα της έχει παρουσιάσει σε ομαδικές εκθέσεις.
Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα και ποιήματα.
«Η άλλη πλευρά του παραδείσου» μυθιστόρημα, εκδόσεις θέσις 2008. Το εξώφυλλο του κοσμεί πίνακάς της «Έκσταση» λάδι σε καμβά. Διασκευάστηκε από την ίδια την συγγραφέα σε θεατρικό.
«Η επιστροφή» διήγημα, δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2010, εκδόσεις Μαυρίδη, στο περιοδικό Λακωνικά του Συλλόγου των εν Αττική Λακεδαιμονίων τεύχος 233/2009 και στην εφημερίδα Παλμός Γαλατσίου 31 Αυγούστου 2012.
«Το γυάλινο δωμάτιο» ποιητική συλλογή, δημοσιεύτηκε στα free-ebooks Απρίλιο 2012. Το εξώφυλλο είναι έργο δικό της «Η κούκλα» λάδι σε καμβά.
«Ελλάδα σ’ αγαπώ- Παράδοση και αναμνήσεις» λαογραφικό, συνεργασίας. Εκδόσεις Όστρια 2013.
«Χρυσές σελίδες» διήγημα. Εκδόσεις Όστρια 2014.
«Κοριός στο μαξιλάρι του προέδρου» μυθιστόρημα. Εκδόσεις Ωκεανός 2015.
Συμμετοχή σε ποιητικές ανθολογίες των εκδόσεων: Όστρια, Βεργίνα, Εντύποις και σε βιβλίο διηγημάτων των Εκδόσεων Όστρια.
Γράφει στον έντυπο και διαδικτυακό τύπο και έχει αποσπάσει επαίνους και βραβεία από πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Το 2015 συμμετείχε στην κριτική επιτροπή του 33ου Λογοτεχνικού διαγωνισμού στην κατηγορία μυθιστόρημα, που διεξήχθη από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών στην Αίθουσα Αντώνη Τρίτση του Δήμου Αθηναίων.
Είναι μέλος της Πανελλήνιας ΄Ένωσης Λογοτεχνών «Π.Ε.Λ» και του Λογοτεχνικού Ομίλου «ΖΑΛΩΝΗ» - ξάστερον του περιοδικού Κελαινώ.
Η άλλη πλευρά του παραδείσου
Μυθιστόρημα,
εκδόσεις Θέσις 2008
299 σελ.
ISBN 978-960-7977-56-4
Εξώφυλλο «Έκσταση» λάδι σε καμβά -Πίνακας της Καίτης Λιανού-Ιωαννίδου
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Η ανάγκη της επικοινωνίας μ' εκείνους που έφυγαν, τα πρόσωπα και οι εικόνες απ' τη ζωή της ηρωίδας που παρελαύνουν και τέλος μπερδεύονται μέσα στην ψυχή της, κάποια στιγμή θα την οδηγήσουν σ' ένα νοερό ταξίδι, έξω απ’ τα σύνορα της ανθρώπινης ύπαρξης. Εκεί θα ανακαλύψει έναν μαγευτικό κόσμο και θα ζήσει μαζί με τους αγαπημένους της που της λείπουν και τους αναζητά. Ίσως υπάρχουν κάποιες στιγμές που τα όνειρα της νύχτας μπλέκονται με την αλήθεια. Ίσως να είναι οι μοναδικές στιγμές που χωρίς να το καταλάβεις μπαίνεις στους χώρους εκείνους όπου μόνο το πνεύμα σου μπορεί να χωρέσει και να ζήσει στους πιο αχανείς διαδρόμους ενός άλλου κόσμου. Η ηρωίδα του βιβλίου, γράφοντας μικρές ιστορίες και πλάθοντας έναν δικό της κόσμο, περπάτησε ανάμεσα σε χρυσά δένδρα, ανέπνευσε τον πιο καθαρό αέρα, είδε τους αγγέλους να κατεβαίνουν στη Γη και βρέθηκε κοντά σ' εκείνους που αγαπά. Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες αυτού του βιβλίου θα μπορέσεις να ταξιδέψεις μαζί της και ίσως ανακαλύψεις τον δικό σου μαγευτικό κόσμο, ώστε να βρεθείς κοντά σ' εκείνους που αγαπάς και να ζήσεις μαζί τους για όσο εσύ επιθυμείς. Είναι η ομορφιά της ζωής. Ένας Παράδεισος - τον οποίο όμως εσύ θα πρέπει να κρατήσειςhttp://www.biblionet.gr/
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
…..Ό Άλεξ δεν είναι μόνο σκηνοθέτης, αλλά και ζωγράφος. Έχει έναν τελείως διαφορετικό τρόπο έκφρασης. Μέσα στους πίνακες του βλέπεις ό, τι κρύβει η ζωή. Δίνει ανάσα στα άψυχα πράγματα γιατί πιστεύει πως όλα έχουν ψυχή. Πίσω από κάθε πινελιά του βρίσκεται ένας άγνωστος κόσμος, σαν αυτόν που ψάχνω. Μόνο που εγώ τον γυρεύω μέσα απ’ τις ιστορίες μου, ενώ εκείνος προσπαθεί να τον ζωγραφίσει ή να τον πλάσει μέσα στα σκηνοθετημένα του έργα.
Μια μέρα ήρθε σπίτι μας με τον πατέρα του και με ζήτησαν σε γάμο. Κρατούσε ένα μεγάλο μπουκέτο με κόκκινα λουλούδια κι ένα δικό του πίνακα να δείχνει ένα χιονισμένο τοπίο. Καθώς μου τον έδινε, μου είπε:
«Αυτό είναι ένα τοπίο της φαντασίας μου. Δεν υπάρχει πουθενά. Πρόσεξε κάτι. Τα λεπτά ψηλά δένδρα παρόλο που είναι γεμάτα χιόνι δε βαραίνουν και δε σκύβουν στη γη κοιτάνε τον ουρανό, κι εμείς δε θα σκύψουμε ποτέ. Θα κοιτάμε τον ουρανό».
“Πόσο μου άρεσαν εκείνα τα λόγια τότε! Πόσο πολύ τα πιστέψαμε και οι δυο μας! Πόσο καιρό κράτησαν! Δε θυμάμαι πια”.
Τον αγαπώ πολύ αυτόν τον πίνακα και κάθομαι ώρες να τον κοιτώ. Προσπαθώ μήπως στο βάθος του μπορέσω και διακρίνω αυτούς τους άγνωστους κόσμους των ψυχών. Κάθομαι συχνά τα βράδια όταν όλοι έχουν κοιμηθεί, όταν όλα έξω είναι σκοτεινά και ήσυχα, αφήνω τις σκέψεις μου να βυθιστούν σ’ εκείνο το χώρο, όπου δεν υπάρχει τίποτε, ούτε εμπόδια, ούτε φωνές. Κανείς.
Κάποια απ’ εκείνες τις νύχτες, μέσα στο παραμιλητό του πυρετού, βρέθηκα ανάμεσα σ’ εκείνα τα δένδρα και προσπαθούσα ν’ αγγίξω τον εαυτόν μου. Μια φωνή σα να μου έλεγε το πώς θα μπορούσε να γίνει αυτός ο πίνακας αληθινός:
«Όταν πιστέψεις στο όνειρο σου, νιώσεις τον παγωμένο αέρα, χαϊδέψεις το χιόνι, ακούσεις τη σιωπή μέσα στη νύχτα. Όταν αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο να φύγει από κάθε γήινο και ασήμαντο κομμάτι και μπεις στον αόρατο κόσμο της ψυχής, εκεί θα συναντήσεις την ομορφιά, θα μπορέσεις να αγκαλιάσεις όλους..., μα όλους, χωρίς φόβους, χωρίς δειλίες. Θα ξέρεις πως ανήκεις εκεί, γιατί είσαι το ίδιο σαν αυτούς».
Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μου και κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο μου. Λεπτές νιφάδες χιονιού έπεφταν και αργά-αργά σκέπαζαν τον κήπο μας, τα κάγκελα, το δρόμο, τα παρτέρια και πίσω απ’ αυτές τις νιφάδες διέκρινα σαν αμυδρές σκιές όλους αυτούς που τόσο πολύ ήθελα να συναντήσω και να μιλήσω μαζί τους.
Θυμήθηκα τον παππού που ήθελε να φτιάξει θέατρο και τώρα θα το φτιάξει ο κύριος Νίκος κι εγώ θα παντρευτώ τον γιο του.
«Μήπως, παππού, η ζωή μας είναι έτσι, ώστε κάποτε η επιθυμία γίνεται πραγματικότητα από κάποιον άλλον της οικογένειας, και το όνειρο θα φτάσει και δε θα γείρει πια, όπως δεν γέρνουν τα δένδρα του Άλεξ;
»Παππού, θέλω τόσα πολλά να σου πω. Τότε ήμουν μικρή και δεν ήξερα. Τώρα όμως ξέρω. Θα σου προσφέρω αυτά που δεν έζησες, αυτά που πίστεψες πως θα μπορούσαν να γίνουν δικά σου και δεν έγιναν ποτέ, γιατί πάντα κάποιος άλλος προλάβαινε πριν από σένα. Αν πράγματι παππού μ’ ακούς, ίσως εγώ προλάβω και τότε να ξέρεις θα είναι και δικά σου γιατί, εσύ θα μου έχεις ανοίξει το δρόμο. Φοβάμαι το άγνωστο, αλλά θέλω ν’ ανοίξω τα χέρια μου και μετά να τα κλείσω ενώνοντας τις παλάμες και να βουτήξω μέσα σ’ αυτό τον καινούριο κόσμο, όπως βουτούσες εσύ στη θάλασσα. Θυμάσαι;»
Τρέχοντας κατέβηκα στον κήπο, χαρούμενη, γιατί πίστεψα σ’ αυτή την ένωση με την ψυχή του παππού μου. Άρχισα να τρέχω γύρω-γύρω σαν τρελή, αψηφώντας το κρύο και το χιόνι που με συνόδευαν. Τα μαλλιά μου ανέμιζαν και γίνονταν άσπρα, καθώς οι νιφάδες στέκονταν επάνω τους. Κρατούσα το σύμπαν στα χέρια μου και ήταν το πιο αληθινό που υπήρχε. Μέσα στο σπίτι το τζάκι έκαιγε και οι φλόγες, καθώς τρεμόπαιζαν, άφηναν τις σπίθες τους, σαν αστράκια κάποιου άγνωστου κόσμου, να αιωρούνται στο κενό, μέχρι που έσβηναν για να τα υποδεχθούν άλλα καινούρια. Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού και μπήκα μέσα. Η γιαγιά καθόταν μπροστά σ’ αυτό το μαγικό σύνολο των μικρών άστρων που σιγά-σιγά άλλαζε κι έγινε άσπρο φως. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά, ακίνητα, σαν καρφωμένα μέσα στα δικά μου μάτια.
«Γιαγιά, μίλησα με τον παππού» της είπα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου και δεν μπορούσα να την αφήσω, δεν μ’ άκουγε όμως. Είχε συναντήσει τ’ αγαπημένα της πρόσωπα κι εγώ κατά κάποιο περίεργο τρόπο ένιωσα αυτή την συνάντηση και βρέθηκα στο άπειρο, όχι σκοτεινό και μαύρο όπως το ξέρουμε, αλλά λευκό και λαμπερό βρέθηκα σ’ αυτό τον άλλο κόσμο, αυτόν που από μικρή προσπαθούσα να πλησιάσω για να συναντήσω όλους αυτούς που μου λείπουν.
Κανείς δε με πίστεψε.
Κανείς δεν κατάλαβε πως ανέβηκα σε μιαν αχτίδα ήλιου που είχε γλιστρήσει, κι έφυγα, για να βρω αυτούς που αγαπώ κι εγώ η ίδια πάλι έμεινα κάτω στη Γη, για να ζήσω μ’ αυτούς που αγαπώ.
Δεν ήταν η φαντασία μου. Ήταν αλήθεια. …..
Η επιστροφή
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Λακωνικά τεύχος 233/2009, του Συνδέσμου των εν Αττική Λακεδαιμονίων, αναδημοσιεύθηκε στη Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2010 των εκδόσεων Μαυρίδη, και στην εφημερίδα Παλμός Γαλατσίου, Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012 αρ. φύλλου 288.
...Εδώ και καιρό καθηλωμένη στην ίδια αναπηρική καρέκλα η κυρία Ευρυδίκη κοίταζε ώρες ολόκληρες τον δρόμο, που έφτανε ως το παλιό νεκροταφείο. Έλεγε μάλιστα πως της άρεσε να βλέπει τα πανύψηλα δέντρα που σχημάτιζαν αλέες και στο τέλος του δρόμου ενώνονταν ή να παρατηρεί τον ήλιο που περνούσε ανάμεσα απ’ τα κλαριά και τις φυλλωσιές, τα φύλλα που χρύσιζαν κάτω απ’ τις ακτίνες του ή στη δύση του που χάριζε εκείνο το μαβί χρώμα στους κορμούς, μέχρι που σκοτείνιαζε και χάνονταν τελείως απ’ τα μάτια της, σα να τα κάλυπτε κάποιο τεράστιο μαύρο πέπλο. Και το πρωί, όλα αυτά που εκείνη ονόμαζε απομεινάρια του παρελθόντος, έπαιρναν χρώμα, ζωή. Τίναζαν από πάνω τους τη νυχτερινή δροσιά που τους τύλιξε και άρχιζαν σιγά-σιγά να ρουφάνε φως.
Μετά την αναπηρία της, η κυρία Ευρυδίκη άλλαξε πολύ. Απ’ εκεί που ήταν τόσο ήρεμη και υπομονετική, έγινε ιδιότροπη και απαιτητική. Παλιά, έβαζε στα ανθοδοχεία κάποια σπάνια λουλούδια, που το άρωμα τους έμοιαζε σαν να ήταν ένα κράμα όλων των αρωμάτων της γης. Ποτέ κανείς δεν έμαθε που τα εύρισκε. Και τώρα που της ήταν αδύνατον να περπατήσει για να μπορέσει να τα βρει και να τα φέρει, να γεμίσει τα ανθοδοχεία της και το άρωμα τους να τρυπώσει παντού, δεν δεχόταν κανένα άλλο λουλούδι να στολίσει το σπίτι της.
Μαζί της έμενε μια γυναίκα, αλλοδαπή, η Ντίνα, έλεγε μάλιστα πως ήταν νοσοκόμα κι έτσι η βοήθεια της ήταν πολύτιμη μια και η ίδια ήταν ανήμπορη πια κι έτσι την δέχτηκε αναγκαστικά. Της την είχε συστήσει κάποια φίλη της. Η μοναδική φίλη που είχε. Εκείνη έπαιρνε το μπαστουνάκι της, κατηφόριζε αργά-αργά τα σοκάκια και την επισκεπτόταν κάθε μέρα, μέχρι που κάποτε πέθανε και η κυρία Ευρυδίκη έμεινε μόνη, μαζί με την Ντίνα, χωρίς κανέναν άλλον στον κόσμο.
Στην αρχή οι δυο γυναίκες δυσκολεύτηκαν πολύ να προσαρμοστούν. Ήταν ένας καινούριος τρόπος ζωής που υποχρεωτικά έπρεπε να δεχτούν. Τα λίγα ελληνικά της Ντίνας δυσκόλευαν ακόμα πιο πολύ την κατάσταση και η ιδιοτροπία της κυρίας Ευρυδίκης δεν άφηνε περιθώρια για ηρεμία. Πέρασε καιρός ώστε να μπορέσει η μια να καταλάβει την άλλη, να την αποδεχτεί και να την εμπιστευθεί. Σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται φίλες και να συζητάνε μεταξύ τους κάποια μυστικά, μικρά και μεγάλα ή ακόμα και ασήμαντα, γεγονότα που δεν τα είχαν πει ποτέ σε κανέναν. Και τώρα, η μια κοντά στην άλλη, που ένιωθαν τόσο έντονα αυτή την ανάγκη της εκμυστήρευσης, ενώθηκαν ακόμα πιο πολύ. Οι μέρες κυλούσαν όμορφα καθώς δανείζονταν τις ιστορίες τους, τους πρώτους τους έρωτες, τις πρώτες απογοητεύσεις. Γέλαγαν μαζί για κάτι που κάποτε τους φάνηκε αστείο ή πραγματικά ήταν αστείο. Έκλαιγαν μαζί για κάτι θλιβερό που πόνεσε την ψυχή τους και τώρα πέρασε πια και ίσως θα έπρεπε να έχει ξεχαστεί. Όλη η ζωή έμοιαζε σαν διαβάτης που περνούσε από μπροστά τους, με όλες της τις χαρές και όλες της τις λύπες.
Κάθε μέρα στις οκτώ η ώρα το πρωί, η Ντίνα κτυπούσε ελαφρά την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της κυρίας Ευρυδίκης κι έμπαινε μέσα. Με αργά βήματα έφτανε ως το παράθυρο και άνοιγε τις βαριές κουρτίνες που κρέμονταν απ’ το ταβάνι. Το φως που έμπαινε καθώς οι ακτίνες του ήλιου γλιστρούσαν μέσα απ’ τα κλαδιά της λεμονιάς, που βρισκόταν μπροστά στο παράθυρο της, γέμιζε το δωμάτιο. Τότε πλησίαζε το κρεβάτι της. «Κυρία Ευρυδίκη» της έλεγε και της χάιδευε το μέτωπο, που παρ’ όλη την ηλικία της δεν είχε ούτε μια ρυτίδα. «Είναι ώρα να ξυπνήσετε». Και η κυρία Ευρυδίκη άνοιγε τα καταγάλανα μάτια της και την κοίταζε με αγαλλίαση. Αφηνόταν στην αγκαλιά της κι εκείνη την σήκωνε όλο στοργή, σα να ήταν η μάνα της, την έπλενε και ύστερα την πήγαινε στο μπαλκόνι να δει τον δρόμο με τα δέντρα και να μιλήσουν για τα παλιά. Κι όταν χειμώνιαζε και ο δυνατός αέρας σφύριζε, καθώς περνούσε ανάμεσα απ’ τα γυμνά κλαριά τότε καθόταν μέσα απ’ το τζάμι της τραπεζαρίας και περίμενε να δει το κλάμα του ουρανού να ξεπλένει όσα φύλλα είχαν απομείνει.
Το ‘ξερε. Ω!... Ναι..., η Ντίνα το ‘ξερε, το ‘νιωθε πως εκεί συναντούσε κάτι μακρινό. Το ‘βλεπε στα μάτια της, σ’ εκείνα τα γαλανά μάτια της, που γυάλιζαν, αλλά η κυρία Ευρυδίκη δεν μίλαγε ποτέ γι αυτά τα μέρη. Πάντα τα προσπερνούσε κοιτάζοντας μόνο προς τα ‘κει, τον δρόμο που δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο. Ένας φαρδύς χωματένιος δρόμος ήταν με πανύψηλα γηραιά δέντρα, γεμάτα σκόνη. Από μακριά φάνταζαν ωραία καθώς τα κλαδιά τους ενώνονταν στο τέλος του. Αλλά από κοντά έμοιαζαν απολιθώματα κάποιας πόλης που δεν υπήρχε πια. Και το παλιό νεκροταφείο; Κι εκείνο δεν είχε τίποτε, παρά μόνο κάτι κατεστραμμένες ταφόπλακες και κοτρόνες πεσμένες απ’ εδώ και απ’ εκεί.
Ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό του Απρίλη που όλα τα λουλούδια ήσαν ανοιχτά και σκορπούσαν ένα μυστηριώδες άρωμα η κυρία Ευρυδίκη κράτησε τα χέρια της Ντίνας μέσα στις φούχτες της, την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και άρχισε να της διηγείται μια παλιά ιστορία για τον δρόμο με τα πανύψηλα δέντρα και το παλιό νεκροταφείο.
Ήταν κοπελίτσα, όταν για πρώτη φορά έφυγε κρυφά απ’ το σπίτι της για να συναντήσει κάποιον, που δεν ήρθε ποτέ στο ραντεβού. Ένα ανοιξιάτικο πρωινό ήταν, σαν κι εκείνο το πρωινό του Απρίλη, ξέχειλο από ένα κράμα αρωμάτων που την οδήγησαν πέρα από τα πελώρια δέντρα του δρόμου, σ’ ένα μέρος που όλοι το ονόμαζαν παλιό νεκροταφείο. Η Ευρυδίκη κλαμένη βρέθηκε μπροστά σε μια θεόρατη σιδερένια αυλόπορτα με χρυσά πόμολα, ενώ δεξιά και αριστερά της οι πανύψηλοι μαντρότοιχοι, σκεπασμένοι με πυκνά φυλλώματα, δεν την άφηναν να δει πιο μέσα. Πλησίασε, έπιασε τα κάγκελα κι ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στα χέρια της. Η αυλόπορτα άνοιξε χωρίς απολύτως καμιά προσπάθεια κι εκείνη προχώρησε αργά μέσα σε έναν μεγάλο κήπο, γεμάτο από παπαρούνες και κίτρινες μαργαρίτες. Ήταν τόσο όμορφα! Έτσι πρέπει να είναι ο Παράδεισος, σκέφθηκε. Κάθισε κάτω κι άρχισε να κόβει λουλούδια και να δημιουργεί στεφανάκια, ενώ απ’ τα μάτια της κυλούσαν δάκρυα που ιρίδιζαν καθώς οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω τους. Σηκώθηκε, πέρασε τα στεφανάκια στα χέρια της σα να ήταν βραχιόλια και προχώρησε στο βάθος του κήπου.
Διάδρομοι από λευκά βότσαλα χάνονταν μέσα σε φυλλωσιές που ευωδίαζαν κι εκείνη μεθυσμένη από αυτή την ευωδιά προχώρησε μέσα στα φυλλώματα. Έκανε λίγα βήματα και πέρασε κάτω από έναν πανύψηλο θόλο. Σκούπισε τα μάτια της και κοίταξε εκστατική τριγύρω της. Βρισκόταν σε μια μεγάλη σπηλιά γεμάτη από σταλακτίτες. Στάλες που έπεφταν σαν δάκρυα πάνω σε μια γαλάζια λίμνη ακούγονταν από μακριά, όπως οι κτύποι ρολογιού. Η Ευρυδίκη προχώρησε κι άλλο, μια μικρή γέφυρα ένωνε δυο στεριές από λευκά λουλούδια που κοίταζαν προς την μεριά εκείνη, όπου οι ρωγμές των βράχων σχημάτιζαν τα μοναδικά ανοίγματα, ώστε οι ακτίνες του ήλιου εύρισκαν δίοδο κι έμπαιναν μέσα χαρίζοντας στην σπηλιά ένα χρυσαφί χρώμα και στα δάκρυα μια λάμψη διαμαντιού.
Η Ευρυδίκη πλημμυρισμένη από χαρά γι αυτό το μοναδικό μέρος που γνώρισε, σήκωσε τα χέρια της ψιλά και άρχισε να γυρίζει γύρω-γύρω όπως οι μπαλαρίνες. Τα μάτια της δεν ήταν πια υγρά και το γέλιο της έμοιαζε σα να ήταν μουσικοί φθόγγοι που χαϊδεύουν τους ανάγλυφους τοίχους και μετά σκορπίζονται παρασέρνοντάς σε πολύ μακριά, πέρα απ’ τα σύννεφα. Μετά έσκυψε κι έκοψε του κόσμου τα λευκά λουλούδια, και μόλις βγήκε στον ήλιο αυτά άρχισαν να βγάζουν ένα άρωμα που δεν το είχε ποτέ κανείς γνωρίσει. Γύρισε σπίτι της και γέμισε τα ανθοδοχεία με αυτά τα πανέμορφα λουλούδια που ούτε κι αυτά είχε δει ποτέ κανείς.
Από τότε η Ευρυδίκη, μέχρι που μεγάλωσε, συνέχισε να πηγαίνει κρυφά σ’ εκείνο το μέρος, στο τέλος του μεγάλου δρόμου. Έκοβε λουλούδια και γέμιζε τα ανθοδοχεία του σπιτιού και μόνο όταν πια καθηλώθηκε στην πολυθρόνα και ήξερε πως δεν πρόκειται να περπατήσει ξανά και να δει εκείνον τον δικό της Παράδεισο δεν δέχθηκε κανένα άλλο λουλούδι στο σπίτι της.
Η κυρία Ευρυδίκη καθώς μίλαγε για εκείνον τον Παράδεισο που γνώρισε, σε κάποια σπηλιά κάτω απ’ την γη, έκλαψε. Και ήταν η πρώτη φορά που η Ντίνα την είδε έτσι, να κλαιει, και σκούπισε με τα χέρια της τα δάκρυα της. Και ήταν η πρώτη φορά που εκείνη της ζήτησε να μη την λεει κυρία, παρά απλά Ευρυδίκη. Και ήταν η πρώτη φορά που έμειναν πολύ ώρα αγκαλιασμένες.
Πέρασαν χρόνια η μια ακουμπισμένη στον ώμο της άλλης. Δεμένες σα να μεγάλωσαν μαζί, αγαπημένες περισσότερο κι από αδελφές, ενωμένες όπως η κόρη με την μάνα. Κι έφυγαν κάποτε μαζί, η μια ακουμπισμένη στον ώμο της άλλης κοιτάζοντας τον δρόμο και το παλιό νεκροταφείο με τα υπέροχα λουλούδια, που δεν έμαθε ποτέ άλλος κανείς.
Το γυάλινο δωμάτιο
Ποιητική συλλογή, δημοσιεύτηκε στα free-ebooks Απρίλιο 2012. Το εξώφυλλο είναι έργο δικό της «Η κούκλα» λάδι σε καμβά.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ
ΓΙΑ ΒΙΟΛΙ
ΚΑΙ
ΟΡΧΗΣΤΡΑ
*
Η Μάρσια μένει σ' ένα σπίτι που
περισσότερο μοιάζει με αντικερή παρά με σπίτι. Είναι ένα παλιό οίκημα
περιτριγυρισμένο από ένα μεγάλο κήπο, άδειο από λουλούδια. Το μόνο που έχει
είναι κάτι πεθαμένα δένδρα. Η Μάρσια όταν άρχισε να νιώθει τις πρώτες χαρές της
ζωής σα γυναίκα πια και όχι σαν παιδί, πέρασε ένα μεγάλο σοκ. Από τότε ζει
απομονωμένη από τον έξω κόσμο. Μερικές φορές πιστεύει πως βρίσκεται κάπου
αλλού, πολύ πριν γεννηθεί. Όλα τα παλιά αντικείμενα που γεμίζουν την κάθε γωνιά
του σπιτιού της γι αυτήν είναι θύμισες του παρελθόντος. Ένα όμως παρελθόν που
δε γνωρίζει. Πολλές φορές μιλά μόνη της πιστεύοντας πως κάποιος την ακούει, ή
κάθεται μπροστά στους ραγισμένους καθρέπτες και συλλογιέται.
Στο
βάθος τους συναντά μια λίμνη, κάποιον...
Πέρασες και σαν αγέρας χάθηκες
Τα σύννεφα πήραν τη μορφή σου
Το σκοτάδι και η σιωπή κάλυψαν τη φωνή σου
Τα δάκρυα μου κύλησαν
Αλλά δεν τα είδες
Το 'ξερα
Πως κάποτε αυτή η μέρα θα 'ρχόταν
Και θα 'ταν σα να μη με συνάντησες ποτέ.
Ξημερώνει
Μερικές φορές νομίζω πως το παρελθόν τριγυρνάει.
Κι εσύ έρχεσαι από μακριά να με ανταμώσεις.
Η νύχτα που κύλησε ήταν πολύ σκοτεινή
Χωρίς φεγγάρι.
Τίποτε δε θύμιζε ζωή
Εκτός από το βουητό που άφηνε ο αγέρας
Καθώς περνούσε ανάμεσα απ' τα πεθαμένα δέντρα.
Αλλά κι αυτό έμοιαζε με κλάμα
Βουβό, μοναξιάς.
Το μόνο που υπάρχει πια από σένα
Είναι η σκιά σου.
Αν μπορείς δες γύρω σου.
Όλα είναι συνδεδεμένα με μια ζωή
Που δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ.
Ιστορίες ετών
Αγάπης, μίσους.
Ιστορίες τρυφερές, που μπλέχτηκαν με μένα.
Αλλά το παρελθόν άλλοτε χάνεται κι άλλοτε επανέρχεται
Όπως το γέλιο
Που άλλοτε σβήνει κι έρχεται ξανά.
Ξέρω πως κι αυτή η μέρα θα περάσει
Χωρίς να ακουστεί κανένα λάλημα πουλιού
Χωρίς να ανοίξει τα φτερά του.
Και θα 'ρθει η νύχτα ξανά
Μεγάλη...
Σαν ατέλειωτο μονοπάτι της ερήμου.
Οι ώρες θα πάψουν να υπάρχουν.
Ο χρόνος θα σταθεί.
Η πνοή θα σβήσει.
Σε βλέπω παντού
Κάθε στιγμή
Βοήθησε με να μάθω ποιος είσαι
Βοήθησε με να μάθω ποια είμαι
Βοήθησε με να θυμηθώ πότε σε είδα για πρώτη φορά.
Μπορεί πολύ παλιά
Σε μια εποχή που δε γνωρίζω.
Κοίταξε έξω. Κοίτα τη λίμνη.
Κοίτα πως γυαλίζει!
Αυτό το θυμάμαι.
Ίσως το θυμάσαι κι εσύ, κι έτσι μπορέσω να μάθω
Την αλήθεια.
Τα σύννεφα πήραν τη μορφή σου
Το σκοτάδι και η σιωπή κάλυψαν τη φωνή σου
Τα δάκρυα μου κύλησαν
Αλλά δεν τα είδες
Το 'ξερα
Πως κάποτε αυτή η μέρα θα 'ρχόταν
Και θα 'ταν σα να μη με συνάντησες ποτέ.
Ξημερώνει
Μερικές φορές νομίζω πως το παρελθόν τριγυρνάει.
Κι εσύ έρχεσαι από μακριά να με ανταμώσεις.
Η νύχτα που κύλησε ήταν πολύ σκοτεινή
Χωρίς φεγγάρι.
Τίποτε δε θύμιζε ζωή
Εκτός από το βουητό που άφηνε ο αγέρας
Καθώς περνούσε ανάμεσα απ' τα πεθαμένα δέντρα.
Αλλά κι αυτό έμοιαζε με κλάμα
Βουβό, μοναξιάς.
Το μόνο που υπάρχει πια από σένα
Είναι η σκιά σου.
Αν μπορείς δες γύρω σου.
Όλα είναι συνδεδεμένα με μια ζωή
Που δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ.
Ιστορίες ετών
Αγάπης, μίσους.
Ιστορίες τρυφερές, που μπλέχτηκαν με μένα.
Αλλά το παρελθόν άλλοτε χάνεται κι άλλοτε επανέρχεται
Όπως το γέλιο
Που άλλοτε σβήνει κι έρχεται ξανά.
Ξέρω πως κι αυτή η μέρα θα περάσει
Χωρίς να ακουστεί κανένα λάλημα πουλιού
Χωρίς να ανοίξει τα φτερά του.
Και θα 'ρθει η νύχτα ξανά
Μεγάλη...
Σαν ατέλειωτο μονοπάτι της ερήμου.
Οι ώρες θα πάψουν να υπάρχουν.
Ο χρόνος θα σταθεί.
Η πνοή θα σβήσει.
Σε βλέπω παντού
Κάθε στιγμή
Βοήθησε με να μάθω ποιος είσαι
Βοήθησε με να μάθω ποια είμαι
Βοήθησε με να θυμηθώ πότε σε είδα για πρώτη φορά.
Μπορεί πολύ παλιά
Σε μια εποχή που δε γνωρίζω.
Κοίταξε έξω. Κοίτα τη λίμνη.
Κοίτα πως γυαλίζει!
Αυτό το θυμάμαι.
Ίσως το θυμάσαι κι εσύ, κι έτσι μπορέσω να μάθω
Την αλήθεια.
ΧΡΥΣΗ ΠΙΝΕΛΙΑ
Και ίσως μείνεις για πάντα. Γίνεις θρύλος.
Τη μέρα εκείνη ήρθαν πολλοί. Αμέτρητος ο κόσμος.
Ήρθαν, για να σε δουν για τελευταία φορά. Τα λουλούδια να δουν
που μόνο αυτά άγγιξαν το χρυσό πρόσωπό σου.
Ήρθα κι εγώ, για να πιστέψω αυτό που χρόνια άκουγα στους
Ήρθα κι εγώ, για να πιστέψω αυτό που χρόνια άκουγα στους
δρόμους, στις πλατείες, σε κάθε γωνιά.
Ήρθα ν' ακούσω τις φωνές τις ψυχής μου, γιατί τόσα χρόνια
Ήρθα ν' ακούσω τις φωνές τις ψυχής μου, γιατί τόσα χρόνια
φοβόμουν να μιλήσω μαζί της.
Τώρα όμως μπορώ, κι ας κλαίει
Τώρα ξέρω πως μπορείς κι εσύ να τις ακούσεις.
Ξέρω πως μπορείς να δεχτείς το τρεμάμενο μου χέρι να κρατήσει το
Τώρα όμως μπορώ, κι ας κλαίει
Τώρα ξέρω πως μπορείς κι εσύ να τις ακούσεις.
Ξέρω πως μπορείς να δεχτείς το τρεμάμενο μου χέρι να κρατήσει το
δικό σου
Άκου πως κτυπούν οι καμπάνες. Ακολουθούν τους κτύπους της
Άκου πως κτυπούν οι καμπάνες. Ακολουθούν τους κτύπους της
καρδιάς μου
Άκου τον κόσμο που χειροκροτεί. Ακολουθεί τον λυγμό του
Άκου τον κόσμο που χειροκροτεί. Ακολουθεί τον λυγμό του
ποταμού
Κι εσύ προχωρείς, πρώτη, μπροστά, στη μέση του δρόμου.
Κοίτα το πλήθος.
Η θάλασσα είναι λίγη, για να δροσίσει τα ξαναμμένα πρόσωπά τους.
Τα σύννεφα μικρά, για να σκεπάσουν τον καυτό ήλιο
Ντορέ σε ξέρουν όλοι.
Μόνο εγώ γνωρίζω το πραγματικό όνομά σου, και θα μείνει κρυφό,
Κι εσύ προχωρείς, πρώτη, μπροστά, στη μέση του δρόμου.
Κοίτα το πλήθος.
Η θάλασσα είναι λίγη, για να δροσίσει τα ξαναμμένα πρόσωπά τους.
Τα σύννεφα μικρά, για να σκεπάσουν τον καυτό ήλιο
Ντορέ σε ξέρουν όλοι.
Μόνο εγώ γνωρίζω το πραγματικό όνομά σου, και θα μείνει κρυφό,
θαμμένο στα βάθη της ψυχής μου.
Μόνο εγώ σε κράτησα πολύτιμο πετράδι τις νύχτες κάτω απ' το
Μόνο εγώ σε κράτησα πολύτιμο πετράδι τις νύχτες κάτω απ' το
ασημί φεγγάρι.
Μόνο εγώ έζησα τα όνειρα σου. Έγιναν μπλε, γαλάζια,
Μόνο εγώ έζησα τα όνειρα σου. Έγιναν μπλε, γαλάζια,
ξεθώριασαν…
Ω! Ναι Ντορέ, το ξέρω πως χάθηκαν για πάντα.
Δε φταις εσύ. Δε φταίω εγώ. Είναι ο χρόνος που πήρε μαζί του τις
Ω! Ναι Ντορέ, το ξέρω πως χάθηκαν για πάντα.
Δε φταις εσύ. Δε φταίω εγώ. Είναι ο χρόνος που πήρε μαζί του τις
χρυσές πινελιές.
Εχθρός
και καταδίκη να ζήσουμε μαζί, αλλά και χώρια στην τωρινή ζωή μας
Κοίταξε με. Μεγάλωσα Ντορέ.
Κουράστηκα και δεν μπορώ να βρω μεριά να ξαποστάσω.
Το κορμί μου βάρυνε. Τον κόσμο δεν προλαβαίνω. Περνούν
Εχθρός
και καταδίκη να ζήσουμε μαζί, αλλά και χώρια στην τωρινή ζωή μας
Κοίταξε με. Μεγάλωσα Ντορέ.
Κουράστηκα και δεν μπορώ να βρω μεριά να ξαποστάσω.
Το κορμί μου βάρυνε. Τον κόσμο δεν προλαβαίνω. Περνούν
γρήγορα από μπροστά μου, τρέχουν…
Ντορέ περίμενε με.
Περίμενε με.
Το χέρι μου που τρέμει να αγγίξεις.
Να φύγουμε μαζί. Να χρωματίσουμε χρυσό το ασημί φεγγάρι.
Ντορέ περίμενε με.
Περίμενε με.
Το χέρι μου που τρέμει να αγγίξεις.
Να φύγουμε μαζί. Να χρωματίσουμε χρυσό το ασημί φεγγάρι.
ΕΛΛΑΔΑ Σ' ΑΓΑΠΩ "Παράδοση και αναμνήσεις"
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Πρωταγωνιστές αυτού του διηγήματος είναι όλοι εκείνοι που αποτελούν την οικογένεια Γκώτση. Ο παππούς είναι εργοστασιάρχης και θέλει να ελέγχει τα πάντα. Η γυναίκα του που προσπαθεί με τον πιο όμορφο τρόπο να φέρει την ισορροπία μέσα στο σπίτι. Τα τέσσερα παιδιά τους, ο καθ’ ένας με τις ιδέες του και φυσικά τα εγγόνια.
Η ιστορία διαδραματίζεται μέσα σε ένα χρόνο, στην έπαυλη Γκώτση και αποτελεί κάτι σαν ημερολόγιο, αφού δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να γράψει, εάν επιθυμεί βέβαια, στις χρυσές του σελίδες κάτι απ’ τη δική του ζωή, κάτι που πέρασε ή κάτι που θα ήθελε να ζήσει.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ένα ταξίδι στο παρελθόν, μας βοήθησε να γνωρίσουμε τις παραδόσεις του λαού μας. Το «Παράδοση και αναμνήσεις» είναι το πρώτο βιβλίο της σειράς αυτού του ταξιδιού με γενικότερο τίτλο «ΕΛΛΑΔΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ»http://www.ostriavivlio.com/
Χρυσές σελίδες
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
ΑΠΟ ΓΕΝΙΑ ΣΕ ΓΕΝΙΑ
Κουβαλούσε όνειρα κι ελπίδες. Πίστευε πως κάποτε θα γύρναγε πίσω στα μέρη του. Εκεί που γεννήθηκε κι έζησε μέχρι τα είκοσι οχτώ του χρόνια. Η Πόλη μου έλεγε και το στόμα του έσταζε μέλι. Ήρθε στην Αθήνα διωγμένος. Άφησε πίσω όλα όσα είχε και πήρε μαζί του τις αναμνήσεις κι τα όνειρα που γέμιζαν την ψυχή του. Ευάγγελο τον έλεγαν αλλά τον φώναζαν Βαγγέλη και αργότερα Καστανά κι αυτό γιατί πούλαγε κάστανα σε μια γωνιά, στην πλατεία Ομονοίας.
Η δουλειά του κυρ Βαγγέλη ξεκινούσε το Φθινόπωρο. Με τις πρώτες βροχές έπαιρνε τη φουφού, που ήταν ένα τσίγκινο φορητό μαγκάλι, και το σκαμνάκι του και καθόταν πάντα στην ίδια γωνιά. Άνοιγε τα κάστανα με ένα μαχαίρι και όταν πια η φωτιά ήταν έτοιμη τα ‘ριχνε στη φουφού. Όποια κάστανα ετοιμάζονταν τα έβαζε μέσα σε χωνιά που τα είχε ήδη φτιάξει από παλιές εφημερίδες. Ο κυρ Βαγγέλης ήταν μια όμορφη γραφική μορφή του χειμώνα.
Όλοι τον γνώριζαν και όλοι τον αγαπούσαν. Η γυναίκα του ήξερε ράψιμο κι έτσι είχε αποκτήσει κι εκείνη την δική της πελατεία. Αργότερα κατάφεραν και άνοιξαν ένα μαγαζί με ξηρούς καρπούς κοντά στο Μοναστηράκι. Πήγαινε πολύ καλά.
Ο κυρ Καστανάς λοιπόν μια και αυτό κατέληξε να γίνει το όνομα του, εγκαταστάθηκε σε ένα νεοκλασικό σπίτι, κοντά στο κέντρο της Αθήνας. Παντρεύτηκε μες στην κατοχή και απέκτησε δυο γιούς, τον Αναστάση και τον Φώτη. Κάποτε όμως με τη λήξη του ενοικιοστασίου ήρθαν οι μπουλντόζες κι έκοψαν σαν μαχαίρι τις όμορφες ώρες που περνούσαν σε εκείνη την γειτονιά. Πολύ γρήγορα το σπίτι έγινε μια μεγάλη πολυκατοικία και η γκρίζα σκιά της έφτασε μέχρι απέναντι και σκέπασε τα υπόλοιπα μικρά σπίτια και τις αυλές τους.
Έτσι λοιπόν η οικογένεια του κυρ Καστανά μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα, αρκετά μεγάλο, στην αρχή της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Απ’ το μπαλκόνι μπορούσαν να δουν το Πεδίον του Άρεως με τα όμορφα γραφικά δρομάκια του, με τα αγάλματα ηρώων, με τα μεγάλα του δένδρα και τα πολλά παρτέρια, ενώ κάτω απ’ τα πόδια τους απλωνόταν φαρδιά η Λεωφόρος. Τα παιδιά του παντρεύτηκαν εκεί. Τώρα πια έχουν γίνει παππούδες αλλά δεν ξεχνούν τις ώρες που οι γονείς τους κάθονταν μαζί και τους μιλούσαν για τα μέρη που μεγάλωσαν εκείνοι, την Κωνσταντινούπολη.
Ήρθαν εδώ αφήνοντας πίσω τους μια ολόκληρη ζωή και κουβαλώντας ένα όνειρο, που τους βάσταξε όρθιους, πως κάποτε θα επιστρέψουν.
Ο Φώτης καθόταν στον μεγάλο καναπέ και κυριολεκτικά βυθιζόταν μέσα στις μαξιλάρες του ενώ ο Αναστάσης, πιο μικρός του άρεσε να κάθεται κάτω και να ακούει αυτές τις ιστορίες που πάντα ξεκινούσαν από την τρομερή εκείνη μέρα της άλωσις.
Ήταν 29 Μαΐου ημέρα Τρίτη 1453
Η Πόλη έπεσε.
-Δεν έχει σημασία που πέρασαν αιώνες. Τα όνειρα ρίζωσαν στην καρδιά του κάθε Έλληνα και συνεχίζουν ακόμα και τώρα. Είναι το μεγάλο πιστεύω μας,έλεγε ο πατέρας τους και συνέχιζε με τους θρύλους που κράτησαν την ελπίδα ζωντανή αιώνες τώρα από γενιά σε γενιά. Και ο Αναστάσης και ο Φώτης δεν έπαψαν όλα αυτά που έμαθαν τότε να τα διηγούνται στα παιδιά τους και τώρα στα εγγόνια τους. ………
Eκδόσεις: Όστρια Βιβλίο
Έτος έκδοσης: 2014
Αριθμός σελίδων: 128
Κωδικός ISBN: 6185145170
Πρωταγωνιστές αυτού του διηγήματος είναι όλοι εκείνοι που αποτελούν την οικογένεια Γκώτση. Ο παππούς είναι εργοστασιάρχης και θέλει να ελέγχει τα πάντα. Η γυναίκα του που προσπαθεί με τον πιο όμορφο τρόπο να φέρει την ισορροπία μέσα στο σπίτι. Τα τέσσερα παιδιά τους, ο καθ’ ένας με τις ιδέες του και φυσικά τα εγγόνια.
Η ιστορία διαδραματίζεται μέσα σε ένα χρόνο, στην έπαυλη Γκώτση και αποτελεί κάτι σαν ημερολόγιο, αφού δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να γράψει, εάν επιθυμεί βέβαια, στις χρυσές του σελίδες κάτι απ’ τη δική του ζωή, κάτι που πέρασε ή κάτι που θα ήθελε να ζήσει.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
….Εκείνος ο Αύγουστος δεν ήταν πολύ ζεστός και τα μελτέμια άρχισαν γρήγορα.
Η θάλασσα ήταν σχεδόν πάντα φουρτουνιασμένη και πολλές φορές η βροχή χάλαγε και τους περιπάτους τους. Μόνο ο Πρόδρομος έπαιρνε κάθε απόγευμα, τους δρόμους, και δεν νοιαζόταν μήτε αν φύσαγε, μήτε αν έβρεχε. Θα έλεγε κανείς πως ήθελε να βρίσκεται μόνος, μαζί με την φύση μακριά από τις πολυλογίες των άλλων, τα κλάματα του μωρού, τις γκρίνιες της Σάσας, τα πειράγματα του Δημητράκη, την δύσκολη επικοινωνία με την Νατάσα, αφού ήταν μουγκή, εκείνος δεν μπορούσε να τα καταφέρει. Και τόσα άλλα που πραγματικά τον κούραζαν.
“Ίσως ήταν λάθος του να μένουν όλοι μαζί” σκέφθηκε. Πάντα ήθελε εκείνος να άρχει, να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Έτσι έμαθε, από τότε που έμεινε μόνος κι έπρεπε να διατηρήσει, και μάλιστα να διπλασιάσει ό, τι του άφησε ο πατέρας του. Δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, κι όμως, έγινε σκληρός με τον εαυτόν του, έγινε σκληρός με τους άλλους. Δεν άφηνε περιθώρια συζητήσεων. Οι αποφάσεις του ήσαν τελεσίδικες. Για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, ο Πρόδρομος σκεπτόταν αν υπήρξε δίκαιος με τους συνεργάτες του. Το ήξερε πως η λέξη ιδιότροπος περιφερόταν σαν τον αέρα μέσα στο εργοστάσιο αλλά και στο σπίτι του, κι εκείνος δεν έκανε τίποτε, τους άφηνε όλους να πιστεύουν ό, τι θέλουν και να φοβούνται πως ίσως κάποτε απολυθούν. Η λέξη σε απολύω γι αυτόν είχε την ίδια σημασία και στην δουλειά και στην οικογένεια. Όταν έδιωξε τον Μίμη ήταν σαν να του έλεγε σε απολύω, και τώρα που βρέθηκαν μαζί εκείνη τη μέρα στο νοσοκομείο κατάλαβε πως ο Μίμης δεν ήταν υπάλληλός του, δεν γύρισε για να ζητήσει μια θέση....αλλά για να ζήσει έστω για λίγο, για λίγες ώρες κοντά στην μάνα του. “Άραγε αν ήμουν εγώ στην θέση της Μαρίκας θα επέστρεφε”; διερωτήθηκε πολλές φορές. Στεκόταν ακίνητος μπροστά στην θάλασσα, έβλεπε τα πελώρια κύματά της και περίμενε μιαν απάντηση, και για πρώτη φορά τρόμαζε σε μιαν ιδέα...ήταν πραγματικά τραγικό να μην επιστρέψει. …..
Κοριός στο μαξιλάρι του Προέδρου
Eκδόσεις: Ωκεανός
Έτος έκδοσης: 2015
Αριθμός σελίδων: 496
Κωδικός ISBN: 6185104385
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
O Κίμων Αλεξανδρίδης και ο Σπύρος Μελισσάς δυο άνθρωποι διαφορετικών γενεών, θα γνωριστούν τυχαία, από μια ιδιοτροπία της τύχης. Θα γυρίσουν πίσω τις σελίδες της ζωής τους στα μεγάλα κενά που τους άφησαν ανεκπλήρωτοι έρωτες, θα ξαναζήσουν τα τρελά παιχνίδια της μοίρας, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τα φαντάσματα μιας άλλης εποχής που στοίχειωσαν την ψυχή τους. Κοινά φαντάσματα... Θα φτάσουν μοιραία σε τρομερές αλήθειες που κρύφτηκαν κάτω από τις σάλπιγγες του πολέμου, και στο μεγάλο ζητούμενο: τη λύτρωση, τη δικαίωση και την Αγάπη.
Ένας "κοριός" στο μαξιλάρι του προέδρου θα γίνει η αιτία να αναποδογυρίσει η ζωή τους και να τους αποκαλύψει πως η αλήθεια μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική από αυτό που ήθελαν.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ο Κίμων γονάτισε κι έπιασε τα ιδρωμένα χέρια της ξαδέλφης του. Άφησε το κεφάλι του να πέσει στα γόνατα της κι εκείνη έσκυψε και τον φίλησε.
-Κίμων, αν είχα αδελφό δεν νομίζω πως θα τον αγαπούσα πιο πολύ από σένα, του είπε.
-Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που νόμιζα πως βρίσκομαι σ’ ένα κόσμο άδειο από κακίες, άδειο από πόνο και μίση. Κάτι μ’ έσπρωχνε κάπου και το μόνο πια που μπορούσα να απολαύσω ήταν η ελευθερία μου.
Ναι ήμουν ελεύθερος. Για πρώτη φορά ήμουν λεύτερος. Ευτυχία με πιστεύεις;
-Σε πιστεύω, είπε εκείνη και τα μάτια της δάκρυσαν μπροστά σ’ αυτό το ξέσπασμα του. Έμειναν πολύ ώρα μαζί ο ένας ακουμπισμένος στον άλλον.
Ο Κίμων γονάτισε κι έπιασε τα ιδρωμένα χέρια της ξαδέλφης του. Άφησε το κεφάλι του να πέσει στα γόνατα της κι εκείνη έσκυψε και τον φίλησε.
-Κίμων, αν είχα αδελφό δεν νομίζω πως θα τον αγαπούσα πιο πολύ από σένα, του είπε.
-Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που νόμιζα πως βρίσκομαι σ’ ένα κόσμο άδειο από κακίες, άδειο από πόνο και μίση. Κάτι μ’ έσπρωχνε κάπου και το μόνο πια που μπορούσα να απολαύσω ήταν η ελευθερία μου.
Ναι ήμουν ελεύθερος. Για πρώτη φορά ήμουν λεύτερος. Ευτυχία με πιστεύεις;
-Σε πιστεύω, είπε εκείνη και τα μάτια της δάκρυσαν μπροστά σ’ αυτό το ξέσπασμα του. Έμειναν πολύ ώρα μαζί ο ένας ακουμπισμένος στον άλλον.
ΑΡΩΜΑ ΣΕ ΜΕΛΑΝΟΔΟΧΕΙΟ
(Υπό έκδοσιν )
(Υπό έκδοσιν )
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
***
Όταν οι αλήθειες τρομάζουν και τα όνειρα γίνονται μαρτύριο, τότε τα λάθη ξεκινούν για να φτάσουν σ’ ένα μονοπάτι χωρίς τέρμα. Στο “άρωμα σε μελανοδοχείο” η ζωή παίζει ένα τραγικό παιχνίδι. Η Ελεονόρα, η ηρωίδα του βιβλίου μου, μη μπορώντας να δεχθεί τις αλήθειες της ζωής της μπαίνει σε ένα λαβύρινθο γεμάτο καθρέπτες, που αλλάζουν τη μορφή της συνεχώς.
Ποια είναι;
Ούτε εκείνη δεν γνωρίζει. Πνίγεται στους διαδρόμους του και χάνεται, μέχρι…, που κάποτε ένας παραμυθένιος κόσμος παρουσιάζεται μπροστά της κι εκείνη θα θελήσει να τον κερδίσει με οποιοδήποτε τίμημα. Όρια δεν υπάρχουν. Ένα ασυγκράτητο πάθος για την υλοποίηση των προσδοκιών της αρχίζει. Κάποτε θα γράψει στην καλλίτερη της φίλη.
“Νοιάζομαι μόνο για μένα κι ανοίγω τα χέρια μου και την καρδιά μου για να αποκτήσω ό, τι ζήλεψα που είχαν οι άλλοι και όχι εγώ. Βαδίζω σε έναν αόρατο δρόμο κι αισθάνομαι πως δεν φτάνω ποτέ στο τέρμα γιατί όλο και πιο πολλά ζητώ. Είναι ένας πόλεμος με την ζωή και τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω μου, και οφείλω στον εαυτόν μου, μόνο στον εαυτόν μου, να βγω νικήτρια. Θα σκοτώσω, όχι με όπλο, μην τρομάζεις, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι που μπορείς να εξολοθρεύσεις τους αντιπάλους σου…”
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
….Εκείνη την ημέρα που βρέθηκα τόσο κοντά στον θείο Τάσο τη θυμάμαι τόσο έντονα, που μοιάζει σα να την ζω ξανά. Ένιωσα τότε την επιθυμία να φωνάξω, να βγάλω μια δυνατή κραυγή. Και το ‘κανα. Είχα κυριολεκτικά χώσει το κεφάλι μου μες στην αγκαλιά του. Η μύτη μου πίεζε το στέρνο του. Την καρδιά του την άκουγα να χτυπά χωρίς ρυθμό. Ανασήκωσα το κεφάλι μου. Τον κοίταξα. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, πονεμένο, τα μάτια του κόκκινα. Τον φίλησα στα χείλη του. Σήκωσα τα χέρια μου και φώναξα, και ξαναφώναξα με όλη μου τη δύναμη. Έμοιαζε πως έβγαζα από μέσα μου ό, τι με έπνιγε τόσα χρόνια. Κι έκανε κι εκείνος το ίδιο. Σήκωσε τα χέρια του και φώναξε δυνατά. Και φωνάξαμε και οι δυο μαζί εκεί, μπροστά στις εικόνες με τους Αγίους. Πίστεψα πως κάτι έκρυβε μέσα του και δεν μπορούσε να το πει. Το ‘βγαλε με μια κραυγή που έμοιαζε να κτύπησε στους τοίχους του κρυφού του δωματίου και καρφώθηκε εκεί, για πάντα. Κράτησε το κεφάλι μου μέσα στα χέρια του και χάιδεψε τα μαλλιά μου. Ύστερα με ρώτησε για τον κύριο Σάκη και τους λόγους που εγκατέλειψα το τραγούδι. Δεν απάντησα. Έμεινα στην αγκαλιά του πολύ ώρα να ακούω την καρδιά του να χτυπά. Τότε κατάλαβα γιατί το βλέμμα των Αγίων είναι θλιμμένο. Μικρή νόμιζα, όταν πήγαινα κατηχητικό, επειδή κάποτε υπέφεραν εκείνοι, δεν είναι όμως έτσι. Πονάνε μαζί μας, για μας. Και ο θείος Τάσος αυτό τον πόνο, τον μετέφερε σε κάθε μορφή Αγίου και τότε... εκείνη την ημέρα που ήμουν αγκαλιά του θέλησα να μάθω τον τρόπο αυτής της δημιουργίας. Και μου τον έμαθε.
Πλάι του, χωρίς να σκέπτομαι τίποτε, μια και ήταν το πρώτο που μου είπε, άρχισα να μαθαίνω να μεταφέρω στο ξύλο μορφές Αγίων. Να δημιουργώ μέσα απ’ τα αλλεπάλληλα χρώματα την έκφραση, τις πτυχές των ιματίων, το βλέμμα, το φως. Εκείνο το φως που πηγάζει από μέσα τους. Το φως που εκπέμπει η μορφή τους. Ήταν κάτι υπέροχο, ασύλληπτο. Είχα την αίσθηση πως βρισκόμουν έξω από τον κόσμο που ζούσα, μακριά από τη Γη, κάπου όπου επικρατεί απόλυτη σιωπή και απέραντη αγάπη. Βυθιζόμουν σε αυτόν το χώρο, κενό από συλλογισμούς, από επιθυμίες, από πάθη. Μακάρι να μπορούσα να ξαναζήσω εκείνες τις ώρες, να μπω από τον κόσμο της ύλης, του πολέμου και του μίσους σ’ εκείνο το χώρο της ειρήνης, ένα χώρο που δεν μπόρεσα ποτέ να ξανασυναντήσω. Τον παρατηρούσα καθώς χάραζε πάνω στο ξύλο τις μορφές των Αγίων κι έμοιαζε πως η ψυχή του ενωνόταν με το σύμπαν, πως εξομολογούταν μπροστά στην εικόνα του. Τότε, κατάλαβα γιατί χανόταν σ’ εκείνο το δωμάτιο και το γιατί δεν ήθελε να τον ενοχλεί κανείς. Ο κόσμος του μεταφέρθηκε μες στην ψυχή μου και γέμισε το είναι μου από χαρά και ελπίδα. Είχα μάθει κάθε συμβολισμό, και το νόημα κάθε χρώματος. Κάθε φορά που τελείωνα έναν Άγιο, έβαζα την εικόνα μου σε ένα μέρος μόνη της και την κοίταζα από μακριά. Ήθελα να διαπιστώσω αν τα κατάφερνα έτσι, ώστε να δω εκείνο το φως που βγαίνει από μέσα Του. Δεν τα κατάφερα ποτέ. Κάπου δεν μπορούσα να φτάσω, παρ’ όλο που τόσο προσπαθούσα. Δεν ήμουν άξια, ως φαίνεται.
Τα μηνύματα που έπαιρνα από κάθε εικόνα υπήρξαν στάση ζωής, που άλλαξε όμως μετά τον θάνατο του θείου Τάσου. Κάθε τι που περνούσα μαζί του και μετουσιωνόταν σε άδολη αγάπη έγινε θρύψαλα.
Ο θείος Τάσος πέθανε στον ύπνο του. Κάποτε το είχα ζητήσει από τον Θεό, κι έγινε. Μερικές φορές πιστεύω πως εισακούστηκε η προσευχή μου και το έχω μετανιώσει που το ζήτησα. Βέβαια η αλήθεια είναι πως δεν υπέφερε. Πέθανε ήρεμος, δεν κατάλαβε τίποτε. Εγώ όμως από τότε φοβάμαι να ζητήσω κάτι που ύστερα θα το μετανιώσω. Μπορούσε να ζήσει κι άλλο. Τελικά ήθελα να ζήσει. Δεν ξέρω αν είναι εγωιστικό. Δεν έπαψα να τον θυμάμαι, να τον αγαπώ και να κλαίω για κείνον που δεν τον βλέπω πια. Δεν έπαψα να τον θέλω κοντά μου, να χαϊδεύω το πονεμένο του κορμί, να φιλώ τα πικραμένα του χείλη, τα μάτια του. Τότε αισθανόμουν πως ήταν ο μόνος που πίστεψε πως είχα κι εγώ ανάγκη από αυτή την αγάπη που σε κρατά ζωντανό, ώστε να αντιμετωπίσεις την ζωή.
Ίσως όμως εκτίμησα τα πράγματα λάθος, και η απογοήτευση ακόμα και γι αυτόν τον άνθρωπο που δεν έβρισκα τίποτα μεμπτό επάνω του, ήρθε κάποτε, αρκετά χρόνια μετά τον θάνατόν του, σαν κεραυνός, για να με σκοτώσει. Τελικά η αλήθεια είναι τρομακτική, είχα δίκιο να την αποφεύγω. Μετά το τέλος του θείου Τάσου άρχισα να κτίζω την ζωή μου μέσα στο ψέμα, ικανοποιώντας μόνο τα δικά μου θέλω. Έτσι άρχισα να πιστεύω μόνο σε μένα. Και τι κατάφερα; Είχα την ψευδαίσθηση πως πέτυχα αυτό που ήθελα αμφισβητώντας την ίδια την ζωή.
Κηδεύτηκε στο Β’ νεκροταφείο. Στην αρχή σκέφθηκα να μην ειδοποιήσω κανέναν. Δεν ήθελα να μοιραστώ τη θλίψη μου με άλλους, ίσως κι εκείνος να ήθελε να είναι μόνος, μόνο με μένα. Ειδοποίησα μόνο τον δικηγόρο, τον κύριο Πάνο, κι εκείνος ειδοποίησε κι άλλους, και οι άλλοι κι άλλους. Δεν ήμασταν μόνοι. Κάποτε μου είχε πει.
«Ζούμε σε μια κοινωνία που την έχουμε ανάγκη».
«Εγώ δεν έχω ανάγκη κανέναν, αφού υπάρχεις εσύ θείε Τάσο».
«Κι εγώ θα ήθελα να είμαι μόνο με σένα, εδώ στη Γη. Έχω πονέσει πολύ στη ζωή μου και η παρουσία σου μου φέρνει ιδιαίτερη χαρά. Κάθε μέρα κερδίζω και κάτι από σένα κι έτσι θα φύγω κάποτε ευτυχισμένος».
«Τι λες θείε; Δε θα φύγεις» είπα και χαμογέλασα. Χαμογέλασε κι εκείνος.
«Οι άνθρωποι δεν συγχωρούν Ελεονόρα. Πάντα παραπονιούνται για ό, τι δεν έχουν, για ό, τι έχουν, για ό, τι έχουν οι άλλοι, οτιδήποτε και να είναι αυτό. Κι αν το θέλουν θα προσπαθήσουν να το αποκτήσουν. Παρ’ όλα αυτά ο ένας έχει ανάγκη τον άλλον. Ο ένας ποδοπατά τον άλλον κι όμως τον αγκαλιάζει». …
"Πάμε μια βόλτα" Α' βραβείο( Ε.Π.Ο.Κ )
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
"Πάμε μια βόλτα" Α' βραβείο( Ε.Π.Ο.Κ )
Α’ ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ 5ου
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΚΥΠΡΙΩΝ
(Ε.Π.Ο.Κ) ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ«ΠΑΜΕ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ»
Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΠΡΑΓΑΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΤΙΣ 22 ΝΟΕΜΡΙΟΥ 2014
«Πάμε μια βόλτα…» Απόσπασμα
…Το καλοκαίρι επέστρεψα στο χωριό με έναν αέρα πρωτευουσιάνικο. Περπάτησα στα στενά δρομάκια του. Πήγα ως το δάσος, εκεί που πήγαινα με τον παππού μου. Βρήκα το δέντρο που καθόμασταν, κάθισα κάτω απ’ τη σκιά του και σιγοψιθύρισα την μελωδία που έπαιζε εκείνος με τη φλογέρα του. Έμοιαζε σαν ένας πόλεμος να ξεκίνησε μέσα μου. Οι πιο όμορφες εικόνες της ζωής μου παρουσιάστηκαν μπροστά μου κι έφυγαν γρήγορα πριν προλάβω να τις αγγίξω. Αν έμεναν κι άλλο ίσως κέρδιζαν την μάχη και με κρατούσαν εκεί. Τελικά θα ήταν καλύτερα, γιατί θα βρισκόμουν κοντά τους τότε… εκείνο το καλοκαίρι του 1974.
Υπάρχουν στιγμές που όσο και να θέλω να τις ξεχάσω δεν τα καταφέρνω. Ένοιωσα το χέρι του θανάτου να μου σφίγγει το λαιμό. Είδα την ζωή να χάνεται. Άκουσα τις κραυγές και τα ουρλιαχτά του τρόμου. Το χωριό μας;… Το ‘κάψαν το χωριό μαςέμαθα, λαμπάδες ψηλές τα δέντρα. Τα σπίτια μας; αποκαΐδια. Οι γονείς μου; τίποτε… αγνοούμενοι. Και ύστερα ήρθε το χάος, η προσφυγιά. Η θεία Αλέκα κι εγώ η μια ακουμπισμένη πάνω στην άλλη αφήσαμε το σπιτικό μας, όπως ήταν, πεθαμένο πια.
Δεν ήθελα να ξέρω πως εκεί, πίσω απ’ την πράσινη γραμμή είναι εκείνο. Δεν ήθελα να μείνω άλλο σ’ εκείνα τα μέρη που τα όνειρα μου, η ζωή μου λες και ήταν γραμμένα με κιμωλία πάνω στον μαυροπίνακατου σχολειούκαι κάποιος πήρε ένα σφουγγάρι βρεγμένο και τα έσβησε όλα, ώστε να μη μείνουν χνάρια. Φύγαμε με μια ελπίδα κι ένα πιστεύω πως… ίσως… κάποτε.
Ναι!Ίσως κάποτε μπορέσουμε και ξαναδούμε τον ήλιο που μας πήραν.
Ναι! Ίσως κάποτε πατήσουμε ξανά το δικό μας χώμα
Το σπίτι μας τώρα βρίσκεται στον Πειραιά. Σταθήκαμε εδώ και αποθέσαμε τις ελπίδες μας και τα καινούρια όνειρα μας. Μένουμε κοντά στη θάλασσα.Ακούω τον ψίθυρό της σα φωνές να έρχονται από μακριά. Βγαίνω στο μπαλκόνι μας και βλέπω τα σύννεφα άλλοτε ν’ απλώνονται, άλλοτε πάλι να σπαν σαν κομμάτια του ουρανού και πίσω απ’ αυτά διακρίνω τα βήματά μου, της νιότης μου τα βήματα, τις χαρές που περίμενα στο κατώφλι της ζωής. Διακρίνω τα βλέμματα των πονεμένων ψυχών μας, ακούω τους θρήνους, συναντώ τα φοβισμένα μάτια και κάποια στιγμή σαν αγέρας που φυσά διαλύονται και τότε φαίνονται, μακριά, τα τσαλακωμένα χαρτιά της δικής μου ζωής, αλλά δεν μπορώ να τα αναζητήσω.
Είναι αργά πια.
Περπατώ μόνη στα σοκάκια και στους μεγάλους δρόμους. Κινούμαι ανάμεσα στο πλήθος και περιμένω… κοιτάζοντας την οροσειρά του Πενταδάκτυλου.
Και πάντα η φωνή της θείας Αλέκας θα διακόψει αυτό το μακρύ ταξίδι στο χτες.
“Άννα, έλα έσω, εν να ρυάσεις. Κανεί να θωρείς τον ουρανό”»
Το διήγημα «Πάμε μια βόλτα» δημοσιεύθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2014 στο mcnews.gr και στις 2 Ιανουαρίου 2015 στον Παλμό Γαλατσίου αρ. φύλου 405.
ΟΙ ΡΙΖΕΣ
Α’ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ 5ου ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ ΚΥΠΡΙΩΝ (Ε.Π.Ο.Κ) ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑΗ ΑΠΟΝΟΜΗ ΠΡΑΓΑΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΙΣ 22 ΝΟΕΜΡΙΟΥ 2014
Ακούω τις ανταύγειες
Στην όαση του Φωτός
Τ’ αστέρια πληθαίνουν
Στο αχανές μαύρο του ουρανού
Λάμπουν σαν κρύσταλλοι
Χυμένοι στον ορίζοντα του πουθενά
Πίσω απ’ τα Πελάγη
Απ’ το θολό χρώμα του χθες
Συναντώ φιγούρες
Μορφές λεπτές, σα σκιές
Που ήρθαν από τον κόσμο
Του πέρα απ’ τη Γη
Απλώνω τα χέρια μου
Να τις αγγίξω
Κι όλο χάνονται
Στην παραζάλη του ονείρου
Αρώματα λεβάντας, γιασεμιού
Αρώματα ξεχασμένων εποχών
Μεθυστικές στιγμές!
Γυρνώ τις σελίδες της ζωής μου
Για να βρεθώ στην αγκάλη των αιώνων
Που σφυρηλάτησαν
Τα κορμιά της ύπαρξης σας
Αγάλματα στις άκρες των δρόμων
Ζωντανεύουν δικές σας μορφές
Εικόνες θολές ζωής και θανάτου
Χέρια που σμίξανε
Στο πέρασμα του χρόνου
Παραδομέναστους ουρανούς.
Το ποίημα «Οι ρίζες» δημοσιεύθηκε στο mcnews.gr στις 21 Νοεμβρίου 2014
«Είναι η ζωή μια θάλασσα…»
Γ’ ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΠΟ ΤΟΝ 14Ο ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΚΕΛΑΙΝΩ» 9 ΝΟΜΒΡΙΟΥ 2014
Σκιά γινήκαν τα ονείρατά μου,
ακούμπησαν στον τσιμεντένιο τοίχο
και χύθηκαν στη γη.
Περπάτησα ως το παράθυρο μου.
Κοίταξα έξω.
Οι δρόμοι ήσαν υγροί
και η σκοτεινιά απλώθηκε παντού.
Στα χέρια μου έκλεισα την ψυχή μου,
για μια αθάνατη πνοή
και τότε… ένα φως
λευκό
ήρθε ν’ ακουμπήσει
στα βλέφαρα μου.
Να δω τον ήλιο.
Το πλοίο σάλπαρε ταξίδι μακρινό.
Ταξίδι της ζωής.
Ταξίδι σε χώρες που δεν είχα ξαναδεί.
Αναρίθμητες πέρλες γίνηκαν τα όνειρά μου.
Λουλούδια καμωμένα δακτυλίδια.
Κοχύλια λαμπερά στη χρυσαφένια γη.
Τη δική μου Ιθάκη
είδα από μακριά.
Η ψυχή μου
ζέσταινε τα δάκτυλα μου
Να φτάσω!
Φώναξα…
Είμαι γεμάτος!
και άνοιξα την αγκαλιά μου.
Είμαι γεμάτος!
και άνοιξα την αγκαλιά μου.
ΠΟΙΗΜΑ - Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ
Έπαινος από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών «Π.Ε.Λ» στα πλαίσια των ΚΘ’ Ποιητικών Αγώνων Δελφών. Η απονομή πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Δελφών στις 8 Ιουνίου 2014.
Ακούγονται φωνές κάτω απ’ τα συντρίμμια της πόλης.
Αναδύονται κορμιά απ’ την κόκκινη θάλασσα
Αργοπεθαίνουν.
Γλιστρούν οι σκιές πάνω στους μαύρους τοίχους
Και χάνονται
Καθώς το σκοτάδι πνίγει κάθε μορφή ζωής.
Βουνά ξερά υψώνονται
Οι κορφές τους τρυπούν τα σύννεφα
Διαλύονται, ματώνουν...
Πουλιά αναρίθμητα χώνονται στους κρατήρες
Και στοιβαγμένα καίγονται στις φλόγες της αβύσσου
Ξεβράζονται απ’ της λάβας τα ποτάμια
Στους ωκεανούς.
Ερειπωμένες ψυχές κουβαλούν τον πόνο
Οι γέφυρες σάπιες της μεγάλης ένωσης
Σπαν τα δεσμά
Πρόσωπα χλωμά, ανέκφραστα χάνουν κάθε ελπίδα ζωής
Καταποντίζονται στο βάραθρο της λησμονιάς.
Ποιος μπορεί να φέρει ξανά τις ελπίδες
Ώστε τα περιστέρια της Ειρήνης να πετάξουν ψηλά;
Και τότε θα φωνάξω!
Δώστε μου πίσω τα χέρια μου
Να μπορέσω να κρατήσω της ελιάς τα κλωνιά.
Δώστε μου πίσω τα πόδια μου
Να μπορέσω να τρέξω στις μεγάλες λεωφόρους.
Δώστε μου πίσω τα μάτια μου
Να μπορέσω να δω τους νικητές
Με δάφνης κλαδιά τα κεφάλια τους να στεφανώνουν
Και τη λέξη ΕΙΡΗΝΗ με λευκά γράμματα
Στο γαλάζιο ουρανό
Το ποίημα «Η Μεγάλη Μέρα» δημοσιεύθηκε στο mcnews.grστις 9 Ιουνίου 2014 και στον Παλμό Γαλατσίου 22 Αυγούστου 2014 αρ. φύλλου 386
ΠΟΙΗΜΑ - ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ
Β’ έπαινο ποίησης από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων Ελλάδος (Ε.Π.Ο.Κ) και την εφημερίδα «Κυπριακός Ελληνισμός» στα πλαίσια του 3ου Διεθνούς Λογοτεχνικού Διαγωνισμού. Η απονομή πραγματοποιήθηκε στο Πρασκευαϊδιο Πολιτιστικό Κέντρο Κύπρου Αθηνών στις 4 Νοεμβρίου 2011
Μοναχική μορφή.
Σκιά μες στο σκοτάδι των ατέλειωτων δρόμων της μοναξιάς.
Άκου.
Είναι οι φωνές. Είναι τα σήμαντρα της ερημίας που ηχούν.
Κοίτα τη θάλασσα, που ουρλιάζουν τα κύματά της
Καθώς κτυπούν στην προβλήτα.
Σε καλούν.
Το ξέρω. Περνάς τα γιοφύρια με ατέλειωτες ελπίδες.
Ταξιδεύεις με σφιγμένα τα χείλη, μ’ ένα μπόγο στη πλάτη.
Και προχωράς.
Χρώματα κουβαλάς μιας ζωής, αρώματα και γιασεμιά
Και το αγίασμα στον κόρφο τυλιγμένο
Και την εικόνα της Παναγιάς κρατείς.
Κλαις.
Τα δάκτυλά των χεριών σου το χώμα αγγίζουν.
Ιδρός σταγόνες πληγής στάζει.
Τα βήματα σου χώνονται βαθιά στη λαβωμένη γη.
Τα χείλη σου τη φιλούν.
Τα δάκρυά σου, χρυσές ανταύγειες μπλέκονται με τα μοβ του ουρανού.
Κεχριμπάρια και πέρλες, αναρίθμητες εικόνες γίνονται αλυσίδα
Για να σε κρατήσουν ζωντανό σε μια καινούρια ζωή.
Τα χνάρια σου όμως δε θα χαθούν.
Θα μείνουν εκεί για πάντα. Εκεί που έμεινε και η καρδιά σου
Στα όμορφα ανοιξιάτικα πρωινά
Στους λαμπερούς ήλιους, στα ολόδροσα καλοκαίρια.
Κι αν δεν προλάβεις, ίσως κάποιος άλλος να βρει την πνοή
Και συναντήσει αυτό που σε ανάγκασαν ν’ αφήσεις εσύ.
Εκείνο το κομμάτι γης που λάτρεψες, τον αγέρα που ανάπνευσες
Την αγάπη, που μέσα απ’ τα χέρια σου έχασες, τον δικό σου ουρανό.
Ακούς; Τον δικό σου ουρανό.
Το ποίημα «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα» δημοσιεύθηκε στον Παλμό Γαλατσίου στις 31 Δεκεμβρίου 2011 αρ. φύλλου 255 και στο mcnews.grστις 21 Ιουνίου 2014
Στοιχεία επικοινωνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου