Φωτογραφία : Νίκος Μανωλίδης
Το μικροδιήγημα με τίτλο ΤΟ ΜΠΑΛΟΝΙ από το βιβλίο του Δρα Βασίλη Γεργατσούλη Εσύ, αγόρι μου, δε θα μάθεις ποτέ να γράφεις ...Όμορφες Περιλήψεις, Εκδόσεις Αροθυμία, Διευθυντή του 19ου Δημοτικού σχολείου Νίκαιας, Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραφέα, Ποιητή μεταφρασμένο στα αγγλικά από την σπουδάστρια Μαριαλένα Μανουσάκη του Εργαστηρίου Λογοτεχνικής Μετάφρασης, με επιμέλεια- διόρθωση από την υπεύθυνη καθηγήτρια-εισηγήτρια την Παρασκευή Β. Μόλαρη, Φιλόλογο ελληνικής και αγγλικής, Επίσημη μεταφράστρια του Ιονίου Πανεπιστημίου, τακτικό μέλος της ΠΕΕΜΠΙΠ , Ιστορικό ΜΑ.
Το μπαλόνι
Η οικογένειά μου ήταν φτωχή. Ο πατέρας μου ήταν σακάτης και η μάνα μου,αν και ήταν πρόθυμη και εργατική, δεν ήξερε πώς βγαίνουν τα λεφτά. Με μια μικρή αναπηρική σύνταξη του πατέρα πληρώναμε το νοίκι και τους λογαριασμούς. Για τα υπόλοιπα –φαγητό, ρούχα…– είχε φορές που περίσσευαν λίγα λεφτά και τρώγαμε και ντυνόμασταν, είχε φορές που πεινούσαμε. Για βόλτες και παιχνίδια…ούτε λόγος.
Εγώ ζήλευα τα παιδάκια που είχαν μπάλες, στρατιωτάκια και άλλα παιχνίδια. Λάτρευα τη λάμψη τους, τα χρώματά τους…
Μια μέρα πήγα με τη μαμά σε μια πλατεία. Με έπαιρνε συχνά εκεί να κάνω τσάμπα κούνια στη δημοτική παιδική χαρά να μου φεύγει το μαράζι. Δυο τρεις πλανόδιοι έμποροι πλεύριζαν τα παιδιά και τους γονείς. Πουλούσαν ζαχαρωτά,γλειφιτζούρια και παιχνίδια. Προσπαθούσαν να ξελογιάσουν τα παιδιά και αυτά έσερναν απ’ τα φουστάνια τις μανάδες τους στον πάγκο τους.
-Μα αγοράστε ένα παιχνιδάκι, κυρία μου. Δε βλέπετε που κλαίει το παιδί; Δεν αξίζει δυο ευρώ το χαμόγελο του βλασταριού σας; έλεγε εκείνος στις μαμάδες, σαν να νοιαζόταν περισσότερο για το χαμόγελο των παιδιών παρά για την τσέπη του.
Ζητούσα κι εγώ επίμονα από τη μάνα μου να μου αγοράσει ένα πολύχρωμο μπαλόνι. Ο έμπορας έλεγε πως ήταν γεμισμένο με ήλιο και γι’ αυτό πετούσε ψηλά.
-Μαμά, πάρε μου ένα μπαλόνι με…ήλιο μέσα! κλαψούριζα εγώ και την τραβούσα από το φουστάνι. Νόμιζα πως είχαν κόψει απ’ τον ήλιο ένα κομμάτι και είχαν γεμίσει με αυτό το μπαλόνι. Ήθελα να έχω κι εγώ μια φετούλα αληθινό ήλιο να παίζω.
-Δε μ’ αγαπάς! Ποτέ δε μου αγόρασες ένα αληθινό παιχνίδι! της φώναξα.
Με εκείνο το «δε μ’ αγαπάς» είχα ακουμπήσει την πιο ευαίσθητη χορδή της καρδιάς της μάνας μου.
-Σ’ αγαπώ, βλαστάρι μου, μα…!
-Δείξτε με πράξεις την αγάπη σας, κυρία μου! σιγόνταρε από δίπλα ο πωλητής.
Η μάνα μου υποχώρησε. Έβγαλε απ’ την τσέπη ένα κέρμα και πλήρωσε.
-Ποιο μπαλόνι σ’ αρέσει; Διάλεξε!
Πήρα το πιο όμορφο. Η μάνα μου έδεσε τον σπάγκο στο χέρι μου για να μη μου φύγει. Περπατούσα δίπλα της και δεν κοιτούσα πια τη γη. Μόνο τον ουρανό κοιτούσα και καμάρωνα το μπαλόνι μου.
Τότε έγινε το απρόσμενο. Το μπαλόνι με τράβηξε ψηλά. Η μάνα μου άπλωσε το χέρι να με κρατήσει μα είχα ήδη υψωθεί πάνω απ’ την πλατεία.
-Αγόρι μου! άκουσα τρομαγμένη τη φωνή της.
Εγώ όμως δεν είχα τρομάξει.
Αντίθετα γελούσα ευτυχισμένος. Πίστευα πως το κομμάτι του ήλιου, με το οποίο είχαν γεμίσει το μπαλόνι, τραβούσε για τον μπαμπά του, τον ήλιο, κι έπαιρνε κι εμένα μαζί. Έβλεπα τη γη από ψηλά και δε σταματούσα να γελώ. Ακόμα κι όταν νύχτωσε κι άναβαν τα φώτα της πολιτείας, συνέχισα να γελώ ευτυχισμένος.
Κάποτε η κούραση με νίκησε.Έκλεισα τα μάτια και αποκοιμήθηκα ψηλά στον ουρανό, με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη. Ξύπνησα στο κρεβάτι μου. Στην καρέκλα είδα δεμένο το μπαλόνι μου.Ήπια το γάλα μου και βγήκα στην αλάνα να καμαρώσουν τα παιδιά το πιο όμορφο μπαλόνι της γης, που ήταν δικό μου. Τους είπα πως με είχε ταξιδέψει την προηγούμενη νύχτα ψηλά στον ουρανό. Γέλασαν. Δε με πίστεψαν. Η χαρά μου θάμπωσε.
Έτρεξα βουρκωμένος στο σπίτι.
-Μαμά, τα παιδιά δεν πιστεύουν πως πέταξα στ’ αλήθεια με το μπαλόνι μου στον ήλιο!
Εκείνη χαμογέλασε.
-Μη βάζεις έγνοια, αγόρι μου. Εγώ σε πιστεύω. Ήσουν τόσο χαρούμενος… που πέταξες αλήθεια ως τον ήλιο!
ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΕΡΓΑΤΣΟΥΛΗΣ
Εσύ, αγόρι μου, δε θα μάθεις ποτέ να γράφεις….Όμορφες Περιλήψεις
The balloon
My family was poor. My father was disabled, and my mother, although willing and hard-working, didn’t know how money is earned. With a meager disability pension from my father, we paid the rent and the bills. As for everything else -food, clothes…- sometimes we had a little extra money and could eat and dress, but other times we were starving. Outings and toys? Out of the question.
I was jealous of the kids that had balls, tin soldiers and other toys. I adored their brightness, their colors…
One day, my mother took me to a square. She often brought me there to play for free on the municipal playground swings to ease my longing. A few street vendors approached children and their parents selling candies, lollipops, and toys. They tried to tempt the kids who would then tug at their mothers’ skirt, dragging them to the stalls.
‘’Come now, buy a little toy ma’am. Don’t you see the child is crying? Isn’t your beloved child’s smile worth just two euros?’’ the vendor would say, as if he cared more about the children’s smiles than his own wallet.
I was persistently begged my mother to buy me a colorful balloon. The vendor said that it was filled with helium and that’s why it floated so high.
‘’Mom, get me a balloon with… sunshine inside!’’ I whimpered, tugging at her skirt.
I thought they had captured a piece of the sun and filled the balloon with it. I wanted my own slice of real sunshine to play with.
‘’You don’t love me! You’ve never bought me a real toy!’’, I shouted.
That ‘’you don’t love me’’ struck the most sensitive chord of her heart.
‘’I do love you, my child, but…’’
‘’Show your love through actions, ma’am!’’ the vendor chimed in.
My mother gave in. She pulled out a coin from her pocket and paid.
‘’Which balloon do you like? Pick one!’’
I chose the prettiest one. My mom tied the string to my hand so I wouldn’t lose it. Walking beside her, I no longer looked at the ground. I gazed only at the sky, proudly admiring my balloon.
Then the unexpected happened. The balloon pulled me up. My mother reached out to hold me, but I had already risen above the square.
‘’My boy!’’ I heard her frightened voice.
But I wasn’t scared. On the contrary, I laughed with joy. I believed that the piece of the sun which had been used to fill the balloon, was heading back to it’s father -the sun- and taking me along. I saw the earth from above and couldn’t stop laughing. Even when night fell and the city lights turned on, I continued laughing with happiness.
Eventually, exhaustion overtook me. I closed my eyes and fell asleep high up in the sky, a smile painted on my lips.
I woke up in my bed. On the chair, I saw my balloon tied.
I drank my milk and went outside to the empty lot to show off the most beautiful balloon in the world, which was mine. I told the other kids it had taken me up to the sky the previous night. They laughed. They didn’t believe me. My joy dimmed.
I run home, teary-eyed.
‘’Mom, the kids don’t believe I flew with my balloon to the sun!’’
She smiled.
‘’Don’t worry, my boy. I believe you. You were so happy… that you truly flew to the sun!’’
The third year of taking part in the Literary Translation workshop. Translating, makes you realize the similarities and the differences between two languages, two cultures, two lifestyles. It’s truly amazing.
Manousaki Marialena, student of University of Piraeus.
Ο τρίτος χρόνος που λαμβάνω μέρος στο εργαστήρι λογοτεχνικής μετάφρασης. Μεταφράζοντας, καταλαβαίνεις τις ομοιότητες και τις διαφορές δύο γλωσσών, δύο πολιτισμών, δύο τρόπων ζωής. Είναι συναρπαστικό.
Μανουσάκη Μαριαλένα, φοιτήτρια του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Β. ΜΟΛΑΡΗ
ΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑ ΙΟΝΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου