Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης
Μεσημέρι Φλεβάρη και το φως σπάει σε κομμάτια πάνω σε πρόσωπα και χέρια. Ο συρμός τρέχει με ρυθμική βουή πάνω στις ράγες. Ο Παύλος βρίσκεται στο κάθισμα δίπλα στο παράθυρο με το χέρι στο στόμα του κόντρα στην φορά της κίνησης του τραίνου. Απέναντι του μια καλοβαλμένη σαραντάρα κυρία και δίπλα της ένας σκούρος κύριος .Όρθια μια άλλη γυναίκα φοράει μια μάσκα ενώ δίπλα της κρέμεται ένας νεαρός προσηλωμένος στο κινητό του. Ένα ανοιγμένο παράθυρο μπάζει στο βαγόνι υγρή μια ψύχρα, μα είναι κάτι που θεωρείται απαραίτητο πλέον μιας και υπάρχει φόβος επιδημίας από τον νέο ιο που άρχισε να ταξιδεύει στην Ελλάδα από σώμα σε σώμα.
Γίνεται μια στάση και αλλάζει ο χώρος μερικούς επιβάτες.
Μια νέα οσμή πλανιέται στο χώρο , μια δυνατή δόση σανταλόξυλου με πατσουλί που όταν φθάνει στα ρουθούνια του Παύλου έχει μπερδευτεί με χνώτα και μια εσανς άπλυτης κάλτσας.
Κάποιος φτερνίζεται και η κυρία με την μάσκα φορεμένη ανάποδα ρίχνει άγριο βλέμμα προς τον ένοχο που είναι ένα παιδί. Κάποια άλλη γυναίκα αλλάζει θέση.
Νέα στάση και μπαινοβγαίνει ο κόσμος ξανά ,ενώ ο Παύλος εξακολουθεί να καλύπτει στόμα και ρουθούνια με την δεξιά του παλάμη.
Από το βάθος ακούγεται ένα ακορντεόν που παίζει κάτι που γίνεται σιγά σιγά αναγνωρίσιμο. Ενα έφηβο κοριτσάκι μελαχρινό κρατάει ένα πλαστικό ποτήρι και σπρώχνει τους επιβάτες να ανοίξει δρόμο για τον ακορντεονίστα. Το κομμάτι είναι το πασίγνωστο βαλς του Σοστακοβιτς….τααα τα τα ταααα…Μόνο που είναι μισό και καρατομημένο, παίζονται μόνο οι δυο πρώτες φράσεις του και το αριστερό του χέρι κρατάει μόνο μια συγχορδία…
‘’Εσύ μας έλλειπες’’ μουρμουρίζει κάποιος ενώ όλοι ανοίγουν δίοδο για τους Ρομα καλλιτέχνες αποφεύγοντας αγγίγματα.
Το τραίνο καταλήγει στον προορισμό του. Ο Παύλος είχε καιρό να κάνει αυτή την διαδρομή και σημειώνει μέσα του καινούρια στοιχεία.
Ένα από αυτά είναι η ανασκαφή έξω από τον τερματικό σταθμό που έχει ακυρώσει ένα μεγάλο μέρος της λεωφόρου. Είχε διαβάσει για τους τάφους Ελληνιστικών χρόνων που βρέθηκαν εκεί και τους σκελετούς δυο στρατιωτών που βρέθηκαν σε ένα τάφο αγκαλιασμένοι.
Ο πόλεμος η ο έρωτας φέρνει δυο υπάρξεις μαζί…ποιος ξέρει τι ακριβώς έδεσε αυτούς τους δυο στον θάνατο.
Η πλατεία αγνώριστη τώρα, έτσι που το παρελθόν που ταξίδεψε στο τώρα την έκοψε. Ο κόσμος πιο πολύχρωμος από ποτέ, όλες οι φυλές ,έξω στην άσφαλτο περιμένοντας λεωφορεία. Του ήρθε στο νου Ο σατράπης Φαρνάβαζος που επαναστάτησε προς στον Πέρση Βασιλιά Αρταξέρξη, και οι σχέσεις του με τους Έλληνες εναντίον της Περσικής αυτοκρατορίας
Μερκελ και Τουρκία, όπλα και ιδέες, έλεγχος και δύναμη, τότε και τώρα.
Πειραιάς –Πέραμα ,ήλθε το όχημα και στριμώχνεται ο Παύλος με Έλληνες, πακιστανούς ,Αιγυπτίους Αλβανούς. Πηγαίνει να πάρει τα ενοίκια που του χρωστούν από ένα διαμερισματάκι προσφυγικό που νοικιάζει και δεν τα δηλώνει στην εφορία.
Μια άλλη έντονη κολόνια μπερδεύεται με χνώτα και απλυσιά και επαναλαμβάνει την ανάκατη αισθητική της Ελλάδας του 2020.
Στην επιστροφή ,με γεμάτο πορτοφόλι, και ανακουφισμένος που ανεβαίνει προς Αθήνα, έχει απέναντι του μια πανέμορφη Ινδή. Της χαμογελάει. Εκείνη γυρίζει τα μούτρα αλλού.
‘’Εσύ χάνεις μπουμπούκι μου’ ’ψιθυρίζει καθώς κατεβαίνει στο Θησείο.
‘’Και σιγά μη φιλήσω εσένα να με κολλήσεις ποιος ξέρει τι…’’
Αρχίζει να σφυρίζει την συνέχεια του γνωστού βαλς του Σοστακοβιτς δυνατά καθώς δρασκελίζει ανάμεσα σε πολύχρωμο πλήθος…τααα ρα τα τααα τα τααα…ταμ τα ταμ τριαλαριλαρα τριαλαριλαρα….σαν να είχε ανάγκη κάτι να ολοκληρώσει επί τέλους.
7-2-2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου