Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης
Κι έφυγε η Τρίτη κι ήλθε η Τετάρτη που περίμεναν.
Ώρα 8 και μισή σηκώθηκε ο Σπύρος, ήπιε μόνος του καφέ στην κουζίνα και πήγε στο γκαράζ να πάρει το μικρό φορτηγό που ο ιδιοκτήτης του χρησιμοποιούσε για ανάλογες περιστάσεις.
Σεπτέμβρης ,γλυκός, σαν να ζούσε ένας Αύγουστος ακόμη στην καρδιά του, κι ο ήλιος του φίλησε το πρόσωπο ενώ μοσχοβολιά από γιασεμί τρύπωσε στην ανάσα του. Έβγαλε το αμάξι στον κήπο και έμεινε εκεί για λίγο .Η μωβ βουκαμβίλια αγκαλιά με το γιασεμί σκαρφαλωμένα στους πέτρινους τοίχους του αρχοντικού έφταναν ως το υπνοδωμάτιο του αφεντικού του, όπου εκείνος ακόμη κοιμόταν .Συνηθισμένο για τον Σπύρο μια και ο κύριος Ιακώβ έπεφτε για ύπνο τις πρωινές ώρες .Έτσι τον κήπο τον χαιρόταν πάντα μόνος τα πρωινά, και του ήταν φυσικό κιόλας μιας και αυτός τον πότιζε και τον συντηρούσε.
Χάιδεψε τις αγαπημένες μπλε ορτανσίες με τα μάτια, την τεράστια αμυγδαλιά δίπλα στη συκιά, το λοφίσκο με την μαντζουράνα και την ρίγανη, καθώς και τη γωνιά με τους κάκτους. Μια σφήκα βούιζε γύρω από ένα πελαργόνι ,και τα πρωινά πουλιά κένταγαν τον αέρα.
Πήρε μια ακόμη ανάσα και ξεκίνησε για το αεροδρόμιο.
Έκανε μια στάση σε μια πολυκατοικία πιο κάτω .Βγήκε και χτύπησε κάποιο κουδούνι.
Σε λίγο πετάχτηκαν έξω δυο νεαροί Πακιστανοί. Η Παιανία ήταν γεμάτη κι από δαύτους πια.
Ανέβηκαν στην καρότσα του ημιφορτηγού και ο Σπύρος ξεκίνησε.
Ήταν η μέρα που θα έφθαναν αεροπορικώς τρεις μεγάλοι πίνακες από το Παρίσι.
Ο δημιουργός τους ,Έλληνας σαραντάρης με μεγάλη καριέρα στην Γαλλία ,τους έστειλε κατόπιν συμφωνίας του με τον Εμμανουηλίδη, γιατί σε λίγες μέρες θα εγκαινιαζόταν μια σημαντική έκθεση από νέους Έλληνες καλλιτέχνες στην Γκαλλερι- οικία του.
Όταν επέστρεψαν με το φορτίο, ο Ιακώβ είχε ξυπνήσει και τους περίμενε στον κήπο πίνοντας καφέ και καπνίζοντας.
Το αμάξι μπήκε απ την μεγάλη θύρα στον κήπο και διένυσε τα 200 μέτρα διάδρομου μέχρι να φτάσει στην βεράντα. Ο Ιάκωβος σηκώθηκε χαρούμενος και τους καλωσόρισε. Ντυμένος με σορτς και φανελάκι σιελ ο εξηντάρης φιλότεχνος τους οδήγησε στο πίσω μέρος της αυλής όπου υπήρχε ο εκθεσιακός χώρος.
Ο Σπύρος χρησιμοποιώντας χειρονομίες διέταξε κάπως έντονα τους Πακιστανούς να κινηθούν. Πράγματι τα παιδιά σήκωσαν τον ένα από τους τρεις μεγάλους πίνακες που ήταν αμπαλαρισμένος με ξύλα καρφωμένα γύρω γύρω, και με δυσκολία κατευθύνθηκαν. προς την γκαλερί.
Τελείωσε η μεταφορά και έμειναν οι δυο άντρες να απογυμνώνουν τα έργα.
Σαν έφυγε η προστασία αποκαλύφθηκαν τρεις πίνακες με δυνατές παχιές πινελιές σαν να ήταν καμωμένες με βούρτσα, αλλά με θέμα που διέφευγε την κατανόηση του Σπύρου .Ο Ιάκωβος στεκόταν με σταυρωμένα χέρια και ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά σε απόσταση ενάμιση μέτρου και καμάρωνε
Ο Σπύρος εξέταζε τις πινελιές από πολύ κοντά και έμοιαζε απορημένος.
Στράφηκε στον εργοδότη του για να καταλάβει αν εκείνος απολάμβανε το θέαμα.
Όταν είδε το χαμόγελο του ,αποφάσισε να εκφέρει πρώτος γνώμη ,μην τον πάρει για ανίδεο ο Ιάκωβος.
‘’Δεν καταλαβαίνω το θέμα του αλλά μ αρέσουν τα χρώματα’’είπε ντροπαλά.
‘’Μμμμμ’’απάντησε ο Εμμανουηλίδης ήσυχος πάνω στις ροζ σαγιονάρες του..
‘’Αλήθεια το λέω’’..επέμενε ο Σπύρος.
Ο Γκαλερίστας βυθισμένος σε σκέψεις με το βλέμμα καρφωμένο στους καμβάδες ψέλλισε σιγά…’’κι εμένα μου αρέσει το χρώμα του γιατί είναι ανήθικο..’’
‘’Τι θέλεις να πεις?’’
‘’Πάντα υπερτερεί ένα χρώμα εναντίον όλων των άλλων’’ απάντησε ο Ιάκωβος και συνέχισε σαν να μιλάει στον εαυτό του…’’κι αυτό δημιουργεί μια αίσθηση ανισορροπίας που είναι και το ζητούμενο..’’
Ο Σπύρος έμεινε απορημένος και βουβός να κοιτάζει τους πίνακες προσπαθώντας να διακρίνει την ανισορροπία.
Πάνε χρόνια που ο πενηνταπεντάρης Σπύρος, πρώην ναυτικός, δουλεύει για τον εύπορο κύριο Ιάκωβο. Χωρισμένος, με δυο κόρες παντρεμένες, ζει και εργάζεται στο σπίτι του καθηγητή. Καθώς και ο Ιάκωβος είναι χήρος εδώ και δυο χρόνια, οι δυο άντρες περνούν χρόνο μαζί, όταν τελειώνουν οι δουλειές και έχουν πλησιάσει ο ένας τον άλλο.
Ο κύριος καθηγητής ευχαριστιέται την παρέα του ήμερου αυτού ανθρώπου που συχνά τον γειώνει με την πρακτική του σχέση με τα πάντα ενώ εκείνος μπορεί να χαθεί σε λαβυρίνθους από σκέψεις.
Ο Σπύρος πάλι θαυμάζει την λεπτότητα και την ικανότητα του εργοδότη του να έχει άποψη σε μυστήρια θέματα όπως είναι η ζωγραφική μα και η κλασσική μουσική που παίζει όλη μέρα στο γραφείο του.
Το μεσημέρι έφαγαν μαζί και ο Ιάκωβος αποσύρθηκε.
Έμεινε ο Σπύρος στην κουζίνα να μαγειρέψει για την επόμενη μέρα που θα ερχόταν η κόρη του αφεντικού η Στεφανία από την Αγγλία, πρόσφατα παντρεμένη με τον Αλεξ, έναν Βρεττανό επιστήμονα. Έπρεπε να μαγειρέψει κρέας για την κόρη και κάτι χορτοφαγικό για τον άντρα της γιατί ήταν βηγκαν, παναθεματον.
Ο Σπύρος όμως, σαν πρώην ναυτικός δεν κώλωνε πουθενά. Ήξερε όλες τις δουλειές του σπιτιού, συν μαγειρική στην οποία διακρινόταν. Αυτή ήταν η δική του τέχνη .Ο Σπύρος συνέθετε με τις ουσίες, τα μπαχαρικά ,τις πρωτεΐνες και τους υδατάνθρακες, τα μυρωδικά το αλάτι και το πιπέρι. Ήταν πραγματικά σπουδαίος δημιουργός γεύσεων.
Καθώς καθάριζε πατάτες για το κατσικάκι στη γάστρα πήγε ο νους του στα’’ ανήθικα χρώματα’’ που είπε το αφεντικό του.
Τι να σήμαιναν άραγε?
Εκείνος θεωρούσε ανήθικο τον τρόπο που ο καπιταλισμός εκμεταλλευόταν τους φτωχούς ανθρώπους ,και τοποθετούσε και τον εαυτό του σε αυτήν την κάστα. Παρ όλο που ο Ιάκωβος τον πλήρωνε γενναιόδωρα και τον έκανε να νοιώθει οικεία ,σε μια γωνιά του μυαλού του τον θεωρούσε κεφαλαιοκράτη.
Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν και αυτός ο ίδιος είναι ανήθικος επειδή κάπως ανάλογα χρησιμοποιεί τους Πακιστανούς όποτε χρειαστεί, αλλά απόδιωξε αυτήν τη σκέψη μιας και’’ οι Ισλαμιστές μας την έχουν πέσει..’’ όπως έλεγε.
Το απόγευμα στήσανε μια παρτίδα τάβλι στον κήπο και ήπιαν δυο μπύρες κάτω απ τον ίσκιο μιας κληματαριάς που είχε έτοιμα τα κιτρινοπράσινα τσαμπιά σταφίδες της.
Κοιμήθηκαν νωρίς κι οι δυο καθώς την επόμενη θα υποδέχονταν την Στεφανία και τον Αλεξ.
Τα φαγητά μοσχοβολούσαν έτοιμα στην κουζίνα.
Και έφυγε η Τέταρτη και ήλθε η Πέμπτη, ο πρωινός Σπύρος οδήγησε την γκρι Σιτροεν προς το αεροδρόμιο για να παραλάβει τους καλεσμένους
Το σπίτι γέμισε φωνές στην Αγγλική, γέλια, αγκαλιές και απίθανο κέφι. Τα παιδιά είχαν ένα χρόνο να δουν τον πάτερα και είχαν έλθει επ ευκαιρία της έκθεσης για να χαρούν την χαρά του.
Ο Σπύρος τους χάζευε με ευχαρίστηση.
Η ζωή του ακουμπούσε στην ζωή του φίλου και εργοδότη του και πλούτιζε με τους χυμούς της .Αυτό είναι φιλία σκεφτόταν .Να μοιράζεσαι με κάποιον τα όνειρα του καθώς η πραγματικότητα έχει ένα γυναικείο στήθος από το οποίο βυζαίνει η προσδοκία για το αύριο..
Η Στεφανία είναι έγκυος. Σε 7 μήνες θα γίνει μητέρα. Το ανακοίνωσε μπροστά σε όλους.
Ο μέλλων παππούς δάκρυσε,
.Άνοιξαν σαμπάνια και φάγαν όλοι μαζί σε εορταστικό κλίμα. Τα βηγκαν γεμιστά του πήραν τον έπαινο όλων.
Και έφυγε η Πέμπτη κι ήλθε η Παρασκευή που βρήκε τον Σπύρο στην Καλλιθέα να τρώει με τις κόρες και τις οικογένειες τους. Καιρό τώρα τα βράδια της Παρασκευής τα περνάει με το δικό του σοι. Αυτό που τελευταία του έκανε εντύπωση είναι ότι το ένα απ τα δυο αγόρια της μικρής του της Μαρίας έχει έφεση στην μουσική ενώ ο άλλος κανονικά στο ποδόσφαιρο. Δεν περίμενε κάτι τέτοιο από το αίμα του, όπως λέει και άρχισε να κοιτάει τον Χρηστάκη με σεβασμό. Εν τω μεταξύ αποφεύγει τον άλλο που του ζητάει να πάνε σε αγώνα ποδοσφαίρου τις Κυριακές. Πάντα του ήταν Ολυμπιακός ,Πειραιώτης απ τη Νίκαια, μα πια αυτή του η μανία έχει ξεθυμάνει και δεν έχει όρεξη να την καλλιεργήσει στον Γιώργο, τον μεγαλύτερο.
Φάγανε παπουτσάκια μελιτζάνες από την χρυσοχέρα την Ελένη, την μεγαλύτερη κόρη του.
Τα βρήκε λίγο ανήθικα στο αλάτι, τους το είπε και γελάσανε όλοι μαζί.
Κι έφυγε η Παρασκευή κ ήλθε το Σάββατο
Η Στεφανία, ο Ιάκωβος και ο Αλεξ διακοσμούσαν τον χώρο της έκθεσης. Είχαν ήδη κρεμάσει τους πίνακες στους τοίχους και συζητούσαν ποιο χώρο να αφήσουν για άλλον ένα εικαστικό που θα ερχόταν το απόγευμα με πέντε πίνακες του και με θέμα ανθρώπινη φιγούρα γυμνή και ρεαλιστικά αποτυπωμένη .Ήξερε την δουλειά αυτή ο Σπύρος από προηγούμενη έκθεση του ζωγράφου. Τα σώματα ήταν απροστάτευτα μέσα στις αλλοιώσεις που χαράζει ο χρόνος στη σάρκα .Ρυτίδες, κυτταρίτιδα, παραμόρφωση θαρρείς και η ατέλεια έγινε πλέον η νέα αίσθηση του ωραίου .Δεν είχε πρόβλημα με τα γεράματα που σιγά σιγά τα ένοιωθε να τον πλησιάζουν μα ο Σπύρος δεν καταλάβαινε πως οι άνθρωποι ήθελαν να βλέπουν αυτήν την ανελέητη γύμνια στο σαλόνι τους.
Συμφώνησαν για μια γωνιά που θα ήταν αρκετά ανεξάρτητη απ τα διπλανά έργα που ήταν διαφορετικής τεχνοτροπίας.
Η έκθεση αυτή ήταν πολυαναμενόμενη απ τον αθηναϊκό φιλότεχνο κόσμο, μα και για τον ίδιο τον Ιάκωβο συνιστούσε μια θετική κίνηση έπειτα από τα βαριά χρόνια της κατάθλιψης που πέρασε μετά τον θάνατο της Λουκίας.
Ο Σπύρος τον έβλεπε με συγκίνηση να χαίρεται ξανά ,περιστοιχισμένος από τους αγαπημένους του, μα και μέσα στην προσμονή να ξαναδεί πολύ κόσμο που είχε αποθυμήσει.
Το σπίτι έλαμπε από πάστρα ,ο κήπος γιόρταζε μέσα στο χρώμα και τις ευωδιές.
Τα εγκαίνια ήταν για Δευτέρα βραδύ.
Έγιναν τα τηλεφωνήματα στην εταιρεία κέτερινγκ για να αλλάξουν λίγο το μενού ,να προσθέσουν δηλ. κάτι χορτοφαγικό και τηλεφωνήσαν στο σούπερ μάρκετ να παραγγείλουν έξτρα σαμπάνιες και αναψυκτικά.
Το απόγευμα ήλθε και ο ζωγράφος ο καλεσμένος του Εμμανουηλίδη, και οι πίνακες του έγιναν αφορμή για φωνές ,θαυμασμό και ζωηρές συζητήσεις.
Το βράδυ δείπνησαν όλοι μαζί στον κήπο.
Και έφυγε το Σάββατο.
Κυριακή δέκα και μισή, όλοι τρώνε πρωινό μα ο Ιάκωβος αργεί.
Η Στεφανία ανεβαίνει να τον ξυπνήσει.
Ο Ιάκωβος δεν ξύπνησε ποτέ.
Είχε φύγει στον ύπνο του.
Ακούστηκαν οι φωνές και το κλάμα της κόρης του, μετά έτρεξε ο Αλεξ επάνω, και αμέσως μετά ο Σπύρος.
Τον βρήκαν ξεσκέπαστο στο κρεββάτι του, με έκφραση κάποιου που κοιμάται με το στόμα ανοιχτό. Ο Σπύρος κατέβηκε βουβός και βγήκε στον κήπο ,αφήνοντας τους συγγενείς να αντιμετωπίσουν το ξαφνικό τους πένθος.
Σεπτέμβρης γλυκός, σαν να επέμενε ένας Αύγουστος στην καρδιά του κι ο ήλιος του φίλησε το πρόσωπο ενώ μοσχοβολιά από γιασεμί τρύπωσε στην ανάσα του.
Αγκομαχούσε.
Δυο δάκρυα ξέφυγαν απ τα μάτια του κι ενώ ένα ελαφρό αεράκι πέρασε ανάμεσα απ τα φυλλώματα ,σήκωσε αργά το κεφάλι προς τα επάνω. Πρώτη φορά του φάνηκε αυτό το ψυχρό και ανεξιχνίαστο μπλε του ουρανού να υπερτερεί και να κατισχύει όλων των άλλων χρωμάτων. Κάπου στην δυτική πλευρά ένα μισό φεγγάρι ξεχασμένο έλαμπε αχνά και το βλέμμα του κρεμάστηκε πάνω σ αυτήν την χλωμάδα, που τον πόναγε ,θαρρείς και ήταν μια υπόσχεση που κάποιος την είχε προδώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου