Βίντεο : Ιωάννα Βλάχου
Μήτσος Παπανικολάου (1900-1943)
Ποιητής του μεσοπολέμου, ένας απ’ τους αντιπροσωπευτικότερους «ελάσσονες» του μεσοπολέμου και τους πιο χαρακτηριστικούς Έλληνες «poetes maudis» Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από την αίσθηση της νοσταλγίας του παρελθόντος και από την τάση φυγής και τοποθετείται στο χώρο της αθηναϊκής παρακμιακής ποίησης του μεσοπολέμου.
« ΜΙΑ ΛΥΠΗ»
Είναι βαριά, πολύ βαριά, Σα σύγνεφο η λύπη,
Σύγνεφο χινοπωρινό που βρίσκει αραξοβόλι,
Πάνω απ' το ήσυχο χωριό κι απ΄ την πολύβουη πόλη
Με μια βροχούλα σιγανή να πει το καρδιοχτύπι.
Να ποτιστεί απ΄ το δάκρυ του και το έρμο περιβόλι,
Τα παραθύρια να χτύπα και από το τζάμι οι χτύποι
Να φέρνουν μες στην κάμαρη τη μνήμη αυτού που λείπει
Κι έτσι ή μια λύπη να σκορπά και να την νιώθουν όλοι.
Και πάει σ' όλα τα πρόσωπα και στέκεται σαν άχνά
Και τα ματάκια υγραίνουνε και νιώθουνε τα σπλάχνα
Τον πόνο το γλυκόπικρο που φέρνει εκείνη η λύπη
Κι είναι τα πάντα πένθιμα, τα πάντα λυπημένα
Στο καρδιοχτύπι που σκορπά η λύπη αυτού που λείπει
Κι είν' όλα γνώριμα και κλαίν τη λύπη κι έμενα.
Γεννήθηκε στην Ύδρα από μικρός όμως εγκαταστάθηκε στον Πειραιά μαζί με την οικογένεια του. Τελειώνοντας το γυμνάσιο άρχισε να γράφει ποιήματα που δημοσίευε στο περιοδικό του Γρηγόριου Ξενόπουλου Η διάπλασις των Παίδων.
Το μεγάλο του πάθος ήταν οι μεταφράσεις. Διαβάζοντας ώρες ολόκληρες ξένη λογοτεχνία, μετέφρασε και κυριολεκτικά ζωντάνεψε στην ελληνική γλώσσα ποιήματα του Πωλ Βαλερύ, του Μπωντλαίρ, του Μιλόζ, του Βερλαίν και Απολλιναίρ και άλλων. Οι ποιητικές του μεταφράσεις υπήρξαν εξαιρετικά προσεγμένες, συνεπείς και αριστοτεχνικές.
Το 1918 συνεργάστηκε και υπέγραψε για πρώτη φορά ως «Δημήτρης Παπανικολάου» ή με τη μορφή «Μήτσος Παπανικολάου» στα περιοδικά «Βωμός», «Μούσα» και «Νουμάς», ενώ δημοσίευσε επίσης στα περιοδικά «Νέα Γράμματα», «Σύγχρονη Σκέψη» του Σικάγου, συχνά με ψευδώνυμο. Την ίδια χρονική περίοδο γνωρίστηκε με τους Τέλλο Άγρα, Πέτρο Χάρη και Μιχαήλ Στασινόπουλο.
Παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως δεν αποφοίτησε ποτέ, Διατέλεσε αρχισυντάκτης και διευθυντής στο περιοδικό «Παιδικός Αστήρ» του Γαλλικού Λυκείου Αθηνών, αρχισυντάκτης και διευθυντής στο περιοδικό «Μπουκέτο» του Χάρη Σταματίου, γνωστού ως Χάρη Επαχτίτη, από το 1924 έως το 1932 και ιδιοκτήτης του στη συνέχεια μέχρι το κλείσιμό του, την περίοδο της Κατοχής.
Στη διάρκεια της παρουσίας του στα γράμματα συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά «Όρθρος», «Νεοελληνικά Γράμματα Κρήτης», «Αλεξανδρινή Τέχνη Αλεξανδρείας», «Διανοούμενος», «Νέα Εστία» και δημοσίευσε πέρα από τα ποιήματά του, ποιητικές μεταφράσεις, κριτικές μελέτες, άρθρα, κριτικές βιβλίων, ελάχιστα δικά του πεζογραφήματα και πολλές μεταφράσεις διηγημάτων ή μυθιστορημάτων. Μαζί με τους Τέλλο Άγρα και Ναπολέοντα Λαπαθιώτη συνεργάστηκε από το Φεβρουάριο έως τον Ιούνιο του 1925, με το περιοδικό «Διανόηση» και δημοσίευσαν μια σειρά δοκιμίων.
Δημοσιευμένα ποιήματά του υπάρχουν στα περιοδικά 'Διάπλαση των παίδων', 'Βωμός', 'Νεοελληνική Λογοτεχνία', 'Νέα Εστία', 'Μπουκέτο' κ.ά. Το λογοτεχνικό έργο του Μήτσου Παπανικολάου είναι ποιητικό, πρωτότυπο και μεταφραστικό. Υπήρξε κυρίως συμβολιστής ποιητής με επιρροές από τους Maeterlinck, Verhaaren, Valery, Apollinaire, Baudelaire, Poe, Wilde, Laforgue, Milosz και άλλους, έργα των οποίων μετέφρασε και δημοσίευσε στα περιοδικά της εποχής.
Ήταν ενημερωμένος γύρω από τη ευρωπαϊκή λογοτεχνική κίνηση και θαύμαζε το Λουίτζι Πιραντέλλο, τον Αντρέ Ζιντ, το Γιάκομπσεν. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από την αίσθηση της νοσταλγίας του παρελθόντος και από την τάση φυγής και τοποθετείται στο χώρο της αθηναϊκής παρακμιακής ποίησης του μεσοπολέμου. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική κριτική (από τις στήλες της Νέας Εστίας κυρίως, κατά τη διετία 1939-1941 και των Νεοελληνικών Γραμμάτων), προσανατολισμένος και εδώ προς την ποίηση.
Ήταν ολιγογράφος, αλλά η ποίηση του κλείνει την ατμόσφαιρα της ειλικρινούς έκφρασης, τη μελωδία της μουσικής, τον απλό συγκινητικό τόνο που θέλει να τραγουδήσει, που δύσκολα ωστόσο καταφέρνει να αποσιωπήσει, καθώς ξεκινά από ένα βάθος σπαραχτικά τραγικό, τη δραματική εσωτερική δόνηση. Το έργο του χαρακτηρίζεται από ψυχική κόπωση και απιστία στη ζωή, ενώ είναι επηρεασμένο από το συμβολισμό και από είναι διάχυτη η έντονη απογοήτευση για μια χαμένη ευτυχία, χωρίς ελπίδα επιστροφής.
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Ένα σπιτάκι μου’ ρχεται στο νου μου κάθε βράδυ
Στη γειτονιά που υψώνεται μια πληχτικιά εκκλησία,
Που ζει και που ονειρεύεται με την ανησυχία
Κάποιου ξενιτεμένου.
Πόσο βαθιά η ανάμνηση στην ώρα τη θλιμένη,
Την ώρα που τα σύγνεφα φωτοπεριχυμένα
Απ’ τα στερνά ηλιοχρώματα παν κι έρχονται στα ξένα
Με τα βαριά βαπόρια.
Με τα βαπόρια που έρχονται κι αράζουν στο λιμάνι
Κι απ’ την καρδιά μου κλέβουνε του γυρισμού τον πόθο
Κι όταν σε λίγο φεύγουνε πάντοτ’ εγώ τα νιώθω
Χωρίς εμέ να φεύγουν.
Και μέσα στην ανάμνηση, που ‘ ρχεται κάθε βράδυ
Του άσπρου σπιτιού που είναι κοντά στην πληχτικιά εκκλησία
Περνάει σε μιαν ατέλειωτη και θλιβερή οπτασία
Ολ’ η παλιά ζωή μου.
Το ποιητικό του έργο είναι μικρό σε ποσότητα αλλά εξαιρετικό σε ποιότητα. Πρόκειται για 50 περίπου ποιήματα γεμάτα νοσταλγία για τη χαμένη πρώτη νιότη και γραμμένα με τη τεχνοτροπία του συμβολισμού.
Τα ποιήματα αυτά εκδόθηκαν για πρώτη φορά σε τόμο το 1966 (με πιο πρόσφατη την έκδοση του 1979 από τις εκδόσεις Πρόσπερος - 3η ανατύπωση τον Σεπτέμβριο του 1999). Η εισαγωγή και η επιμέλεια του τόμου αυτού που έχει τον τίτλο Ποιήματα είναι του ποιητή Τάσου Κόρφη.
ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΟΥΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Μέσα στη βουή του δρόμου
ήταν να ‘βρω τ’ όνειρό μου,
να το βρώ και να το χάσω
κι ούτε πιά που θα το φτάσω.
Μιά στιγμή πέρασε μπρός μου
κι ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.
Πέρασε όπως περνούνε
όσα δέ θα ξαναρθούνε –
πουλιά πού ‘χουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση.
Κι άφησε στο πέρασμά του
- πέρασμα ζωής, θανάτου –
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ώ... την πεθαμένη ελπίδα.
Μιάν ελπίδα πεθαμένη
που μας ζεί και μας πεθαίνει
κι όλο μας τραβάει δώ κάτου
ώς την πόρτα του θανάτου.
Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο,
σε κρατώ στο νού μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.
Όταν πέρασες με πήρες
κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
με το μαγικό κλειδί σου
του χαμένου παραδείσου.
Σε ένα ωραίο του άρθρο ο Γ. Γεραλής γράφει: «Ήταν ένας ελεγειακός που ήξερε να μελωδεί ευγενικά στη γοητευτική του φόρμιγγα τους πιο τραγικούς σκοπούς. Μέσα στους ελαφρούς, τους θωπευτικούς ήχους σπάραζε ένα δράμα. Θα ήθελα να τον ονομάσω ποιητή της ερημιάς. Στο τοπίο του βασιλεύει μουντό λυκόφως, κάτι σαν προάγγελος της θανάσιμης νύχτας. Και χαμένο εκεί μέσα ξεστρατισμένο, ένα παιδί που φοβάται και που τραγουδά για να μη θρηνήσει. Ό,τι τον βασανίζει βαθύτατα, ό,τι καταθλιπτικά κυριαρχεί στην ψυχή του είναι η μνήμη και η φυγή. Η μνήμη που βυθίζει οδυνηρά τον αξεδίψαστο πόθο της στα φίλτρα των αγαθών χρόνων, η φυγή σαν έφεση απόδρασης από τον κύκλο της φθοράς…»
ΤΟΠΙΟ
Στο θλιμμένο κάμπο βρέχει,
βρέχει στις ελιές τις γκρίζες·
το νερό σα ρίγος τρέχει
από τα κλαδιά στις ρίζες.
Γκρίζα η ώρα, γκρίζα η χώρα,
σκοτεινά κάτω κι απάνω.
Ξεχωρίζουν μές στη μπόρα
τα τσαντίρια των τσιγγάνων.
Απ’ την άσφαλτο τα κάρα
κατεβαίνουν, κατεβαίνουν...
Λάμπουν μερικά τσιγάρα
στα παράθυρα του τραίνου.
Ένα σκιάχτρο απελπισμένο
στη νεροποντή, στο κρύο,
άδικα γνέφει στο τραίνο
κι εμψυχώνει το τοπίο.
Ανυπόφορη είναι η θλίψη
των αγρών, αυτόν το μήνα...
Η βροχή μας έχει κρύψει
απ’ το φόντο την Αθήνα.
... Και το βράδυ κατεβαίνει
μές στη νέκρα, μές στη γύμνια.
Πού ‘ναι οι βάτραχοι κρυμμένοι;
Γιατί σώπασαν τ’ αγρίμια;
Μές στον κάμπο τώρα μόνα
τα βαριά περνάνε τραίνα,
λές και φέρνουν το χειμώνα
και τη νύχτα από τα ξένα.
Ό,τι αγαθό, και πέρασε. Ό,τι γλυκό κι αργεί να έρθει. Η απώλεια και η προσμονή. Η επιστροφή και η απόδραση. Η ανάγκη της φυγής και η ανάγκη της λύπης και πάνω απ’ όλα η μοναξιά, είναι που κυριαρχούν καταθλιπτικά στην ψυχή του
ΚΥΡΙΑΚΗ
Κυριακή μές στο χειμώνα,
Κυριακή χωρίς φωτιά
και τα κρύα χέρια μόνα
πάνω στ’ άγραφα χαρτιά.
Με τα χέρια στα μαλλιά μου
άσκοπα κοιτάζω μπρός μου:
είναι, τάχα, τα χαρτιά μου
η κατάκτηση του κόσμου;
Κυριακή μές στο χειμώνα
με τις νοσταλγίες του θέρου·
κρύα χέρια, χέρια μόνα
στ’ ωχρό μέτωπο ενός γέρου.
Άχ, οι δρόμοι είν’ όλοι άδειοι
μα τα μάτια μου είν’ εκεί
και τους βλέπουν ένα βράδυ
καλοκαίρι, Κυριακή ...
Νοσταλγίες που ζούν μάταια
στ’ αυγουστιάτικο όνειρό των,
τότε που ήτανε τα μάτια
ταχυδρόμοι των ερώτων.
Κυριακή μές στο χειμώνα:
το βιβλίο και το γραφείο
κι η καρδιά μέσα στο σώμα
τάφος σε νεκροταφείο.
Ο Μήτσος Παπανικολάου, γνήσιος εκπρόσωπος του Μεσοπολέμου και λάτρης των επονομαζόμενων καταραμένων ποιητών έκανε αισθητή την παρουσία του σε μια ποίηση με στοιχεία λυρισμού και ρομαντισμού με ιδιαίτερα ευαίσθητη εικονοπλασία χωρίς όμως την απώλεια της απτής ρεαλιστικής απεικόνισης του ψυχισμού της εποχής. Οι δύο συγκρουσιακές πραγματικότητες, ρομαντισμός και ρεαλισμός συναντιούνται και σ’ ένα παιχνίδι εικόνων και στίχων που αναπόφευκτα οδηγεί στη ματαιότητα της ζωής, μια οπτική που εντείνεται και από το πνεύμα της εποχής.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
Ο βοριάς πλαταγίζοντας ξεδιπλώνει σημαίες,
παραμονεύουν τέρατα στους δρόμους,
έχει σκεπάσει η θάλασσα τις προκυμαίες·
το παραμύθι ξαναζεί με τους γλυκούς του τρόμους.
Λαχτάριζα την ώρα αυτή μήνες, μέρα τη μέρα—
την κλειστή κάμαρη, τη λάμπα την αγαπημένη.
Ανάλλαγη, σαν είκοσι χρονών, είναι η μητέρα·
τα μάτια της χαμογελούν, το στόμα της σωπαίνει.
Ήμουν θλιμμένος, άρρωστος, χωρίς χαρά κι ελπίδα,
περιπλανήθηκα στη γη, χρόνια πολλά, πολλά…
Μα απόψε απ’ τα ταξίδια μου γύρισα στην πατρίδα
και βρήκα τη μητέρα που χαμογελά.
Είναι όλα πάλι γνώριμα μες στο σπιτίσιο βράδυ:
Η κάμαρη, τα πράματα, το φως και το σκοτάδι.
Φωνάζει απ’ έξω ο άνεμος με τα χίλια του στόματα
ονόματα κι ονόματα…
Μα κι η βροχή μού φαίνεται σα ν’ απαγγέλλει στίχους,
παράλληλη και ρυθμική καθώς πέφτει στη γης.
Είμαι καλά στους τέσσερις της κάμαρής μου τοίχους:
Έφτασα στο λιμάνι της στοργής.
Ασχολήθηκε πολύ νέος με την κριτική και δυστυχώς χάθηκε πρόωρα προτού δει τις προβλέψεις του να επαληθεύονται από το χρόνο. Γιατί έκανε προβλέψεις που σήμερα ξαφνιάζουν με τη σπάνια διορατικότητα τους. Πρώτος αυτός τόνισε τη μεγάλη σημασία του Ελύτη για τη νεοελληνική ποίηση, όταν ο ποιητής των «Προσανατολισμών» ήταν μόλις 23 χρόνων, και είχε το θάρρος να τον ονομάσει «κλασικό». Ως κριτικός υπήρξε εξαιρετικά οξυδερκής και εύστοχος. Ήταν από τους πρώτους έλληνες που δέχτηκαν τα μηνύματα του ευρωπαϊκού υπερρεαλισμού και επισήμανε την αξία ποιητών όπως ο Σεφέρης και ο Ελύτης στα πρώτα τους βήματα.
Ο Μ. Παπανικολάου είχε όπως ο φίλος του Ναπολέων Λαπαθιώτης το πάθος των ναρκωτικών. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος και η Κατοχή και η φτώχεια, δε μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος του αυτό. Έτσι ξεπούλησε σιγά σιγά όλα τα πολύτιμα βιβλία του και άλλα πράγματα, που τα φύλαγε για χρόνια και εγκαταστάθηκε σε ένα φτωχό δωμάτιο στην Κοκκινιά.(είχε προηγουμένως φτάσει στην απόλυτη εξαθλίωση και κυκλοφορούσε ζητιανεύοντας στους δρόμους της Αθήνας)Στο δωμάτιο αυτό ζούσε πολύ άθλια γι' αυτό οι φίλοι του φρόντισαν να τον βάλουν στο δημόσιο Ψυχιατρείο. Εκεί πέθανε το 1943 μετά από μια δυνατή δόση ναρκωτικών.
ΑΡΡΩΣΤΙΑ
Το φεγγάρι απόψε λάμπει
σε θερμούς ονειροπόλους,
σε ζευγάρια ερωτευμένα –
λάμπει σ’ όλους, και σε μένα...
Το κοιτώ, καθώς περνάει
ταξιδιάρικο στα χάη·
πέφτει στο κρεβάτι απάνω
που ίσως μέλλω να πεθάνω...
- Το δικό μου θέλεις πόνο;
Όλοι οι πόνοι μου κοιμούνται...
Ένα “χαίρε” δώσε μόνο
Όπου ακόμα με θυμούνται...
Επιλογή κειμένου και φωτογραφιών : Ιωάννα Βλάχου Πηγή: Διαδίκτυο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου