Εκεί δίπλα στη ξερολιθιά διάλεξε ο μικρός να φυτέψει το δέντρο του.τι κιαν του φώναζαν ούλοι, αυτός δεν άκουγε τίποτα, εκεί το θελε. Να ναι δύσκολο,να ψάχνει απεγνωσμένα να βρει δρόμο για τις ρίζες του, να του φέρνει από μακρυά το νερό για να ξεδιψάσει,ναναι απόμακρο μη του το ματιάσουν,το θελε μόνο δικό του ο μικρός.
Κάθε μέρα έπαιρνε τη στράτα για το δεντρί, τα πόδια του μάτωναν από τα θάμνα με τα αγκάθια για να φτάσει, να του πάει λίγο νερό να του μιλήσει, φοβόταν μη απολησμονήσει, μη λησμονηθεί.
Ο καιρός περνούσε γοργά,θέριευε το δεντρί και μαζί του κι ο μικρός, ώσπου η άνοιξη ήρθε να ξεθωριάσει και να σβήσει τον χειμώνα. Γιόμισε μπουμπούκια το δέντρο μόρφηνε, το ίδιο κι ο μικρός που πια είχε γίνει νέος. τα μπουμπούκια ο νέος τάχε τώρα στη καρδιά στο νου, τα ταίριαζε με το δέντρο του τα πλεκε και φτιάνανε στεφάνι.
Μια μέρα το φόρεσε και κατέβηκε στο χωριό με τα ματωμένα πόδια. ούλοι τα πόδια του κοίταζαν,μόνο η κοπελία με τις μακριές κοτσίδες είδε το στεφάνι, σκιάχτηκε λιγάκι, τον πέρασε για τον Διόνυσο, ευθύς όμως θυμήθηκε τον ματωμένο συχωριανό της.
Την επόμενη μέρα μόλις ο ήλιος χάραξε την ανατολή στον ορίζοντα,βρήκε τη κοπελιά να παραμονεύει το σοκάκι που έπαιρνε κάθε πρωί ο νιος.Δεν άργησε να φανεί…..τον ακολούθησε αόρατη καθώς ήταν μέσα στις μακριές κοτσίδες της.
Δεν φαινόταν η κοπελιά,εξόν από τις στάλες το αίμα που πρόδιναν τα γυμνά της πόδια. Ο νιος μόλις έφτασε, άδειασε το παγούρι με το νερό γύρω και κάθισε να ξαποστάσει. Αφού μίλησε λιγάκι με το δέντρο του αποκοιμήθηκε δίχως να καταλάβει τίποτε, η κοπελιά έστεκε παρακεί να τον χαζεύει κι αυτόν και κείνο.
Το καλοκαίρι πέρασε, ήρθε ο χειμώνας τα μπουμπούκια όμως δεν έπεφταν,άνθιζαν πιότερο. Ο νιος τάχε χαμένα…… μια με τα μπουμπούκια ,μια με την κοπελιά που όποτε κατέβαινε στο χωριό τον κοιτούσε στα μάτια και χαμογελούσε, μόνο το χαμόγελο φαίνονταν από τις μακριές κοτσίδες.
Μόνο όταν η Ανοιξη έκανε την εμφάνισή της κατάλαβε ο νιος. Μόνο τότες είδε το άλλο δεντρί της κοτσιδούς δίπλα στο δικό του, αγκαλιά. Γιαυτό δεν έπεφταν τα μπουμπούκια, γιαυτό η άνοιξη κρατούσε αιώνια. Μόνο τότες είδε το κορίτσι με τα ματωμένα γυμνά πόδια και το στεφάνι στη κεφαλή πλάι του.
Αγκαλιά τώρα πήραν το δρόμο για το χωριό…… στον καφενέ ούλοι εκστατικοί κοίταζαν τα δυο ολάνθιστα στεφάνια. Το άλλο πρωί όλο το χωριό παραμόνευε στο ίδιο σοκάκι …… την άλλη μέρα ούλοι είχαν ματωμένα πόδια πια και ένα στεφάνι στη κεφαλή.
http://anorthografies.net/archives/762
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου