“Σα να ‘ρθε φέτος η Άνοιξη κλαμένη.
Κάτου απ’ τις λεύκες μένει σιωπηλή και δεν κοιτάζει
τα παιδιά που παίζουν.
Λεπτό φλουρί από φως πρασινωπό γλιστράει στο πρόσωπό της κι
ακόμη δεν μπορεί να μας χαμογελάσει.
Όμως τα βράδια ένας γρύλος τραγουδάει ανάμεσα στα σκονι-
σμένα βιβλία, και μια πυγολαμπίδα ανάβει το φανάρι
της πάνου από τα χαρτιά μου, να γράφω αγρούς με γαλανά
λουλούδια και καλαμιές όπου περνούν κοπάδια τρυγονιών.{…..}
Πόσον καιρό αποδημήσαμε στο δρόμο των χελιδονιών;
Ήλιος πολύς δεν ήταν πουθενά για να ζεστάνουμε τα χέρια μας.
Μέσα μας ένα σπουργίτι κρύωνε.
Πεθυμήσαμε τα αγαθά μάτια των μοσχαριών για να κοιτάξουμε
τη γη, τον ουρανό, και την καρδιά μας.
Πού αφήσαμε το σιωπηλό χαμόγελο που δεν ξέρει να χαίρεται;
Σε ποια γωνιά της αυγής έχουμε πετάξει την άσπρη κυριακάτικη
ποδιά μας και το πρώτο σχολικό τετράδιο με τ’ αδέξια σχέδια
των προβάτων και των ανθρώπων; […]
Ο ήλιος ήταν πονηρός. Έχωνε τα χρυσά κέρατα, σαν τρα-
γος, ανάμεσα στις καλαμιές, και το χρυσό του μάτι
παραμόνευε τη γη.
Στη βρύση πλέναν οι κοπέλες τα πλουμιστά μεσοφόρια
γιομάτα πράσινα πουλιά και κόκκινα λουλούδια.
Ο μεσημεριανός αγέρας γαργάλαγε τις χωματένιες φτέρνες των
ξαπλωμένων χωρικών και τις μασκάλες των κοριτσιών.
Και τα κορίτσια θύμωναν και γέλαγαν….
Το γέλιο τους το παίρναν τα σοβαρά πλατάνια κ’ οι ευγενικοί
Ευκάλυπτοι, και σάλευε όλη η ρεματιά απ’ τα γέλια των
πουλιών, των νερών και των φύλλων.
Κ’ εμείς κρυβόμαστε κάτω απ’ τα πράσινα φουστάνια των
θάμνων κι αφουγκραζόμαστε το λαχάνιασμα της γης και των
λουλουδιών τα καρδιοχτύπια…”
(Γ. Ρίτσος, Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα. Κέδρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου