Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Ο «Περίπλους» στη Λήμνο του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου"

 

 Ο Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος (γεν. 1933), ο γνωστός από τις περί τον Παπαδιαμάντη μελέτες του λογοτέχνης, υπηρέτησε ως φιλόλογος στο Γυμνάσιο Λήμνου για έξι χρόνια (1962-1968). Κάποιες χρονιές δίδασκε στο διάδρομο του πρώτου ορόφου που είχε μετατραπεί σε αίθουσα διδασκαλίας, από όπου αντίκριζε τον Ρωμαίικο Γιαλό. Από την εμπειρία αυτή εμπνεύστηκε το ποίημα «Τάξις πλέουσα» και το εκτενές πεζό «Περίπλους», όπως αναφέρει ο ίδιος:

«…τις φθινοπωρινές και τις ανοιξιάτικες μέρες ήταν μεγάλη απόλαυση να περιδιαβάζω από τα πρώτα ως τα τελευταία θρανία ρίχνοντας κλεφτές και λαίμαργες ματιές στο Ρωμαίικο Γιαλό και στον κάβο του Πέτασου, ν’ αγναντεύω το ανοιχτό πέλαγος και συχνά να διακρίνω τον Άθωνα. Ξεχνιόμουν για λίγο, νόμιζα πως βρίσκομαι σε κατάστρωμα καραβιού, ωστόσο κι όταν συνερχόμουν έλεγα μέσα μου πως είναι κρίμα σε τέτοιον διάδρομο να μη διδάσκω με τη στολή του εφέδρου σημαιοφόρου του Ναυτικού. Μα το ναι! Με τον Ρωμαίικο Γιαλό κάτωθέ μας όλο το Γυμνάσιο έμοιαζε να πλέει, να κυματίζεται. Από αυτόν τον κυματισμό γεννήθηκε στην αρχή το ποίημα ‘‘Τάξις πλέουσα’’ -Λημνία τάξις κι ας παραπέμπει ο τίτλος στον Παπαδιαμάντη- και κάμποσα χρόνια αργότερα το εκτενές πεζό ‘‘Περίπλους’’, όπου μια ολόκληρη τάξη τελειοφοίτων του εξαταξίου Γυμνασίου Μυρίνης δραπετεύει με μια σκαμπαβία για να επισκεφτεί τον ποιητή που έγραψε τρεις συλλογές με τίτλο ‘‘Ημερολόγιο Καταστρώματος’’» (εφ. ΛΗΜΝΟΣ 994/16.8.2017).

Απόσπασμα από τον «Περίπλου» δημοσίευσε στο πειραϊκό περιοδικό «Το Παραμιλητό», με τίτλο «[ΥΠ’ ΟΙΔΜΑΣΙΝ…]», παρμένο από την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (στ. 332-337): 

«Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει· τοῦτο καὶ πολιοῦ πέραν πόντου χειμερίῳ νότῳ χωρεῖ, περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ’ οἴδμασιν».

Οίδμα (το) είναι το εξόγκωμα και ποιητικά το φουσκωμένο κύμα. Σε μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη από το σχολικό βιβλίο της Β΄ Λυκείου:

«Πολλά γεννούν το δέος· το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά· περνά τον αφρισμένο πόντο με τις φουρτούνες του νοτιά, στη μέση σκάβει το βαθύ και φουσκωμένο κύμα».

 


Κεντρικό πρόσωπο του πεζογραφήματος είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, ως καθηγητής Λαόνικος (αναγραμματισμός του Νικόλαος). Για τις ανάγκες της αφήγησης χρησιμοποιεί ονόματα και γεγονότα που παραπέμπουν στην παρουσία του στη Λήμνο, χωρίς να αναφέρει ευθέως το νησί, όπως: η σύζυγός του Βικτώρια, η Λαβίνα (αργότερα φιλόλογος καθηγήτρια), το ακρωτήριο Πέτασος, η αντικρινή γλώσσα της Χαλκιδικής, ο διπλανός με το Γυμνάσιο κήπος της Μητρόπολης, οι ναυτικές γιορτές στον Τούρκικο γιαλό (στις οποίες θα επανέλθει δεκαετίες αργότερα, με επιστολές και φωτογραφίες στην εφ. Λήμνος του Ηλία Κότσαλη, τότε μαθητή του) κ.ά. 

Ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος ως κόουτς κολύμβησης των μαθητών του Γυμνασίου Λήμνου (δεκ. '60)


 

Παραθέτω λίγα αποσπάσματα από το κείμενο αυτό που δημοσίευσε στο «Παραμιλητό» (τ. 4/Φθινόπωρο 1989, σσ. 115-117), περιοδικό στο οποίο διασταυρώθηκα με τον Ν.Δ.Τ., σε ένα παράδοξο παίγνιο της μοίρας, μιας και στο αμέσως επόμενο τεύχος (5/Χειμώνας 1989-1990) δημοσίευσα το πρωτόλειο πεζό μου «Το Καθολικό». Το γοητευτικό κείμενο του Ν.Δ.Τ. που μυρίζει λημνιά αρμύρα έχει ως εξής:

«Ο καθηγητής Λαόνικος κολυμπάει τώρα όλος στην άρμη, η Λαβίνα όμως δε δείχνει να ανησυχεί πια για τούτο, καλός κολυμπητής είναι, ετοιμάζει μάλιστα τ’ αγόρια για τις ναυτικές γιορτές, ξετρελαμένα εκείνα μαζί του όση ώρα τα χουγιάζει στο μώλο ή στον Τούρκικο γιαλό, κι άμα παίρνουν στραβά την ανάσα τους τούς ταράζει την άλλη μέρα στη γραμματική, «θα κλάψουν μανούλες και γιαγιάδες!» φοβερίζει, αλλά οι ανεπρόκοποι πάντα ανεπρόκοποι και στο κολύμπι και στα τριτόκλιτα, όμως όλα τ’ αγόρια πρόθυμα να πέσουν και στη φωτιά για χάρη του, μόνο τα κορίτσια κρατάει μακριά και οι τελειόφοιτες όλο μουρμουρητά και περίεργα χαμόγελα όταν βλέπουν τέτοια απαγορευτικά φράγματα, ωστόσο αρκετές φορές τον έχουν δει να κολυμπάει παρά τα μέτρα που λαβαίνει, «δελφίνι!» χάσκουν οι πρωτούλες, «ε, βουλοπλέει» συγκαταβαίνουν οι γυναικωμένες της έκτης, ποιος λόγος λοιπόν να φοβάται η Λαβίνα που τον βλέπει ως τον λαιμό στα νερά της τάξης;» 


 

«Θεέ μου, τα κρίματά Σου! Να που εγώ έφερα τα νερά της θαλάσσης στην τάξη μου, τα πόδια μου ψαύουν λαλαρίδια του βυθού, τα δάχτυλά μου ακραγγίζουν αβρές θαλάσσιες ανεμώνες, φιλικά νερά και τους επιτρέπεις να υπερβαίνουν για χάρη μου το όριο που τους έθεσες, τρομεροί πυρετοί με κυριεύουν στην τάξη τούτη και σπλαχνικός πάντα ανεβάζεις στο δεύτερο πάτωμα το ευρύχωρο πέλαγος για να καταπέσει η θέρμη μου, μόνο που θα πιάσει πάλι να παραπονιέται η καθαρίστρια στο διευθυντή, ‘‘μα τι γίνεται με το νεοφερμένο καθηγητή, κύριε Γυμνασιάρχα μου, όλο πεταλίδες και γκρινιάτσα και σουπιοκόκκαλα η τάξη μου, μια μέρα λίγο και θα προλάβαινα ένα χταπόδι που χώθηκε σε μια τρύπα στο πάτωμα… ως πού θα τραβήξει ετούτο, οι μανάδες στέλνουν τα παιδιά τους εδώ για να γλιτώσουν από το παραγάδι και τα δίχτυα κι αυτός το κατάντησε ψαροσχολειό’’, ...πάλι καλά που δεν τηλεγραφεί ο υπομονετικός άνθρωπος πως το σχολειό του κινδυνεύει να γίνει ρωμαϊκή piscine, …διατάξτε, κύριε Υπουργέ, να το μετατρέψουμε μια και καλή σε βιβάρι να έχουμε και διάφορο».


 

«Βουνό το δίκαιο του Γυμνασιάρχη, χρυσός άνθρωπος, αλλά τι χρειάζεται η διαταγή του Υπουργού; Αν τώρα, που διδάσκει καλομασημένα κοψίδια του αριστοτελικού Οργάνου στη διπλανή αίθουσα, επέτρεπε, ο αυστηρός στον εαυτό του να κοιτάξει από τη μισάνοιχτη πόρτα τη χορευτική φωτεινή γραμμή της θάλασσας… θα φούσκωνε γιαλός κι η δική του τάξη και κατόπι θα τον μιμούνταν από σεβασμό και οι επίλοιποι καθηγητές και το σχολειό θα βάθαινε όρμος, και τότε να δεις ψαριές που θα σβήναν από την ψαραγορά το μονοπώλιο του κυρίου Μιχαλιδάκη, για μας την πλεμπάγια μόνο πετρόψαρα και γόπες… και μας δείχνει άδειους τους μεγάλους πάγκους, αλλά ο κλητήρας του κ. Επάρχου βγαίνει κρυφά από το παραπόρτι του ψαράδικου ενώ από το πελώριο χάρτινο χουνί που αγκαλιάζει εξέχει μια ουράκλα συναγρίδας, κι ο υπομοίραρχος… απέρχεται μυστικά με καλάθι όπου χαρχαλεύει ζωντανός αστακός, …έλα λοιπόν, κύριε Γυμνασιάρχα μου, …μια ματιά ρίξε μόνο, …να δεις τι καλάδες θα κάνουμε καθημερινά, αθερίνα της πρώτης, κεφαλόπουλα της δευτέρας, σαργουδάκια της τρίτης, τσιπούρες της τετάρτης, ροφούς της πέμπτης και σαλάχια της έκτης, και τι τσιμπούσια τότε στο γραφείο, τι ολύμπιες ευωχίες, αντί να κλαιγόμαστε για πολυετίες και κρατήσεις κι ευδόκιμα, για κούφια καρύδια».

 


Θ. Μπελίτσος, Νοέμβρης 2024

Από το ανέκδοτο έργο «Η Λήμνος στη Λογοτεχνία»


Από http://belitsosquarks.blogspot.com/








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου