Περνάω το χέρι μου ανάμεσα από τα μαλλιά μου. Είναι τρεις το πρωί. Κάνω κινήσεις αμήχανες, νευρικές. Απλά τις κάνω. Ίσως γιατί δεν αντέχω να σκέφτομαι. Ίσως, δεν ξέρω. Ό,τι κι αν κάνω όμως, οι φωνές μέσα μου δεν σταματάνε. Εγώ, εγώ που είχα πάντα τον έλεγχο. Σκατά έλεγχο έχω τώρα. Πώς θα τις κάνω να σωπάσουν μια τέτοια ώρα; Και γιατί, γιατί δεν σταματάνε; Δεν έχω κάνει τίποτα κακό κι όμως νιώθω μπερδεμένος.
Το σπίτι μου. Τριανταπέντε τετραγωνικά. Ένας καναπές κρεβάτι, ένα γραφείο, μια καρέκλα γραφείου και μια καρέκλα σκηνοθέτη. Αυτή είναι όλη κι όλη μου η περιουσία για αυτή την αρχή στη ζωή μου. Μια νέα αρχή, από το μηδέν, που προσπαθήσα και τα κατάφερα μόνος μου. Μόνος μου, στα είκοσι εννέα μου. Και ναι, είμαι περήφανος γι' αυτό. Για όλα αυτά.
Στην καρέκλα σκηνοθέτη κάθομαι. Κάθομαι και τρώω τις σάρκες μου. Εγώ, εγώ ο εύζωνας, να μην ξέρω τί να κάνω από ’δω και πέρα. Να μην ξέρω πώς να προχωρήσω. Να προχωρήσω ή να πάψω; Τί θέλω και τί πρέπει; Αν είναι δυνατόν! Μία απάντηση γαμώτο! Κοντεύω να τρελαθώ. Ξανά το χέρι στα μαλλιά μου. Δίχως να το καταλάβω μου ξεφεύγει ένας αναστεναγμός, πιο πολύ ξεφύσημα παρά στεναγμός. Μετανιώνω αμέσως γιατί ξέρω, πως ακούστηκα. Ακούστηκα και ίσως ξυπνήσει. Και δεν θέλω.
Στον καναπέ κρεβάτι απέναντι μου, ούτε στο ένα μέτρο, κοιμάται εκείνη. Την βλέπω να αναπνέει γαλήνια, με ένα χαμόγελο στα χείλη, γυμνή, σκεπασμένη μόνο με τα σεντόνια μου. Η ανάσα μου κόβεται. Δαγκώνω το χέρι μου. Θεέ μου, ας μην ξυπνήσει! Όχι τώρα. Όχι ακόμη. Ευτυχώς δε με άκουσε. Ευτυχώς! Ανασαίνω με ανακούφιση. Είπα στον εαυτό μου, ψηλέ, δε θα ερωτευτείς. Δεν είσαι τώρα για τέτοια, έχουμε στόχους, έχουμε δουλειές. Πώς την πάτησα ο μαλάκας τώρα;
Τίποτα δεν προμήνυε όλες αυτές μου τις σκέψεις δύο ώρες πριν.
Ήρθε σαν ήλιος μέσα στο σπίτι. Με μάτια που μου έλεγαν όλα όσα περίμενα από άλλες να ακούσω. Ξέρω πως όσα λέει τα εννοεί. Όσα αισθάνεται τα εισπράττω. Ψέμματα δεν είναι. Είναι όλη της μια γλύκα, μια φλόγα, μια γαλήνη στην καθημερινότητα μου, στο τώρα μου, στο σήμερα. Για αύριο δεν ξέρω. Δεν μπορώ να ξέρω και δε θέλω.
Με το που έκλεισα την πόρτα του διαμερίσματος και γύρισα την πλάτη μου, με πήρε αγκαλιά. Γελάω στη θύμηση της σκηνής. Μου φαίνεται τόσο αστείο. Με πήρε αγκαλιά, όσο μπορούσε το 1.58 της να πάρει το 1.93 μου. Τόσο γλυκό αστείο! Έπιασα τα χέρια της, γύρισα, έσκυψα και την σήκωσα αγκαλιά μου. Εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω μου. Μου χαμογέλασε κι εγώ κάπου εκεί, χάθηκα. Έλιωσα. Εγώ, το 1.93, ο εύζωνας, ο τέλος πάντων, άντρας. Μου χάιδεψε το πρόσωπο με τέτοια τρυφερότητα σαν να ήταν η τελευταία φορά που με έβλεπε, ενώ εγώ ένιωθα πως ήταν η πρώτη. Με κοιτούσε στα μάτια, σαν να με διαπερνούσε, να έμπαινε μέσα μου. Σαν να διάβαζε τα μυστικά μου, τους πόνους μου, τη ζωή μου ως τώρα. Δεν άντεξα, τη φίλησα. Κι εκείνη ανταποκρίθηκε.
Πόσο το περίμενα αυτό το φιλί. Εδώ. Έτσι. Σαν λύτρωση ακούστηκε ένας αναστεναγμός της. Ήξερα γιατί. Δε σταμάτησα. Έπλεξε τα χέρια της στα μαλλιά μου. Με έσφιξε περισσότερο. Χώθηκα στο λαιμό της. Μύρισα με δύναμη το άρωμά της. «Σε θέλω» της ψιθύρισα. Με κοίταξε ξανα στα μάτια. «Είμαι εδώ, δική σου» μου απάντησε. «Φτάνει να με αφήσεις κάτω. Αρχίζω κι έχω υψοφοβία.» Γέλασα..
Την άφησα κάτω. Κάθισε στον καναπέ κι εγώ γονάτισα μπροστά της. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο μου, με κοίταξε και με φίλησε. Θυμάμαι να της βγάζω τα ρούχα, να την νιώθω να ντρέπεται μα να με θέλει. Το έβλεπα, το ένιωθα. Τα τεράστια χέρια μου δεν άφησαν σημείο του κορμιού της, που δεν άγγιξαν. Ήταν στα χέρια μου τόσο μικρή, τόσο ευάλωτη. Κι όμως, τόσο παθιασμένη. Καμμία ποτέ μου δεν την ένιωσα τόσο στη στιγμή, όσο εκείνη. Δε θα περιγράψω πώς ένιωσα μέσα της. Θα πω αυτό το κλισέ που λέμε όλοι μας. Δεν ήθελα να τελειώσει. Ναι! Παραδέχομαι. Είχα καιρό να νιώσω έτσι. Μα εκείνο που με σόκαρε ήταν άλλο. Δύο πράγματα που δεν περίμενα.
Το πρώτο ήταν πως σε όλη τη διάρκεια που κάναμε έρωτα, γιατί ναι, έρωτας ήταν και το γούσταρα όσο δεν πάει, εκείνη έτρεμε. Έτρεμε ολόκληρη στα χέρια μου, στο άγγιγμα μου, στα φιλιά μου, στα πάντα μου, εκείνη έτρεμε. Αιφνιδιάστηκα και ρώτησα αν ήθελε να σταματήσω. «Μην τολμήσεις!» ήταν η απάντηση. Μέχρι τέλους, ένιωθα το κορμί της να τρέμει και να συσπάται στα πάντα μου. Καμμιά ποτέ, δεν το έχει ζήσει πλάι μου αυτό. Μόνο εκείνη.
Το δεύτερο σοκ ήταν όταν συνειδητοποίησα ένα ακόμη πράγμα.
Είχε βγάλει τη βέρα της.
Δεν ήξερα τι σημαίνει αυτό. Μήπως ήταν η απάντηση στην ερώτηση που της έκανα κάποτε «ρεπό από τη ζωή σου, πότε θα πάρεις;»
Μείναμε ξαπλωμένοι. Την κρατούσα αγκαλιά ενώ είχε το κεφάλι της στο στηθός μου. «Σ’ ευχαριστώ» ψιθύρισε.
—Για ποιο πράγμα;
—Για όλο αυτό που έγινε, που ένιωσα.
—Μη λες χαζά. Δικό μας δημιούργημα ήταν. Και ήταν υπέροχο.
—Ναι, ήταν.
Δεν τόλμησα να τη ρωτήσω τίποτα άλλο. Δεν ήθελα να χαλάσω τίποτα από τη στιγμή. Όμως με έτρωγαν τόσα πράγματα μέσα μου. Έτσι σηκώθηκα με πρόσχημα πως θέλω να πάω στο μπάνιο. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου. Έφτιαξα στο μυαλό μου διακριτικά τί θα τη ρωτήσω. Μέχρι να επιστρέψω εκείνη είχε κοιμηθεί.
Έμεινα όρθιος να την κοιτάζω χαμογελώντας. Πόσο όμορφο θέαμα, πόσο υπέροχη εικόνα. Την σκέπασα. «Λίγο μόνο να κλείσω τα μάτια μου» μουρμούρισε. Δεν απάντησα.
Κάθισα στην καρέκλα που είμαι τώρα. Με τις φωνές στο κεφάλι μου να μάχονται με αυτές στην καρδιά μου. Ήξερα πως δεν έπρεπε να μπλέξω. Το ήξερα. Όμως για πρώτη φορά στη ζωή μου, έβαλα τα πρέπει μου στην άκρη. Είπα θέλω. Χωρίς γιατί. Ίσως υπάρχει ένα γιατί. Γιατί αξίζει. Αξίζει, να το ζήσω, να το ζήσουμε κι όπου βγει. Πρόσπαθησε να με απωθήσει. Προσπάθησε να μου δείξει πως θα είναι δύσκολα. Δε με νοιάζει. Πόσο μάλλον τώρα. Δε βάζω όριο. Δε βάζω ταμπέλα. Ξέρω πως με θέλει και δεν είναι μόνο σαρκικό. Ξέρω πως, τη γυναίκα αυτή, τη θέλω στη ζωή μου. Μπορεί λιγότερο από όσο με θέλει εκείνη στη δική της. Όμως τη θέλω, Και για να τη θέλω, τη χρειάζομαι.
Μου δίνει πολλά, δίχως να περιμένει τίποτα από εμένα. Την βλέπω πως βασανίζεται, πως δε θέλει να με πληγώσει. Κι αν τελικά, την πληγώσω εγώ; Αν το αύριο, δεν είναι όπως τώρα; Αν κουραστώ να τη μοιράζομαι; Αν δεν αντέξω άλλο; Αν τρελαθώ και γίνω πιεστικός γιατί θα τη θέλω μόνο δική μου; Αν δεν αντέξω να μην την έχω, όταν την χρειάζομαι; «Χαλάλι σου» μου είπε. Όμως εγώ δεν είμαι έτσι. Τσογλάνι, δεν ήμουν ποτέ. Θεέ μου, τι να κάνω; Τι πρέπει να κάνω; Σχεδόν τρελαμένος, κρατάω το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια μου. Δεν έχω καταλάβει πως έχει ξυπνήσει κι έχει σηκωθεί. Στέκεται μπροστά μου, τυλιγμένη με το σεντόνι μου. Γονατίζει.
—Γιώργο μου; Τί είναι μάτια μου;
Η φωνή της ανήσυχη, φοβισμένη.
Σηκώνω το βλέμμα μου και κοιτάζω απευθείας τα μάτια της. Αυτά τα μάτια της τα σκούρα καστανά που με μάγεψαν. Την κοιτάζω και νιώθω τους παλμούς μου να ανεβαίνουν συνεχώς. Δεν χρείαζομαι τίποτα άλλο πια. Ξέρω την απάντηση. Τώρα ξέρω. Ξέρω τί θέλω να κάνω.
«Θέλω και θα μείνω» της λέω.
Κι όντως, θέλω, ρε γαμώτο.
Θέλω όσο τίποτα.
Όσο ποτέ!
Δώρα Μαστροκώστα
Φωτογραφία :Σοφία Δ. Νινιού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου