Ξέρω.
Τα δάκρυα τ’ ουρανού δεν ήταν για μένα.
Έπεσαν αλλού.
Mέσα από σύννεφαλευκά
άκουσα τη φωνή σου, γυιε μου
«Μάνα, έρχομαι!» είπες
«Ετοίμασέ μου τ’ αγαπημένο μου φαγητό!
Ετοίμασέ μου ζεστά σκεπάσματα!
Κάνει κρύο εδώ...»
—Όλα έτοιμα είναι!
Σε περιμένει η καρδιά μου. Ορθάνοιχτη είναι.
Σε περιμένει η ασπρούλα σου. Ανήσυχη είναι απόψε.
Κάνει ζέστη εδώ.
Ώρα πολλή δε πέρασε,γυιε μου,
κι η φωνή σου ταξίδεψε πάλι σε σύννεφα.
Σκοτεινά σύννεφα αυτή τη φορά.
«Μάνα, κοιμήσου!» είπες.
«Θ’ αργήσω...»
Η φωνή σου σώπασε.
Η ασπρούλα φωνάζει. Είναι πιο ανήσυχη.
Η τηλεόραση παίζει,
αλλά
σε δευτερόλεπτο της ώρας αλλάζει εικόνα.
Το σκληρό της γυαλί κοκκίνισε.
Φλόγες πανύψηλες βγάζει απ’ τα σωθικά της.
—Αλίμονο, της ζωής μου ανθέ!
Βαγόνια στο χώμα ανάποδα τον ουρανό κοιτάνε.
Ξύλα, αλουμίνια, σίδερα κροταλίζουν στις άκρες τους.
Σάρκες, ναι, σάρκες παντού.
Πολύ βαρύτ’ ουρανούτο φορτίο.
Δεν αντέχουν οι μύες του.
Σπάνε.
Στης γης τα χέριατ’ αφήνει.
Κι εκείνητόσο αχόρταγη από αίμα!
Αίμα ζεστό.
Ανοίγει το στόμα της τ’αδηφάγο
και καταπίνει
τη δίψα της την αιώνια να σβήσει.
Κραυγές.
Φρίκη.
Χάνομαι.
Δεν μπορεί. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό.
—Μη με τρομάζεις,ελπίδα της ζωής μου!ε
Δεν είσαι εσύ εκεί.
Έφυγες από το δεύτερο βαγόνι.
Ήταν άβολη η θέση.
Έπιασες το κορίτσι από το χέρι
Φύγατε. Ναι! Φύγατε.
Σώθηκες. Ναι! Σώθηκες.
Σωθήκατε κι οι δύο.
Δε θέλω τη στάχτη σου, γυιε μου.
Δε θέλω να γίνεις γη,
μα να χτίζεις πάνω σ’ αυτή.
Να περπατάς χέρι-χέρι με την αγάπη.
Κι όταν καλά ανθίσετε,
σ’ εκκλησά κι ολοστόλιστο να πάτε!
Ρίζες βαθιές να βγάλετε·
ρίζες γερές,ανθεκτικές
σαν το κυπαρίσσι μας.
Ο δυνατός αέρας σα χάδι πάνω σας!
Να στέκεστε αλύγιστοι!
Ν’ αντέχετε σαντα κυπαρίσσια!
Ξέρω. Σώθηκες.
Είπες,«Θα πάω στο τελευταίο βαγόνι».
Θα σε περιμένω.
Δε με πειράζει που θ’ αργήσεις.
Να μου φέρεις κρίνα!Λευκά κρίνα!
Βάσω Μέκιου
Φωτογραφία: Βάσω Μέκιου
Επεξεργασία φωτογραφίας: Σοφία Δ. Νινιού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου