Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΣΑΜΑΚΗ " TITULUS CRUCIS"



Ξημερώματα Μεγάλης Πέμπτης
το μικρό χωριό στη Γαλικία
αναδύθηκε μέσα από την ομίχλη
στο φως του Ήλιου!

Μια μαυροφορεμένη γυναίκα
ανέβαινε την ανηφόρα του βουνού
για το κοιμητήριο
τραβώντας από το χέρι
τη μικρή της κόρη.
Οι πλεξίδες τους
έβγαιναν κάτω από το μαντήλι
πένθιμες κι αυτές
σαν τις καμπάνες της ψυχής.

ΗIglesia de la Santa Creu
ξεπρόβαλλε μέσα από τα κυπαρίσσια
κι ένας στεναγμός από τη μητέρα
έκανε τη μικρή Eulàlia‎
να σφίξει το χεράκι της περισσότερο.
Φτάνοντας στο κοιμητήριο
βρήκαν τη μεταλλική πόρτα
να χάσκει τρίζοντας
λες και τις περίμενε κάποιος...
Ένα ρίγος
διαπέρασε το σώμα τους
καθώς έκαναν το σημείο του σταυρού.
Κατευθύνθηκαν
προς τη μοναδική καρυδιά
κάτω από την οποία
βρίσκονταν ο τάφος εκείνου...

Η Anastasia, έτσι έλεγαν τη χήρα
έβγαλε από το καλάθι της
ένα μπουκέτο με πασχαλιές
και βάλθηκε να τις τακτοποιεί
με ευλάβεια σ' ένα πήλινο βάζο
χωμένο στο νωπό έδαφος.
Τα μάτια της είχαν στερέψει
από τα δάκρυα του πόνου
προ πολλού
μα και η Eulàlia‎ έμοιαζε
σαν άγαλμα ψυχρό πλάι της.
Νύσταζε βέβαια
καθώς η μητέρα της
την είχε ξυπνήσει
από τα χαράματα.

Ένα βουητό από έντομο
έκανε τη μικρή
να ψάχνει με τα μάτια
γύρω της.
Κάτω στο έδαφος
κοντά στα πόδια της
σε ένα σβώλο κοπριάς
υπήρχε
ένας σκαραβαίος πράσινος.
Ήταν από αυτούς
που στη ράχη τους έχουν
ιριδίζουσες λάμψεις!
Βασιλιάδες
τους έλεγαν στα μέρη εκείνα.
Με ένα κλαδί καρυδιάς
τον έβγαλε στο φως...
Η Eulàlia‎ με το παπούτσι της
άρχισε να σπρώχνει την κοπριά
ώστε να κυλάει μόνη της
σα να ήταν βόλος.
Τραβώντας μια κλωστή από το σάλι
την έδεσε γύρω από το Βασιλιά
μεταξύ της κοιλιάς και της πλευράς...
Καθώς το αιχμαλωτισμένο ζωύφιο
ζουζούνιζε γύρω από το κορίτσι
κόκκινες παπαρούνες
φύτρωναν στο έδαφος
σχηματίζοντας έναν κύκλο!
Σάστισε η Eulàlia‎
όπως είναι φυσικό
και γύρισε προς τη μητέρα της
να της δώσει κάποια
λογική εξήγηση
μα εκείνη ήταν αφοσιωμένη
στην περιποίηση του τάφου.
Κάπως έτσι της ξέφυγε
η κλωστή από το χέρι
και ο Βασιλιάς ελευθερώθηκε.
Η μικρή βάλθηκε να τον ακολουθεί
μιας και εκείνος δεν μπορούσε
να πετάξει ούτε ψηλά
ούτε γρήγορα.

Από όπου πετούσε το έντομο
άνθιζαν παπαρούνες
μέχρι που στάθηκε
στη στρογγυλή διακοσμητική πλάκα
ενός τάφου.
Ήταν μια ραγισμένη πέτρα
με ανάγλυφο πάνω της
το θλιμμένο πρόσωπο του Χριστού!
Εκεί
στο σημείο της καρδιάς του
πήγε και έμεινε ακίνητος
ο πράσινος σκαραβαίος.
Η Eulàlia‎
γονάτισε και προσκύνησε
με ευλάβεια.
Μπορεί να μην ήξερε γράμματα
για να διαβάσει τη σκαλιστή επιγραφή:
INRI
όμως γνώριζε καλά
τη μορφή Εκείνου
του Βασιλέα των πάντων...
Παραξενεύτηκε τόσο
που τον έβλεπε θλιμμένο
σα να ήταν
ένας κοινός άνθρωπος
που κάτι τον βασάνιζε!

_ Είμαι ο ών!
Με βλέπεις
όπως ακριβώς αισθάνεσαι!

Το κορίτσι ταράχτηκε!

_ Μπορείς και μιλάς;

_ Τη μια γλώσσα και μοναδική
αυτή που ξεχάστηκε
στα θεμέλια της Βαβέλ...
Τη γλώσσα της αληθείας
που μόνο οι ταπεινοί στην καρδιά
καταλαβαίνουν
αυτή τη φωνή
είναι που ακούς.

_ Γιατί είσαι θλιμμένος;
Μήπως επειδή σε σταύρωσαν;

_ Τα παιδιά μου
με σταυρώνουν συνεχώς
μα ο πόνος μου είναι
ο δικός σου καημός...
Το κόκκινο αίμα της παπαρούνας
σε πνίγει
η Άνοιξη της ζωής
σου παίρνει τη μιλιά...

_ Το ξέρεις πως
πέθανε ο πατέρας μου
εσύ τον πήρες
έτσι δεν είναι;

_ Οὐκἀπέθανενἀλλὰ καθεύδει
και αναστήσω αυτόν εγώ
τη εσχάτη ημέρα...

Η Eulàlia‎ τότε χαμογέλασε
και μαζί της χαμογέλασε
κι Εκείνος...

_ Ψυχούλα μου ξύπνα
θα κρυώσεις εδώ κάτω!

Ήταν η φωνή της μητέρας της
που τη σήκωνε απαλά
κάτω από τον κορμό της καρυδιάς...

_ Μητέρα
τον είδα μπροστά μου
του μίλησα...

_ Καλό μου παιδί
βρήκες πάλι τη φωνή σου!
Δόξα να έχει ο μεγαλοδύναμος!

_ Βρήκα το Θεό
μητέρα
να εδώ...

Δείχνοντας την καρδιά της
μια πεταλούδα λευκή
ήρθε και στάθηκε
στο μαύρο μαντήλι της...

Το μεγάλο θαύμα της Eulàlia‎
διαδόθηκε σε όλο το χωριό
κι ακόμη πιο πέρα.
Όταν μετά από χρόνια
κοιμήθηκε με τη σειρά της
κάτω από τη σκιά της καρυδιάς
οι κάτοικοι προς τιμή της
ονόμασαν
το εκκλησάκι του κοιμητηρίου:

Iglesia de laSantaCreu i SantaEulàlia‎

Τσαμάκη Βασιλική



Η εικόνα είναι από το pixabay.com








3 σχόλια: