Κυριακή 11 Απριλίου 2021

ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ - ΕΠΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΜΑΡΑΝΣΗ

Καθόντουσαν στην βεράντα τους πλακωμένοι από τα χρόνια,
και αγνάντευαν - αριστοκρατικά ήρεμοι -
τον ευρύχωρο περιποιημένο τους χώρο
σχεδόν ακίνητοι - μα και αμίλητοι.
Οι τριανταφυλλιές, ναι, θέλαν μεν λιγάκι κλάδεμα,
αλλά τί τα θες όμως - τώρα - αυτά.
Κάπου κάπου, κάτι λέγανε, για τον καιρό κυρίως
- «σάμπως θα βρέξει φαίνεται».
Η ματιά τους - απλανής -
δεν έψαχνε τριγύρω για επιδιορθώσεις ή για έργα,
και ο νούς τους - αφηρημένος -
δεν έπλεκε, πλέον, σχέδια για ταξίδια,
μα ούτε και για συγκεντρώσεις και για τραπέζια πλουσιοπάροχα.
Ανάγκη δεν είχανε καμμία.
Χρήματα υπήρχαν - από καιρό - αρκετούτσικα,
μα αυτό τούς ήτανε, σχεδόν, τόσο άσχετο όσο και τα πορτοκάλια στο ψυγείο τους.
Και φίλους είχαν μερικούς,
και κάπου κάπου βρισκόντουσαν και τα λέγανε.
Αυτό όμως που τους έλειπε
- και δυστυχώς το ξέρανε -
ήταν ο Χρόνος.


ΓΟΝΕΙΣ

Μετά από τόσα χρόνια που - για αλλού - εφύγανε,
και παρ’ όλες τις τόσες ανασκαφές βαθειά στην συνείδησή μου,
για ‘δες, υπάρχει ακόμα τόσος βούρκος - μέσα μου -
αδιατάρακτος,
και τόσο υλικό ακατανόητο,
και τόσα αίτια ανεξερεύνητα,
ώστε, ξυπνώντας απότομα
μετά από πάρε-δώσε μαζί τους στο όνειρο,
πάλι βαθειά αναστενάζω
- σαστισμένος -
ακόμα γεμάτος απορία.


ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΣ

Α, τα γεροντικά ζευγαράκια τί οικτρά - τί απαίσια - που είναι!
Σαν τα βλέπεις να αλληλοβαστάζονται περνώντας στον δρόμο,
χαμογελάς - γλυκά κάπως -
σαν να βλέπεις αθώα παιδάκια.
Αλλά - σκέψου - μετἀ από τόσα χρόνια που ζήσανε μαζί,
πόσο καλά γνωρίζει ο ένας τους
του άλλου τα κουσούρια, τις ιδιοτροπίες,
τις αδυναμίες και τις βρωμιές,
και πόσες φορές δεν έχει ακούσει ο καθένας τους τις ίδιες ιστορίες,
τους ίδιους και τους ίδιους ξιπασμούς, και τα ίδια αστεία
- που πάντα ο άλλος τα αγνοεί με απέχθεια και με βαρετό μορφασμό -
και πόσο καλά ξέρει ο καθένας τους τα ψέματα του άλλου,
- αν και με προσποιητή αδιαφορία ποτέ τους δεν το μαρτυράνε -
και πόσο νωπά ακόμα διατηρούν
τις παλαιές τους απογοητεύσεις και τις πίκρες,
που ο ένας τους προξένησε στον άλλον εδώ και χρὀνια,
και που πάντα, σαν κάτι μηδαμινό - ασήμαντο - τους το θυμίσει,
ξεσπάει ο πόνος τους με φωνές απροσδόκητες και με βρισιές σκιώδεις.
Δεν αγαπιώνται πλέον,
απλώς είναι συγκάτοικοι - ούτε καν φίλοι -
τα σχόλια τους γεμάτα αποδοκιμασία,
ο μορφασμός φωνάζει σιχασιά,
μα με λαχτάρα αγωνιούν μεταξύ τους
μπας και ο άλλος κάτι πάθει,
σαν νά ’ταν ο καθένας τους το σωσίβιο - η σανίδα σωτηρίας - του άλλου
στον εύθραυστο, στον αβέβαιο και γεμάτο φόβο κόσμο τους.


ΑΥΓΕΙΑΣ

Τράβηξε το καζανάκι,
και μονομιάς – σαν από δύναμη μυθική –
καθάρισε ο τόπος.
Κι αμέσως – ζηλεύοντας την Δύναμη –
σκέφτηκε
κάτι μεν για τον Αυγεία,
κάτι για σχολικούς εφιάλτες,
μα κυρίως κάτι για την συνείδησή του.


ΒΡΟΧΗ


Ἐν δορἰ μεν μοι μᾶζα μεμαγμένη, ἐν δορί δ’ οἶνος
Ἰσμαρικός, πίνω δ΄ἐν δορί κεκλημένος.
Ἀρχίλοχος

Άσ’ τονα να βρέχει.
Κάποτε θα σταματήσει.
Πού θα πάει;
Εν τω μεταξύ, το σακούλι με τα καρύδια,
τελείως άδειο ακόμα δεν είναι,
και από το γλυκό κρασί, δύο νταμιτζάνες ακόμα υπάρχουν,
κι έξω, κάτω από το υπόστεγο, για ‘δες,
ο σωρός με τα ξύλα για την σόμπα είναι καλά στοιβαγμένος!
Και εγώ - για να μην μαλώνουν τα κορίτσα -
ανάμεσά τους - με το δόρυ μου - ξαπλωμένος
απ’ τη μιἀ μεριά έχω τη μικρή - τη σκούρα -
που ψηλόφωνα, σαν ακούρδιστο βιολί , πάντα γελάει,
και την άλλη - την χειμωνιάτικια - την έχω αριστερά μου.
Α, ναι, κι όταν νυστάξω,
η γατούλα στο προσκέφαλό μου ξαπλωμένη
τα μαλλιά μου, με τη γλωσσίτσα της, μου τα κτενίζει,
και στα ουράνια με τα γουργουρίσματά της με νανουρίζει.
Μα πες μου, ρε φίλε.
Με τέτοιο καιρό, τί άλλο μπορείς να κάνεις;
Άσ’ τονα, λοιπόν, να βρέχει.
Κάποτε θα σταματήσει.


ΠΑΙΔΕΙΑ

Πριν σκορπίσουν στης ζωής τ’ ακτινωτά μονοπάτια,
με τιτιβίσματα χελιδονίσια και αναψοκοκκινισμένα μάγουλα,
από των μεγἀλων μακρυά τις αυθαίρετες εντολές,
καμμιά δεκαριά παιδιά
αλληλοδιδάχτηκαν στην φτωχογειτονιά
μ’ ένα τόπι τόσο δα!


ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ξάπλωσε μηχανικά, ξεθεωμένος από την κούραση
στο σκοτεινό δωμάτιο, με δίχως καμμία σκέψη.
Μα, σαν τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι,
αμέσως - ανατριχιάζοντας - αναγνώρισε με λαχτάρα
- από κάποια της κουρτίνας χαραμάδα -
τον γλυκό ψίθυρο της φίλης του της Σελήνης,
που εδώ και χρόνια, σαν ζηλότυπος αγαπητικός,
στον ευρύ ουρανό την παίρνει από πίσω,
με το μοιρογνωμόνιο και το χαρτί στα χέρια του,
για να μάθει τα πηγαινέλα της – την μπερδεμένη τροχιά της.
Απόψε, αυτή, μιας κι είναι πανσέληνος στο γιόμα της,
τού στολίστηκε και τού ανοίχτηκε όσο πάει,
κι αυτός, ενώ ξέρει καλά πως πρέπει να την ανταμώσει,
αναρωτιέται κατάκοπος αν αξίζει να σηκωθεί
και το στίγμα της στα ουράνια - πάλι - να μετρήσει.
Μα ξάφνου, ανάστατο μια σκέψη τον ανατριχιάζει
μπας και κάτι του συμβεί, κι αν πέπρωται να μην την ξανασμίξει.
Κι έτσι, πετιέται, όρθιος μπροστά της - ευθυτενής -
και μεσ’ τήν απόλυτο σιγή, ψελλίζει την προσευχή του:
«Φίλη Σελήνη, Κυρά μου, Σεπτή Θεά,
κράτα μου κι εμένα τα μάτια - πάντα - ανοικτά
σαν του Ενδυμίωνα, του νεαρού αγαπητικού σου,
που μ’ ορθάνοικτα τα μάτια τον κοίμισες αιώνια,
για να θαυμάζεις - μόνο εσύ - κάθε βραδυά την ομορφιά του.
Μα, Φίλη Σελήνη, κράτα με και ζωντανό, ώστε κι εγώ να σε χαίρομαι,
και τα πηγαινέλα σου να προφτάσω να μετρήσω και να μάθω».


Η φωτογραφία είναι από https://gr.pinterest.com/








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου