Τι θα γινότανε ο Αντώνης σα θα τέλειωνε το γυμνάσιο… Τι θα σπούδαζε; Πάλι ρωτάγανε οι ξένοι, πάλι ρώταγε κι ο ίδιος τον εαυτό του.
Ν’ αγαπάς όλα τα μαθήματα και σε κανένα να μην προκόβεις. Να ’χεις φερσίματα στρωτά, δυο μάτια ήμερα. Να λεν οι δάσκαλοι για σένα: Συμπαθέστατο παιδί, και, για να ’μαστε δίκαιοι, όχι κουτό.
Όμως πάντα, ναι πάντα, διαγωνισμοί και προφορικά σου, να τη ζουρλαίνουνε κείνη την πένα με το κόκκινο μελάνι, καθώς πάει να γράψει τη μοίρα σου στον κατάλογο.
- Κύριοι συνάδελφοι, ομολογώ πως μόλις τη βάση μπορώ να του δώσω…
Και να καπνίζουνε οι κύριοι συνάδελφοι, ανάμεσα στις ντουλάπες με τις βαλσαμωμένες νυχτερίδες, την υδρόγειο, τα μαϊμούδια που κρατάνε στη χούφτα το καρύδι.
- Ποιανού;
- Ποιου άλλου; Του Αντώνη του Κλαράτου.
- Παλιό νέο. Ποιος μπορεί να του δώσει πάνω από τη βάση…
Στέκαν εκεί, σε χωριστή παρέα, ο ιχνογράφος, ο γυμναστής, ο μουσικός, νεοδιορισμένα παλικάρια με καημούς για «διόρθωμα των καιρών» και ταξίδια. Μαγνήτες γι’ αυτούς η Ευρώπη, απ’ τη Σπιτσβέργη ως το Γιβλατάρ, μαγνήτες η ζούγκλα, τα χωριά των Νέγρων, η Άπω Ανατολή. Αυτά είναι οι ε λ π ί δ ε ς. Και το τ ώ ρ α, είναι τα μαθητούδια. Όλα όλα μαζί, κι ένα ένα χώρια. Τα μαθητούδια, που βγήκανε από τη στέρηση, τη φωτιά και τον τρόμο ζωντανά. Τα πιο πολλά έχουν σωματάκι αδύνατο, λαιμά πρησμένα κι ένα βλέμμα που λέει: Πόνεσα, σκέφτηκα, έμαθα… πρόσεξέ με!
- Παράδειγμα ο Κλαράτος… Αν τον προσέξεις, θα δεις πως το μυαλό του στιγμές στιγμές βγαίνει ολότελ’ απ’ τη σκοτεινιά.
- Για πόσο βαστάνε, όμως, αγαπητέ, οι σ τ ι γ μ έ ς… Δες τη γάτα που μου ζωγράφισε… Το κεφάλι υπέροχο. Τα πόδια, σαν από άλογο.
- Οι ασκήσεις του στη γυμναστική, υπόδειγμα. Το βήμα του, σαστίζει σύνταγμα.
Στην Προσευχή του Μπετόβεν, έβγαλε χτες περίφημο φα. Κι αμέσως πήδηξε τέσσερα μέτρα.
Ο πατέρας του Αντώνη, ρολογάς και χρυσικός, δεν είχε όρεξη να βάλει το γιο του διάδοχο στη δουλειά.
- Καλά θάφτηκα γω στις βιδίτσες και τις ροδίτσες και τα ρουμπίνια και των ματιών το στραβωμό.
Μάλιστα, τις όμορφες μέρες, χειμώνα ή άνοιξη, τα μαράζια του θέριευαν. Βήματα γοργά ακούγονταν απ’ τον πλακόστρωτο δρόμο. Θυμότανε τα λούλουδα που χαίρονταν τον ήλιο στα γερασμένα μπαλκόνια. Το δικό του παράθυρο χαμηλό, το σοκάκι όλο παλιωσύνη και πλήξη. Σπίτια κάστρα, και ούτε αχτίδα στα πορτόνια τους. Μόνο πέρ’ απ’ τη σκοτεινή λουρίδα, ένα άνοιγμα, ένα καταγάλανο φως.
- Ας είχα καιρό να πάω, φίλε, κι ως το λιμάνι μακάρι.
Κοντά στο μώλο μπορεί να ’τανε πράσινο το νερό. Μα σου ’φερνε ο αγέρας όλη τη μακρινή φρεσκάδα. Ύστερα, είχε βάρκες, είχε αφρούς. Έπλαθες τη ζωή… ναι τη ζωή, μια στάλα δροσισμένη.
Στην κλεισούρα, άστραφτε πότε πότε μια σύντομη χαρά. Ένας γλάρος χύμαγε, έσκιζε το στενό φτερουγώντας με δύναμη, σκόρπαγε στον αγέρα πούπουλα, έφευγε.
- Καλό να ’χεις, πουλί μου!
Έκανε ο ρολογάς ένα σινιάλο, ξανάσκυβε στη δουλειά.
- Μα το γιο μου, να μην είμαι Κλαράτος… αν τονε κάμω σαν και τα μένανε…
Για το στενεμένο στηθάκι του παιδιού του ήθελε τον αγέρα, τον ανοιχτό κόσμο, του Θεού τον ουρανό. Ήθελε τα ρουμάνια, όπου τα δέντρα βάζουνε στη μέση τα χωριατόσπιτα, τις ακρογιαλιές, όπου τα βότσαλα περιμένουνε το κύμα το μεγάλο να τα πάρει ταξίδι.
Όμως όλα τούτα τα ’θελε πλεγμένα με κάποιον όμορφο σκοπό.
- Η ζωή, να ’ναι σωστή ζωή.
Σκέδια πολλά κουβάλαγε ο πόθος στο μυαλό του. Βάρδα κι από εταιρείες και συμβολαιογραφεία και τράπεζες.
- Πιότερη άπλα έχει ο ποντικός στην παγίδα.
Ένα όνειρο ήρθε και κοντοστάθηκε. Ξανάρθε κι έμεινε.
- Αν τον έκανα καθηγητή;
Όταν τα σύννεφα, η θάλασσα και η στεριά βρίσκονταν στις καλές τους, αυτοί οι καθηγητές ήτανε οι μόνοι άνθρωποι με θέση και με μιστό, που δεν κάθονταν κλεισμένοι. Συντροφιά με τα μαθητούδια τους, πότε θερίζανε τα βουναλάκια απ’ τα κυκλάμινα, πότε τους λόγγους απ’ τα γαλάζια κρίνα. Και ποτέ να μη λείψει το βιβλίο:
- Μάθημα!
Λαχτάραγε, ακούγοντας τέτοια μαντάτα, ο πατέρας του Αντώνη.
- Τι; Σαν τον καιρό τον δικόνε μας;
Τότε, αν απ’ το παράθυρο της τάξης έβλεπες τον επιστάτη να διαβάζει εφημερίδα, έχανες τα πάντα. Αντίς για θρησκευτικά, απάνταγες ιστορία. Τα σημερινά παιδιά, βλέπουνε τα κατσίκια να χοροπηδάν στις πλαγιές, και το μυαλό τους, εκεί, κλαρίνο!
Καθηγητής… Και στα κακοκαίρια η νέα, λέει, μέθοδο, θέλει ανοιχτούς της τάξης τους φεγγίτες. Κι αφού είναι η νέα μέθοδο, ξεχνάς πως κάνει κρύο. Ανασαίνεις λεύτερα. Τα πλεμόνια σου δε μαραζώνουνε. Καθηγητής, όμορφη δουλειά, να πλάθεις ανθρώπους, και να μη σε ξεχνάει η πλατιά η χτίση, να ’ναι δικός σου ο αγέρας, η κίνηση… Και τον πόθο του τον εμπιστεύθηκε ο χρυσικός, στον ίδιο τον Αντώνη.
- Μην πούμε όμως τίποτα της μάνας σου, και πιάσει τα μωρολογήματα με τις φιλενάδες και το μάθουν οι μπαρμπάδες σου… Φουρκισμένοι βλέπεις καθώς είναι με τα χτηματικά, όλο και πόντους πετάνε… για κείνο δα το…έξι.
Κείνο το έξι… το 6, η άμοιρη μοίρα του Αντώνη κρεμασμένη ανάποδα. Ποιο θάμα θα την έβαζε κάποτε, να σταθεί στα πόδια της, ν’ αντικρίσει τον κόσμο με το κεφάλι ορθό, να θαρρευτεί και να χαρευτεί το παιδί, σ’ ένα μονάχα μάθημα… Κύριε, ας ήτανε σ’ ένα μονάχα.
Όμως ο στοχασμός του πατέρα έφερε στον Αντώνη δυνατό καμάρι. Και το καμάρι ανέβασε στα χείλη του σωστή απάντηση:
- Λέω, πατέρα, να δοκιμάσουμε πρώτα, μήπως κάνω για τη δική σου δουλειά. Πάππου προς πάππο το μαγαζί μας, ίσως μπορέσω να το κρατήσω και γω.
Μια σοβαρή επισκευή του Γυμνάσιου είχε κόψει τα μαθήματα. Η πρόβα αρχίνησε αμέσως. Το φως του λιμανιού, στο άνοιγμα της σούδας, είχε θολώσει απ’ την κακοκαιριά.
Στάζανε τα μπαλκόνια και οι ουρανοί κοίταγαν στις πλάκες του δρόμου την κατσούφικη θωριά τους. Και συ να κινάς απ’ της κάμαράς σου τη σκοτεινιά, να περνάς ένα μακρυνάρι, ν’ ακολουθάς ψηλαφώντας τα στραβώματα της σκαλίτσας και να τρυπώνεις στο μαγαζί.
- Φροντίσανε βλέπεις οι παππούδες μας να μην τρέχουμε στους δρόμους και συναχωνόμαστε… Ιδέα κι αυτή. Επάγγελμα και σπίτι, αυγοτάραχο.
Αντίκρυ ο ψιλικατζής, ο παπουτσής, ο τυπογράφος ανοίγανε, κλείνανε τις ομπρέλες τους, έρχονταν, φεύγανε πηδώντας πάνω απ’ τους λάκκους… Την ώρα που ο βοριάς παίρνει μπάλα τα σπίτια και τον ακούς να τρυπώνει σε περιβόλια και αυλούλες ξεφυλλίζοντας τις μουριές, φοβερίζοντας τα χαγιάτια, που ακόμη μοσκοβολάν μπουγαρίνι, εσύ ούτε λεφτό να μη βγαίνεις από των τέσσερων τοίχων την κλεισούρα. Βαρύ το μέτωπό σου, άδροσο το στήθος σου… Καθιστός, καρφωμένος, φυλακώνεις μάτι και σκέψη σ’ ένα δυο εκατοστά τόπο. Το ελατήριο, η τρίχα, το γαντζάκι, το αμάλγαμα, το μπριλάντι, που αλίμονο αν δε στεριώσει καλά.
Να πηγαίνεις στο μαγαζί για μισή ωρούλα, ναι, δεν ήταν άσκημο. Είχανε παράξενο χτίσιμο, όλα εκεινού του δρόμου τα σπίτια, έκανες χάζι. Οι τοίχοι αλλού βγαίναν όξω με στρογγυλέματα σα φρούρια, αλλού μπαίνανε μέσα φτιάνοντας κρυψώνες, όπου τρύπωναν τα παιδιά. Και το εσωτερικό τους είχε πιότερα διαδρομάκια και σκάλες και σοφίτες, παρά κάμαρες, είχε και πολλά πεζούλια, γιατί έτσι, λέει, άρεσε στους τεχνίτες τότε.
Στο Κλαρατέικο πολλά ήτανε τα σημάδια του τ ό τ ε. Τις αμπάρες του θα τις χαιρότανε Κύκλωπας. Το ίδιο και τα κλειδιά. Την ασφάλεια, έτσι τη νιώθανε οι νοικοκυραίοι τότε.
Για μαγαζί είχανε διαλέξει οι παππούδες του Αντώνη ένα δωμάτιο του ισόγειου. Ήτανε γεμάτο κόγχες σαν εκκλησιά και τα παράθυρά του φράζονταν από νταντελωτά σίδερα, όλο φύλλα και τσαμπιά και σπουργίτια. Χάμω, πλάκες χωματένιες με δυο λογιών κανελί. Όταν τις πλένανε, κράταγαν για πολύ μια φρεσκάδα, σαν οργωμένος κάμπος. Γύρω διάφορες ντουλάπες ως και της θειας Ροζέτας και του ξάδελφου Γιούλιου, αλλαγμένες για τον προορισμό τους τον καινούργιο.
- Σιορ Αντρέα μου, λίγο σα βιτρίνες, σαν κάσσες φόρτε. Μα η γκαρνταρόμπα μου, εγώ σου λέω, δεν αλησμονάει τσι ζακέδες και τα πούφια που φύλαξε, στου μεγαλείου μου τον καιρό.
Μπορεί. Γιατί ανοίγοντας να πάρεις ένα βάζο με το Δικέφαλο ή μια καρφίτσα με κάποιο σήμα των Εφτά Νησιών – καράβι, δελφίνι, θεό της θάλασσας – ένιωθες την πνοή των περασμένων.
Μέρες μέρες, ένας καλός φίλος, ο φωτογράφος που κολύμπαγε σε πάκα ενσταντανέ ή ο εμποράκος που ’χε την κλωστή του αθάνατου – νήματα αγαύης έλεγε η ρεκλάμα – πρόβαλε βιαστικά στο μαγαζί.
- Σε δυο λεφτά, σου φέρνω ένα χωριάτικο γάμο.
Ο πατέρας του Αντώνη κι ο υπηρέτης σκόρπαγαν στα κρύσταλλα βέρες, καρφίτσες, αλυσίδες, στήνανε ανάμεσά τους κούπες του γλυκού κι ασημένια καραφάκια.
Και μπαίνατε σε λίγο οι συμπεθέροι, με τον αέρα νοικοκυραίων, που ανοίγουνε σπίτια καινούργια, κι έμπαινε ο γαμπρός μαζεύοντας σαν ήρωας τα πειράγματα, κι έμπαινε η νύφη, απλώνοντας ζαλισμένη το χέρι για το μέτρο του δαχτυλιδιού.
Εύκολο το διάλεγμα κι η πληρωμή αμέσως. Και καθώς φεύγανε, έλεγες ότι απάνω στις πλάκες, που θύμιζαν οργωμένη εξοχή, φύτρωνε το γρασίδι.
Μα η ταχτική ζωή του μαγαζιού είχε άλλο τροπάρι. Πάνω στον μουτζουρωμένο πάγκο, τα μπουκάλια με τα υγρά σου καίνε τα χέρια. Το καμινέτο με την κοκκινωπή φλόγα βουίζει σαν την κόλαση. Προχωράει τ’ απόγεμα, σβήνει το δειλινό και συ κάθεσαι διπλιασμένος πάνω στην καρέκλα, δούλος στο φακό, στο τσιμπίδι, στην τριχούλα, στο γαντζάκι…
- Λύτρωνε, Άγιε, λύτρωνε!
Μ’ ένα χαμόγελο, βάλανε πατέρας και γιος τελεία στη δοκιμή.
- Δεν πιστεύω να τα καταφέρω…
- Δοξασμένο τ’ όνομά Του… Όχι!
Μια βραδιά, η παρακόρη της νόνας, η Ήρα, τρεις πιθαμές γυναικάκι, ήρθε και πήρε τη μητέρα του Αντώνη.
- Ανήμπορη κάπως η κυρία. Σας θέλει. Και θα κοιμηθείτε σε μας.
Άσκημο να φεύγει απ’ το τραπέζι η νοικοκυρά, αφήνοντας ένα σωρό παραγγελιές που φτερουγάν γύρω απ’ τ’ αδύνατο ηλεκτρικό και τις ακούς αφηρημένος. Κρυώνεις εσύ που τη νιώθεις να βγαίνει στην παγωνιά. Παραγγελιά της να πλαγιάσεις αμέσως και να βάλεις την κουβερτίτσα μέσ’ απ’ το πάπλωμα. Η κομπόστα το κυδώνι άγλυκη. Η σταφίδα όλο κουκούτσια.
- Καληνύχτα, πατέρα.
- Καλό ξημέρωμα. Μπα… τι ξέχασα. Κει που έκλεινα, πέρασε ο Λάζαρος ο ψαράς… Βάλε με νου σου τι κράταγε στη χούφτα του. Ένα πουλάκι! Ξέρεις… το Μπιρμπίλι της θάλασσας.
- Λαβωμένο;
- Ακέριο τ’ αφιλότιμο. Κότσανος! Το ’πιασε κατά τον Πλατύ Γιαλό. Και όπως έχει πάντα τις λόξες του ο Λάζαρος, του μπήκε και καλά να βάλει το πουλί σε κλούβα να το μερώσει… Το ’φερε στη μάνα σου, που είναι λέει υπόμονη να τ’ αναλάβει.
- Και γιατί δεν τ’ ανέβασες σπίτι;
- Μη και το βρήκα να τ’ ανεβάσω; Το ’βλεπα μουδιασμένο, το παράτησα μια στιγμή στο τραπέζι. Γυρνάω, άφαντο! Κάπου θα τρύπωσε. Αύριο το πρωί κοιτάμε. Καλή σου νύχτα.
Μέσα στο πρωτοΰπνι του τινάχτηκε ο Αντώνης.
- Μπιρμπίλι της θάλασσας.
Ένα πουλάκι που δεν το είδε ποτέ του. Μα τ’ όνομά του ακόμα χτες το πρωί το ’χε ακούσει από το δάσκαλο της Φυσικής. Θα τους το ’κανε μάθημα μεθαύριο. Μάλιστα ο Τάσος, που μεγαλοπιανόταν, ρώτηξε το επιστημονικό του όνομα και ο καθηγητής το είπε. Όμως, άδικα πάλευε τώρα ο Αντώνης να το θυμηθεί.
- Μνημονικό!
Με το πολύ στριφογύρισμα, η κουβερτίτσα γίνηκε μπάλα, κύλησε στο πάτωμα. Φουρκισμένος ξεφώνησε:
- Α!... Α!... Αλκυών!
πήγε να χτυπήσει παλαμάκια.
- Αλκυών!
Χαμογέλασε. Έπρεπε να σηκωθεί να τηνε φέρει απάνω την Αλκυόνα. Την είχανε μάθημα την άλλη μέρα. Έπρεπε να τηνε δει, να τηνε σπουδάσει. Και πόση χαρά θα ’κανε ο καθηγητής αν αυτό το καλό και όχι κουτό, και… παραλίγο κάπως έξυπνο παιδί, ο Αντώνης ο Κλαράτος, θα ’τανε σε θέση να τον βοηθήσει στην παράδοση.
- Η Αλκυόνα είναι… ένα πουλί με μακριά πόδια, μακρύ λαιμό, μικρό ράμφος, μαύρα φτερά…
Το χαμόγελο έσβησε.
- Πώς θα το δεχτεί η μητέρα τούτο το δώρο του Λάζαρου;
Αργά αργά τυλίχτηκε το παιδί σε μια ανείπωτη λύπη.
Κάτω, στου μαγαζιού το σκοτάδι, μια Αλκυόνα παράδερνε μακριά από το κύμα, μακριά απ’ τις μυρτιές της ακρογιαλιάς. Και θέλανε να τη σκλαβώσουνε. Πού θα κρεμάγανε το κλουβί της; Μπορεί στο πίσω χαγιάτι, δίπλα στο μουχλιασμένο λούκι. Να είναι πέρα ο ουρανός, να είναι το χτήμα με τις μυγδαλιές που κατεβαίνουνε στη θάλασσα και συ, το γερό, το νιο πουλί, να μαραίνεσαι μέσα σε δυο πιθαμές τόπο…
Αν ήτανε τούτη την ώρα ανάμεσα στη μάνα και τον πατέρα ο Αντώνης, θα καθότανε ήσυχος, ακούνητος. Η σκέψη θα κόχλαζε βαθιά μέσα του, μα τίποτα δε θα την πρόδινε. Έτσι γίνηκε όλα τούτα τα μαύρα χρόνια:
- Φρόνιμα, μονάκριβό μου… Είσαι τόσο μικρό!
Μικρό και φρόνιμο… Και συ να ξέρεις όλες τις αιτίες που φούντωσαν στη γη τη φωτιά, το αλυσόδεμα, όλες τις αιτίες που ανοίξανε αμέτρητους τάφους, και να μιλήσεις ποτέ να μην μπορείς… Εσύ, που χτες ακόμα στείλανε και σε πήρανε από του φίλου αντίκρυ με ομπρέλα και πελερίνα, για δυο σταγόνες βροχή.
Όμως, τούτη την ώρα, ο Αντώνης είναι μονάχος. Ανακάθεται στο στρώμα του με ορμή. Πετάγεται απάνω, σφίγγει τις γροθιές. Ο καθρέφτης τον δείχνει ένα παιδί μεγάλο… Άνθρωποι δικοί του θα σκλαβώσουνε της Αλκυόνας το φτερούγισμα, θα της αλλάξουνε τη ζωή. Αυτό είναι το κρίμα το μεγάλο. Να σε κρατάνε στη ζωή, αλλάζοντας πέρα και πέρα εκείνο που σου τάχτηκε για φύση και αλήθεια.
Μ’ ένα πήδημα βρέθηκε στο λαβομάνο. Κρύσταλλο το νερό. Πέταξε τα νυχτικά, φόρεσε το παντελόνι, το σακάκι, ακόμα και το παλτό. Ψαχουλευτά βγήκε στο διάδρομο, κατέβηκε…
Μ’ απόφαση κι αλαφράδα έσπρωξε την πορτούλα που ένωνε σπίτι και μαγαζί. Άκουσε φτερούγισμα, ένα άταχτο χτύπο απάνω στα κρύσταλλα… Ήτανε αυτό του πουλιού ο θρήνος. Τα μεγάλα ρολόγια κράταγαν το στρωτό τους ήχο. Τι τα ’νοιαζε αυτά; Πάντα τους, σε κείνο το ντουβάρι βρέθηκαν καρφωμένα. Ξάφνου σήμαναν όλα μαζί.
- Μία.
Χύμηξε ο Αντώνης, γύρισε το κουμπί του ηλεχτρικού και το φως τινάχτηκε κάτασπρο στο πάτωμα, στο ταβάνι, στη βιτρίνα, όπου ο πατέρας του φύλαγε τα πιο ακριβά του χρυσαφικά. Σ’ αυτήνε απάνω παράδερνε το πουλί. Και ήτανε το ίδιο μαργαριτάρι, ήτανε ζαφείρι, ρουμπίνι, ήτανε σμάλτο και σπιθοβόλαγε, ας έσταζε το πένθος απ’ τα μάτια του. Άπλωσε τα χέρια του και το ’πιασε απαλά. Σαν αδέλφι το ’φερε κοντά στα χείλη του, έπειτα το κοίταξε… το κοίταξε.
- Η Αλκυόνα είν’ ένα πουλί με πόδια μικρούτσικα, σώμα παχουλό, κεφάλι και ράμφος μεγάλο. Τα χρώματά της δεν τα βάζει εύκολα νους ανθρώπου.
Έσβησε το φως. Τα ρολόγια ξαναχτύπησαν.
- Μία και δύο λεφτά.
Νύχτα. Νύχτα, μα τι τάχα; Στα χέρια του κράταγε ο Αντώνης ένα όμορφο κι αδύνατο πουλάκι. Ένιωθε το κορμί του να τρέμει, από εμπιστοσύνη λες κι ελπίδα.
Τέτοιο πλάσμα του Θεού, τι σκέση μπορούσε να ’χει με το χοντράνθρωπο το Λάζαρο, με το κλουβί, με το λούκι που στάζει μούχλα; Με το ’να του χέρι αγγίζει ο Αντώνης την οξώπορτα του σπιτιού. Η αμπάρα της, αλαφριά σαν καλάμι. Θα το ’βρει τ’ ακρογιάλι της η Αλκυόνα… Δικό της πάλι το κυνήγι των ψαριών, δικά της τα μυρωμένα φύκια.
Το κλειδί του Κύκλωπα γύρισε δίχως τρίξιμο. Το κρύο του δρόμου χτύπησε τον Αντώνη σα φοβέρα. Άλλοτε τη φοβέρα του ήτανε αδύνατο να μη την ακούσει σαν ένα τρομερό ταμπούρλο που διάταζε υποχώρηση. Τώρα, άνοιξε γοργό το βήμα.
- Κάνω κείνο που πρέπει.
Ο αγέρας έτρεχε μαζί του στο σοκάκι, τα σπίτια, γέρνοντας πιότερο λες παρά την ημέρα, τον κοιτάγανε με τα σβησμένα τους μάτια. Ερχότανε από το λιμάνι η ανάσα του κοιμισμένου νερού, η μυρωδιά της ξερής δάφνης και της ραζακιάς. Θα φορτώνανε τα καΐκια, γιατί δίχως σταμάτημα τρίζανε του γερανού οι αλυσίδες.
Ο δικός του ο δρόμος, δεν ήτανε για το λιμάνι. Γύρω του, φεγγίτες, γαλαρίες, καμινάδες, όλα παραδομένα στη νύχτα. Ούτε λάμπα, ούτε σπίθες. Μα ο φούρναρης ήτανε ξυπνός, μέσα στου ζυμωτήριου τα φώτα, κι ορμήνευε τους σκουφάτους παραγιούς πώς να πλάθουνε τις φρατζόλες.
Έστριψε ο Αντώνης ζερβά, κατά τις γειτονιές που ανηφορίζανε. Τώρα οι κορφές των τοίχων με τις τρίγωνες σοφίτες ξεπρόβαλλαν πάνω από κισσούς που τινάζονταν σαν ολόμαυροι καταρράχτες. Κάθε τόσο ένα βουνό πέτρες σου μίλαγε για σπιτικά που τα ’ριξε χάμω ο άνθρωπος ο φευγάτος από τη στράτα της λευτεριάς.
Άκουγε το βήμα του στα γουλιά του δρόμου και χαμογέλαγε. Έπειτα, το τελευταίο στενό έσβησε σαν τρεμουλιαστό χαράκι ανάμεσα στους φράχτες. Εδώ ένα γιαπί παντοτινά ατέλειωτο, με άδεια των παραθυριών τα τελάρα, πιο πέρα ένα καμένο χάνι, μια σούστα, που ποτέ δε θα τη σούρει άλογο.
Από το ψήλωμα κοιτάει πίσω τη μικρή πολιτεία που κοιμάται ασπριδερή στων σκοταδιών την αγκάλη, κοιτάει τον κόρφο το βαθύ που τον φυλάνε αντίκρυ τ’ αργοστολιώτικα βουνά.
Στέκει λίγο, ύστερα παίρνει τον πλατύ δρόμο. Ζερβά, έχει λιόδεντρα σκαρφαλωμένα στα βράχια.
Και δεξιά, πέρ’ απ’ το μαλακό βαθούλωμα της Λάσης, το γεμάτο αμπέλια, η θάλασσα η μεγάλη, το ανοιχτό Ιόνιο, παίζει και τραγουδάει με τον άνεμο. Για το πουλί που γεννήθηκε στον αφρό πλάι, το μήνυμα του πελάγου είναι ζωή, είναι η ίδια η ζωή. Αναταράζεται η Αλκυόνα. Το παιδί φεύγει απ’ την πλατιά τη στράτα, τρέχει για την ακρογιαλιά. Πέτρες, αγκαθόβατοι, σκοτάδια. Πουθενά ψυχή, μα η Αλκυόνα κάνει για συντροφιές χίλιες. Πάνε μαζί, για να της χαρίσει το κύμα που σπάζει στο ραγισμένο βράχο, ραίνοντας τις μυρτιές. Θα της χαρίσει τον ουρανό της νύχτας με τα χρυσολούλουδα, θα της χαρίσει την ημέρα τη γαλανή, το μισοφέγγαρο που ζωηρεύει τα δειλινά. Θα της χαρίσει τις Ώρες που ρίχνουνε τον Άνεμο σε ύπνο, και τότε δικός της θα ’ναι ο ατέλειωτος καθρέφτης, δικός της για να κοιτάει την ομορφιά της.
- Έλα! Φύγε!
Ανοίγει τις παλάμες. Ο παλμός της λευτεριάς περνάει και το δικό του κορμί.
Ακούει το πέταγμα της Αλκυόνας. Τ’ ακούει να σβήνει, μέσα στην ερημιά. Ε ρ η μ ι ά. Λέξη και αλήθεια ταιριάζουνε. Πέρα ως πέρα η γυαλιστερή μαυρίλα της θάλασσας. Και πουθενά δε σεργιανάει πυροφάνι. Εδώ, κάτω απ’ τους βράχους, έχει σπηλιές όπου ο αγέρας τρυπώνει μουγκρίζοντας. Και δέρνεται το νερό, γεμάτο φόβο.
- Κοντά δύο η ώρα.
Δύο, όχι του μεσημεριού. Τα δέντρα εκεί στ’ ανηφόρι κινάν για ν’ ανταμώσουνε της νύχτας τ’ αερικά. Τώρα θα πέσει στα χέρια τους το παιδί, που η μάνα τ’ αποχαιρέτησε με την παραγγελιά της κουβερτούλας.
Ένα χέρι πάει να πιάσει την καρδιά, να τη σφίξει. Και το σώμα θα νιώσει την κρυάδα. Δυο παγωμένες σταλαματιές θα βγούνε στο μέτωπο, τα γόνατα θα παραλύσουν.
Παράξενο. Κείνο που παγώνει και λυέται και πέφτει δίχως δύναμη, είναι το χέρι του Τρόμου. Και ο Αντώνης, ήσυχα παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Περπατώντας σκέφτεται… Πέφτει στο κρεβάτι και όλο συλλογιέται. Με τον πατέρα δε θα ’χει τώρα να μιλήσει το πρωί. Θα τα πούνε το μεσημέρι.
Στην τάξη, αντί για τον Φυσικό μπαίνει ο Ελληνιστής.
- Άρρωστος ο καθηγητής σας. Δυο ώρες συνέχεια, σας τις δίνω για σύνθεση. Γράφετε. Σύνθεσις ελευθέρα.
Ένα βουητό τρέχει ανάμεσα στα θρανία. Όλα τα παιδιά έχουνε πάντα κάποιο θέμα π ε ρ ί φ η μ ο.
Ο Αντώνης ο Κλαράτος γίνεται κόκκινος, γελάει όλος. Ο καθηγητής πάει κοντά του.
- Τι τρέχει, παιδί μου; Έχεις θέμα καλό;
- Πολύ καλό.
Αρχινάει και γράφει. Πρώτη φορά η σκέψη του ξετυλίγεται σα νήμα στέρεο, στριφτό μετάξι δίχως κόμπους και ξεφτίδια. Την άκρη του την κρατάει στο στόμα ένα πουλάκι, που ’χει στο λοφίο, στη ράχη, στην κοιλίτσα, στα μεριά, όσα χρώματα έχουνε οι κήποι και τ’ ακριβά πετράδια. Το πουλάκι πετάει μ’ ορμή. Η κλωστή τ’ ακολουθάει μέσ’ απ’ τα δέντρα, πάνω απ’ τα βράχια, πέρα στο πέλαγο. Δεν τηνε κόβει ούτε κλαρί, ούτε πέτρα, ούτε κατάρτι.
Ο Αντώνης γράφει.
Στο μαγαζάκι ο Ελληνιστής μιλάει με τον ασπρομάλλη το χρυσικό.
… όπως σας έλεγα, του παιδιού σας η επιτυχία σήμερα ήτανε για το σχολείο μια γενική χαρά. Όλοι το πιστεύαμε, ότι κάτι το πολύ καλό κοιμότανε στο μυαλό του.
Με χαμόγελο που τρέμει ακούει ο χρυσικός. Κοιμότανε το καλό και τώρα ξυπνάει. Ξυπνάει γερά. Μα χρειάζεται προσοχή.
- Όλοι εμείς στο Γυμνάσιο θα κάνουμε το χρέος μας αντίκρυ στον Αντώνη. Το νου σας όμως και σεις… οι γονείς, το σπίτι… Αφήνετέ τον να ’χει τη γνώμη του. Ζητάτε πότε πότε την ιδέα του για σοβαρά πράγματα… τα χτηματικά σας, ξέρω γω… του μαγαζιού… και , για όνομα Θεού, μην τον απογοητεύετε. Ποτέ μην τον ειρωνευτείτε…
Ένα δάκρυ πήγε να κρεμαστεί στο ματόκλαδο του γέρου.
- Εμείς να τον ειρωνευτούμε; Η μητέρα του και γω; Μη κι έχουμε άλλο φως;
Έσκυψε.
- Τ’ άλλα που είπατε, τα ’δεσα. Αληθινά… Έλειψε βέβαια στο παιδί μας, μια στάλα λευτεριά… Η λαχτάρα, βλέπετε, η αγάπη…
- … η αγάπη να μη φτιάνει σκλάβους.
- Δίκαιο…βέβαια. Ώστε, κύριε καθηγητά μου, ελπίζετε ότι θα μπορέσει ν’ ακολουθήσει τον κλάδο τον εδικόνε σας; Μα τι λέω; Πριν δυο λεφτά τα μιλήσαμε… Ας κανονίσει, ας ορίσει ο ίδιος… Α! Καλό να ’χετε. Σαν ετούτηνε την επίσκεψη τη δική σας… καμιά, καμιά, σ’ όλα μου τα χρόνια.
Μια Αλκυόνα.
Τα χλωμά χέρια του χρυσικού, χαράζουνε κιόλας το πρώτο σκέδιο. Θα γίνει καρφίτσα, από πετράδια ολόφωτα, φτηνά, βέβαια… Και η πιο φτωχούλα του νησιού θα μπορεί να την αγοράσει. Σ’ όλων των κοριτσιών τις μπλούζες, σ’ όλες τις ποδίτσες, θα βλέπεις, πριν περάσει μήνας, μιαν Αλκυόνα που να πετάει λεύτερα.
- Μικρό το φκαριστώ, Κυρά, Κυρά μου. Εσύ εμένανε μου δώρησες ολόκληρόνε τον κόσμο.
ΕΙΡΗΝΗ Μ. ΓΑΛΑΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου