Γιάννης Αγγελάκας -Ό,τι σου άξιζε…
Με σκαλίζεις σαν ξερό χωράφι
Κι ό,τι σάπιο κι άχρηστο βρίσκεις το αγαπάς
Το χρυσάφι μου το πετάς στα σκουπίδια
Αναλογίζομαι την ώρα που θα φεύγεις
Νομίζοντας πως πήρες ό,τι ήθελες να πάρεις
Δίχως ποτέ να σου περάσει απ’ το μυαλό
Πως πήρες ό,τι σου άξιζε να πάρεις
Κάθε αυγή και κάθε δύση
μαζεύω το χρυσάφι τ’ ουρανού
και το σφραγίζω
σε προφίλ
με το πραγματικό
τ’ αληθινό μου
πρόσωπο.
Με την ελευθερία μου
ένα χρυσάφι μη δεκτόν παρά τοις εμπόροις
πληρώνω κάθε νύχτα
το πρόσκαιρό μου
κτήμα τάφου.
α΄ ποίημα
- Αρμάτωσα τό μυθικό καράβι γιά ταξίδι
- θεόταχτο καί πορφυρά πανιά άπλωσα καί η πλώρη
- τίς στοιχιωμένες θάλασσες χαράκωνε καί γύρω
- στήν κουπαστή κυκλόφεγγαν οι χάλκινες ασπίδες.
- Αρμένιζα γι' απάτητες Κολχίδες καί είχα τάμα
- ν' αρπάξω τή χρυσή προβιά τού Φρίξου από τό Δράκο,
- μέσ' απ' τό χνώτο τής φωτιάς. Κι αψήφισα φουρτούνες,
- τίς Συμπληγάδες τίς κακές, πίβουλες λάμιες κι όρνια,
- καί σέ ακρογιάλι αξόρκιστο τή φυκιωμένη τέλος
- άραξα Αργώ. Κι αντίκρυσα τό μαγικό χρυσάφι
- μέσ' σέ ρουμάνι σκιαδερό καί γύρω του βιγλίζαν
- άγρυπνα τέρατα, στρυφνά μυστήρια. Καί βοήθεια
- λαχτάρησα−κι ώ! στό βαθύ τού Αιήτη τό παλάτι
- τά τραγικά νά μέ κοιτούν τής Μήδειας είδα μάτια!
Όπως η μέλισσα γύρω από ένα άγριο
λουλούδι, όμοια κ' εγώ. Τριγυρίζω
διαρκώς γύρω απ' τη λέξη.
Ευχαριστώ τις μακριές σειρές
των προγόνων, που δούλεψαν τη φωνή,
την τεμαχίσαν σε κρίκους, την κάμαν
νοήματα, τη σφυρηλάτησαν όπως
το χρυσάφι οι μεταλλουργοί κ' έγινε
Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια
κι άλλα κοσμήματα.
Με το νήμα
των λέξεων, αυτόν το χρυσό
του χρυσού, που βγαίνει απ' τα βάθη
της καρδιάς μου, συνδέομαι" συμμετέχω
στον κόσμο.
Σκεφτείτε:
Είπα και έγραψα, «Αγαπώ».
http://www.myriobiblos.gr/
Κι εγώ που είμαι βασιλιάς σ’ αυτήν την αταξία,
Εγώ, που ’μαι κυκλώνας, ποθώ να τη διορθώσω
Γυρίζω ώσπου να φύγω... Μου ξεγλιστράνε ωστόσο
Όλα μες την αχλή και μες στην υπνηλία.
Στα χέρια μου αν πέσει ψήγμα από χρυσό,
Γίνεται αμέσως ευτελές... το ρίχνω παραπέρα…
Πεθαίνω από τη χλεύη μου προς κάθε θησαυρό,
Πεθαίνω λόγω στέρησης, που παραπήρα αέρα.
Το χρώμα με λαμπρύνει, λόγω λιποθυμίας,
Τα χέρια τείνω από καρδιάς – τη σύσπασή τους δε νικώ!...
Και με περνώ από κόσκινο– σκέτο μηδενικό..
Ακόμη όμως με δονεί το φως της αγωνίας.
Να με νικήσω ατύχησα, να συντριβώ είμαι ικανός,
–Πτώση και νίκη ενίοτε το ίδιο είναι γεγονός–
Και όπως είμαι ακόμη φως, γοργά πισωπατώ,
Κορώνω μέχρι τέλους, με ιδανική οργή:
Κοιτώ τον πάγο αφ’ υψηλού, στον πάγο αυτό θε να ριχτώ...
.....................................................................................
Έπεσα...
Και μόνος απομένω, στον εαυτό μου πάνω έχοντας συντριβεί!...
Από τη συλλογή Dispersão (Διασπορά). Ποίημα γραμμένο στο Παρίσι το 1913.
PAUL CELAN - Άσμα θανάτου/Φούγκα
Μαύρο γάλα της αυγής πίνουμε το βράδυ
το πίνουμε το μεσημέρι και το πρωί το πίνουμε το
πίνουμε τη νύχτα
πίνουμε και πίνουμε
φτυαρίζουμε έναν τάφο στους αιθέρες εκεί που άνετα
ξαπλώνεις
Ένας άνδρας μένει στο σπίτι παίζει με τα φίδια
γράφει
γράφει σαν σκοτεινιάζει στη Γερμανία τα χρυσά σου
μαλλιά Μαργαρίτα
το γράφει και βγαίνει απ’ το σπίτι και λάμπουν
τ’αστέρια
καλεί αυτός σφυρίζοντας τους Εβραίους του μπροστά
του τους βάζει να φτυαρίσουν έναν τάφο στη γη
μας προστάζει παίξτε τώρα για τον χορό
Μαύρο γάλα της αυγής πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το πρωί και το μεσημέρι σε πίνουμε
το βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
Ένας άνδρας μένει στο σπίτι παίζει με τα φίδια
γράφει
γράφει σαν σκοτεινιάζει στη Γερμανία τα χρυσά σου
μαλλιά Μαργαρίτα
Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτιδα φτυαρίζουμε έναν
τάφο στους αιθέρες εκεί που άνετα ξαπλώνεις
Φωνάζει αυτός σκάψτε βαθύτερα στο χώμα εσείς οι
άλλοι τραγουδήστε και παίξτε
Πιάνει το σιδερικό στη ζώνη το κουνά τα μάτια του
είναι γαλάζια
βαθύτερα βάλτε εσείς τα φτυάρια εσείς οι άλλοι
παίξτε συνέχεια για τον χορό
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι και το πρωί σε πίνουμε το
βράδυ
πίνουμε και πίνουμε
Ένας άνδρας μένει στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτιδα αυτός παίζει με
τα φίδια
Φωνάζει παίξτε πιο γλυκά τον θάνατο ένας
Πρωτομάστορας είναι ο θάνατος στη Γερμανία
Φωνάζει παίξτε πιο μπάσα τα βιολιά μετά ανεβείτε
σαν καπνός στον αιθέρα
να ‘χετε στα σύννεφα έναν τάφο εκεί που άνετα
ξαπλώνεις
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι ο θάνατος ένας Πρωτομάστορας
από τη Γερμανία είναι
σε πίνουμε το βράδυ και το πρωί πίνουμε και πίνουμε
ο θάνατος είναι ένας Πρωτομάστορας από τη Γερμανία
το μάτι του είναι γαλάζιο
ένας άνδρας μένει στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά
Μαργαρίτα
ξεσηκώνει τα σκυλιά του εναντίον μας μάς χαρίχει
έναν τάφο στον αιθέρα παίζει με τα φίδια του και
ονειρεύεται ο θάνατος είναι ένας Πρωτομάστορας από
τη Γερμανία
τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτιδα
Απόδοση στα ελληνικά: Μαριγώ Αλεξοπούλου
Ο έρωτας είναι ο ζητιάνος τού χρόνου, αλλά μία μόνο ώρα,
φωτεινή σαν νεόκοπο νόμισμα, κάνει τον έρωτα πλούσιο.
Είμαστε μια ώρα μαζί εδώ, δεν την ξοδεύουμε όμως για λουλούδια ή κρασί,
αλλά για ολόκληρο τον καλοκαιρινό ουρανό
και το χορτάρι για στρώμα.
Για χιλιάδες δευτερόλεπτα φιλιόμαστε ∙ τα μαλλιά σου
θησαυρός πάνω στο χώμα ∙ το φωτεινό άγγιγμα τού Μίδα
μετατρέπει τα μέλη σου σε χρυσάφι.
Ο χρόνος κυλάει αργά, γιατί εδώ είμαστε εκατομμυριούχοι,
καλοπιάνοντας τη νύχτα, έτσι ώστε τίποτα σκοτεινό
να μη βάλει τέλος στη λαμπερή μας ώρα,
κανένα διαμάντι να μη φωτίσει το φλέμα τού κούκου
που κρέμεται από το χορτάρι στο αυτί σου,
κανένας πολυέλαιος ή προβολέας να μη σε δει
καλύτερα φωτισμένη απ' ότι τώρα εδώ.
Ο χρόνος απεχθάνεται τον έρωτα,
θέλει τον έρωτα φτωχό ∙ αλλά ο έρωτας υφαίνει
χρυσάφι, χρυσάφι, χρυσάφι από άχυρο.
(Μεταφραστική δοκιμή: Νίκος Λάζαρης)
1.
Each of us like you
has died once,
has passed through drift of wood-leaves,
cracked and bent
and tortured and unbent
in the winter-frost,
the burnt into gold points,
lighted afresh,
crisp amber, scales of gold-leaf,
gold turned and re-welded
in the sun;
each of us like you
has died once,
each of us has crossed an old wood-path
and found the winter-leaves
so golden in the sun-fire
that even the live wood-flowers
were dark.
2.
Not the gold on the temple-front
where you stand
is as gold as this,
not the gold that fastens your sandals,
nor thee gold reft
through your chiselled locks,
is as gold as this last year's leaf,
not all the gold hammered and wrought
and beaten
on your lover's face.
brow and bare breast
is as golden as this:
each of us like you
has died once,
each of us like you
stands apart, like you
fit to be worshipped.
1.
Ο καθένας από εμάς όπως κι εσύ
Πέθανε κάποτε,
Έχει περάσει ανάμεσα απ' τον σωρό με τις φυλλωσιές του δάσους,
εκείνες τις φθαρτές και λυγισμένες,
τις βασανισμένες και αλύγιστες στο ψύχος του χειμώνα
με την φλόγα απ' το χρυσάφι
να λάμπει ξανά,
το τραχύ κεχριμπάρι, οι ζυγοί των χρυσόφυλλων
να γίνονται χρυσός στο φως του ήλιου
ο καθένας από εμάς όπως κι εσύ
πέθανε κάποτε,
ο καθένας από εμάς έχει διασχίσει ένα παλιό μονοπάτι στο δάσος
και βρήκε τα φύλλα του χειμώνα
πολύ χρυσαφένια από την φλόγα του ήλιου
που έκανε ακόμα και τα ζωντανά άνθη του δάσους
να φαίνονται τόσο σκοτεινά.
2.
Ούτε ο χρυσός στην πύλη του ναού
είναι τόσο χρυσός όσο αυτά
ούτε ο χρυσός που κοσμεί τα σανδάλια σου
ούτε το χρυσό μέταλλο
που λάξευσε τις κλειδαριές σου
είναι τόσο χρυσό όσο το κιτρινισμένο φύλλο
ούτε όλο το χρυσάφι που σφυρηλατήθηκε και κατεργάσθη
και σμιλέφθηκε στο πρόσωπο της αγαπημένης σου,
ούτε το μέτωπο και το γυμνό στήθος
είναι τόσο χρυσό όσο αυτό.
Ο καθένας από εμάς όπως κι εσύ
πέθανε κάποτε,
ο καθένας όπως κι εσύ
στέκεται στην άκρη, όπως εσύ
για να γίνει αντικείμενο λατρείας.
μτφ. Γιώργος Χαφιάν
Οδυσσέας Ελύτης…Το χρυσό κλειδί
Εσείς του κόσμου οι σοφοί
για δώστε απάντηση σωστή.
Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
όπου ανοίγουν οι ουρανοί;
Ένα κορίτσι το ‘χει
κι όποιος κι αν το παρακαλεί,
όχι του λέει όχι.
Βρε κορίτσι, βρε κορίτσι
μια ζωή την έχουμε.
Άνοιξέ μας άνοιξέ μας
άλλο δεν αντέχουμε.
Μάγισσες ρίχτε χαρτιά
και μελετήστε τα καλά.
Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
όπου ανοίγουν οι ουρανοί;
Ένα κορίτσι το ‘χει
κι όποιος κι αν το παρακαλεί,
όχι του λέει όχι.
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.
Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.
Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.
Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.
«Είναι χρυσός η σιωπή και άργυρος ο λόγος.»
Τις βέβηλος προέφερε τοιαύτην βλασφημίαν;
τις χαυνωθείς Ασιανός παραιτηθείς εις μοίραν
τυφλήν, βωβήν, τυφλός, βωβός; Ποίος οικτρός παράφρων
ξένος τη ανθρωπότητι, την αρετήν υβρίζων,
χίμαιραν είπε την ψυχήν, και άργυρον τον λόγον;
Το μόνον μας θεοπρεπές δώρημα, περιέχον
τα πάντα - ενθουσιασμόν, λύπην, χαράν, αγάπην·
εν τη ζωώδει φύσει μας ανθρώπινον το μόνον!
Συ όστις τον αποκαλείς άργυρον, δεν πιστεύεις
το μέλλον, λύον την σιγήν, μυστηριώδες ρήμα.
Συ εν σοφία δεν τρυφείς, πρόοδος δεν σε θέλγει·
με την αμάθειαν - χρυσήν σιγήν - ευχαριστείσαι.
Νοσείς. Είν' η αναίσθητος σιγή βαρεία νόσος,
ενώ ο Λόγος ο θερμός, ο συμπαθής, υγεία.
Σκιά και νυξ είν' η Σιγή· ο Λόγος, η ημέρα.
Ο Λόγος είν' αλήθεια, ζωή, αθανασία.
Λαλήσωμεν, λαλήσωμεν - σιγή δεν μας αρμόζει
αφού εις το ομοίωμα επλάσθημεν του Λόγου.
Λαλήσωμεν λαλήσωμεν - αφού λαλεί εντός μας
η θεία σκέψις, της ψυχής άυλος ομιλία.
Ξύλινη εξαγωνική πυξίδα με χρυσά ελάσματα. Μυκήνες, 16ος αι. π.Χ. Τα τοιχώματα της πυξίδας διακοσμούνται με επαναλαμβανόμενα θέματα: κυνήγι ελαφιού ή ζαρκαδιού από λιοντάρι μέσα σε τοπίο με φοινικόδεντρα, και σπείρες.
Κώστας Καρυωτάκης - Οι αγάπες
Θά ’ρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου
«Αδελφέ» θα μου πουν «δέντρα φεύγουνε
Τα χρυσά πού ’ναι τώρα φθινόπωρα,
Οι θεοί μάς εγέλασαν, οι άνθρωποι,
Θα τελειώσουν. Επάνω μου γέρνοντας
https://www.greek-language.gr/
Κώστας Καρυωτάκης - ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ
Μάταιη ψυχή, στην ατονία εσπέρας εαρινής,
ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,
την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς,
φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη·
όταν, φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα ιδείς
μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα,
όταν ανέβει από τα εξαίσια τ' άνθη της ζωής
μύρον η απαγοήτευση, ψυχή μου ονειροπόλα
την ώρα την υπέρτατη που θε να θυμηθείς
μ' ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια --
μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις;
ω, τι θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια;
Το φεγγαράκι απόψε στο γιαλό
Όλο θα σπάει το κύμα ρουμπινί
θ’ ανεβούν —ασημένια δυο πουλιά—,
Το πέλαγο χρυσάφι αναλυτό.
Το γύρω φως ως θαν τη διαπερνά,
Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι
Τέσσερις.
Βαριές σα χτυπήματα.
«Τα του Καίσαρος – τα του Θεού».
Κι ένας
σαν κι εμένα.
Που θα πάει;
Πού φωλιάσει βολικά;
Αν ήμουν
μικρούλης
σαν ωκεανός, –
θα στεκόμουν στις μύτες των ποδιών των κυμάτων,
και με την παλίρροια θα χάιδευα το φεγγάρι.
Πού θα βρω την αγαπημένη μου,
που να ‘ναι σαν κι εμένα;
Αυτή δεν θα χωρούσε στον μικροσκοπικό ουρανό!
Ω, αν ήμουν φτωχός!
Σαν εκατομμυριούχος!
Τι να τα κάνει η ψυχή τα λεφτά;
Είναι ένας αχόρταγος κλέφτης γι’ αυτήν.
Της αποχαλινωμένης ορδής των επιθυμιών μου
Δε φτάνει όλο το χρυσάφι της Καλιφόρνιας.
Απόσπασμα
Πόσες φορές δεν κοίταξα
ώσπου να χαμηλώσει κίτρινο το δειλινό
την αγέρωχη τίγρη της Βεγγάλης
που πηγαινοέρχεται στον προκαθορισμένο δρόμο της
πίσω απ’ τις σιδερένιες μπάρες,
δίχως να υποψιάζεται πως είναι η φυλακή της.
Ύστερα θα ‘ρθουν άλλες τίγρεις,
η τίγρη της φωτιάς του Μπλέικ·
ύστερα θα ‘ρθουνε άλλα χρυσάφια
το μέταλλο του έρωτα — ο Δίας,
το δαχτυλίδι που κάθε νύχτες εννιά
γίνεται εννέα πια δαχτυλίδια
κι αυτά γίνονται ύστερα άλλα εννιά
κι έτσι συνέχεια, δίχως τελειωμό.
Καθώς περνούν τα χιόνια, σιγά σιγά
μ’ αφήνουν τ’ άλλα υπέροχα χρώματα
και τώρα απομείναν μοναχά
το ακαθόριστο φως, η αξεδιάλυτη σκιά
και το αρχικό χρυσάφι.
Α, δειλινά, τίγρεις και λάμψεις
του μύθου και του έπους,
α, το πιο πολύτιμο χρυσάφι, η χαίτη σου
που λαχταρούν ετούτα εδώ τα χέρια.
Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης
Να και οι καθηγητές,
απ' τ' αυτί οι μαθητές
τους αρπάζουν και τους στήνουν προσοχή.
Κάθε μαθητής κατάσκοπος.
Η μόρφωση, η γνώση είναι άσκοπος.
Μα ποιος γνωρίζει τίποτα στη σημερινή εποχή;
Ύστερα να τα νιάτα τα χρυσά
που με το δήμιο τα 'χουνε καλά.
Τον παίρνουν και τον φέρνουν σπίτι.
Καρφώνουν τον πατέρα τους με μια καταγγελία
και τον κατηγορούν για εσχάτη προδοσία·
δεμένος βγαίνει ο πατέρας απ' το σπίτι.
Από το Μονόπρακτο "Ο σπιούνος "
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου, σώπασε
κι επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις
που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα
μού ‘λεγαν: «σώπα».
Στο σχολείο μού ‘κρυψαν την αλήθεια τη μισή
και μού ‘λεγαν: «εσένα τι σε νοιάζει; σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο αγόρι
που ερωτεύτηκα και μού ‘λεγε:
«κοίτα, μην πεις τίποτα, και…σώπα!»
Κόψ’ τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια
«τι σε νοιάζει, μού ‘λεγαν,
θα βρεις το μπελά σου – τσιμουδιά, σώπα».
Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι:
«μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, και σώπα».
https://www.catisart.gr/
Νταν Πάγκις - Προσχέδιο συμφωνητικού για τις αποζημιώσεις
Εντάξει, κύριοι που διαμαρτύρεστε κραυγαλέα ως συνήθως,
ενοχλητικοί θαυματοποιοί, ησυχία!
Όλα θα επανέλθουν στη θέση τους,
στη μια παράγραφο μετά την άλλη.
Η κραυγή στο λαρύγγι.
Τα χρυσά δόντια στα ούλα.
Ο τρόμος.
Ο καπνός στην τσίγκινη καμινάδα και ακόμα πιο βαθιά,
στο βαθούλωμα των οστών,
και αμέσως θα καλυφθείτε με δέρμα και τένοντες και θα ζήσετε,
κοιτάξτε, ξαναβρήκατε τη ζωή σας,
κάθεστε στο σαλόνι, διαβάζετε εφημερίδα.
Είστε εδώ. Όλα έγιναν εγκαίρως.
Όσον αφορά το κίτρινο αστέρι: αμέσως θα ξεριζωθεί
από το στήθος σας
και θα μεταναστεύσει
στον ουρανό.
https://www.liberal.gr/
Κωστής Παλαμάς - Το χρυσό κρεβάτι
Το ξέρω· είμ’ ένα πλάσμα ταπεινόσαν τόσα, χωρίς δύναμη και χάρη,κι είμαι μια στάλα στον ωκεανό,κι είμαι στον κάμπο ασήμαντο χορτάρι.
Είδα πως εκοιμόμουνα βαριά Κι ενώ τα μάτια μ’ έμεναν κλειστά,έβλεπαν απ’ το φως αυτό λουσμένα. Κι έβλεπα, στο κρεβάτι μου μπροστάσταματούσανε, μήτε που μιλούσαν,και μ’ άνθη μύρια μοσχοβολιστά Κι έβλεπα κόσμο ακίνητο, σκυφτό,με γόνατα μπροστά μου λυγισμένα,αλλά κανένα μες στον κόσμο αυτόπου να πονεί δεν ένιωθα για μένα.
Παιδιά, γυναίκες, γέροι, νέοι, λαός Αλλά θεός που είχα για φιλιά,κι είχα για χάιδια περισσή τρεμούλα! Και κοίταζα καταφρονετικάλουλούδια, γονατίσματα, λιβάνια,θεός που λαχταρούσα πιο γλυκά Θεός με δίχως δύναμη καμιά,παρά με το προσκύνημα των άλλωνπου μου πλάταιναν και την ερημιάκαι έκαναν τον καημό μου πιο μεγάλον.
Και στέφανα οι ανθοί, από μέ πλεχτά, Αλίμονο, μια δύναμη κρατάτο σώμα μου δεμένο στο κρεβάτι, Και μου βαραίνουν οι χιονάτοι ανθοί,νεκρολούλουδα, χέρια μου και στήθια…αλλά του κάκου καρτερώ να ’ρθεί Και τότε μια φωνή λαχταριστήκι απ’ της καρδιάς μού ξέφυγε τα βάθη,στο λάρυγγά μου μέσα η φωνή μου εχάθη,κι έλεγε αυτά η φωνή προτού σβηστεί:
«Καλύτερα τα πόδια μου γυμνά »παρά να μ’ έχ’ η δόξα χαϊδευτόκι ανθοστεφάνωτο να μ’ έχει θύμα, »Μου φτάνει εμέ παράμερη ζωή,ψυχή και χέρια ελεύθερα να νιώθω,κι η αγάπη, μαλακότατη πνοή, »Μου φτάνει ο ήλιος, άστρο ευλογητό,όπως για όλους και για με να λάμπει,κι οι κάμποι που δουλεύω και πατώνα μου είναι της γλυκιάς πατρίδας κάμποι.
Κι εξύπνησ’ από τ’ όνειρο το πλάνο Το ξέρω· είμ’ ένα πλάσμα ταπεινόσαν τόσα, χωρίς δύναμη και χάρη, Μα δεν ποθώ της δόξας τα παλάτια,και της Αθανασίας τον ουρανό·δόξα δική μου είναι τα δυο σου μάτια, |
Με μιαν αχτίδα
Θα θερίσει ο ήλιος
στάχυ χρυσάφι.
Λέγει ο χρυσός στο μάρμαρο :
- Στα πέρατα του κόσμου
ποιος ήλιος λάμπει ωσάν εμέ, ποιο φως έχει το φως μου;
Εγώ τον κόσμο κυβερνώ, την ευτυχία υφαίνω,
ποδοπατώ την εμορφιά, την ασχημιά ομορφαίνω.
Εγώ οδηγώ στα σκοτεινά του κλέφτη μου το χέρι,
εγώ ακονίζω του φονιά το δίκοπο μαχαίρι.
Εγώ αγοράζω την τιμή και την πουλώ στο δρόμο,
εγώ νικώ την αρετή, καταπατώ τον νόμο.
Περίσσες είν΄ οι χάρες μου, κ΄ η δύναμή μου μόνη
κρεμνίζει θρόνους απ΄ εδώ, θρόνους εκεί στηλώνει...
Εσύ τι κάνεις, μάρμαρο;
Και τ΄ απαντάει εκείνο :
- Εγώ σε τάφου σκοτεινιά την δύναμή σου κλείνω.
Ημερολόγιον Σκόκου, τόμος 15 (1900), σελίδα 86
https://www.sarantakos.com/
{....} Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές
δεμένες στα καμπανάκια των άστρων –
αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.
Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη,
περήφανα ποιήματα∙ δεν καταδέχονται τίποτα να πουν.
Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι τής σελήνης.
Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά τού ρεμβασμού.
Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη
είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
Κάποτε οι ποιητές μοιάζουνε με πουλιά μες στο δάσος τού χρόνου,
οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια τού Πόε,
κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ απόκρημνα Ιδανικά.
Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ –
το Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους το ερωτικό τραγούδι
πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται.
Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα
μες στην κρυστάλλινη δροσιά τού δάσους
βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους ακούνε.
Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, αδέρφια μου,
ας κρατάμε τ’ αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής, –
τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε.{....}
Απόσπασμα
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα. Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι που ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν. Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι.» […]
γλυκαίνει καθετί πικρό
Μέσα από την Αγάπη
το χάλκινο γίνεται χρυσό
Μέσα από την Αγάπη
το θολό κρασί γίνεται εκλεκτό
Μέσα από την Αγάπη
ο κάθε πόνος γίνεται γιατρικό
Μέσα από την Αγάπη
οι νεκροί θα αναστηθούν
Μέσα από την Αγάπη
οι βασιλιάδες δούλοι θα γενούν
http://hallofpeople.com/
Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
‘Ηρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
Από το γάλα πιο λευκή
απ’ το νερό πιο δροσερή
κι από το πέπλο το λεπτό, πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή
απ’ το χρυσάφι πιο ακριβή
κι από τη λύρα πιο γλυκιά, πιο μουσική…
Μίλτος Σαχτούρης -Το χρυσάφι
Κάποτε
δε θα μετρήσουμε τα μαύρα
άλογα
κρατώντας
του ήλιου
https://www.greek-language.gr/
Μίλτος Σαχτούρης - Τα γράμματα
Θα πάψω πια να γράφω ποιήματα
ἔριξες το χρυσό σου δαχτυλίδι μες στη
θάλασσα
στην ἀμμουδιά με το νεκρό κρανίο
κι ὅλα τα βουλιαγμένα καράβια βγῆκαν
στον ἀφρό
κι ὁ καπετάνιος ζωντανός
κι οἱ ναύκληροι να χαμογελᾶνε
εἶπα θα πάψω πια να γράφω ποιήματα
και στο παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ μου τοῦ προγονικοῦ
ὁ πατέρας μου και ἡ μητέρα μου
κουνᾶνε τα μαντήλια τους και χαιρετᾶνε
τα ποιήματά μου ὅμως δεν μπόρεσαν να
ἔχουν ξεχάσει να διαβάζουν
λένε το κάπα ἄλφα και το δέλτα ἔψιλον
και συ μοῦ εἶπες ψέματα
στον τόπο αὐτό τοῦ κόκκινου γελαστοῦ
κρανίου εὲ ξεγέλασες
γι᾿ αὐτό κι εγώ σε γέλασα
και με πιστέψατε
κατάρα με τις εφτά σκιές
πάντα θα γράφω ποιήματα
(από τη συλλογή ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ, 1980)
Και βλέπεις το φως του ήλιου καθώς έλεγαν οι παλαιοί.
Παράξενο, το βλέπω εδώ το φως του ήλιου· το χρυσό δίχτυ
Δε γυαλίζει ό,τι είναι χρυσό,
δεν είναι όσοι αναζητούν χαμένοι·
το παλιό και σθεναρό δε γνωρίζει μαρασμό,
οι ρίζες οι βαθιές δε γλείφονται απ’ τα ψύχη.
Απ’ την τέφρα μια φωτιά θ’ αφυπνιστεί,
ένα φως απ’ τις σκιές θ’ αναβλύσει·
αναγεννημένη η λεπίδα που ‘χε κερματιστεί
κι ο δίχως στέμμα πάλι βασιλιάς θα ζήσει
Μεταφράζει ο Αναστάσιος Δρακόπουλος
Το πρώτο πράσινο που έχει η φύση
Είναι χρυσό, μα πώς να μην τ’ αφήσει;
Λουλούδι είναι το πρώιμό της φύλλο,
Μα αρκεί μια ώρα μόνο και το φύλλο
Υποχωρεί· γίνεται φύλλο μόνο.
Έτσι βυθίστηκε η Εδέμ στον πόνο,
Έτσι και το ξημέρωμα τελειώνει·
Τίποτα χρυσό δεν επιβιώνει.
Μετάφραση: Πάνος Κουτούλιας
Κυριάκος Χαραλαμπίδης - ΒΟΔΙΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ*
Στις πεντελίσιες φλέβες τους κυλούσε
του χορταριού τ’ αμάλαγο χρυσάφι.
Και πού να φανταστούν τα ζωντανά
με τους μεγάλους οφθαλμούς της Ήρας
πως πιλαλούσαν Τσέτες το κατόπι τους
να κατακόψουν
το λιοβασίλεμα που μέσα τους ανθούσε.
Γοργά τ’ αφεντικά σε βάρκα στριμωχτήκαν,
τους πήρε αρόδο το φευγιό, καθώς η νύχτα
κοίμιζε το βουνό κι ακινητούσε ο γρύλος.
Από κοντά οι γελάδες ακλουθούσαν.
Βρεγμένες ως την άκρη της κοιλιάς
πασκίζανε να μπουν στο ψαροκάικο
χωρίς διάβρωση αισθημάτων, στ’ όνομα
υπακοής στο σύνηθες καθήκον.
−Καημένες φίλες μου, αχ, γυρίστε πίσω!
Με το μικρό σας όνομα σας κράζω,
γυρίστε, το θολόνερο αγριεύει.
Τα ύστατα κεφάλια σας μονάχα,
καλές μου, να χαϊδέψω,
πριν αλγεινή τη μοίρα αντιληφθείτε
και βγείτε, ωσάν ανάγλυφα ζωφόρου
υποταγμένα πίσω στη στεριά.
[Ηλίου και Σελήνης άλως, Ίκαρος, Αθήνα 2017]
Απόδοση στα Ελληνικά: Βασίλης Ρώτας
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη
Έργο: Ένας όμηρος (1966)
Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό
να το παίζεις στο χολ με παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ’μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω τα κλειδιά της καρδιάς μου
και τα χρήματα όσα κι αν έχω,
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ’μαι ταίρι σου πια.
Θα σου πάρω ρολόι με καδένα
να το δείχνεις κρυφά στα παιδιά,
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ’μαι ταίρι σου πια.
Θα σου δώσω χρυσάφι, χρυσάφι
να γιομίζεις τις χούφτες φλουριά,
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
ταίρι να ’μαστε πια.
Θα σου φτιάξω μια πίτα με κρέας,
θα σε κρύψω ως να φύγουν οι μάγκες,
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
ταίρι να ’μαστε πια.
Όμως πρώτα να δούμε αν ταιριάζουμε,
αν ταιριάζουμε οι δυο μας σωστά.
ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΗΣ ΝΕΦΕΛΗΣ
Ποίηση - Κωστής Παλαμάς
Καλά δεν ξέρω
ποια είναι η ομορφιά σου,
κι αν το κορμί σου
κι αν η ψυχή σου,
τάχα ποια δύναμη
στην εικόνα σου
με πάει μαζί σου.
Δεν ξέρω αν είσαι
μια ορμή, μια ιδέα
κι αν είσαι η γλώσσα
μιας γνώμης θείας .
Κι αν είσαι η σάρκα
κι αν είσαι η γλύκα
της αμαρτίας
Καλά δεν ξέρω
ποια είναι η ομορφιά σου,
κι αν είσαι η χάρη
κι αν είσαι η μούσα
κι αν είσαι υγεία
κι αν είσαι αρρώστια,
χρυσομαλλούσα.
https://www.artsandthecity.gr/
Ο τρύγος - Γιάννης Πουλόπουλος
Χρυσά εξαρτήματα περιδεραίου κοσμημένα με σμαράγδια. Δύο έχουν το σχήμα κανθάρου, δύο το σχήμα λάγηνου και ένα το σχήμα κάλαθου. Από γυναικεία ταφή του Πειραιά. 1ος αι. μ.Χ. Ύψος 0,035-0,047 μ.
ΜΟΥΣΙΚΗ: Μίκης Θεοδωράκης,
Γη της λεμονιάς, της ελιάς
Γη της αγκαλιάς, της χαράς
Γη του πεύκου, του κυπαρισσιού
Των παλικαριών και της αγάπης
Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος.
Γη του ξεραμένου λιβαδιού
Γη της πικραμένης Παναγιάς
Γη του Λίβα, του άδικου χαμού
Τ' άγριου καιρού των ηφαιστείων
Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος.
Γη των κοριτσιών που γελούν
Γη των αγοριών που μεθούν
Γη του μύρου, του χαιρετισμού
Κύπρος της αγάπης και του ονείρου
Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου