Jeanne Hebuterne a la Cloche by Modigliani
ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ - ΡΕΚΒΙΕΜ
Έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθείς, γιατί οχι τούτη τη στιγμή:
Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ‘σβησα κ’ η πόρτα μου ανοιχτή
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα.
Όποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ‘ρθείς
σαν βλήμα εισόρμησε και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό φαρμάκωσέ με.
Ή ως μύθος πού ‘χεις σοφιστεί και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια μέχρι ναυτίας, μέχρι κόρου
ώστε το μπλε πηλίκιο στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό τον θυρωρό μου.
Το ίδιο πια μου κάνει. Ο Γιενισέι κυλάει μες στον αφρό
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει μες στην αμφιλύκη
και την γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
η τελευταία την καλύπτει φρίκη.
(19 Αυγούστου 1939, σπίτι Φοντάνκα, μετάφ: Άρης Αλεξάνδρου
Έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθείς, γιατί οχι τούτη τη στιγμή:
Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ‘σβησα κ’ η πόρτα μου ανοιχτή
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα.
Όποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ‘ρθείς
σαν βλήμα εισόρμησε και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό φαρμάκωσέ με.
Ή ως μύθος πού ‘χεις σοφιστεί και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια μέχρι ναυτίας, μέχρι κόρου
ώστε το μπλε πηλίκιο στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό τον θυρωρό μου.
Το ίδιο πια μου κάνει. Ο Γιενισέι κυλάει μες στον αφρό
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει μες στην αμφιλύκη
και την γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
η τελευταία την καλύπτει φρίκη.
(19 Αυγούστου 1939, σπίτι Φοντάνκα, μετάφ: Άρης Αλεξάνδρου
Γεώργιος Βιζυηνός -Ο φιλομαθής πτωχός
Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ' αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ' ὀρφανὸ καὶ ξένο!...
κι' ἀγράμματο θὰ μένω!
Τοῦ κάκου λέν – Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. -
Τοῦ κάκου. Γιατὶ 'κεῖνοι 'κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ 'μένα τὸ καϋμένο...
μ' ἔχει λησμονημένο!
Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό,
καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ
μὲ τράνεψεν ἀγέρι
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.
Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά,
ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριά
καὶ μ' ἀψηλὰ καπέλα
χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα!
Τῆς Ἀφροδίτης τὸ παιδί
οἱ ἄλλοι, κι' ἄλλοι ὀπαδοὶ
τοῦ Βάκχου νὰ 'πεθάνουν
κι' ἄλλοι ἄλλα νὰ κάνουν. ( Απόσπασμα)
Νότης Γέροντας - Η τελευταία Ωδή
Ξέφυγα από την ωδή. Όπως δραπέτης που περνά τα σύνορα
Σε είδα στην Πανεπιστημίου με μια ομπρέλα να κοιτάς το μαύρο σύννεφο
Ήθελα να σου πω δυο λόγια μονάχα δυο λόγια
Είχες το στόμα σου κλειστό σαν έκλειψη της σελήνης
Κι όμως μπορώ να μιλώ με τους μουγγούς
Κι ήταν πανσέληνος με ένα μαύρο σύννεφο
Ξέφυγα από την ωδή γιατί δε θέλω να ορίσω άλλο τα πράγματα
Τα πράγματα πρέπει να αγκαλιάζονται μέσα στη σιωπή
Και ο κεραυνός είναι σιωπή
Και η βροχή είναι βρύση που μιλά
Μην ανοίγεις το στόμα σου γιατί θα μπει αέρας
Άφησε το στόμα σου κλειστό στη λάμψη του σκοταδιού
Γιατί αλλάξαμε δρόμο μουγγοί
Κι όμως εγώ θα μιλήσω
Μην ανοίξεις το στόμα σου
Τα δόντια τρομάζουν τα πουλιά στα δέντρα
Κι ύστερα προχωρήσαμε στα Εξάρχεια
Οι κλούβες ήταν φιλικές
Και τα πηλίκια ανέμιζαν στον αέρα σαν χαρταετοί
Μόνο μια λέξη θα πω
Δε θα ορίσω τίποτα
Η ποίηση είναι άγγιγμα ή φιλί
Και η πλατεία ήταν στρωμένη άμμο
Ξεβράκωτοι πια οι νεκροί
Βάζαν οινόπνευμα αντί για αντιηλιακό
Και η Στουρνάρη ήταν σύμπλεγμα νησιών
Κι έστριβαν τα υπερωκεάνεια από την Πατησίων
Και ο κεραυνός είναι σιωπή
Και η βροχή είναι σύννεφο που μιλά
Άνοιξε την ομπρέλα σου
Και μίλα
Ακουμπώντας το στόμα σου
Στη βρεγμένη άμμο
Έξω από τον Κάβουρα
Με κοκταίηλ από αίμα
Αφού ο δρόμος είναι μεγάλος
Κι αφού προσπεράσουμε τα υπερωκεάνεια
Στο πρώτο φαστφουντάδικο
Θα μοιραστούμε το ίδιο χώμα
Κι άνοιξε την ομπρέλα σου
Γιατί τώρα βρέχει
Και μου μιλάς.
Ξέφυγα από την ωδή. Όπως δραπέτης που περνά τα σύνορα
Σε είδα στην Πανεπιστημίου με μια ομπρέλα να κοιτάς το μαύρο σύννεφο
Ήθελα να σου πω δυο λόγια μονάχα δυο λόγια
Είχες το στόμα σου κλειστό σαν έκλειψη της σελήνης
Κι όμως μπορώ να μιλώ με τους μουγγούς
Κι ήταν πανσέληνος με ένα μαύρο σύννεφο
Ξέφυγα από την ωδή γιατί δε θέλω να ορίσω άλλο τα πράγματα
Τα πράγματα πρέπει να αγκαλιάζονται μέσα στη σιωπή
Και ο κεραυνός είναι σιωπή
Και η βροχή είναι βρύση που μιλά
Μην ανοίγεις το στόμα σου γιατί θα μπει αέρας
Άφησε το στόμα σου κλειστό στη λάμψη του σκοταδιού
Γιατί αλλάξαμε δρόμο μουγγοί
Κι όμως εγώ θα μιλήσω
Μην ανοίξεις το στόμα σου
Τα δόντια τρομάζουν τα πουλιά στα δέντρα
Κι ύστερα προχωρήσαμε στα Εξάρχεια
Οι κλούβες ήταν φιλικές
Και τα πηλίκια ανέμιζαν στον αέρα σαν χαρταετοί
Μόνο μια λέξη θα πω
Δε θα ορίσω τίποτα
Η ποίηση είναι άγγιγμα ή φιλί
Και η πλατεία ήταν στρωμένη άμμο
Ξεβράκωτοι πια οι νεκροί
Βάζαν οινόπνευμα αντί για αντιηλιακό
Και η Στουρνάρη ήταν σύμπλεγμα νησιών
Κι έστριβαν τα υπερωκεάνεια από την Πατησίων
Και ο κεραυνός είναι σιωπή
Και η βροχή είναι σύννεφο που μιλά
Άνοιξε την ομπρέλα σου
Και μίλα
Ακουμπώντας το στόμα σου
Στη βρεγμένη άμμο
Έξω από τον Κάβουρα
Με κοκταίηλ από αίμα
Αφού ο δρόμος είναι μεγάλος
Κι αφού προσπεράσουμε τα υπερωκεάνεια
Στο πρώτο φαστφουντάδικο
Θα μοιραστούμε το ίδιο χώμα
Κι άνοιξε την ομπρέλα σου
Γιατί τώρα βρέχει
Και μου μιλάς.
Νάνσυ Δανέλη - Το καπελάκι σου
Θυμάμαι μια εκδρομή
σε μια απέραντη μακρινή παραλία.
Από βραδύς στρωματσάδα στη βεράντα
κι αχάραγα μικροί μεγάλοι
με λαχτάρα
τα παιδιά πλατσουρίζανε στα νερά
οι μεγάλοι στα όνειρα
εσύ
με το τσαλακωμένο ψάθινο καπέλο
με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη
με το βλέμμα βυθισμένο
στη γραμμή του ορίζοντα
να πασχίζει να το διαπεράσει
εκείνο το ρόδινο σύνορο
κάποιου κόσμου
αλλιώτικου
- άλλωστε τόσες και τόσες φορές έλεγες
θα πάρω το καπελάκι μου-
είχε πάει απόγευμα κι ακόμα ήσουν εδώ
με το παλιό σου ψάθινο καπέλο
μ΄εκείνα τα πονεμένα μάτια
βαδίζοντας κουρασμένα
στον κίτρινο κάμπο
στα χαμηλά σπίτια
στα φλεγόμενα τοπία της καρδιάς
ρωτώντας
πού να χάθηκαν
οι ψυχές των παλαιών ημερών
να πήραν το καπελάκι τους κι εκείνες
κι έπεφτε σιγά-σιγά η νύχτα όταν
ο αέρας πήρε το καπέλο σου.
Απόμεινες να το κοιτάς
να φεύγει χωρίς εσένα.
Στο βάθος ήξερες πως
πάντα υπάρχει ένας δρόμος
να φύγει κανείς
έστω και δίχως καπέλο
έστω και δίχως επιστροφή.
Cassatt Mary The Boating Party 1893-94
Κική Δημουλά - Εξοπλισμός θερινών αναγκών
Κάτι ορθάνοιχτα παράθυρα
Κάτι ορθάνοιχτα παράθυρα
ανεβάζουν καλοκαίρι με το γερανό της μύγας.
Μετρώ και λείπουνε μιά δυό συλλαβές του
και το πόδι του λάμδα σπασμένο
Κουνιότανε από πέρυσι.
Τώρα που θα καθίσει τόση ελάττωση
κι όλη η συνοδεία των ευνούχων της.
Πάντως είναι στέρεο το ελαττούμενο
σηκώνει τόνους άλγη. Κάτσε άφοβα.
Καλού κακού θα προσθέσω στον κατάλογο
μια ξαπλώστρα εις αντικατάστασιν
του σπασμένου λάμδα.
Χρειάζομαι επίσης
Τρανζιστοράκι κολλητό στ’ αυτάκια των κυμάτων
ν’ ακούνε μουσική από σταθμούς πειρατικούς της άμμου.
Ένα τραγούδι ευσυγκίνητο κομίζει συλλαβές
ίδιες σχεδόν μ’ αυτές που βρέθηκαν να λείπουν από
το καλοκαίρι και παραπανίσιες μάλιστα. Μην τύχει
να θυμηθείς και άλλους. Να έχουν να καθίσουν.
Γυαλιά απορροφητικά, μη θυμηθώ περισσότερους.
Αν και φορώ πότε πότε καπνούς επαφής.
Καπέλο για τον ήλιο
παρόλο που δεν καίει όπως τότε
που ήσουν μέρα νύχτα εφευρέτης του.
Να δοκιμάσω από περιέργεια ένα έγκαυμα παλιό
να δω αν ξεφλούδισε ο τρελός
έρωτας της πλάτης μου για δαύτο.
Μαγιό καινούργιο –πάχυνε πολύ η κάθοδός μου.
Να πω την αλήθεια λιγουρεύομαι
κι ένα καινούργιο σώμα να κάθομαι στα μίλια του
και να χαϊδεύω τις αέρινες ρυτίδες της θαλάσσης.
Αλλά θα επικρατήσει τελικά η λογική
του σώματος ετούτου που διαθέτω.
Άπαντα τα λάμδα της θαλάσσης
προσεκτικά να τ’ ανεβάζει ένα ένα
μέσα σε διάφανα μπλε σταγονίδια μη σπάσουν
ο γερανός του γλάρου.
Ποια θάλασσα;
Σκέτο νερό πειρατής οφθαλμαπάτης.
Πρόσφυγας εκ της μακρινής κοσμογονίας.
Εκμαυλιστικά απέραντο χάρη στις βαραθρώσεις
σχιζοειδής οξυθυμίες αρχικά του σύμπαντος.
Οφθαλμοπόρνος της ιερόδουλης φυγής.
Ποια θάλασσα;
Καιρός να επικρατήσει η λογική
του σώματος ετούτου που διαθέτεις.
Ντύσου και κολύμπα.
(Απαγορεύεται η ρίψις δακρύων.
Είναι που είναι από μόνη της αλμυρή
λύσσα η ωριμότης).
Θέλουνε να σε βλέπουνε εις τη σκηνή επάνω
και να ’σαι γάμπα αληθινή και όχι με μελάνι,
με κάλτσα άσπρη τρυπητή να είσαι φασκιωμένη
και κάποτε εις το χορό ώς πάνω να πετιέσαι
Ω γελοίοι χρηστοήθεις και κλεινοί ηθικολόγοι
Σεις το πάθατε ως εκείνον με το βόδι του χωριάτου,
Τάσος Λειβαδίτης
Ντέζι ντι Νάρντο - Πουλί της βροχής στο Άνεξ
Προχωρώ προς την κόκκινη πόρτα της ΜακΊουεν που προεξέχει
Να αιχμαλωτίσω μερικά απομεινάρια από κείνη
Ένα λεπτό άρωμα που ανέδιδε το γνώριμο δέρμα
Την άκαμπτη σαφή της ελαφρύτητα που απορροφούσε ο ουρανός
Λέξεις που διέρρεαν και χάνονταν στον ήλιο
Την ασύρματη ποίησή της που την έπνιγε ο άνεμος
Επιπλέω
Έχοντας ξεχάσει γιατί ήρθα και
Σκαλώνω στο καπέλο της Άτγουντ* με το φαρδύ γείσο
Κουρνιάζω
Και ψάχνω για σπόρους
Περιτριγυρισμένη από άλλα πουλιά σε φυγή.
Νταν Πάγκις - Ευρώπη, αργά
Βιολιά ανθίζουν στον ουρανό,
Κι ένα ψάθινο καπέλο. Με συγχωρείτε, τι χρονιά είναι;
Τριάντα εννέα και μισό περίπου, είναι ακόμα πολύ νωρίς,
μπορείτε να κλείσετε το ραδιόφωνο.
Θα ήθελα να σας συστήσω:
η θαλάσσια αύρα, η ψυχή της προκυμαίας, πόσο παιχνιδιάρικη,
φορέματα που στροβιλίζονται,
ελαφρά χτυπήματα στις ανήσυχες εφημερίδες: τανγκό! τανγκό!
Και το πάρκο της σιγοτραγουδάει:
Φιλώ το χέρι σας, μαντάμ,
το χέρι σας το μαλακό και κομψό
σαν λευκό καστόρινο γάντι. Θα δείτε, μαντάμ,
ότι όλα θα έρθουν στη θέση τους,
σαν όνειρο – μην ανησυχείτε τόσο πολύ, μαντάμ,
εδώ ποτέ δεν θα συμβεί,
θα δείτε, εδώ ποτέ
Γιάννης Πάσχος - Η κυρία με το άσπρο καπέλο
Φλόγα, φλόγα, φώναξε η κυρία με το άσπρο καπέλο.
Θανάση φλόγα, έλα καλέ .
Ο Θανάσης δεν αποκρίθηκε. Αυτή όμως συνέχισε να τον καλεί, με την τραγουδιστή φωνή της, κοιτώντας μια προς τον δρόμο και μια προς το πέλαγος.
Θανάση φλόγα, άσε το ποδήλατο σου κι έλα και δώστου γέλια και χαρές.
Έκανε δυο απλωτές κι άρχισε το τραγούδι: Θάλασσα πλατιά, σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις…. Και πετούσε το πόδι της έξω από το νερό λες κι ήταν έμπειρη αθλήτρια συγχρονισμένης κολύμβησης.
Με διακριτικότητα, αν και δεν φαινόμουν ανάμεσα από τα αλμυρίκια που φύτρωναν στην ακρογιαλιά, γύρισα να δω ποιος είναι αυτός ο Θανάσης που αρνιόταν να την ακολουθήσει στην ομολογουμένως ζεστή και ήρεμη θάλασσα.
Με έκπληξη διαπίστωσα ότι στο δρόμο δεν υπήρχε κανείς, ούτε Θανάσης ούτε ποδήλατο, κανείς, απολύτως κανείς, ερημιά.
Ήταν ένα μελαγχολικό συννεφιασμένο απόγευμα του Σεπτέμβρη, η κυρία με το άσπρο καπέλο καιγόταν από τις αναμνήσεις της κι εγώ από περιέργεια.
Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.
Γιάννης Ρίτσος - Τί χρειάζονται;
Ολα γερνάνε, παλιώνουν, αχρηστεύονται - είπε-
παράνομοι καπνοί, κλεισμένες κάμαρες,
σημαίες, σκοτωμένοι, προκηρύξεις, αγάλματα-
η άσπρη κουρτίνα κιτρίνισε,
ο καθρέφτης γδάρθηκε μαζί με το πρόσωπο,
στ' όμορφο φόρεμα που φορούσες κείνη τη νύχτα
εγκαταστάθηκε ο σκόρος,
το καφενείο της γωνιάς έκλεισε,
το μπαλκόνι έπεσε μπρούμυτα στις τσουκνίδες,
τ' άγαλμα του κήπου χωρίς φαλλό-
τι χρειάζεται, λοιπόν, η λύπη, τι χρειάζεται το μίσος,
η ελευθερία, η έλλειψη ελευθερίας,
τ' ασημένια κουταλάκια, η αποταμίευση,
η χρυσή μασέλα της νεκρής, ο ήλιος,
τα δυο κηροπήγια στο τραπέζι, οι ασπιρίνες,
τι χρειάζονται ο έρωτας κι η ποίηση;
Είχε λιακάδα τότε -Ιούλιος μήνας-
δίπλωναν το ψωμί στην πετσέτα,
το πλοιάριο έφευγε,
έκαιγαν οι εφημερίδες σ' ένα ψάθινο καπέλο
καταμεσής στο νερό.
Γιάννης Ρίτσος - Ο τόπος μας
Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.
Γιάννης Σκαρίμπας - ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Να`ναι σαν να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φιδωτό που σβεί στα χάη,
και σένα του καπέλου σου πλατιά και φαντεζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
Και ναν`σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι`άστρα, τη ζωνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αυτός ο άνεμος τρελά τρελά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο να λες, να λες, στα βάθη της νυκτός
για ένα με γυάλινα πανιά πλοίο που πάει
όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός,
όξ`απ`τον κύκλο των νερών στα χάη.
Κι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
περ`από τόπους και καιρούς, έως ότου φως μου
(καθώς τρελά θα χαιρετάει κειν`η κορδέλα η φαντεζί)
βγούμε απ`την τρικυμία αυτού του κόσμου.
Ελίνα Τραϊφόρου - ΚΙΤΡΙΝΑ ΚΑΠΕΛΑ
Φορούσε κίτρινο καπέλο
Ντυμένος ελαφριά
Η κυρτή του πλάτη
ένα χαμόγελο
Χαιρέτησε τον οδηγό
σαν να έλεγε
να αγαπάς το φθινόπωρο
Έτσι κατέβηκε στη στάση
και χάθηκε
Τότε φευγαλέα κοίταξα το παράθυρο
στην οροφή
πέφτανε φύλλα
γέρικοι επιβάτες με κίτρινα καπέλα
μ’ ορθάνοιχτα μάτια παιδιού
που μουρμουρίζουν στον άνεμο
ίσως και να νανουρίζουν τις λύπες
εκείνου που χτυπά το δάχτυλό του
στο τζάμι του λεωφορείου
μετρώντας το ακατονόμαστο
Εγώ τώρα κοιτάζω κατάματα
τις πιο απρόσμενες γωνίες
της σκόνης
της γυναίκας που ανασκουμπώθηκε
με το τράνταγμα του λεωφορείου
του οδηγού που τεντώνει το δέρμα του
πάντα προς τα πάνω
στ’ απρόβλεπτα διαλείμματα
Έτσι ταξιδεύω σε άγνωστες χώρες
κάθε απόγευμα
στο οικείο δρομολόγιο
Κι όταν κατεβαίνω στη στάση
χαμογελώ στον οδηγό
για όλα τα αιφνίδια κίτρινα φύλλα
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ - ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Από χρόνια τα καπέλα των νεκρών στόλιζαν
τους τοίχους των σπιτιών
Με τέτοιες εικόνες προχωρούσε η ζωή
Με τις μνήμες καρφωμένες στις πέτρες
για να μην χαθούν
όπως οι παλιές φωτογραφίες
Οι νεκροί εξαφανισμένοι
δίχως όνομα και ετυμηγορία
Ασήμαντοι εχθροί της στατιστικής
Και οι νέοι διώκτες
που 'ρχονται
βγαλμένοι απ' τα ψέματα της ιστορίας
στέλνουν
μυστικά τους δημίους
το έργο ν' αρχίσουν
Θα πάρουν
κι άλλους θανατοποινίτες
που δεν θα 'χουν όνομα κι αυτοί
(χιλιάδες καθημερινά)
Το μόνο που θα απομένει
είναι τα καπέλα τους
κρεμασμένα
στους τοίχους
άλλων μακρινών
χωμάτινων σπιτιών
https://tovivlio.net/
Το χειμώνα δεν τον θέλω". Ένα τραγούδι του Μίμη Πλέσσα από την ταινία του Αλέκου Σακελάριου "Υπάρχει και φιλότιμο" (Φίνος Φιλμ-1965)
Τραγουδάει η Πόπη Μαρέλλι-Γιαμαρέλου.
Το τραγούδι αυτό (μια εύθυμη 'γιάνκα') παρουσιάζεται εδώ επεξεργασμένο μια που στην ταινία διακόπτεται από διάλογο.
------------------------------------------
Το χειμώνα δεν τον θέλω,
θέλω ψάθινο καπέλο,
θέλω θάλασσα γαλάζια κι αμμουδιά.
Να ξαπλώνουμε όλοι χάμω,
πάνω στη ζεστή την άμμο
και να παίζουμε όλη μέρα σαν παιδιά.
Το χειμώνα δεν τον θέλω,
θέλω ψάθινο καπέλο,
θέλω θάλασσα γαλάζια κι αμμουδιά.
Τ' αγαπώ το καλοκαίρι, το καλοκαιράκι
με την τόση ξεγνοιασιά.
Nα 'ναι ντάλα μεσημέρι κι ένα βαποράκι
να μας στέκει στη δροσιά
Θα 'θελα να ήταν μόνο
καλοκαίρι όλο το χρόνο
και ποτέ να μη φορέσω το παλτό.
Στο χειμώνα μίσος έχω
και το κρύο δεν αντέχω
παρά μόνο σαν χωνάκι παγωτό.
Το χειμώνα δεν τον θέλω,
θέλω ψάθινο καπέλο,
θέλω ντεκολτέ μεγάλο κι ανοιχτό.
Τ' αγαπώ το καλοκαίρι, το καλοκαιράκι
με την τόση ξεγνοιασιά.
Nα 'ναι ντάλα μεσημέρι κι ένα βαποράκι
να μας στέκει στη δροσιά
Μετρώ και λείπουνε μιά δυό συλλαβές του
και το πόδι του λάμδα σπασμένο
Κουνιότανε από πέρυσι.
Τώρα που θα καθίσει τόση ελάττωση
κι όλη η συνοδεία των ευνούχων της.
Πάντως είναι στέρεο το ελαττούμενο
σηκώνει τόνους άλγη. Κάτσε άφοβα.
Καλού κακού θα προσθέσω στον κατάλογο
μια ξαπλώστρα εις αντικατάστασιν
του σπασμένου λάμδα.
Χρειάζομαι επίσης
Τρανζιστοράκι κολλητό στ’ αυτάκια των κυμάτων
ν’ ακούνε μουσική από σταθμούς πειρατικούς της άμμου.
Ένα τραγούδι ευσυγκίνητο κομίζει συλλαβές
ίδιες σχεδόν μ’ αυτές που βρέθηκαν να λείπουν από
το καλοκαίρι και παραπανίσιες μάλιστα. Μην τύχει
να θυμηθείς και άλλους. Να έχουν να καθίσουν.
Γυαλιά απορροφητικά, μη θυμηθώ περισσότερους.
Αν και φορώ πότε πότε καπνούς επαφής.
Καπέλο για τον ήλιο
παρόλο που δεν καίει όπως τότε
που ήσουν μέρα νύχτα εφευρέτης του.
Να δοκιμάσω από περιέργεια ένα έγκαυμα παλιό
να δω αν ξεφλούδισε ο τρελός
έρωτας της πλάτης μου για δαύτο.
Μαγιό καινούργιο –πάχυνε πολύ η κάθοδός μου.
Να πω την αλήθεια λιγουρεύομαι
κι ένα καινούργιο σώμα να κάθομαι στα μίλια του
και να χαϊδεύω τις αέρινες ρυτίδες της θαλάσσης.
Αλλά θα επικρατήσει τελικά η λογική
του σώματος ετούτου που διαθέτω.
Άπαντα τα λάμδα της θαλάσσης
προσεκτικά να τ’ ανεβάζει ένα ένα
μέσα σε διάφανα μπλε σταγονίδια μη σπάσουν
ο γερανός του γλάρου.
Ποια θάλασσα;
Σκέτο νερό πειρατής οφθαλμαπάτης.
Πρόσφυγας εκ της μακρινής κοσμογονίας.
Εκμαυλιστικά απέραντο χάρη στις βαραθρώσεις
σχιζοειδής οξυθυμίες αρχικά του σύμπαντος.
Οφθαλμοπόρνος της ιερόδουλης φυγής.
Ποια θάλασσα;
Καιρός να επικρατήσει η λογική
του σώματος ετούτου που διαθέτεις.
Ντύσου και κολύμπα.
(Απαγορεύεται η ρίψις δακρύων.
Είναι που είναι από μόνη της αλμυρή
λύσσα η ωριμότης).
ANTONIO CRISTOBAL – THE BASKET OF ROSES
Πάνος Θεοδωρίδης - Γενέθλια
Γεννήθηκα Πάσχα σε ψεύτικη πόλη
Στα δόντια της μαύρης σελήνης σκουριά
Φορούσαν ρεπούμπλικα χαφιέδες και φλώροι
Και βάζαν μπριολ στα μαλλιά
Στο σπίτι που μέναμε, τρία δωμάτια
Μου μάθαν τους νόμους χωρίς λογική
Να σβήνω τα φώτα, να διώχνω τους γύφτους
Να παίζει σιγά η μουσική
Τους φίλους που κέρδισα στη λάσπη τους χάνω
Τρελού φωτογράφου ρετούς στην καρδιά
Ο Φάνης κι ο Στέφανος γελούν και τα χάνω
Που σβήνουν χαμένοι σε ξένη αγκαλιά
Στην άκρη του δρόμου αστράφτουν τα φλίππερ
Βαθύζωνος ήχος κελλί μυστικό
Τα δόντια μου τρίζουν φοβίζουν τη νύχτα
Κοιμάμαι με φως ανοιχτό
Δεν ήθελα να ’χω τη σελήνη στο δέρμα
Ήθελα επίμονα να μείνω μικρός
Φοβόμουν τον θάνατο στα δόντια το κέρμα
Φυτό που λατρεύει το φως
Από τη συλλογή Ποιήματα που θα χαθούν στην ομίχλη (2001) του Πάνου Θεοδωρίδη
Κ. Καρυωτάκης - Στη Γάμπα
Χρόνια κάθομουν στ’ αβγά μου, δεν επρόβαλλα στη μέση,
Χρόνια κάθομουν στ’ αβγά μου, δεν επρόβαλλα στη μέση,
και περνούσα τη ζωή μου πάντοτε συλλογισμένος·
πότε έβαζα καπέλο, πότε σκούφο, πότε φέσι,
πότε έβγαινα στη φόρα, πότε ήμουνα κρυμμένος.
Τίποτε δεν συγκινούσε την μεγάλην μου ανίαν
Τίποτε δεν συγκινούσε την μεγάλην μου ανίαν
—και αυτό πώς μου συνέβη; όσοι να το μάθουν θένε
ας γνωρίσουν πως μεγάλην πάντα είχα την μανίαν
να εκδώσουν ένα φύλλο και Γαμπίτσα να το λένε.
Ήμουνα απελπισμένος, ότε έξαφνα μνια μέρα
συννεφώδη, ομιχλώδη και με μπόρες και αντάρα,
Ήμουνα απελπισμένος, ότε έξαφνα μνια μέρα
συννεφώδη, ομιχλώδη και με μπόρες και αντάρα,
μια φωνή μικρού Χαμίνι με προσβάλλει αποπέρα,
μια φωνή που διαλαλάει: «Και Η Γάμπα μ[ν]ια δεκάρα!»
Δεν επίστευσα τ’ αφτιά μου, και σηκώνομαι επάνω
Δεν επίστευσα τ’ αφτιά μου, και σηκώνομαι επάνω
να φωνάξω, μα εκείνο πρόβαλε απ’ το καντούνι·
τί πουλάει το αγρίμι να ρωτήσω δεν προφθάνω,
«Δώσ’ μου» λέγει «μνια δεκάρα, πάρε Γάμπα με τακούνι!»
Δίνω τότε τη δεκάρα με μεγάλη προθυμία·
Δίνω τότε τη δεκάρα με μεγάλη προθυμία·
τηνε παίρνω, την χαϊδεύω, δε μπορώ να την χορτάσω,
μὄφυγεν ευθύς η λύπη κι η μεγάλη μου ανία,
κι απεφάσισα ωστόσον κάτι τι κι εγώ να γράψω.
Εις την γάμπαν που ’ναι τόσον
Εις την γάμπαν που ’ναι τόσον
σ’ όλους μας προκλητικιά
έναν ύμνο να συνθέσω,
μ’ όλα μου τα γηρατειά.
Καλώς μάς πρόβαλες, λοιπόν,
Καλώς μάς πρόβαλες, λοιπόν,
που ’ρθες με τα σωστά σου,
υπεραρτία, ευτραφής
και μ’ όλα τ’ απαυτά σου·
και μ’ έκαμες στα γηρατειά
και μ’ έκαμες στα γηρατειά
και μένα το φαφούτη,
που να μασήσω δεν μπορώ
ούτε ξηρό κουρκούτι,
να θυμηθώ χρόνια παλιά
να θυμηθώ χρόνια παλιά
κι ακόμη τόσα άλλα,
γιατ’ ήμουνα στα νιάτα μου
γαμπομανής τα μάλα.
Και ποιός δε σε αγάπησε,
Και ποιός δε σε αγάπησε,
και ποιός δεν σε θαυμάζει;
Η θέα σου ποιόνε θνητό
δεν έλκει, δεν ταράζει;…
Μ’ ας παύσω τέλος πάντων
Μ’ ας παύσω τέλος πάντων
τόσον να σε επαινώ,
μη τυχόν στους διαδρόμους
των τμημάτων σεργιανώ·
γιατί έμαθα πως ότι
γιατί έμαθα πως ότι
μνια μερίς της κοινωνίας,
χάριν των χρηστών ηθών μας,
μέσον της αστυνομίας
θα επέμβει να μη λέγουν
θα επέμβει να μη λέγουν
τίποτε πλέον για σένα,
όχι γι’ άλλα παρά όσα
είναι στο χαρτί γραμμένα.
Δεν θέλουν να σε βλέπουνε μαυρομουτζουρωμένη
Δεν θέλουν να σε βλέπουνε μαυρομουτζουρωμένη
με μαύρη κάλτσα μακριά και στο χαρτί γραμμένη.
Θέλουνε να σε βλέπουνε εις τη σκηνή επάνω
να φαίνεσ’ ώς τα γόνατα κι ακόμα παραπάνω·
και να ’σαι γάμπα αληθινή και όχι με μελάνι,
και κάτωθεν από βραχύ, διαφανές φουστάνι·
με κάλτσα άσπρη τρυπητή να είσαι φασκιωμένη
και όχι πάνω στο χαρτί καταμουτζουρωμένη·
και κάποτε εις το χορό ώς πάνω να πετιέσαι
και εάν είναι δυνατόν στα ύψη να κρατιέσαι.
Ω γελοίοι χρηστοήθεις και κλεινοί ηθικολόγοι
δε γενόσαστε παπάδες, καλογέροι, θεολόγοι;
Σεις το πάθατε ως εκείνον με το βόδι του χωριάτου,
που επρόσεχε μη στάξει στο πηγάδι η ουρά του —
αφού ήτο όλο μέσα, το ’καμε και άνω κάτου,
αφού ήτο όλο μέσα, το ’καμε και άνω κάτου,
EMILE EISMAN SEMENOVSKY – FRIQUETTE
Τάσος Λειβαδίτης - Το καπέλο
Άνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους ρυθμισμένα και ήρεμα,
ανάμεσα σε ώρες εργασίας και αμίλητα συζυγικά νεκρόδειπνα.
Λίγος καφές στο τέλος του φαγητού για τη χώνεψη,
λίγα όνειρα για το φόβο της καρδιοπάθειας,
λίγη ελεημοσύνη για τη σωτηρία της ψυχής.
Ώσπου μια νύχτα, σηκώνονται στη μέση του δείπνου ξαφνικά
από συνήθεια, μάλιστα, παίρνουν και το καπέλο τους -
και χάνονται. Πού πάνε; Κανείς δεν ξέρει. Μα η δίψα τους καίει
κι η απόγνωση μεγαλώνει τους ορίζοντες.
Έτσι σκέφτηκαν, δηλαδή, να κάνουνε για μια στιγμή.
Ύστερα πέρασε. Σκουπίζουνε το λίγο ιδρώτα πλάι στη μύτη
και μπαίνουν αθόρυβα στην κρεβατοκάμαρα.
Ενώ στο διάδρομο μένει μονάχο, πάνω στην καρέκλα, το καπέλο
σαν το πικρό ανάχωμα ενός τάφου,
που σκέπασε βαριά κι ανέκκλητα όλη τη ζωή τους.
Τάσος Λειβαδίτης - Ο πρώτος στίχος
Αλλά γιατί καμιά φορά στεκόμαστε στη μέση ενός άγνωστου δρόμου
ή μπροστά σ’ ένα παλιό σπίτι;
Τί μας θυμίζουν; Ποιόν αναζητούμε;
Κι άλλοτε κάτω από μια γέφυρα ή πίσω από μια κουρτίνα νιώθεις
να ζεις πιο αληθινά-
πράγματα που θα εξοφλήσεις κάποτε με τη ψυχή σου.
Ώσπου ένα πρωί ακουγόταν το πρώτο κελάηδημα στον κήπο.
Άνοιξη.
Η μητέρα άλλαζε καπέλο, η νεαρή υπηρέτρια ανέβαινε στη σοφίτα κι έκλαιγε
κι ο παππούς ξεχνούσε να διαβάσει τη Βίβλο…
Τώρα κάθομαι στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που κάθησαν τρεις γενιές.
Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σ΄ ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα, όταν γελούσε ήταν σα να
σκόρπιζε γιασεμιά
φωτιζόταν για λίγο η νύχτα.
Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ-
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.
Από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου» (1990), εκδόσεις Κέδρος
Άνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους ρυθμισμένα και ήρεμα,
ανάμεσα σε ώρες εργασίας και αμίλητα συζυγικά νεκρόδειπνα.
Λίγος καφές στο τέλος του φαγητού για τη χώνεψη,
λίγα όνειρα για το φόβο της καρδιοπάθειας,
λίγη ελεημοσύνη για τη σωτηρία της ψυχής.
Ώσπου μια νύχτα, σηκώνονται στη μέση του δείπνου ξαφνικά
από συνήθεια, μάλιστα, παίρνουν και το καπέλο τους -
και χάνονται. Πού πάνε; Κανείς δεν ξέρει. Μα η δίψα τους καίει
κι η απόγνωση μεγαλώνει τους ορίζοντες.
Έτσι σκέφτηκαν, δηλαδή, να κάνουνε για μια στιγμή.
Ύστερα πέρασε. Σκουπίζουνε το λίγο ιδρώτα πλάι στη μύτη
και μπαίνουν αθόρυβα στην κρεβατοκάμαρα.
Ενώ στο διάδρομο μένει μονάχο, πάνω στην καρέκλα, το καπέλο
σαν το πικρό ανάχωμα ενός τάφου,
που σκέπασε βαριά κι ανέκκλητα όλη τη ζωή τους.
Αλλά γιατί καμιά φορά στεκόμαστε στη μέση ενός άγνωστου δρόμου
ή μπροστά σ’ ένα παλιό σπίτι;
Τί μας θυμίζουν; Ποιόν αναζητούμε;
Κι άλλοτε κάτω από μια γέφυρα ή πίσω από μια κουρτίνα νιώθεις
να ζεις πιο αληθινά-
πράγματα που θα εξοφλήσεις κάποτε με τη ψυχή σου.
Ώσπου ένα πρωί ακουγόταν το πρώτο κελάηδημα στον κήπο.
Άνοιξη.
Η μητέρα άλλαζε καπέλο, η νεαρή υπηρέτρια ανέβαινε στη σοφίτα κι έκλαιγε
κι ο παππούς ξεχνούσε να διαβάσει τη Βίβλο…
Τώρα κάθομαι στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που κάθησαν τρεις γενιές.
Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σ΄ ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα, όταν γελούσε ήταν σα να
σκόρπιζε γιασεμιά
φωτιζόταν για λίγο η νύχτα.
Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ-
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.
Από τη συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου» (1990), εκδόσεις Κέδρος
πολλοί συντρόφοι πέθαναν, άλλοι χαθήκαν ακόμα πιο οριστικά, όσοι επιζήσαμε βαδίζουμε παράμερα, με τα ρολόγια μας σταματημένα σ’ έναν άλλο χρόνο (γι’ αυτό και γερνάμε τόσο επώδυνα) – και μόνο καμιά φορά καθώς στριφογυρίζουμε αμήχανα το καπέλο μας ακούγεται μια σιγανή μουσική από παλιά φθαρμένα κατορθώματα” (“Σιγανή μουσική”),
Emile Vernon – The Fancy Bonnet
Τάσος Λειβαδίτης «Καντάτα» [απόσπασμα]
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ
16.
Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
17.
Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο. 18. Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα; 19. Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν' απαντήσει, 20. έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του. 21. Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22. Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί. 23. Και ξημέρωσε. Και βράδιασε. 24. Ημέρες σαράντα. 25. Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του. 26. Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε
ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27. Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας. 28. Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ' άρχιζε ξανά.
29. Εις τους αιώνας των αιώνων
http://ebooks.edu.gr/
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ
16. | Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα. | ||
17. | Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο. | ||
18. | Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα; | ||
19. | Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν' απαντήσει, | ||
20. | έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του. | ||
21. | Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός. | ||
22. | Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί. | ||
23. | Και ξημέρωσε. Και βράδιασε. | ||
24. | Ημέρες σαράντα. | ||
25. | Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του. | ||
26. | Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της. | ||
27. | Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας. | ||
28. | Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ' άρχιζε ξανά. | ||
29. | Εις τους αιώνας των αιώνων http://ebooks.edu.gr/ |
Γιώργος Μαρκόπουλος - Η ΜΠΑΝΤΑ
Μια μπάντα πήγαινε σε επαρχιακό παραλιακό δρόμο.
Έπαιζε εμβατήρια. Ένα παιδάκι δεκατέσσερω χρονώ,
με φαρδύ καπέλο και παλιά ρούχα της μουσικής
που έπαιζε τρομπόνι, δεν είδε τη στροφή του δρόμου.
Έτσι η μπάντα έστριψε,
και το παιδάκι βάδισε μόνο του ευθεία.
Με το τρομπόνι και το μεγάλο του καπέλο.
Friedrich von Amerling – Girl in Yellow Hat
Προχωρώ προς την κόκκινη πόρτα της ΜακΊουεν που προεξέχει
Να αιχμαλωτίσω μερικά απομεινάρια από κείνη
Ένα λεπτό άρωμα που ανέδιδε το γνώριμο δέρμα
Την άκαμπτη σαφή της ελαφρύτητα που απορροφούσε ο ουρανός
Λέξεις που διέρρεαν και χάνονταν στον ήλιο
Την ασύρματη ποίησή της που την έπνιγε ο άνεμος
Επιπλέω
Έχοντας ξεχάσει γιατί ήρθα και
Σκαλώνω στο καπέλο της Άτγουντ* με το φαρδύ γείσο
Κουρνιάζω
Και ψάχνω για σπόρους
Περιτριγυρισμένη από άλλα πουλιά σε φυγή.
Ι.
Τα καλοκαίρια
συναντάμε τα τριζόνια
και με μάτια κλειστά
μετράμε την απόγνωσή τους
νύχτες και νύχτες
σαν τα παιδάκια
που ξαγρυπνάνε στο σκοτάδι
για να ξεγελάσουν τους μεγάλους.
Πρωινά και μεσημέρια
συντονίζουμε τις ζωές μας
στο ρυθμό του τζίτζικα
στην αναζήτηση της πολυφωνίας·
καταπονημένοι καταλήγουμε
στον πρώτο ίσκιο που θα βρούμε.
Το έξαλλο πρόσωπο του καλοκαιριού
τυραννάει τους χειμώνες μας·
χαμογελάει στη μοναξιά μας.
Κι εκείνους τους χειμώνες,
τους ατέλειωτους χειμώνες
στη σιωπή του χιονιού
ακούμε τον εαυτό μας
και χαρτογραφούμε
τις ζωές μας.
Θερινή ραστώνη
περιβάλλει τη φωτεινή αταραξία
του σύμπαντος που δομήσαμε
στάλα τη στάλα
μες στο μεσημέρι
με το Λίβα ν’ ανακόπτει την ορμή μας
και την ψυχή να καλπάζει ξέφρενη
πάνω στις λευκές χοχάλες
κάτω απ’ το θαλασσί ουρανό
στης θάλασσας τις άκρες.
Τα καλοκαίρια στερεώνουμε τις ζωές μας
με την κόκκινη κλωστή των παραμυθιών
δεμένη σε κόμπο ναυτικό
πάνω στο καλάμι που λυγάει
στο ρου των ονείρων μας.
Κάθε τόσο τακτοποιούμε
για να σιγουρευτούμε
πως όλοι είναι εκεί
και τίποτα δε λείπει,
αλλά
μικραίνει ο κόσμος μας.
Ανοίγει ένας-ένας μια σχισμή στο χρόνο
και φεύγει.
Αφήνει το καπέλλο του καλοκαιριού
και βγαίνει.
Μια σειρά ψαθάκια
απομένουν στα καρφιά
για να μη χάνεται κανένας.
Κάθε τόσο τακτοποιούμε.
Ψαύουμε τις άκρες,
τις κόχες και τις στρογγυλάδες τους
γνέφοντας μυστικά στους απόντες
και κλείνοντας το μάτι στον καιρό
ΙΙ
Οι άνθρωποι
αλλάζουν γειτονιές, συνήθειες
και ονόματα ακόμα
για ν’ αρέσουν
ή για να ταιριάζουν με τα έπιπλα
και την καινούργια γειτονιά
Μα είναι κι εκείνοι
που γίνονται ένα με τους τοίχους
Κοιτάς τη σκεπή τους
σα να ’ναι το ψαθάκι
που μετράει τα καλοκαίρια τους
Μεγαλώνουν μαζί με τα δέντρα τους
Παίρνουν χρώμα απ’ τ’ ανοιξιάτικα σκεπάσματα
και τα γεράνια στο παρτέρι
Το άγγιγμά τους ακουμπούν
στης θύρας το χεράκι
Κλείνουν το τραγούδι τους
στου φλυτζανιού τ’αυτάκι
και στων σκευών
το διαπασών
δια παντός
τις φωνές τους γράφουν
Φεύγοντας
αφήνουν πάντα τον ίσκιο τους
στο τόξο της αυλόπορτας
στο κεφαλόσκαλο
στης μάντρας τον ασβέστη
για πάντα παρόντες
εν τη απουσία τους
ΙΙΙ
Επιστρώσεις εύθραυστες οι δεκαετίες μας
Επιστεγάζουν τις αποχρώσεις της ψυχής
στα φύλλα της καρδιάς μας
Τα καλοκαίρια
συναντάμε τα τριζόνια
και με μάτια κλειστά
μετράμε την απόγνωσή τους
νύχτες και νύχτες
σαν τα παιδάκια
που ξαγρυπνάνε στο σκοτάδι
για να ξεγελάσουν τους μεγάλους.
Πρωινά και μεσημέρια
συντονίζουμε τις ζωές μας
στο ρυθμό του τζίτζικα
στην αναζήτηση της πολυφωνίας·
καταπονημένοι καταλήγουμε
στον πρώτο ίσκιο που θα βρούμε.
Το έξαλλο πρόσωπο του καλοκαιριού
τυραννάει τους χειμώνες μας·
χαμογελάει στη μοναξιά μας.
Κι εκείνους τους χειμώνες,
τους ατέλειωτους χειμώνες
στη σιωπή του χιονιού
ακούμε τον εαυτό μας
και χαρτογραφούμε
τις ζωές μας.
Θερινή ραστώνη
περιβάλλει τη φωτεινή αταραξία
του σύμπαντος που δομήσαμε
στάλα τη στάλα
μες στο μεσημέρι
με το Λίβα ν’ ανακόπτει την ορμή μας
και την ψυχή να καλπάζει ξέφρενη
πάνω στις λευκές χοχάλες
κάτω απ’ το θαλασσί ουρανό
στης θάλασσας τις άκρες.
Τα καλοκαίρια στερεώνουμε τις ζωές μας
με την κόκκινη κλωστή των παραμυθιών
δεμένη σε κόμπο ναυτικό
πάνω στο καλάμι που λυγάει
στο ρου των ονείρων μας.
Κάθε τόσο τακτοποιούμε
για να σιγουρευτούμε
πως όλοι είναι εκεί
και τίποτα δε λείπει,
αλλά
μικραίνει ο κόσμος μας.
Ανοίγει ένας-ένας μια σχισμή στο χρόνο
και φεύγει.
Αφήνει το καπέλλο του καλοκαιριού
και βγαίνει.
Μια σειρά ψαθάκια
απομένουν στα καρφιά
για να μη χάνεται κανένας.
Κάθε τόσο τακτοποιούμε.
Ψαύουμε τις άκρες,
τις κόχες και τις στρογγυλάδες τους
γνέφοντας μυστικά στους απόντες
και κλείνοντας το μάτι στον καιρό
ΙΙ
Οι άνθρωποι
αλλάζουν γειτονιές, συνήθειες
και ονόματα ακόμα
για ν’ αρέσουν
ή για να ταιριάζουν με τα έπιπλα
και την καινούργια γειτονιά
Μα είναι κι εκείνοι
που γίνονται ένα με τους τοίχους
Κοιτάς τη σκεπή τους
σα να ’ναι το ψαθάκι
που μετράει τα καλοκαίρια τους
Μεγαλώνουν μαζί με τα δέντρα τους
Παίρνουν χρώμα απ’ τ’ ανοιξιάτικα σκεπάσματα
και τα γεράνια στο παρτέρι
Το άγγιγμά τους ακουμπούν
στης θύρας το χεράκι
Κλείνουν το τραγούδι τους
στου φλυτζανιού τ’αυτάκι
και στων σκευών
το διαπασών
δια παντός
τις φωνές τους γράφουν
Φεύγοντας
αφήνουν πάντα τον ίσκιο τους
στο τόξο της αυλόπορτας
στο κεφαλόσκαλο
στης μάντρας τον ασβέστη
για πάντα παρόντες
εν τη απουσία τους
ΙΙΙ
Επιστρώσεις εύθραυστες οι δεκαετίες μας
Επιστεγάζουν τις αποχρώσεις της ψυχής
στα φύλλα της καρδιάς μας
Βιολιά ανθίζουν στον ουρανό,
Κι ένα ψάθινο καπέλο. Με συγχωρείτε, τι χρονιά είναι;
Τριάντα εννέα και μισό περίπου, είναι ακόμα πολύ νωρίς,
μπορείτε να κλείσετε το ραδιόφωνο.
Θα ήθελα να σας συστήσω:
η θαλάσσια αύρα, η ψυχή της προκυμαίας, πόσο παιχνιδιάρικη,
φορέματα που στροβιλίζονται,
ελαφρά χτυπήματα στις ανήσυχες εφημερίδες: τανγκό! τανγκό!
Και το πάρκο της σιγοτραγουδάει:
Φιλώ το χέρι σας, μαντάμ,
το χέρι σας το μαλακό και κομψό
σαν λευκό καστόρινο γάντι. Θα δείτε, μαντάμ,
ότι όλα θα έρθουν στη θέση τους,
σαν όνειρο – μην ανησυχείτε τόσο πολύ, μαντάμ,
εδώ ποτέ δεν θα συμβεί,
θα δείτε, εδώ ποτέ
Γιάννης Πάσχος - Η κυρία με το άσπρο καπέλο
Φλόγα, φλόγα, φώναξε η κυρία με το άσπρο καπέλο.
Θανάση φλόγα, έλα καλέ .
Ο Θανάσης δεν αποκρίθηκε. Αυτή όμως συνέχισε να τον καλεί, με την τραγουδιστή φωνή της, κοιτώντας μια προς τον δρόμο και μια προς το πέλαγος.
Θανάση φλόγα, άσε το ποδήλατο σου κι έλα και δώστου γέλια και χαρές.
Έκανε δυο απλωτές κι άρχισε το τραγούδι: Θάλασσα πλατιά, σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις…. Και πετούσε το πόδι της έξω από το νερό λες κι ήταν έμπειρη αθλήτρια συγχρονισμένης κολύμβησης.
Με διακριτικότητα, αν και δεν φαινόμουν ανάμεσα από τα αλμυρίκια που φύτρωναν στην ακρογιαλιά, γύρισα να δω ποιος είναι αυτός ο Θανάσης που αρνιόταν να την ακολουθήσει στην ομολογουμένως ζεστή και ήρεμη θάλασσα.
Με έκπληξη διαπίστωσα ότι στο δρόμο δεν υπήρχε κανείς, ούτε Θανάσης ούτε ποδήλατο, κανείς, απολύτως κανείς, ερημιά.
Ήταν ένα μελαγχολικό συννεφιασμένο απόγευμα του Σεπτέμβρη, η κυρία με το άσπρο καπέλο καιγόταν από τις αναμνήσεις της κι εγώ από περιέργεια.
Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.
Johannes Vermeer – Girl with a Red Hat
Γιώργης Παυλόπουλος - Μαρτυρία για μιαν Άνοιξη
Την άνοιξη κατέβηκα πάλι στους δρόμους·
τα χελιδόνια γύρω στο καπέλο μου
κι εγώ τυφλός που ακούει πηγαίνοντας
φωνές απ΄ τις μικρές μου αγάπες.
Κοντά στους κήπους κάτω από τα παράθυρα
βράδυασα και δεν ένιωθα ποιος ήμουν.
Τη νύχτα ο ψίθυρος απ΄ τα πουλιά μ΄ ανέβαζε
σε ουράνιες αγορές, θέατρα του απείρου.
Την άνοιξη κατέβηκα πάλι στους δρόμους·
τα χελιδόνια γύρω στο καπέλο μου
κι εγώ τυφλός που ακούει πηγαίνοντας
φωνές απ΄ τις μικρές μου αγάπες.
Κοντά στους κήπους κάτω από τα παράθυρα
βράδυασα και δεν ένιωθα ποιος ήμουν.
Τη νύχτα ο ψίθυρος απ΄ τα πουλιά μ΄ ανέβαζε
σε ουράνιες αγορές, θέατρα του απείρου.
Ολα γερνάνε, παλιώνουν, αχρηστεύονται - είπε-
παράνομοι καπνοί, κλεισμένες κάμαρες,
σημαίες, σκοτωμένοι, προκηρύξεις, αγάλματα-
η άσπρη κουρτίνα κιτρίνισε,
ο καθρέφτης γδάρθηκε μαζί με το πρόσωπο,
στ' όμορφο φόρεμα που φορούσες κείνη τη νύχτα
εγκαταστάθηκε ο σκόρος,
το καφενείο της γωνιάς έκλεισε,
το μπαλκόνι έπεσε μπρούμυτα στις τσουκνίδες,
τ' άγαλμα του κήπου χωρίς φαλλό-
τι χρειάζεται, λοιπόν, η λύπη, τι χρειάζεται το μίσος,
η ελευθερία, η έλλειψη ελευθερίας,
τ' ασημένια κουταλάκια, η αποταμίευση,
η χρυσή μασέλα της νεκρής, ο ήλιος,
τα δυο κηροπήγια στο τραπέζι, οι ασπιρίνες,
τι χρειάζονται ο έρωτας κι η ποίηση;
Είχε λιακάδα τότε -Ιούλιος μήνας-
δίπλωναν το ψωμί στην πετσέτα,
το πλοιάριο έφευγε,
έκαιγαν οι εφημερίδες σ' ένα ψάθινο καπέλο
καταμεσής στο νερό.
Peter Pauwel Rubens – The Straw Hat
Γιάννης Ρίτσος - Η Σονάτα του Σεληνόφωτος ( Απόσπασμα)
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα
στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής
απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη
πολυθρόνα.
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα
στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής
απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη
πολυθρόνα.
Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.
Να`ναι σαν να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φιδωτό που σβεί στα χάη,
και σένα του καπέλου σου πλατιά και φαντεζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
Και ναν`σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι`άστρα, τη ζωνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αυτός ο άνεμος τρελά τρελά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο να λες, να λες, στα βάθη της νυκτός
για ένα με γυάλινα πανιά πλοίο που πάει
όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός,
όξ`απ`τον κύκλο των νερών στα χάη.
Κι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
περ`από τόπους και καιρούς, έως ότου φως μου
(καθώς τρελά θα χαιρετάει κειν`η κορδέλα η φαντεζί)
βγούμε απ`την τρικυμία αυτού του κόσμου.
https://www.thessalonikiartsandculture.gr/
Pierre-Auguste Renoir – Young Woman in a Blue Hat
Φορούσε κίτρινο καπέλο
Ντυμένος ελαφριά
Η κυρτή του πλάτη
ένα χαμόγελο
Χαιρέτησε τον οδηγό
σαν να έλεγε
να αγαπάς το φθινόπωρο
Έτσι κατέβηκε στη στάση
και χάθηκε
Τότε φευγαλέα κοίταξα το παράθυρο
στην οροφή
πέφτανε φύλλα
γέρικοι επιβάτες με κίτρινα καπέλα
μ’ ορθάνοιχτα μάτια παιδιού
που μουρμουρίζουν στον άνεμο
ίσως και να νανουρίζουν τις λύπες
εκείνου που χτυπά το δάχτυλό του
στο τζάμι του λεωφορείου
μετρώντας το ακατονόμαστο
Εγώ τώρα κοιτάζω κατάματα
τις πιο απρόσμενες γωνίες
της σκόνης
της γυναίκας που ανασκουμπώθηκε
με το τράνταγμα του λεωφορείου
του οδηγού που τεντώνει το δέρμα του
πάντα προς τα πάνω
στ’ απρόβλεπτα διαλείμματα
Έτσι ταξιδεύω σε άγνωστες χώρες
κάθε απόγευμα
στο οικείο δρομολόγιο
Κι όταν κατεβαίνω στη στάση
χαμογελώ στον οδηγό
για όλα τα αιφνίδια κίτρινα φύλλα
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ - ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Από χρόνια τα καπέλα των νεκρών στόλιζαν
τους τοίχους των σπιτιών
Με τέτοιες εικόνες προχωρούσε η ζωή
Με τις μνήμες καρφωμένες στις πέτρες
για να μην χαθούν
όπως οι παλιές φωτογραφίες
Οι νεκροί εξαφανισμένοι
δίχως όνομα και ετυμηγορία
Ασήμαντοι εχθροί της στατιστικής
Και οι νέοι διώκτες
που 'ρχονται
βγαλμένοι απ' τα ψέματα της ιστορίας
στέλνουν
μυστικά τους δημίους
το έργο ν' αρχίσουν
Θα πάρουν
κι άλλους θανατοποινίτες
που δεν θα 'χουν όνομα κι αυτοί
(χιλιάδες καθημερινά)
Το μόνο που θα απομένει
είναι τα καπέλα τους
κρεμασμένα
στους τοίχους
άλλων μακρινών
χωμάτινων σπιτιών
https://tovivlio.net/
Δημήτρης Χ. Φωτόπουλος - Βίνσεντ
Με το βλέμμα του Βίνσεντ,
το πυρρόχρωμο γένι
και πουκάμισο κουμπωμένο ως το μήλο του Αδάμ,
κοιτάζω τον άλλον στον καθρέφτη.
Με καπέλο ενίοτε ψάθινο.
Ούτε ίχνος χαμόγελου στα μαρμάρινα μάτια του
εξόν τα ρούχα, κάτι κουρέλια κρεμασμένα
και πίνακες στους μπλε τοίχους του μικρού δωματίου.
Κι απέξω, τα μαύρα πουλιά,
στον αγρό ο σπορέας,
και τ’ αστέρια τούφες χρυσές.
Οι νύχτες που επιστρέφουν ουρλιάζοντας
ασελγούν στα αυτιά μου
και αθροίζονται στις ωδίνες του νου.
Και πάλι ο θόλος ψηλά να χορεύει μαινόμενος.
Αυτός ο επίπεδος ουρανός
ποτέ δεν θα είναι ο δικός μου.
[από τη Μυθολογία Δεύτερη, ‘Αγρα 1982]
https://www.bibliotheque.gr/
Με το βλέμμα του Βίνσεντ,
το πυρρόχρωμο γένι
και πουκάμισο κουμπωμένο ως το μήλο του Αδάμ,
κοιτάζω τον άλλον στον καθρέφτη.
Με καπέλο ενίοτε ψάθινο.
Ούτε ίχνος χαμόγελου στα μαρμάρινα μάτια του
εξόν τα ρούχα, κάτι κουρέλια κρεμασμένα
και πίνακες στους μπλε τοίχους του μικρού δωματίου.
Κι απέξω, τα μαύρα πουλιά,
στον αγρό ο σπορέας,
και τ’ αστέρια τούφες χρυσές.
Οι νύχτες που επιστρέφουν ουρλιάζοντας
ασελγούν στα αυτιά μου
και αθροίζονται στις ωδίνες του νου.
Και πάλι ο θόλος ψηλά να χορεύει μαινόμενος.
Αυτός ο επίπεδος ουρανός
ποτέ δεν θα είναι ο δικός μου.
Βίνσεντ βαν Γκογκ Νεκρή Φύση με Ψάθινο Καπέλο
Μάνος Χατζιδάκις - [ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ]
Στο καφενείο αργάΚυκλοφορείΧλωμή και μικροσκοπικήΗ Γαβριέλλα, Μας εξηγεί για το χορόΓια τον καιρόΓια κάποιον άγριο πατριόΚι από τα μάτια τηςΒγαίνουν καπέλα και φτεράΔύο ετοιμοθάνατα πουλιάΚαθώς κινείται ρυθμικάΗ Γαβριέλλα… Δεν έχει δύναμη κι ορμήΕίναι χλωμή και μικροσκοπικήΚι αφήνει πάνω στο τραπέζιΚαθώς αδιάφορη μας προσπερνάΛίγο ψωμί, ξερό ψωμίΓιά να φάμε να μας δειΝα μας χαμογελάσειΗ Γαβριέλλα,Κι ύστερα πάλι να χαθεί… ΓαβριέλλαΜε τα πόδια από καλάμιΚαι με τ’ άγουρο κορμίΤόσο μικρή όσο ένα γιασεμίΔώσε μας πάλι ένα κομμάτιΞερό ψωμί, ξερό ψωμί Μα κάποιο βράδυΉρθαν τριάντα ΙρλανδοίΣαν αστακοί, απ’ το πολύ κρασίΜε τη μεγάλη τη στολήΗλίθιοι από καταγωγήΚαι χαυνωμένοι,Τη στιγμή που η Γαβριέλλα… Άρχισε πάλι να κινείΤο καλαμένιο της κορμίΠότε γυναίκα πότε πουλίΦορώντας τα καπέλα με φτεράΤων ΙρλανδώνΧαρίζοντάς τους ψίχουλαΑπό ξερό ψωμί,Μα οι Ιρλανδοί… Μες το μεθύσι εκστατικοίΤην είδαν μαύρο ξωτικόΚι αρχίσανε όλοι μαζίΝα ψάλλουν της πατρίδας τουςΘρησκευτικό σκοπό.Κι η Γαβριέλλα… ΑκίνητηΑπορημένηΔακρυσμένηΑρχίζει ξάφνου σαν τρελήΝα χάνεταιΝα χάνεται παντοτινάΜες το σκοτάδιΈνα πουλί… ΓαβριέλλαΜε τα πόδια από καλάμιΚαι με τ’ άγουρο κορμίΔώσε μας πάλι ένα κομμάτιΞερό ψωμί, ξερό ψωμί.[από τη Μυθολογία Δεύτερη, ‘Αγρα 1982]
https://www.bibliotheque.gr/
Portrait of Jeanne Hebuterne in a Large Hat Amedeo Modigliani
Αργύρης Χιόνης, Το ωραίο καλοκαίρι (Επανόρθωση)
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω
Μια πάλευκη τουρίστρια απʼ το βορρά
τα ʽφτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο
οι δικοί της τώρα την αναζητούν
μέσω του Ερυθρού Σταυρού
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα
ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά
μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν
του φάγαν την καρδιά
Ένα σκυλί κυνηγημένο
δάγκωσε την ουρά του και την έφαγε
ύστερα έφαγε όλο το κορμί του
έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα
Νʼ ασπρίζει από τα κύματα γλειμμένο
Βαθιά, ένα καράβι έμενε
ακίνητο ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;
κανείς δεν ξέρει
* Από τη συλλογή “Λεκτικά Τοπία” (1983)
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω
Μια πάλευκη τουρίστρια απʼ το βορρά
τα ʽφτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο
οι δικοί της τώρα την αναζητούν
μέσω του Ερυθρού Σταυρού
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα
ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά
μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν
του φάγαν την καρδιά
Ένα σκυλί κυνηγημένο
δάγκωσε την ουρά του και την έφαγε
ύστερα έφαγε όλο το κορμί του
έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα
Νʼ ασπρίζει από τα κύματα γλειμμένο
Βαθιά, ένα καράβι έμενε
ακίνητο ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;
κανείς δεν ξέρει
* Από τη συλλογή “Λεκτικά Τοπία” (1983)
Νάνος Βαλαωρίτης: «Χάσαμε τα καπέλα μας, την αξιοπρέπεια μας, την μπέσα μας»
Χάσαμε τα αυτοκίνητα, τα κινητά μας, τα ακίνητα μας, τα επιδόματα του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Χάσαμε τον ύπνο μας, τη δουλειά μας, το μαγαζάκι, το καφενείο, την επιχείρηση ρούχων, παπουτσιών, την ιστορία μας, το 1821, τη Σμύρνη, τη Μ. Ασία. Χάσαμε τα καπέλα μας, την αξιοπρέπεια μας, την μπέσα μας, τις πνευματικές μας αξίες, τις αξίες στο χρηματιστήριο, τις καρέκλες μιας εποχής στο Δημοπρατήριο, τις ντουλάπες, τους καθρέφτες.
Χάσαμε τη Βυζαντινή μας ταυτότητα ως γνήσιοι Έλληνες απόγονοι εκείνων των άλλων Ελλήνων που θαυματούργησαν χωρίς δάνεια, χωρίς θέσεις στο δημόσιο, αργομισθίες στις ΔΕΚΟ, στη Λυρική σκηνή, στη δημόσια τηλεόραση. Χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια μας, τα βρακιά μας, τα εισοδήματα από τους τεράστιους φόρους, τα ξενοδοχεία μας, τα πλοία τα εμπορικά, τα πλοία της γραμμής, τη φήμη μας στο εξωτερικό, τους φίλους μας, που μας αφήσαν χωρίς να το αντιληφθούμε…μια νύχτα βροχερή συννεφιασμένη….
Τι μας έμεινε;
Ο Ήλιος ο Πρώτος, ο Δεύτερος, ο Τρίτος, ο Δήμιος μιας Πράσινης σκέψης, ο Ηλιάτορας ο νοητός, ο αυτονόητος, μας έμειναν τα νησιά με τα καφετιά τους βράχια, που ήταν ωραία κάποτε, τα νησιά, εδώ που τα γυρεύαμε, που ψάχναμε να τα βρούμε, η θάλασσα με τα γαλάζια κύματα, με τα καράβια, με τα φερι μποτ, τα ιστιοφόρα.
Μας έμεινε το φεγγάρι, αφερέγγυο και αυτό, μας έμειναν τα βουνά, τα φαράγγια, οι λίμνες τα δάση αν δεν είχαν καεί ακόμα, οι ακρογιαλιές, οι αμμουδιές για μπάνιο, το χαρτί και το στυλό να γράφουμε τα ποιήματα μας και να τα πετάμε στον κάλαθο των αχρήστων, ποιος θα πληρώνει το χαρτί και το μελάνι να τα δημοσιεύσει.
Μας έμειναν τα ωραία κορίτσια με τα μακριά μαλλιά, και τα νέα παλικάρια, με τα αξούριστα γένια, άνεργοι οι περισσότεροι, μας έμειναν οι επιγραφές στις πόρτες, Ανοιχτό, Κλειστό, Σύρατε, Σπρώξτε, οι παράξενες φήμες, οι φακές, τα μακαρόνια, τα καλαμαράκια, τα σουβλάκια, τα κρασιά, για να ξεχάσουμε αυτά που χάσαμε, τις φιλενάδες μας στις ξένες χώρες, τις σπουδές μας στο εξωτερικό, και τα ηχηρά παρόμοια.
Μας έμεινε ο Όμηρος, αν έχουμε καιρό να τον διαβάσουμε, ο Καβάφης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας, σας έμεινα εγώ, αν κάνετε έναν κόπο να με διαβάσετε.
(Τί είχαμε, τί χάσαμε και τί μας μένει ακόμα)
Two Girls Drawing by Renoir
Απόσπασμα από τα ψάθινα καπέλα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη.
O πατέρας είναι υπάλληλος σε μια Τράπεζα. Φεύγει το πρωί και γυρίζει αργά το μεσημέρι. Οι μηχανές και τα βιβλία τον απασχολούν όλες τις ώρες της σκόλης του. Φαίνεται ότι και στο παλιό μας σπίτι, τον καιρό που ζούσανε με τη μητέρα το ίδιο τον απασχολούσαν. Ήταν ίσως η κύρια αιτία που χωρίσανε. Αυτό, και το ότι της έκανε απιστίες. Όταν ήμουν μικρή δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος αγνός σαν τον πατέρα μπορούσε να κάνει απιστία. Τώρα το καταλαβαίνω.
Απ' το παλιό μας σπίτι θυμάμαι λίγα πράγματα. Ήταν κάπου κοντά στο Λυκαβηττό κι είχε ταράτσα που 'βλεπε στο Φάληρο. Ζούσε μαζί μας ο πατέρας κι είχαμε ένα λαγωνικό που το λέγανε Ντικ. Θυμάμαι και δυο βάζα κινέζικα στις δυο γωνιές της σάλας. Τίποτ' άλλο. Η Μαρία όμως θυμάται πολλά. Μας τα λέει καμιά φορά κι εμείς δακρύζουμε κρυφά η μια από την άλλη.
Με τον πατέρα πηγαίναμε στη θάλασσα σχεδόν κάθε Κυριακή. Είχε ένα παμπάλαιο αυτοκίνητο που 'μοιαζε με οβίδα και που το λέγαμε «Καραϊσκάκη». Έτσι το 'χε βαφτίσει ένα μορτόπαιδο καθώς περνούσαμε από έναν κεντρικό δρόμο της Αθήνας, και μεις χαρήκαμε, γιατί το αυτοκίνητο του πατέρα δεν ήταν κοινό αυτοκίνητο και του άξιζε να έχει ένα όνομα. Το χρώμα του ήταν καφέ ή γκρίζο ή ίσως και χακί, από μέσα ήταν στρωμένο με βυσσινί πετσί αληθινό, μια πολυτέλεια που ερχόταν σε αντίθεση με
το σύνολο· ήταν ψηλό, εντελώς ανοιχτό και δίχως κουκούλα, με τη μηχανή του κομμένη μπροστά κατακόρυφα σα φάτσα μούργικου σκύλου· πίσω κατέληγε σε μύτη που θύμιζε ουρά τσαλαπετεινού· κι εκεί στη μύτη υπήρχε ένα ξύλινο ντουλαπάκι όπου πετούσαμε τα κοστούμια του μπάνιου, τα ψαρικά, κι ό,τι άλλο, ανάκατα. Κοντολογίς ήταν ένα αυτοκίνητο με δικό του χαρακτήρα και εμφάνιση προκλητική.
Μαζί μας έρχονταν πολλές φορές τα ξαδέρφια μας, ο Αντρίκος και η Έλλη. Ο Αντρίκος ήταν μικρός, μα η Έλλη είχε την ηλικία της Ινφάντας. Ήταν ένα κορίτσι μελαχρινό, μικροκαμωμένο, με άσχημη μύτη, με τα πιο γλυκά μάτια που γίνουνται. Γλυκομίλητο και φλύαρο. Τα ιδανικά της ήταν ωραία και κοντινά, όμως, ανεξήγητα, δεν μπορούσε να τα φτάσει. Μια φορά, όταν ήταν μικρή, πήγε ταξίδι στο Παρίσι. Δεν το ποθούσε αυτό το ταξίδι, μα βρέθηκε εκεί, την είχαν πάρει μαζί τους οι γονείς της. Στο Παρίσι όμως, σε μια φωτεινή βιτρίνα, είδε μια κούκλα κατάξανθη με γαλάζιο φόρεμα. Αυτή την κούκλα τη θέλησε, δεν έκλεισε μάτι για χάρη της νύχτες ολάκερες, μα δεν μπόρεσε να την αποχτήσει. Και δεν ήταν κι ακριβή.
Την αγαπούσα πολύ την Έλλη. Μπορούσαμε να κουβεντιάζουμε μαζί για τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής χωρίς να τις ασχημαίνουμε, και τούτο είχε μιαν αξία. Για σπουδαία βέβαια δε λέγαμε, μα ήταν σα να τ' αφήναμε ξεπίτηδες άγγιχτα, παρθένα, σε κάποια γωνιά, έτσι που η καθεμιά μας να τα 'χει για κείνην και να μπορεί να τα σκέφτεται μέσα στη μοναξιά, δίχως τύψη πως τα πρόδωσε.
Όταν τις γιορτές ερχόταν στο σπίτι μας στην εξοχή, κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο, και το βράδυ βάζαμε τάμα και ξυπνούσαμε τα μεσάνυχτα για να πούμε τάχα μια ευχή που κρατούσε μυστική η μια απ' την άλλη, και που εξάλλου δεν υπήρχε. Ή μαντεύαμε τα μελλούμενα κι όσα θα μας συμβαίναν από το αν το φεγγάρι ήταν πλαγιαστό ή όρθιο. Ολ' αυτά ήταν ωραία, πολύ ωραία.
Τις Κυριακές λοιπόν στη θάλασσα ερχόταν η Έλλη και καμιά φορά ο θείος Αγησίλαος· τότε γινόταν το μεγάλο γλέντι. Ο θείος Αγησίλαος ήταν σαν παιδί, καλός κι ανεύθυνος. Είχε μια ασυνέπεια γιομάτη γοητεία. Μπορούσες να τον περιμένεις στην Κηφισιά κι εκείνος να πάει να σε γυρεύει στο Φάληρο, ξέροντας πως βρίσκεσαι στην Κηφισιά. Κι έτσι ήταν σ' όλα του τα ζητήματα. Την αίσθηση του χρόνου δεν την είχε, ούτε της κακίας του κόσμου. Ήταν σα να ζούσε σ' ένα έρημο νησί κι έπαιζε όλη τη μέρα με τα βότσαλα. Κι ο πατέρας ήταν λίγο σαν παιδί που παίζει με τα βότσαλα, κι αγνοούσε κι αυτός την κακία του κόσμου. Μόνο που αν τον περίμενες στην Κηφισιά και το 'ξερε, στην Κηφισιά θα 'ρχόταν να σε βρει.
Μοιάζανε πολύ ο πατέρας κι ο θείος Αγησίλαος. Ήταν μάλλον κοντοί με μαύρα μαλλιά και μάτια ζαρκαδιού που σπίθιζαν σαν αντικρίζανε τη θάλασσα. Γιατί πατρίδα τους ήταν το Μεσολόγγι. Στα μικρά τους χρόνια περνούσανε τις μέρες τους ψαρεύοντας στη λιμνοθάλασσα. Πριν ξεκινήσουν, για να δούνε τον καιρό, κρεμούσανε στο παράθυρο άσπρο σεντόνι. Στ' ανοιχτά λέγαν μόνο τις απαραίτητες κουβέντες· για την πετονιά, για το δόλωμα, για το πώς τσιμπάει το κάθε ψάρι. Μα βέβαια τ' απογέματα, όταν ο ήλιος γινόταν πορτοκαλής κι η λιμνοθάλασσα ξαπλωμένη πορτοκαλιά γυναίκα, δε λέγαν ούτε αυτά.
Εκείνες οι Κυριακές θα μείνουν μέσα μου ατόφιες, έτσι όπως τις έζησα. Καμιά τους λεπτομέρεια δε θα λησμονηθεί. Πλησιάζαμε τον κόσμο της θάλασσας. Εμείς που ζούσαμε με τα μερμήγκια, τις σαύρες και τα βατράχια, σαστίζαμε μπρος στα κύματα. Αφήναμε τα καβούρια να μπήγουν τις δαγκάνες τους μέσα στη σάρκα μας για ν' ανακατωθεί η αλμύρα με το αίμα μας. Και τα ψάρια ν' αγγίζουν τα κορμιά μας για να νιώσουμε πόσο κρύα είναι. Κι ευχόμασταν να βρεθεί στο πέρασμα μας μια ρουφήχτρα που θα μας έδινε τη γλύκα του θανάτου, χωρίς όμως να πεθάνουμε.
Η Μαρία κολυμπούσε πλαγιαστά, γυναικεία όπως λένε. Έμενε για λίγο μέσα στο νερό κι ύστερα ξάπλωνε ανάσκελα στον ήλιο. Ηρεμούσε, γλύκαινε το πρόσωπό της, δε μιλούσε δυνατά ούτε γελούσε ·το περπάτημά της γινόταν παιδιάτικο, το στήθος της μίκραινε, τα μάτια της παίρναν μια λαμπερή διαφάνεια. Τι αγνή που είσαι τις Κυριακές. Μαρία... Η γη με τις αναθυμιάσεις της και την κρυμμένη λάβα της σ' ερεθίζει, σε προκαλεί να της μοιάσεις, οι γέννες της σου θυμίζουν το χρέος σου, είσαι γυναίκα σού λεν. Αν μπορούσες να λευτερωθείς απ' όλα αυτά, να νιώσεις την υπέρτατη ουδετερότητα της θάλασσας.
Κι η Ινφάντα άλλαζε· λες και τα μάτια της γίνονταν πιο λοξά. Γελούσε με το καθετί, ανόητα, κι έκανε κινήσεις περιττές, πείραζε τον πατέρα και το θείο Αγησίλαο και δε στεκόταν λεπτό. Έλειπε βέβαια κι η θεία Τερέζα.
Με την Έλλη ξανοιγόμαστε πολύ. Όταν γυρίζαμε στην αμμουδιά, η σάρκα μας ήταν σφιχτή, η ανάσα μας εύκολη. Δεχόμασταν τον ήλιο, τρώγαμε ψωμί κι αχλάδια, κι ευχαριστούσαμε το Θεό. Ο θείος Αγησίλαος τότε άρχιζε τις μεσολογγίτικες ιστορίες του.
10 φράσεις που αφορούν το καπέλο σου
Εσύ, πόσο στραβά μπορείς να φορέσεις το καπελάκι σου;
Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα του Καπέλου στις 20 Ιουλίου, οφείλουμε να επισημάνουμε την ηθικοπλαστική (chic) έννοια του καπέλου και τη σπουδαία θέση που κατέχει στην κοινωνία το αγαπημένο αξεσουάρ, αλλά και στην καρδιά των απανταχού ταξιδιωτών, φευγάτων, αλλά και των πολλών εχόντων του συνδρόμου «fight or flight» - «μάχη ή πτήση»!
Ποτέ κανένα αξεσουάρ δεν ταυτίστηκε τόσο με την απόδραση, την απειλή φυγής και εν τέλει τη μεγάλη έξοδο, όσο το καπέλο!
Όπερ σημαίνει, επιστημονική επιβεβαίωση του all time πετυχημένου «βάζω το καπελάκι μου στραβά και άντε γεια». Διότι βάσει ερευνών, σε δύσκολες καταστάσεις όπου το στρες πιάνει κόκκινο και πρέπει να υπερασπιστείς τον εαυτό σου από τον οποιαδήποτε κίνδυνο (δες τοξικό σύντροφο), το να πάρεις το καπελάκι σου και να κατευθυνθείς προς την έξοδο, αποτελεί ύψιστη ανακούφιση. Αρκεί βέβαια να το κάνεις με στυλ!
Για να δηλώσεις λοιπόν εγκατάλειψη μιας δυσάρεστης κατάστασης και να βροντοφωνάξεις: «πρόσω ολοταχώς », «βίρα τις άγκυρες», «πίσω και σας έφαγα», «cross - check», «τους ζυγούς λύσατε», «sky is the limit», και άλλα γλαφυρά, αλλά και να γιορτάσεις τη δική σου ημέρα ανεξαρτησίας, επιβάλλεται να φύγεις φορώντας πανηγυρικά το καπέλο σου!
Άλλες ωραίες φράσεις που εξυμνούν και τονίζουν τη σπουδαιότητα του καπέλου στην καθημερινότητα μας: «σου βάζω καπέλο» που σημαίνει αυξάνω την τιμή κάποιου αγαθού πάνω από το κανονικό ή νόμιμο όριο αλλά και «σε καπελώνω», δηλαδή σου επιβάλλω τη γνώμη μου!
Όταν μας αδικούν, «μου το έφερε καπέλο». Όταν είσαι εκτός θέματος, «αυτό είναι άλλο καπέλο». Ρισπέκτ, σε σέβομαι, «σου βγάζω το καπέλο». Το υπέρτατο «γούστο μου καπέλο μου». Το ειρωνικό «είσαι ψηλό καπέλο» σε περίπτωση που φέρεται κάποιος με έπαρση. Και το ανεπανάληπτο «παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω», κορυφαία ατάκα την ημέρα του γάμου του πρωταγωνιστή της παλιάς αγαπημένης ελληνικής ταινίας «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα».
Ίσως όμως η πιο απίστευτη ατάκα ανήκει στην παιδική μας ηλικία και στον κακό λύκο που μετά το «λύκε λύκε είσαι εδώ;» απαντάει: «παίρνω το καπέλο μου και σε κυνηγώ!»
Επίσης παλιότερα συνηθίζονταν, σε πολιτικές συγκεντρώσεις, να πετούν ψηλά στον αέρα τα καπέλα τους από ενθουσιασμό. Όσο ψηλότερα τα καπέλα τόσο μεγάλωνε ο ενθουσιασμός και τόση ικανοποίηση λάμβανε ο ομιλητής.
Ψηλό καπέλο, σκούφος, μπερές, κασκέτο, ρεπούμπλικα ή παναμάς, καθένα από αυτά τα καπέλα έχει γράψει τη δική του παγκόσμια ιστορία στο πέρασμα των αιώνων.
Αξίζει να γνωρίζεις ότι το καπέλο Παναμάς, του Προέδρου Ρούσβελτ της Αμερικής (του δωρήθηκε στα εγκαίνια της γέφυρας του Παναμά εξού και το όνομα), ο τύπος super fino, σε αυθεντικό panama hat, που φτιάχνεται στο Εκουαδόρ, περιέχει μεταξωτές ίνες και έχει πίσω του περισσότερες από χίλιες ώρες εργασίας!
Είπαμε, το καπέλο δεν είναι απλή υπόθεση! Όφειλες να το βγάλεις, στο παρελθόν, όταν χαιρετούσες μια κυρία, όταν μπαίνεις σε μια εκκλησία ή το κουνούσες στον αέρα, όταν αποχαιρετούσες κάποιον σε λιμάνι ή σταθμό τρένου. Όλοι βγάζουν τα καπέλα τους κατά τη διάρκεια μιας σημαντικής τελετής σε ένδειξη σεβασμού. Τα καπέλα στο παρελθόν υποδείκνυαν κοινωνική τάξη και θέση, ακόμη και τώρα στο στρατό, ναυτικό κ.λ.π., καθώς και την εθνικότητα.
Σήμερα και ειδικά τους μήνες του καλοκαιριού φοριέται για προστασία από τον ήλιο και φυσικά λόγω μόδας!
Τέλος για να συνοψίσουμε, περνώντας και στο δια ταύτα, το να φορέσεις το σωστό για την προσωπικότητα σου καπέλο δεν είναι κάτι απλό. Σκέψου λοιπόν σοβαρά όλα τα παραπάνω πριν αποφασίσεις. Μπορεί να περνούσες τον εαυτό σου για τύπο-καπέλο τζόκεϊ και όμως ένα ψάθινο καπέλο να είναι αυτό που τελικά θα κάνει τη διαφορά!
Θεοδωρόπουλος Άγγελος-Νεκρή φύση με καπέλο
Ηλίας Πετρόπουλος Η τραγιάσκα
Κριτική
Μία εκτενής μελέτη για τα καπέλα της Νεότερης Ελλάδας, αλλά και τις στενές επιρροές από τον ευρωπαϊκό και τον διεθνή χώρο. Κάτω από τον τίτλο «Η τραγιάσκα» στεγάζεται μία λεπτομερής ανάλυση για τα είδη του καπέλου, ως μέρους της αμφίεσης αλλά και των αναγκών που επιβάλλουν την χρήση του. Από την σκούφια και το φέσι, τα τσεμπέρια και το γιασμάκι, το καλπάκι και την κατσούλα, τα κάθε είδους στρατιωτικά πηλήκια, τις κάσκες και τα επίσημα ημίψηλα, ώς την ρεμπούμπλικα και την εργατική τραγιάσκα, αποτυπώνεται η μακρά διαδρομή της απαραίτητης, κάποτε, συνήθειας να φορούν οι άνθρωποι καπέλο.
Ακάματος ερευνητής, ερασιτέχνης λαογράφος, μα κυρίως φιλόπονος συγγραφέας, ο Ηλίας Πετρόπουλος, μόνιμος κάτοικος του Παρισιού, εδώ και χρόνια «βομβαρδίζει» το ελληνικό αναγνωστικό κοινό με βιβλία κάθε λογής, από λαογραφικές μελέτες και λεξικά ως μονογραφίες για καλλιτέχνες και ονοματοθεσίες οδών και πλατειών. Το ογκώδες πόνημά του υπό τον τίτλο «Η τραγιάσκα», μια εκτενής μελέτη για τα καπέλα της νεότερης Ελλάδας, αποτελεί λεπτομερή ανάλυση για τα είδη του καπέλου (πίλου στην πάλαι ποτέ καθαρεύουσα) ως μέρος της αμφίεσης των ανδρών για τις καλύπτρες των γυναικών υπάρχουν ειδικά κεφάλαια αλλά και των αναγκών που επιβάλλουν τη χρήση του.
Μολονότι το θέμα είναι συγκεκριμένο και δηλώνεται ρητά στην αρχή του βιβλίου Μεταμαρξιστική μελέτη περί των ανδρικών πίλων, και εν μέρει των γυναικείων τοιούτων, της Νεωτέρας Ελλάδος - Πανόραμα εμπλουτισμένον διά σχετικού λεξικού-δείκτου και αφθόνου εικονογραφήσεως καθώς και ολίγων ζωγραφιών του Αλεξάνδρου Βερούκα, ο εις την αλλοδαπήν διαβιών συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία για μία φορά ακόμη να μιλήσει για τη νεοελληνική πραγματικότητα, την οποία, μολονότι παρατηρεί εκ του μακρόθεν, γνωρίζει άριστα. Ασεβής, όπως πάντα, προς τους καθιερωμένους θεσμούς, τα δόγματα, τις ιδεολογίες και τις επίσημες συμπεριφορές, στην Τραγιάσκα ξεσπαθώνει κατά των αστικών αξιών και αποκαλύπτει λίγο ή περισσότερο γνωστά επεισόδια της ελληνικής ιστορίας που χαρακτηρίζουν πρόσωπα και πράγματα.
Ανέκαθεν, τονίζει ο συγγραφέας, ο πίλος αντανακλούσε την κοινωνική/ταξική βαθμίδα του φορέα του. Το είδος του καπέλου δεν δείχνει μόνο τον κοινωνικό οργανισμό όπου ανήκει ο καθένας αλλά και τη θέση του στην οικεία ιεραρχία. Για παράδειγμα, ο φαντάρος φοράει δίκοχο και ο αξιωματικός πηλήκιο, ο ιερέας φοράει καλιμάφκι (sic) και ο αρχιμανδρίτης καλιμάφκι με πλερέζα. Ο πλούσιος αστός αγοράζει μια πανάκριβη ρεμπούμπλικα (sic) από καστόρι, από τρίχα λαγού, ενώ ο μικροαστούλης ένα φτηνιάρικο μάλλινο καβουράκι. Τις δεκαετίες του 20 και του 30 η τραγιάσκα αποτελούσε ως γνωστόν το έμβλημα, το σήμα κατατεθέν του προλεταριάτου.
Η μελέτη του Πετρόπουλου αναφέρεται στην τραγιάσκα, αλλιώς κασκέτο και κούκος. Θυμίζει ότι η λέξη προέρχεται από το 1900, όταν οι ρουμάνοι φοιτητές που είχαν επισκεφθεί την Αθήνα φορούσαν ένα ομοιόμορφο καπέλο κι επειδή κατά την υποδοχή τους εκραύγαζαν στη γλώσσα τους Trajasca Grecia, δηλαδή Ζήτω η Ελλάδα, το κασκέτο τους συνδέθηκε με τη συγκεκριμένη λέξη, κάτι που έκτοτε παραδόθηκε σε κοινή χρήση. Σε αυτή τη μελέτη ανάμεσα στα διάφορα είδη καπέλων από όλον τον κόσμο, κάθε εποχής, υπάρχουν και αναφορές συνοδεύονται από ανάλογα σκίτσα, εικόνες, φωτογραφίες, εκ των οποίων οι τρεις ολοσέλιδες είναι του Φαίδωνα Κουκουλέ στα καλύμματα της κεφαλής γνωστών, δημοφιλών και εμβληματικών μορφών της ιστορίας, της πολιτικής, της τέχνης, της λογοτεχνίας: η τραγιάσκα του Λένιν, του Πικάσο και του Σέρλοκ Χολμς, το σκουφί/δίκοχο του Ελευθέριου Βενιζέλου, το σομπρέρο του Εμιλιάνο Ζαπάτα, το καλπάκι του Αρη Βελουχιώτη, ο μπερές του Δημοσθένη Βουτυρά, το καβουράκι του Νίκου Καββαδία. Επισημαίνοντας ότι κανένα από τα καπέλα που φόρεσαν κατά καιρούς οι νεοέλληνες δεν ήταν ελληνικό, ο συγγραφέας τονίζει ότι όλες οι λέξεις που υποδηλώνουν οποιοδήποτε είδος πίλου είναι αναγκαστικά ξενόφερτες.
Οι τίτλοι των 44 κεφαλαίων της μελέτης που αναφέρονται στα περιεχόμενα στην αρχή του βιβλίου είναι ένας χρήσιμος οδηγός για τον αναγνώστη, ο οποίος δεν θα χαθεί στο πέλαγος των μεγάλου σχήματος σελίδων. Μερικοί από αυτούς είναι χαρακτηριστικοί και βοηθούν τα μάλα τους ναυτιλλομένους: «Γιατί φοράμε καπέλο;», «Ταξίδι με μια σκούφια», «Η λαίλαψ της μόδας», «Κουστούμια και στολές», «Η περιβολή του κουτσαβάκη», «Η σημαντική των πίλων», «Πιλοποιεία και πιλοκαθαριστήρια», «Από τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική», «Οι περιφρονημένες αργκό», «Νεολογισμοί και λεξιπενία», «Αυτοψία στα μουσεία».
Από την παράθεση των παραπάνω τίτλων ο αναγνώστης συμπεραίνει ότι ο συγγραφέας δεν αρκείται στην εξαντλητική μελέτη των καπέλων αλλά προχωράει και σε παρεμφερή θεματολογία που άπτεται της ενδυμασίας, της μόδας, του θεάτρου σκιών, του υποκόσμου, του στρατού, της Εκκλησίας, της σεξουαλικότητας, αλλά και της πολιτικής, της καθημερινότητας, της εκπαίδευσης, των νόμων, του συντάγματος, της γλώσσας (διατηρεί μια δική του ορθογραφία που δεν συμφωνεί πάντα με την ισχύουσα γραμματική της νεοελληνικής), ενώ πλείστες από τις πληροφορίες που κομίζει υπάρχουν σε διαφορετική μορφή και σε προηγούμενα βιβλία του. Στο δεύτερο μέρος της μελέτης υπάρχει ένα λεξικό-δείκτης που αποσκοπεί στο να βοηθήσει τον αναγνώστη στην προσέγγιση των επί μέρους στοιχείων και στην ανεύρεση ορισμένων αναφορών που βρίσκονται διάσπαρτες σε όλα τα κεφάλαια.
Προϊόν μόχθου και συστηματικής έρευνας, Η τραγιάσκα δείχνει το πώς μπορεί ένας φιλόπονος συγγραφέας να κάνει ογκώδη τόμο τις λίγες στήλες μιας εγκυκλοπαίδειας ή τα λίγα τυπογραφικά μιας συνηθισμένης μελέτης που αφορούν ένα ειδικό θέμα. Το συγκεκριμένο θέμα ήταν που έδωσε ξανά στον Πετρόπουλο την ευκαιρία να φανερώσει την πολύπλευρη πολυμάθειά του και να παρουσιάσει στο αναγνωστικό κοινό, το δικό του και το άλλο, εκείνο που στέκεται με δέος μπροστά σε τέτοιου είδους εγχειρήματα, ένα πολυσέλιδο έργο που μπορεί να μείνει ως σημείο αναφοράς για μελλοντικούς μελετητές. Ιδίως εκείνους που νομίζουν ότι μια παρόμοια εργασία απαιτεί μόνο γνώσεις και μέθοδο, αγνοώντας το μεράκι. Για να τεκμηριώσει τις απόψεις του και τα συμπεράσματά του ξεφύλλισε και μελέτησε μεγάλο αριθμό βιβλίων λογοτεχνίας (μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα), ιστορίας, λαογραφίας (τραγούδια, παροιμίες αινίγματα), μα και λεξικά. «Δίχως την βοήθεια των παλιών συγγραφέων» γράφει «δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε βήμα στην αποκάλυψη των όσων συνέβησαν στο ιστορικό παρελθόν». Έτσι, με τη μελέτη παλιών βιβλίων και τη δουλειά μυρμηγκιού πορεύεται ως συγγραφέας. Σε μια παλαιότερη συνέντευξή του στο περιοδικό Πάνθεον, προ εικοσαετίας περίπου, μετά την έκδοση του ευπώλητου και καθοριστικού για τη συγγραφική του πορεία Εγχειρίδιου του καλού κλέφτη, ο Πετρόπουλος μιλώντας για το έργο του είχε δηλώσει: «Είμαι καλλιτέχνης. Καθόλου επιστήμων. Αντιμετωπίζω, ως προς εμένα, τη λέξη επιστήμων σαν βρισιά. Είμαι καλλιτέχνης, ενεργώ σαν καλλιτέχνης και έμαθα τη λαογραφία από τους λογοτέχνες και κυρίως από τους ζωγράφους».
Φίλιππος Φιλίππου, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 11-02-2001
“Το ψάθινο καπέλο” είναι από τα πιο εντυπωσιακά και τα πιο τολμηρά έργα του πρώιμου ελληνικού Μοντερνισμού. Φιλοτεχνήθηκε το 1925 από τον Νικόλαο Λύτρα και σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη Ελλάδας.
Είναι χαρακτηριστικό έργο του Λύτρα, που υπήρξε από τους πρωτοστάτες της Ομάδας Τέχνης, επηρεασμένος από τον εξπρεσιονισμό χωρίς όμως να παραμορφώνει το σχέδιο δουλεύοντας με ένταση το χρώμα. Ο ζωγράφος χρησιμοποιεί έντονα και ζωντανά χρώματα, όλα τα γκριζογάλαζα ψυχρά στο κάτω μέρος, όλα τα πορτοκαλοκίτρινα θερμά προς τα πάνω. Σε αυτόν τον πίνακα κυριαρχούν τα χρώματα του βασικού κίτρινου με το συμπληρωματικό μωβ που χρωματίζουν τη φιγούρα με πλατιές ελεύθερες πινελιές, παχύρρευστο χρώμα και χειρονομιακή γραφή, δίνοντας έμφαση στον υλικό χαρακτήρα του χρώματος.
Το έργο απεικονίζει μια νεαρή κοπέλα με ένα ψάθινο καπέλο σε ασπρισμένο αυλόγυρο σε νησιώτικο τοπίο μια ζεστή καλοκαιρινή ημέρα. Πιθανό είναι το νησί να είναι η Τήνος, που αποτελούσε και τον τόπο καταγωγής του ζωγράφου. Τα φλογισμένα κίτρινα από τα ξερά χόρτα, που σμίγουν με την κίτρινη ψάθα του ηλιοκαμένου κοριτσιού ο ασπρισμένος αυλόγυρος και τα χαμηλά νησιώτικα σπίτια, “βυθίζουν” τον θεατή σε μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα σε ένα νησί.
Ο Νικόλαος Λύτρας, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εξπρεσιονιστές ζωγράφους, μεταδίδει ένα αίσθημα γαλήνης και όχι αγωνίας. Αυτό το έργο, με τον κλειστό ορίζοντα και την ανοδική σύνθεση, με τα ζωηρά φλεγόμενα από τον ήλιο χρώματα, μπορεί να θεωρηθεί ως ιδεόγραμμα του ελληνικού καλοκαιριού σε ένα ελληνικό νησί στο Αιγαίο...
Γιάννης Μόραλης Από https://www.efsyn.gr/
ΜΟΥΣΙΚΗ
Man in a Bowler Hat, 1964 by Rene Magritte
Ο Άμλετ της βροχής.
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Θάνος Μικρούτσικος
Με πέτσινη ρεπούμπλικα και μαύρη καπαρντίνα
τι παριστάνει ένα παιδί σ' αυτή την εποχή
Τα είδωλα του σινεμά δεν είναι στην Αθήνα
Παρά μονάχα μες στη γη και πέρα απ' τη βροχή
Ντυμένος Άμλετ στη βροχή κοιτάζω μιαν αφίσα
Κι ένα χρυσό περίστροφο μια γάμπα που τρυπά
Και λέω πως οι άνθρωποι που όλα τα κερδίσαν
Σαν κούκλες είναι που γελούν μες στις βιτρίνες πια
Κρυστάλλινα τα πόδια σου και κρύσταλλα καπνίζεις
Με χιόνι τα παπούτσια σου και χιόνι το παλτό
Τη στάχτη του τσιγάρου σου, στα χέρια μου αγγίζεις
Μα εγώ μετρώ τι μου ζητάς και πόσα σου χρωστώ
Ντυμένος Άμλετ στη βροχή γυρνώ στην επαρχία
Ζητώ να βρω ποιος μου 'δωσε τσιγάρο μια στιγμή
Ποιος άγνωστος με πίστεψε πως θα 'ναι επιτυχία
Χωρίς εμένα αν παιχτεί το έργο στη σκηνή
Συνθέτης: Ζαμπέτας Γιώργος
Στιχουργός: Ποάλας Θόδωρος
Καλλιτέχνης: Μητσιάς Μανώλης Βιτάλη Ελένη
Χωρίς καμιά ντροπή
γυρνάς μετανιωμένη.
Που να το πω
και δε θα φρίξει
η οικουμένη.
Τι θες να κάνω, φταίω..
Ήμαρτον, συγγνώμη
κι ας είναι αργά,
πολύ αργά.
Το καπέλο στραβά
σ’ αγαπάω αλλά
ακριβά τα φιλιά
πιο καλά μακριά.
Με τι ψυχή ζητάς
να πάψω να θυμάμαι
το εξαμαρτείν
το ξέρω, το φοβάμαι.
Τι θες να κάνω, φταίω..
Ήμαρτον, συγγνώμη
κι ας είναι αργά,
πολύ αργά.
Αντώνης Καλογιάννης - Το Ψάθινο Καπέλο
Young Peasant Girl in a Straw Hat sitting in front of a wheatfield by Vincent van Gogh
ΕΝΑ ΚΑΠΕΛΟ ΓΕΜΑΤΟ ΒΡΟΧΗ - Δημήτρης Ζερβουδάκης
The Luncheon of the Boating Party by Pierre Auguste Renoir
ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΠΕΛΟ
μουσική/στίχοι: Γρηγόρης Νικολόπουλος
ενορχήστρωση: Στέφανος Χατζηαναγνώστου
ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΠΕΛΟ
---
Μ' ένα κόκκινο καπέλο, πάνω σε μια άγρια μηχανή,
ταξίδευες μέσα στη νύχτα, η αλήθεια να φανεί.
Μ' ένα κόκκινο καπέλο κι έναν κόκκινο ουρανό στην αγκαλιά.
Η αγκαλιά σου που χωρούσε χιλιάδες όνειρα, φιλιά.
Για να χαρούνε οι εργάτες.
Να γελάνε τα παιδιά
με τα όνειρα στις πλάτες, κι οχι πια σε βρώμικα νερά.
Σου λέω, να χορεύουν τα λουλούδια με τον έρωτα αγκαλιά!
Ναι, στον άνεμο τραγούδια και φιλια!
Ταξιδεύω μ' ένα κόκκινο καπέλο.
Μου 'λεγες ''ταξιδεύω μ' ένα κόκκινο καπέλο
κι έναν κόκκινο ουρανό στην αγκαλιά''.
Νίκο Μπελογιάννη σε θυμάμαι
και το τραγούδι αυτό τον ίσκιο σου φυλά
Θέλει ψυχρό μυαλό, ζεστή καρδιά και χέρια καθαρά.
Να δεις τον άνθρωπο ψηλά
cd "Σμαραγδένιο τραπέζι"
κυκλοφορεί από την ''ΕΜΣΕ Πολιτιστική δράση'', 2018
παίζουν οι μουσικοί:
Γρηγόρης Νικολόπουλος - κιθάρα, τραγούδι
Ανδρέας Γεωργίου - κοντραμπάσο
Βασίλης Καραγιάννης - τύμπανα (Xronos Studio)
Δημήτρης Ανδρονιάδης - πιάνο, πλήκτρα
Στέφανος Χατζηαναγνώστου - φλάουτο
Τάσος Γιαννούτσος - ηλεκτρική κιθάρα
Δημήτρης Καζάνης - βιολί
Ηλίας Μαυροσκούφης - φωνητικά
ηχοληψία/μίξη/mastering: Άκης Μελής (Earth Sound Studio) Εξώφυλλο: Πάνος Ζάχαρης
Οι πίνακες είναι κυρίως από:
Ευχαριστώ πολύ για την τιμητική θέση που δώσατε στα ΨΑΘΑΚΙΑ μου!
ΑπάντησηΔιαγραφή