Διώνη και Δασαμάρι (χάρτης δασικής υπηρεσίας) |
Καίγεται ξανά το Δασαμάρι, διαβάζω. Είναι μια περιοχή, η οποία διοικητικά ανήκει στο Πικέρμι και εκτείνεται στην ανατολική πλαγιά της Πεντέλης, ανάμεσα σε Καλλιτεχνούπολη, Ντράφι και Νταού Πεντέλης. Δεν καίγεται πρώτη φορά. Είχε καεί ξανά το 1995, το 1998, το 2009, το 2021 και το 2022. Με το δάσος αυτό με συνδέει μια ιστορία που ξεκινά πριν από 60 χρόνια και δείχνει ποια είναι τα αίτια των πυρκαγιών, τα οποία όλοι γνωρίζουν, «δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας», αλλά «ποιούν την νήσσαν». Αλλά πρώτα δυο λόγια για το παρελθόν της περιοχής.
Από το τσιφλίκι του Σκουζέ ως τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό
Η περιοχή Δασαμάρι ή Δεσάμαρι ήταν μια ακραιφνώς δασική περιοχή, πευκόφυτη, στις παρυφές της οποίας εγκαταβίωναν αγροτοποιμένες. Το τοπωνύμιο μοιάζει λατινογενές και πιθανόν προήλθε από κάποιον δυτικό γαιοκτήμονα της περιόδου της Φραγκοκρατίας και του Δουκάτου των Αθηνών (1205-1458), χωρίς να υπάρχει κάποιο τεκμήριο που να το επιβεβαιώνει. Επί τουρκοκρατίας ανήκε σε Οθωμανούς και Αρβανίτες δερβεναγάδες, από τους οποίους μετά την απελευθέρωση της χώρας την εξαγόρασε ο Αθηναίος κοτζαμπάσης και μεγαλέμπορος Παναγής Σκουζές (1777-1847) με τρόπο όχι απολύτως σύννομο, αφού οι οθωμανικές περιουσίες αποτελούσαν «εθνικές γαίες». Αλλά Σκουζές ήταν αυτός και δεν ήταν ο μόνος. Με παρόμοιο τρόπο πήραν εδάφη κι άλλοι προύχοντες, δημογέροντες αλλά και η μονή Πεντέλης, η μονή Πετράκη κλπ. Την περιουσία επέκτεινε ο γιός του, ο τραπεζίτης Γεώργιος Σκουζές (1811-1884) που έφτασε να κατέχει μια τεράστια έκταση από το Ντράφι ως τη Ραφήνα.
Εκτός από τους φιλήσυχους κολλήγους, αγρότες και τσοπαναραίους, τα χρόνια εκείνα οι πλαγιές της Πεντέλης αποτελούσαν και καταφύγιο ληστοσυμμοριτών, όπως ο Νταβέλης και οι Αρβανιτάκηδες, γνωστοί από την σφαγή του Δήλεσι. Αλλά κι επί κατοχής ο τόπος υπήρξε λημέρι ανταρτών, με συνέπεια οι Γερμανοί να συλλάβουν και να εκτελέσουν 60 περίπου τσοπάνους της περιοχής ως αντεκδίκηση για την αντιστασιακή δράση του ΕΛΑΣ.
Στα τέλη του 19ου αιώνα η περιοχή αποτελούσε τσιφλίκι του Αλέξανδρου Γ. Σκουζέ (1853-1937), ο οποίος διετέλεσε διπλωμάτης, βουλευτής και υπουργός των κυβερνήσεων Θεόδ. Δηλιγιάννη, Δημ. Ράλλη και Γ. Θεοτόκη. Ο Αλέξ. Σκουζές (ιδιοκτήτης του γνωστού λόφου Σκουζέ στην Αθήνα) πριν πεθάνει είχε εκχωρήσει τα δικαιώματα της γης του σε ιδιώτες καλλιεργητές, παλιούς κολλήγους στο τσιφλίκι του και σε αγροτικούς συνεταιρισμούς της Παιανίας (τότε Λιόπεσι).
Από αυτούς αγόρασε την περιοχή ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός Άγιος Σπυρίδων, ο οποίος είχε ιδρυθεί το 1933 αλλά στο Δασαμάρι δραστηριοποιήθηκε μεταπολεμικά. Το πώς και από ποιους ιδρύθηκε και γιατί δραστηριοποιήθηκε στο Δασαμάρι, δεν γνωρίζω. Για την επωνυμία Άγιος Σπυρίδων έχω την αστήρικτη υποψία ότι σχετίζεται με το ομώνυμο βυζαντινό εκκλησίδιο-ασκηταριό του 10ου-11ου αιώνα που βρίσκεται σε σπηλιά στην Νταού Πεντέλης.
Ας έρθουμε τώρα στην προσωπική-οικογενειακή ιστορία, η οποία με συνδέει με το Δασαμάρι Πικερμίου.
Μια οικογενειακή ιστορία
Στα 1964 η αείμνηστη μητέρα μου, επηρεασμένη από μια γειτόνισσα, γράφτηκε στον οικοδομικό συνεταιρισμό Άγ. Σπυρίδων, ο οποίος δήλωνε πως είχε εξασφαλίσει μια έκταση στο Πικέρμι, την οποία θα χώριζε σε οικόπεδα. Το σλόγκαν της εποχής «οικόπεδα με δόσεις», γνωστό από τις παλιές ελληνικές ταινίες, απηχούσε την ελπίδα των μεροκαματιάρηδων από τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας να αποκτήσουν ένα οικοπεδάκι στο βουνό ή στη θάλασσα. Ήταν μια συνηθισμένη τακτική για τις μικροαστικές οικογένειες τότε να αγοράζουν, είτε ως επένδυση είτε για να φτιάξουν ένα συνήθως αυθαίρετο εξοχικό σπίτι, ένα οικόπεδο στην ανατολική Αττική, συχνά εκτός σχεδίου, σε Λούτσα, Πόρτο Ράφτη, Βραυρώνα, Ραφήνα, Μάτι, Ζούμπερι, Νέα Μάκρη, Σχοινιά, Κάλαμο, Ωρωπό, Χαλκούτσι, Δήλεσι, Χαρβάτι, Λιόπεσι, Γέρακα κ.ά. Διάφοροι οικοδομικοί ή συντεχνιακοί συνεταιρισμοί (δικηγόρων, μηχανικών, καλλιτεχνών, ιερέων, βουλευτών, πανεπιστημιακών, στρατιωτικών, ιατρών, τραπεζικών, δημ. υπαλλήλων) αναλάμβαναν να αποχαρακτηρίσουν όσα ήταν δασικά ή εκτός σχεδίου πιέζοντας τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Ο δικός μας είχε αναλάβει να οικοπεδοποιήσει την ημιορεινή περιοχή Δασαμάρι Πικερμίου.
Κάπως έτσι σκέφτηκε και η μητέρα μου κι άρχισε να πληρώνει τις δόσεις από το υστέρημά της, με την ελπίδα μέχρι να ξεπληρώσει το ποσό να έχει ξεκαθαριστεί κάποιο γραφειοκρατικό ζήτημα που υπήρχε, όπως έλεγαν οι ιθύνοντες του Συνεταιρισμού και να πάρει το οικόπεδο. Τα χρόνια περνούσαν, οι δόσεις πληρώνονταν, οι υπεύθυνοι καθησύχαζαν πως όλα βαίνουν καλώς αλλά διανομή οικοπέδων δεν γινόταν. Ήρθε η χούντα, ο Συνεταιρισμός δεν διαλύθηκε όπως άλλοι (προφανώς είχαν προσβάσεις στο καθεστώς, όπως θα εξηγήσω παρακάτω), έπεσε η χούντα έγιναν αρχαιρεσίες για νέα δημοκρατική διοίκηση, ήρθε το ΠΑΣΟΚ εκλέχτηκε ακόμα πιο δημοκρατικό(!) Δ.Σ., η μητέρα μου στο μεταξύ είχε αποπληρώσει τις δόσεις μαζί με κάποια πανωτόκια αλλά οικόπεδα δεν είχαν δοθεί.
Στο μεταξύ οι δικαιούχοι γερνούσαν, απεβίωναν, μετέφεραν τα δικαιώματα στα παιδιά τους, κάποιοι είχαν βαρεθεί και τα πουλούσαν. Τι πουλούσαν δηλαδή; Αέρα κοπανιστό, ένα δικαίωμα σε οικόπεδο, αν και όταν... Η αξία της περιοχής ανέβαινε και οι μεταβιβάσεις κάτω από το τραπέζι έδιναν κι έπαιρναν, με τη διοίκηση του Συν/σμού να κάνει πως δεν βλέπει. Κάποια στιγμή, στα μέσα ή στα τέλη της δεκ. ’80, έγινε επιτέλους η κλήρωση και κάθε δικαιούχος έλαβε ένα νούμερο που αντιστοιχούσε στο οικόπεδό του. Η μητέρα, που μετά από 25 περίπου χρόνια αναμονής είχε σχεδόν απελπιστεί, μου δήλωσε ολόχαρη πως το οικόπεδο ανήκει σε μένα.
Ξεκίνησα με τον πατέρα μου να πάμε να δούμε πού βρίσκεται αυτό το οικόπεδο φάντασμα. Μας φαινόταν σχεδόν απίστευτο που πηγαίναμε να αντικρίσουμε από κοντά αυτό που αποτελούσε το οικογενειακό απωθημένο για μια ζωή. Ως τότε, κάθε φορά που διασχίζαμε το Πικέρμι μέσω της λεωφόρου Μαραθώνος, κοιτάζαμε προς την Πεντέλη λέγοντας πως κάπου εκεί έχουμε ένα οικόπεδο, αν το πάρουμε ποτέ. Φτάνοντας στο Πικέρμι στρίψαμε αριστερά και πήραμε έναν ανηφορικό αγροτικό δρόμο που όσο ανεβαίναμε χειροτέρευε. Ο πατέρας, ως παλιός ταξιτζής, είχε ξαναβρεθεί εκεί και γνώριζε περίπου πού ήταν η θέση. Αλλά είχε χρόνια να πάει, είχαν χαραχτεί κι άλλοι χωματόδρομοι και πήγαινε πιο πολύ με το ένστικτο. Με τα πολλά φτάσαμε σε ένα σημείο, όπου υποθέσαμε πως ανήκε στον Αγ. Σπυρίδωνα. Ίσως υπήρχε κάποια πρόχειρη ταμπέλα, δεν θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια. Ίσως ο πατέρας εντόπισε τη θέση.
Πάντως αυτό που αντικρίσαμε δεν ήταν οικόπεδα. Ήταν ένα πυκνό πευκοδάσος, χωρισμένο σε μεγάλα τετράγωνα τμήματα, με υποτυπώδη δρομάκια, κάτι ανάμεσα σε μονοπάτια και κακοτράχαλους και σχεδόν αδιάβατους δασικούς δρόμους. Την υποτυπώδη αυτή ρυμοτομία συμπλήρωναν μικρές τσίγκινες ταμπελίτσες με τα νούμερα των οικοπέδων. Αφήσαμε το αμάξι και ξεκινήσαμε να εντοπίσουμε τον κλήρο μας. Τον βρήκαμε όντως, αλλά αυτό που βρήκαμε δεν ήταν οικόπεδο. Ήταν ένα κομμάτι του δάσους που υποτίθεται ότι μας ανήκε. Έτσι ήταν όλα, βέβαια. Συνολικά 2.440 οικόπεδα των 500 τ.μ. είχαν κληρωθεί όπως έμαθα πολύ αργότερα. Δηλαδή περίπου 1.250 στρέμματα, ένα ολόκληρο δάσος είχε κομματιαστεί και πουλιόταν. Θλιβερό!
Αν και υπολόγιζα κάτι τέτοιο, ένα σοκ το έπαθα. Εμφανώς η περιοχή ήταν δασική. Προφανώς ήταν εκτός σχεδίου και μη οικοδομήσιμη. Προφανώς η πολιτεία δεν συναινούσε στον αποχαρακτηρισμό της, ειδικά τότε με τον Αντώνη Τρίτση στο ΥΧΟΠ. Προφανώς υπήρχαν συμφέροντα που πίεζαν αναζητώντας «πρόθυμους» κι «ευέλικτους» κρατικούς λειτουργούς· κάποιοι είχαν επενδύσει αγοράζοντας δεκάδες κλήρους και προσδοκούσαν να τους πουλήσουν ως οικόπεδα. Τέλος, ήταν προφανές πως ο Συν/σμός δεν μπορούσε να μεταβιβάσει με συμβόλαια τα δήθεν οικόπεδα στους δικαιούχους.
Πολύ αργότερα, σκαλίζοντας έμαθα πως με διάταγμα της χούντας το 1970 η περιοχή είχε ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως, μαζί με μια γειτονική έκταση 5.000 στρεμμάτων του ΑΟΟΑ, δηλαδή του Αυτόνομου Οικοδομικού Οργανισμού των Αξιωματικών. Η χούντα βόλεψε τους στρατιωτικούς και μαζί με τον βασιλικό ποτίστηκε και η γλάστρα, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις. Έτσι εξηγείται γιατί δεν διέλυσε τον Αγ. Σπυρίδωνα, όπως συνέβη με πολλούς παρόμοιους συνεταιρισμούς. Όμως, μετά την μεταπολίτευση η σχετική διάταξη ακυρώθηκε καθότι η περιοχή ήταν δασική. Όμως τότε, το 1987 περίπου, που βρέθηκα ιδιοκτήτης μισού στρέμματος δάσους, δεν τα γνώριζα αυτά, απλά τα διαισθανόμουν.
Η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν πως αργά ή γρήγορα η περιοχή θα καεί ώστε να οικοδομηθεί, όπως είχε συμβεί σε πολλά άλλα μέρη παλιότερα. Δεν ήθελα επ’ ουδενί να γίνω συνένοχος σε ένα τέτοιο έγκλημα, έστω και ακούσια. Αποφάσισα να πουλήσω το κομμάτι μου κι ας έχανα από την υπεραξία που θα αποκτούσε η γη, όταν θα έμπαινε στο σχέδιο. Προτάσεις υπήρχαν πολλές και πιεστικές. Κατά καιρούς τηλεφωνούσαν διάφοροι από το Συν/σμό, μεσίτες κλπ, αλλά η μάνα, που είχε ματώσει για να το ξεπληρώσει ώστε να μου αφήσει ένα περιουσιακό στοιχείο, δεν ήθελε να το δώσει. Τη διαβεβαίωσα πως θα το αντικαταστήσω με κάτι ανάλογο, κάτι που όντως έκανα. Επικοινώνησα με έναν μεσίτη που είχε πάρει τηλέφωνο, συμφωνήσαμε και η συναλλαγή έγινε στα γραφεία του Συν/σμού, κάπου κοντά στην πλατεία Κάνιγγος. Τι συναλλαγή δηλαδή, με ένα ιδιωτικό συμφωνητικό του παραχώρησα τον κλήρο μου! Την ίδια ώρα υπήρχαν εκεί κι άλλοι που έκαναν το ίδιο, πουλούσαν ή αγόραζαν κλήρους. Συνεταιρισμός Real Estate, ντροπής πράγματα.
Κι έπειτα ήρθε η ανάπτυξη!
Λίγα χρόνια αργότερα το Δασαμάρι κάηκε δυο φορές, το 1995 και 1998. Αμέσως, υποβλήθηκε αίτημα να μην κηρυχτεί η περιοχή αναδασωτέα. Το αίτημα απορρίφθηκε, υποβλήθηκε ξανά και ξανά, το μέρος ξανακάηκε και τελικά με κάποιο μαγικό τρόπο το καρβουνιασμένο και βιασμένο επανειλημμένως Δασαμάρι άρχισε να οικοδομείται, μαζί με την περιοχή του ΑΟΟΑ. Προφανώς βρέθηκε η ελαστική κι ευέλικτη συνείδηση που το επέτρεψε ή που έκανε τα στραβά μάτια. Από μηδέν κατοίκους ως το 1991, στην απογραφή του 2001 το Δασαμάρι είχε 209 άτομα και 227 η Διώνη, όπως ονόμασαν τον οικισμό τους οι αρχαιολάτρες στρατιωτικοί από μια αρχαία θεότητα, καθότι μια αρχαία ονομασία πάντα βοηθάει στην αξιοποίηση κι ανεβάζει την αξία των ακινήτων.
Τα επόμενα χρόνια το ημιορεινό Δασαμάρι αναφερόταν ως Άνω Διώνη, για ένα διάστημα. Είτε για να επωφεληθεί από τη φήμη της Διώνης που απέκτησε μεγάλη υπεραξία και ο πληθυσμός της εκτινάχτηκε στους 2.000 κατοίκους το 2011. Είτε για να απαλλαγεί από το παλιό τοπωνύμιο, το οποίο καλύπτει μια πολύ ευρύτερη κι ακόμα αδόμητη δασική περιοχή. Τελικά «καθαγιάστηκε» με την ανέγερση ναού του Αγίου Σπυρίδωνα, του οποίου πήρε το όνομα ως ξεχωριστός οικισμός του Πικερμίου.
Το παλιό τοπωνύμιο Δασαμάρι περιορίστηκε στο εναπομείναν παρθένο δάσος, το οποίο προφανώς κάποιοι εποφθαλμιούν. Το έκαψαν το 2009 και τώρα τελευταία το καίνε κάθε χρόνο, έχοντας αποθρασυνθεί από τον καινούργιο, πιο ελαστικό, νόμο περί αναδασώσεων της κυβέρνησης. Η έκταση που απέμεινε αποτελεί μια όαση πρασίνου και δροσιάς στο κακοποιημένο αττικό περιβάλλον. Περιέχει πολύ σημαντικούς βιότοπους, πολλά δασικά μονοπάτια, φαράγγια και τον σχεδόν άγνωστο ποταμό και καταρράκτη Βαλανάρη (όνομα από το παλιό δάσος βελανιδιών) που καταλήγει στο Ρέμα της Ραφήνας. Αποτελεί ένα καταφύγιο αναψυχής σε απόσταση μόλις 30’ από την Ομόνοια.
Ο καταρράκτης του Βαλανάρη (φωτ. NEWSIT) |
Για να χτιστούν η Διώνη και ο Άγ. Σπυρίδων κόπηκαν 35.000 πεύκα, ναι καλά διαβάσατε τριάντα πέντε χιλιάδες! Κι όμως αποτελούν μια παρωνυχίδα στο σύνολο των δασικών αποχαρακτηρισμών που έχουν συμβεί γύρω από την Πεντέλη. Ούτε λίγο ούτε πολύ, γύρω από το βουνό, δραστηριοποιούνται συνολικά 24 οικοδομικοί συνεταιρισμοί!
Τι χρεία, λοιπόν, έχομεν μαρτύρων, για το πώς καίγονται τα δάση;
Θ. Μπελίτσος, 12.8.2024.
Πηγές πληροφοριών (ενδεικτικά)
«Δασαμάρι S.O.S.» ανεξάρτητη πρωτοβουλία πολιτών, Ιστότοπος.
«Έτσι χτίζουν τα καμένα» εφ. Τα Νέα 12.8.2024.
«Καταρράκτης του Βαλανάρη: Μία όαση δροσιάς 25 λεπτά από το κέντρο της Αθήνας», NEWSIT, 24.6.2020 (από εδώ η σχετική φωτογραφία).
«Το ΣτΕ προστατεύει ακόμα και εκτάσεις που έχουν αποκτήσει δασική μορφή επιγενομένως. Ο Δήμος Ραφήνας-Πικερμίου;», ιστοσελίδα ‘dasarxeio.com’, 24.2.2015 (από εδώ ο χάρτης στην αρχή του άρθρου).
Βικιπαίδεια, διάφορα λήμματα.
Εξωραϊστικός Σύλλογος «Ερίκεια» Πικερμίου, Ιστοσελίδα.
Τάσος Σαραντής, «Χωρίς πυροπροστασία το τρις... καμένο Δασαμάρι», Εφημερίδα των Συντακτών, 26.6.2021.
Από https://belitsosquarks.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου