Photo: Makis Bitos
Αυτό το μωβ
Όπως κόαζαν τα βατράχια μέσα στο πουρνό των αισθήσεων,
όπως μια νυχτερίδα πέταγε μακριά να μην την τυφλώσει το φως,
χέρια σκληρά από πέτρας οψάδα,
ρίγη και κλάμα από λύπης και χαράς σπαθιά να ορμούν.
Τα φτερά χαράκωναν τον αγέρα,
Κύκλωπες χωρίς ματιά,
στρυφνοί και απαιτητικοί ,
και ενώ η φύση όργιαζε για της αχτίδας το φιλί,
αυτοί πάλευαν, θεώρατοι και απειλητικοί,
αμετακίνητοι και φοβιστικοί.
Να 'ταν ο φόβος μέσα στο σούσουρο της αλλαγής,
να 'ταν ο θόρυβος από της λεπίδας τη βοή,
να ταν το μέταλλο που τρικλίζει
μεθυσμένο χωρίς μυαλό ,
να 'ταν η γη που πάλλεται σαν τρελή από τον χτύπο τον δυνατό?!!
Τα πουλιά είχαν σιωπήσει,
άλαλα τι να πουν?!
Θεριά ανήμερα τα απειλούσαν,
μέταλλο κραδαίνοντας να μην τραγουδούν.
Σιωπηλή η φύση,
τρέκλιζε να μάθει να περπατά γυμνή.
Βιασμένη και ατιμωμένη από την ανθρώπινη δήθεν στοργή,
που συνεχώς την αψηφά ,
άτεγκτα και άμυαλα χωρίς συναίσθηση του τι γεννά.
Δρόμοι χωμάτινοι για φορτηγά,
αποθήκες ενέργειας με χημικά,
μόνο κάτι βουκαμβίλιες σε μια παρατημένη αυλή
άρχισαν να σφίζουν από φτερά αληθινά και ζωή.
Δεν υπήρχε ανθρώπινη ψυχή.
Είχαν όλοι πάει στην τσιμεντένια πόλη για δουλειά και προκοπή.
Η βουκαμβίλια τραγουδά...
Αυτό το μώβ να το κάνω ουρανό,
να το πιω σε μια γουλιά και μετά να χαθώ,
να τινάξω τα φτερά και να φτάσω ψηλά,
να κρυφτώ από το μέταλλο που μου χτυπάει και περονιάζει την καρδιά.
Χρώμα, χρώμα και χαρά.
Και ο χτύπος συνεχίζει όλο και πιο δυνατά...
Το χωριό εκεί ψηλά χωρίς παιδικά γέλια και νεανικά ερωτικά φτερουγίσματα,
μόνο μοναξιά.
Έφυγε η κυρά Ρηνιώ που έκανε το πιο ωραίο ψωμί το ζυμωτό
και ο μπάρμπα Αλέκος πήγε στα παιδιά,
ήταν ανίκανος να ζήσει χωρίς συντροφιά τα γερατειά.
Τα στήθη πονούν.
Η γη διψά από στοργή.
Και ο άνθρωπος μόνος μέσα στην οχλαγωγία και στην καθημερινή τριβή με τους κύκλωπες από ψηλά να βοούν.
Πάντα περίμεναν το καλοκαίρι η κυρά Ρηνιώ και ο μπάρμπα Αλέκος να ξεπροβάλλει,
να γεμίσει το χωριό με γελαστά νιάτα και η πλατεία με ρακί και ζάλη.
Ο καφετζής να χτυπάει τον δίσκο στην πέτρα πάνω
και ο καφενές να είναι γεμάτος από γνωστούς και ιστορίες για τους ίδιους και τους άλλους,
μια γλυκιά αίσθηση πλανεύτρα.
Αλλά...αλλά...
Μόνο σιωπή από φωνή.
Μέχρι και τα μυρμήγκια είχαν εδώ και καιρό ξενιτευτεί,
αλλά αυτές οι βουκαμβίλιες εκεί,
σθεναρές αγωνίστριες με τις πεταλούδες για την πρωινή συνάντηση την τυπική.
Αυτό το μωβ να το κάνω ουρανό,
να το πιω σε μια γουλιά να γίνω ένα με το θεϊκό,
να δω φεγγάρια και γαλάζιους ουρανούς,
ανθρώπους με ανοιχτή καρδιά
και με ψυχή,
αληθινούς.
2-8-2023
Φωτογραφία: Kostas Andreopoulos
Αισθάνομαι αέρα της χαράς
Αισθάνομαι αέρα της χαράς, της φύσης, της ξενοιασιάς.
Δέντρα θεόρατα να μου τραγουδούν γλυκά στα αυτιά,
χρώματα για τέρψη των ματιών αλλά και των πληγωμένων των ψυχών.
Μια ολόκληρη κοινωνία σε πλήρη συγχορδία.
Αόρατα τα μάτια των νυμφών, να σιγοτραγουδούν για ψυχές εξαγνισμένες, στην πολύχρωμια του δάσους αφιερωμένες.
Σηκώνω τα μάτια να πάρω φως του Θεού,
να απλώσω τα κλαδιά μου προς τα επάνω,
να γευτώ την ενέργεια του ήλιου σε κάθε κύτταρο, κάθε εκατοστό του κορμιού.
Οι ρίζες μου να γίνουν ένα με το χώμα, να απορροφήσουν κάθε στοιχείο, κάθε της ζωής ιχνοστοιχείο.
Μια πανταχόθεν εξουσία, του ωραίου η εξοργιστική δημιουργία.
Πουλιά να έρθουν να μου κελαηδίσουν, να κάνουν φωλιές, να μεγαλουργήσουν.
Η φύση να οργιάζει σε ένα του πάθους χορό που τραντάζει.
Το κελάρρυσμα του νερού να ανασαίνει , δροσιά δροσιά, σταλιά σταλιά να ανασταίνει.
Φρέσκος αέρας να ξυπνάει ένστικτα αγάπης, ουράνιας χαράς και δυναμικής ματιάς.
Να αισθανθώ πλάσματα μυθικά, μερικές φορές όμως και αληθινά.
Να βγάλω κραυγές, να ακουστούν, σε κάθε κάτοικο αυτού του οργιώδους χορού.
Να κάνω στροφές, να στροβιλιστώ, με του αέρα τα φύλλα να γίνω ένα εγώ.
Να φτάσω ψηλά, μέχρι τον ουρανό και εκεί να πω μυστικά για το μέλλον που θα δω.
Ένα γεράκι της ψυχής , που θα είναι ο αδιαφιλονίκητος υποκινητής.
Δύο μάτια ψυχής από ένα δάσος της φυγής.
Για ψυχές που αναζητούν, που ζητούν γη και νερό, όχι υλικό αλλά από το αΰλο, το εξωπραγματικό.
Και τότε θα πέσει η γροθιά του ουρανού όχι για κακό αλλά να φέρει νέα του Θεού.
Η θάλασσα από την χαρά της θα τρανταχτεί, βουνά θα τρέξουνε κοντά της γιατί θα αναγεννηθεί.
Μια κουκκίδα με ιστορία, θα δώσει μεγάλο αγώνα, με των Τιτάνων την συμμαχία.
Θα αναγεννηθούν πλάσματα ιστορικά, θα μάθουμε πράγματα φανταστικά.
Πάνω σε μύθους και δοξασίες, θα αρχίσει μια αναγέννηση από παλιών κόσμων τις κοσμοθεωριες.
Αλλά είναι μυστήρια αυτά, κρυμμένα μυστικά, στον κύκλο των ευχών με την ευχή των αετών.
4-8-2016
Προγνωστικά
Το κεφάλι σκυμμένο, κλωτσάω μια πέτρα.
Την κοιτώ πώς κυλάει, πως ελίσσεται, πως αντιδράει.
Ο ουρανός μου κάνει παρέα, με αγκαλιάζει, με πάει παραπέρα.
Σαν την πέτρα και εγώ σε ένα μετακινούμενο σκοπό.
Ο ήλιος κάπου πιο πέρα με αγναντεύει, μου κάνει παρέα.
Μια κρυμμένος σε σκέψεις, μια να κάνει αντιπαραθέσεις.
Και κάθομαι και απορώ, μια πέτρα πώς αλλάζει σκοπό.
Μήπως έχει πιο λογική ή μήπως έπρεπε να ήταν αμετακίνητη και αυτή.
Σκύβω, την παίρνω, την αγγίζω, το σχήμα της καθορίζω.
Γύρω μου μια ανθρώπινη απουσία αλλά η ζωή συνεχίζεται με βία.
Τόσο μικρή αλλά έχει αντοχή. Είναι πιο δυνατή από εμένα αυτή.
Δεν είναι βράχος μεγάλος και συμπαγής, αμετακίνητος και εξουσιαστής.
Μήπως τελικά έχει βρει το μυστικό να επιβιώσει στην ζωή!
Κάμπος ολάκερος κοντά μου
Σύννεφα μετακινουμενα και ένας φράχτης μπροστά μου.
Θέλει να μου κόψει την πορεία.
Το βλέμμα μου και την θέλησή μου όμως όχι στην ουσία.
Σαν την πέτρα και εγώ.
Απλά θα αναδιπλωθώ και θα περάσω, θα βρω ένα τρόπο να αντιδράσω.
Θα έχω αυτή την πέτρα παρέα.
Είναι μια δασκάλα ζωής.
Θα μου θυμίζει πώς κάτι μικρό είναι πιο ευέλικτο και πιο σοφό.
Το κυριότερο είναι πως χρησιμοποιείς αυτά που οι άλλοι θεωρούν ότι εξαιτίας αυτών θα χαθείς, θα νικηθείς.
Τα προγνωστικά πάνε και με τους αδύναμους τελικά.
22-7-2016
Φωτογραφία :Παύλος Παυλίδης
Μια καρδιά να αιμορραγεί
Μια καρδιά να αιμορραγεί, για ένα της αγάπης φιλί.
Ένα φιλί φανταστικό σαν του Ιούδα προδοτικό.
Να κλαίει, να σπαράζει, να αποζητά την αλήθεια, να αναστενάζει.
Να σπάει σαν διαμάντι σε χίλια κομμάτια, να γίνει δαχτυλίδι για όρκους και χάδια.
Η ίδια να μένει κενή, χωρίς ένα χάδι, ένα φιλί.
Να κοιτάει τον ήλιο που χάνεται εμπρός της, την θάλασσα να την αγκαλιάζει σαν να είναι Θεός της.
Να χύσει τα δάκρυα να μην της τα δούνε,
η προδοσία είναι σκληρή, η αμφιβολία αλάτι στην πληγή, ζητά την ευλογία σαν καθάριο νερό πηγής να βρούνε.
Τραντάζεται ολάκερη, με ποθους γεμάτη.
Κινεί ωκεανούς, λιμάνια, σταθμούς και όλους τους ουρανούς.
Δάκρυ στο δάκρυ, πληγή στην πληγή για δύο χείλη που θέλει να γευτεί.
Δύο χείλη με ερωτηματικά, που κάνουν τις πληγές της να πονούν πραγματικά.
Θύελλες στην ύπαρξή της, βροντές στην δύναμή της,
αγάπη στην ψυχή της, ελπίδα στο φιλί της.
Φωτιά και λάβα ο έρωτας της, αχαλίνωτα ελεύθερα τα οραματά της.
Μια Πυθία που κάθεται και περιμένει, με χρησμούς να ξαποσταίνει.
Μόνο από μια αγάπη φοβάται μην πληγωθεί, μην η ψυχή της ταραχτεί.
Δεν θέλει να δει ένα ακόμα χαμό.
Θέλει μονάχα δίπλα της έναν αετό.
Είναι άσχημο το βάρος αυτό, να έχεις στην μοίρα σου αυτό το γραμμένο μερτικό.
Δάφνη και νερό ζητά να της δοθεί, τα χέρια στην γη κάτω τοποθετεί, τα μάτια ψηλά στον ήλιο αφιερώνει.
Χέρια και χώμα γίνονται ένα, σε ένα ατέρμονο της ικεσίας βλέμμα.
Σκύβει τους ώμους θερμοπαρακαλεί, κοίτα την κορυφή του βουνού βγάζει κραυγή.
Σύννεφα απλώνονται πέρα έως πέρα, είναι δυνατή αυτή η φοβέρα.
Δάκρυ βροχή γίνονται ένα, πέφτουν στη γη που τα αποζητεί.
Είναι σκληρό το μαχαίρι αυτό, της δικαιοσύνης το ατρόμητο μυστικό.
Δεν θέλει το ίδιο να ξαναγευτεί, με το βουνό θέλει να κάνει ανακωχή.
Είναι από την ίδια στόφα καμωμένα, πουλιά στον αέρα, ελεύθερα πλασμένα.
15-6-2016
Ονειροπούλια
Χρυσό αγέρι με κανέλα,
μέλι στο στόμα και θαλασσινή δροσιά,
σάρκα που πάλλεται στο κύμα,
σώμα που κλυδωνίζεται ρυθμικά.
Ο χρόνος κυλούσε σκερτσόζικο ρυάκι,
η ζωή πηδούσε τα κύματα χρονιά τη χρονιά,
αλλά η ψυχή αποζητούσε την αγάπη,
ένα χάδι, μια γλυκιά αγκαλιά.
Ήταν αυτές οι πέτρες δίπλα στους μυτερούς αχινούς,
αισθήσεις που γινόντουσαν μνήμες,
μια στον Άδη, μια σε ολοφώτεινους ουρανούς.
Και η ανάσα αγεράκι ,
να σπρώχνει όλο και πιο μακρινά χάρτινους όρκους και οιωνούς.
Το ρυάκι κυλούσε να βρει την θάλασσα την πλατιά,
να γίνει ένα με το κύμα,
να βάλει όλες τις πέτρες σε σειρά.
Και η καρδιά χοροπηδούσε
μια από τον πέτρινο χτύπο,
μια από την πηρονιά του αχινού,
και το αίμα γινόταν ένα με όλο το χρυσό του Θεού.
Μερικές φορές από τον δυνατό ήλιο,
η μνήμη ξεθώριαζε,
χανόταν σε λόγια και γραμμές ,
μέσα σε μπουκάλια που τα παράσερνε το κύμα σε ξένες και μακρινές ακτές.
Αλλά η καρδιά χτυπούσε,
χτυπούσε όλο και πιο δυνατά ,
με γεύση κανέλα στα κατάρτια
και θαλασσινή δροσιά στα μαλλιά.
Ατένιζε, ατένιζε η ματιά και προσδοκά...
Αυτό το φτερούγισμα στο στήθος ,
αυτό το βλέμμα το γλυκό.
Τα ονειροπούλια είναι μερικές φορές αληθινά,
πετάνε ελεύθερα στον ουρανό.
4-8-2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου